Whispers from the Beyond

Εκδίκηση από τον τάφο -
Σωκράτης Μπουζούκας

Αποφασίσαμε, τη νύχτα του Halloween, να καλέσουμε κάποιο πνεύμα οι φίλοι μου και εγώ. Ήταν η νεανική μας περιέργεια που μας οδήγησε να έρθουμε σε επαφή με τον κόσμο των πνευμάτων. Η νύχτα της 31ης Οκτωβρίου, σύμφωνα με τη μυθολογία των Κελτών, ανοίγουν οι πύλες του κάτω κόσμου και οι ψυχές των νεκρών κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Επισκεφθήκαμε το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Μπήκαμε μέσα με προσοχή και τη βοήθεια των φακών από τα κινητά μας τηλέφωνα. Δεν υπήρχε κανένας τριγύρω. Βρήκαμε τον τάφο ενός που είχε αυτοκτονήσει πρόσφατα και για μέρες οι ειδήσεις αναφέρονταν. Έδωσε τέλος στην ζωή του χωρίς κανείς να μάθει το γιατί. Ανάψαμε μαύρα κεριά και τοποθετήσαμε ένα ανά κορυφή της πεντάλφας που σχεδιάσαμε επάνω στον τάφο. Χωρίς να χάσουμε χρόνο, αρχίσαμε την επίκληση πνευμάτων.

Καλέσαμε το πνεύμα του πιστεύοντας ότι θα μαθαίναμε την αιτία που τον οδήγησε στη μακάβρια πράξη του. Περιμέναμε με αγωνία αν τα είχαμε καταφέρει. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, έγινε το κακό. Δυνατός αέρας φύσηξε ξαφνικά σηκώνοντας σκόνη, τα κεριά τρεμόπαιξαν, ενώ ταυτόχρονα ο τάφος άρχισε να κουνιέται λες και γινόταν μεγάλος σεισμός. Μια απόκοσμη κραυγή ακούστηκε από το μνήμα, με αποτέλεσμα να τρομάξουμε. Αυτό, όμως, που μας έκανε να το βάλουμε στα πόδια ήταν η εμφάνιση εκείνης της ανθρώπινης σιλουέτας-φάσματος μπροστά στο μνήμα

Τρομαγμένοι προσπαθήσαμε να φύγουμε αμέσως από εκεί αφού τα πράγματα με την επίκληση δεν εξελίσονταν καλά. Οι φίλοι μου πρόλαβαν και βγήκαν πανικοβλημένοι γρήγορα από εκεί. Εγώ, παρόλο τα φτερά που έβγαλα στα πόδια μου από τον φόβο, δεν τα κατάφερα. Η σκιά κατάφερε να κινηθεί πιο γρήγορα και να με πιάσει σφιχτά από τον λαιμό.

Μάταια προσπαθούσα να απελευθερωθώ από τον αόρατο επισκέπτη που είχαμε καλέσει. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά γιατί φοβόμουν ότι θα μου έκανε κακό. Ξαφνικά ένιωσα ένα παγωμένο ρίγος στο σώμα μου. Και τότε στο αυτί μου άκουσα την φωνή του πνεύματος να μου μιλά ψιθυριστά.

«Μην φοβάσαι, νεαρέ μου. Δεν θα σου κάνω κακό. Σε ευχαριστώ που με έφερες στον κόσμο σας. Μου έλειψε πολύ. Ζούσα για χρόνια ευτυχισμένος. Μέχρι πριν δυο μήνες που αποφάσισα να συναντήσω τον θάνατο και να κατεβώ στο βασίλειο του Άδη για να πάψει το μαρτύριο που ζούσα εξαιτίας κάποιων που θεωρούσα φίλους».

Όσο το πνεύμα μού μιλούσε, εγώ ήθελα να ουρλιάξω από τον τρόμο μου, αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε από το στόμα. Είχα παγώσει για τα καλά εκεί. Κάθε τόσο, άκουγα τις φωνές των φίλων μου που με αναζητούσαν. Ανησυχούσαν αν είμαι καλά με αποτέλεσμα να διακόψουν για λίγο το πνεύμα. Μετά από λίγο συνέχισε να μου μιλάει, ενώ εγώ, από μέσα μου, έλεγα την προσευχή μήπως και κατάφερνα να απαλλαγώ από την παρουσία του και ξεφύγω. Μάταια ήλπιζα να συμβεί αυτό. Η φωνή συνέχισε να μου μιλάει.

«Οι φίλοι σου σε αναζητούν. Φαίνεται ότι νοιάζονται για εσένα πραγματικά. Όχι σαν τα φίδια που είχα εγώ. Σύντομα, θα τους συναντήσεις ξανά. Όμως για κανέναν λόγο δεν θα τους κάνεις κουβέντα για τα όσα σου λέω. Για το δικό σου καλό.

»Οι δικοί μου φίλοι μού πρόσφεραν κακία και ζήλεια. Αν και τους βοήθησα πολλές φορές, έτυχε να έχω την ανάγκη τους σε μια δύσκολη οικονομική κατάσταση. Όχι μόνο δεν μου επέστρεψαν όσα μου χρωστούσαν, αλλά μου γύρισαν και τις πλάτες τους ενώ παράλληλα σχεδίαζαν το κακό μου κρυφά.

»Το χειρότερο από όλα ήταν όταν ένας από αυτούς μού έκλεψε τη γυναίκα που αγαπούσα. Αυτό το χτύπημα πόνεσε περισσότερο από όλα όσα μου έκαναν. Ήταν κάτι που δεν τον περίμενα. Η θλίψη με οδήγησε στην αυτοκτονία. Έδωσα τέλος στη ζωή μου κρατώντας δυο πιστόλια στους κροτάφους μου ανά χείρας για να μην υπάρχει καμιά πιθανότητα να γλυτώσω.

»Η ψυχή μου έμεινε να περιπλανιέται εδώ στη γη παρακολουθώντας τις ζωές τους. Ζήλεψα, πικράθηκα, θύμωσα. Απολάμβαναν τις χαρές της χωρίς να νιώσουν καμιά ενοχή για μένα. Ούτε στην κηδεία μου δεν ήρθαν για το τελευταίο αντίο. Το αντίθετο αυτοί το γλέντησαν. Πόνεσα και θέλω οι ψυχές τους να υποστούν το βασανιστήριο της κόλασης. Τότε, θα ηρεμήσω και θα πάψω να περιπλανιέμαι στη Γη. Αλλά δεν μπορούσα να δράσω, μέχρι σήμερα που μου ανοίξατε την πύλη που υπάρχει μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Το μίσος μου για αυτούς θα γίνει πράξη εκδίκησης».

Στο άκουσμα της λέξης «εκδίκησης» πάγωσα.

Πού έμπλεξα; σκέφτηκα φοβισμένος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή από την αγωνία μου. Το πνεύμα συνέχισε τον μονόλογο.

«Θα τους στοιχειώσω κάνοντας τους να βλέπουν τους αγαπημένους τους πρώτα να σβήνουν αργά και βασανιστηκά, μέχρι να έρθει η δική τους σειρά. Θα φαίνονται σαν ατυχήματα οι θάνατοί τους. Τα δάκρυα και ο πόνος που θα τους κεράσω, μαζί με τους εμφιάλτες που θα φυτέψω στα όνειρα τους, θα είναι το αντίτιμο των όσων μου στέρησαν από τη ζωή. Θα μετατρέψω τη ζωή τους σε κόλαση επί της γης και θα θεραπευτεί ο πόνος μου που μου προξένησαν μέχρι να με συναντήσουν».


Πρόσεχε τι εύχεσαι -
Μάουρα Ρομπέσκου

Έσπρωξε το κλειδί δυο τρεις φορές στην κλειδωνιά πριν καταφέρει να ανοίξει. Ένιωθε το κεφάλι βαρύ, τα μάτια θολά. Λες το ποτό να ήταν μπόμπα, αναρωτήθηκε, ή πάνω στη συζήτηση ήπια μερικά ποτηράκια παραπάνω; Δε θυμόταν.

Και πώς να θυμηθεί. Μα ήταν συζήτηση αυτή που ξεκίνησαν; Πως, τάχα, εκείνη τη μέρα του Halloween, την ώρα που το ρολόι θα χτυπούσε τη δωδεκάτη βραδινή, το πέπλο που χωρίζει τον κόσμο των ανθρώπων με εκείνον των πνευμάτων θα σχιζόταν και τα ίδια τα πνεύματα θα σκόρπιζαν ανάμεσα στους θνητούς. Τι βλακείες! Διαφώνησε με αρκετούς από τους τρελαμένους εκεί μέσα και αρκετά πριν, την περί ου ο λόγος, ώρα, την έκανε με ελαφριά, προφασιζόμενος αδιαθεσία, που δεν ήταν και εντελώς ψέματα. Και τι δε θα έδινε για να είχε μια απόδειξη για όσα έλεγαν. Κάτι που φυσικά δε θα γινόταν ποτέ.

Μπήκε τρεκλίζοντας στο εργένικό του σπίτι. Κανείς δεν τον περίμενε. Κανείς δεν τον κατσάδιαζε αν είχε αργήσει ή αν είχε πιει λιγάκι παραπάνω. Πέταξε στον σωρό από τα ρούχα που άραζαν ανενόχλητα πάνω στους καναπέδες και τις πολυθρόνες, τον σκούφο. Βλαστήμησε καθώς προσπαθούσε να ξεμπλέξει τον κόμπο από τον μανδύα του μάγου, όπως ήταν η θεματική του πάρτι. Παραπάτησε κάνα δυο φορές καθώς έβγαζε την ανάλογη ρόμπα όταν-

Το ρολόι κούκος άρχισε να κράζει τις ώρες. Κάθε φορά που άκουγε εκείνο το διαβολοπούλι να σκούζει, αναπηδούσε από την τρομάρα του. Κάθε φορά, ορκιζόταν πως θα έκανε εκείνο το τερατούργημα καυσόξυλα, μα ήταν δώρο του μακαρίτη του παππού του, που πολύ τον αγαπούσε κι έτσι το μηχανικό πουλί έπαιρνε κάθε τόσο παράταση ζωής να μετρά τις ώρες. Μηχανικά και το μυαλό του μετρούσε τα σκουξίματα του πουλιού. Ένα, δύο τρία… οκτώ…. έντεκα, δώδεκα.

Ένας βροντερός ήχος ακούστηκε. Σαν κάτι να σχιζόταν. Ένας κεραυνός; Δεν είχε ακούσει για κακοκαιρία εκείνες τις μέρες. Τα αυτιά του βούλωσαν, τα μάτια του θόλωσαν και… ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο. Τα φώτα έσβησαν.

«Άει στον…» έβρισε ακόμα μια φορά και έκανε μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του κρατώντας το κινητό αναμμένο σαν φακό. Τίποτα! Δεν υπήρχε κανείς. Δεν έβλεπε τουλάχιστον κανέναν, όμως ένιωθε μια παρουσία εκεί κοντά του.

«Δεν με βλέπεις; Αλήθεια δε με βλέπεις;» ακούστηκε μια συριχτή φωνή σχεδόν πίσω από τον ώμο του. Με τις τρίχες του ανασηκωμένες, λες και ήταν αγριεμένη γάτα, γύρισε αργά και προσπάθησε με το βλέμμα να τρυπήσει το σκοτάδι. Το κινητό βρισκόταν πεσμένο στο πάτωμα. δημιουργώντας τρεμουλιαστές σκιές αντί να φωτίζει. Τα μάτια του θόλωσαν ή έτσι πίστευε καθώς η ατμόσφαιρα ολόγυρα άρχισε να τρεμουλιάζει λες και το δωμάτιο στεκόταν πάνω από μια κατσαρόλα που έβραζε. Θα μπορούσε, σκέφτηκε καθώς το κορμί του άρχισε να ζεσταίνεται και να ιδρώνει.

«Βγες από τις σκιές και φανερώσου!» διέταξε.

«Πρόσεχε τι εύχεσαι!» απάντησε η ασώματη φωνή.

«Τι θες; Μίλα!»

«Θα μιλήσω και θα σου πω πώς βρέθηκα εδώ. Είσαι σίγουρος όμως πως θες να μάθεις;» δίχως να περιμένει απάντηση η φωνή συνέχισε. «Ήμουν ένας ανόητος νεαρός όπως κι εσύ. Μια μέρα, ήταν σαν κι αυτήν όταν έκανα κι εγώ μια ευχή. Να δω τον κόσμο τον αόρατο, τον κόσμο των πνευμάτων. Βρισκόμουν εδώ, στο ίδιο δωμάτιο. Ο αέρας γύρω μου τρεμούλιασε. Ο χώρος ζεστάθηκε, κι εγώ δεν μπορούσα ούτε βήμα να κάνω, σαν έντομο πιασμένο στον ιστό. Τα πάντα γύρω μου έλιωναν και παραμορφώνονταν, λες και βρισκόμουν σε πίνακα του Νταλί. Τα ξύλινα έπιπλα έσταζαν σε σκούρες σταγόνες, δημιουργώντας σπειροειδείς δίνες στο πάτωμα. Το σπίτι, έτριζε, βόγκαγε και αγκομαχούσε, σαν ζωντανό πλάσμα που βασανιζόταν.

»Στο πάτωμα, μπροστά μου, μία μικροσκοπική τρύπα αχνοφαινόταν. Τα μάτια μου καρφώθηκαν πάνω της. Έβλεπα, σε εκείνη, μια ελπίδα, έναν τρόπο διαφυγής. Η μικροσκοπική οπή, κάτω από το βλέμμα μου, μεγάλωνε χιλιοστό το χιλιοστό. Σαν μελανός λεκές κατέτρωγε το μάρμαρο, το χώμα, την πέτρα κάτωθέ του. Έκανα να κινηθώ, να φέρω το πόδι σε εκείνη. Να χωθώ, να ξεφύγω από εκείνη την παγίδα που είχα πιαστεί, μα κάθε προσπάθειά μου πήγαινε στον βρόντο. Αν και δεσμά δεν κρατούσαν τα μέλη μου, εκείνα έμεναν ακίνητα, παγωμένα λες, πετρωμένα σε μια αέναη στάση. Μόνο τα μάτια στριφογύριζαν σαν τρελά στις κόγχες τους και το μυαλό που σκεφτόταν συνέχεια τρόπους διαφυγής. Μα τι σου λέω; Καταλαβαίνεις απόλυτα. Είσαι στην ίδια κατάσταση με εμένα.

»Από τον νου μου πέρασε ολάκερη η ζωή μου. Τα λάθη μου, τα σωστά μου. Πιότερα τα λάθη από τα σωστά. Περισσότερη η αδικία από το δίκιο για τους άλλους. Πλημμύριζε ο εγωισμός μου.

»Η οπή έφτασε στα ακροδάκτυλα των ποδιών μου και, τότε, διαπίστωσα πως η έξοδος διαφυγής δεν ήταν παρά ένας βορβορώδης λάκκος, που έζεχνε θειάφι και σαπίλα. Μια κίνηση τράβηξε την προσοχή μου. Κάτι αναδυόταν από τον βρωμερό λάκκο. Κάτι μεγάλο και τρομακτικό.

»Πρώτα ξεπρόβαλλαν τα κέρατα. Οστέινα σουβλιά που τρυπούσαν των ζελατινώδη αέρα που με περιέβαλλε. Έπειτα τα μάτια. Ματωμένες λίμνες που φιλοξενούσαν κάθετες ίριδες. Το τρομερό μουσούδι αναδύθηκε και το τεράστιο στόμα με τα σουβλερά δόντια στάθηκε ορθάνοιχτο εμπρός μου. Τα πόδια μου ήταν το αρχικό θύμα. Τσακίστηκαν ανάμεσα στα δυνατά σαγόνια. Το σώμα μου ακολούθησε. Σάρκα, νεύρα, φλέβες και εντόσθια ξεσχίστηκαν από τα δόντια. Τελευταίο ήταν το κεφάλι, μα η συνείδησή μου παρέμενε να βιώνει κάθε μάσημα, κάθε πόνο κάθε πόντο του εαυτού μου που τρωγόταν, ενώ παρέμενα ζωντανός.

»Μα το τέλος δεν ήρθε, όσο και αν το περίμενα ανυπόμονα. Η ψυχή μου ρουφήχτηκε μέσα σε εκείνο τον βρωμερό λάκκο, ακολούθησε το πλάσμα που είχε εξαφανίσει την ύπαρξή μου.

Καταλαβαίνεις; Νιώθεις στο πετσί σου όσα σου λέω; Είδες κι εσύ τον Δαίμονα; Γιατί, τώρα, είσαι μαζί μου στην κόλαση.

Σου είπα από την αρχή. Πρόσεχε τι εύχεσαι».



Το τελευταίο παιχνίδι -
Ερωδίτη Παπαποστόλου

Παραμονές Halloween. Το μικρό χωριό του Μέλβιλ έμοιαζε λες και είχε ξεπηδήσει από κάποιο σκοτεινό παραμύθι, με τις φωτισμένες κολοκύθες και τα διάσπαρτα φαναράκια στις αυλές.

Είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα ξερά φθινοπωρινά φύλλα θρυμματίζονταν με θόρυβο, καθώς τα αδέρφια Τζίμι και Τζον Μπάμπστοκ, επτά και δεκαεπτά ετών αντίστοιχα, έπαιζαν μπάλα. Κάποια στιγμή, ο μικρός την κλώτσησε δυνατά, εκείνη πέρασε πάνω από το συρματόπλεγμα και προσγειώθηκε στο διπλανό χωράφι. Ο Τζον του έριξε μια απαλή φάπα στον σβέρκο.

«Τράβα πάρ' την» κοίταξε το ρολόι του. «Πάω σπίτι».

Ο Τζίμι έσυρε τα βήματά του βαριεστημένα. Όταν έφτασε, αντίκρισε ένα μικρό κορίτσι να την κρατά. Τα μαύρα μαλλιά της έμοιαζαν με ποντικοουρές κι έπεφταν άτσαλα στο μέτωπό της, ενώ τα αυτιά της ήταν λίγο μεγαλύτερα από το συνηθισμένο και πιο πεταχτά. Φορούσε στρόγγυλα γυαλιά με χοντρό τζάμι που έκαναν τα μάτια της να φαντάζουν τεράστια.

«Γεια. Είμαι ο Τζίμι» της είπε. «Θα μου δώσεις την μπάλα;»

Εκείνη την άφησε κάτω και την κλώτσησε απαλά προς το μέρος του. Έπειτα άνοιξε τα χέρια και του έκανε ένα νεύμα.

«Θέλεις να…» συνοφρυώθηκε. «Θέλεις να παίξουμε;»

Η μικρή ένευσε καταφατικά. Εκείνος σκέφτηκε για λίγο.

«Εντάξει» ανασήκωσε τους ώμους. «Να ξέρεις όμως, δεν έχω πολύ χρόνο. Με περιμένει ο αδερφός μου στο σπίτι».

Άρχισαν να δίνουν πάσες ο ένας στον άλλον και σιγά σιγά, ξεκίνησαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Και οι δυο φαίνονταν να το διασκεδάζουν.

Κάποια στιγμή, το αγόρι σταμάτησε και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο. Κοίταξε το ρολόι του.

«Πρέπει να φύγω. Θέλεις να παίξουμε πάλι αύριο;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Φαινόταν λυπημένη.

«Δεν μπορείς;»

Έγνεψε θετικά.

«Τότε μεθαύριο. Συγγνώμη, αλλά πρέπει στα αλήθεια να φύγω. Θα μου δώσεις την μπάλα;»

Αντί γι' απάντηση όμως, εκείνη την άρπαξε και άρχισε να τρέχει.

«Ει!» φώναξε θυμωμένος και την ακολούθησε.

Βρέθηκαν σε ένα μικρό δάσος. Το κορίτσι έτρεξε πίσω από έναν χοντρό κορμό και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Έψαξε με το βλέμμα του παραξενευμένος.

«Μικρή! Πού είσαι;!»

Ήταν άφαντη. Σύντομα τα παράτησε κι επέστρεψε στο σπίτι.

***

Μόλις βράδιασε για τα καλά, οι Τζον και Τζίμι, αφού φόρεσαν τις στολές τους, ενός αστυνομικού κι ενός βαμπίρ αντίστοιχα, κατευθύνθηκαν προς την πλατεία του χωριού και αναμίχθηκαν με το πλήθος. Ο ήχος μιας μπάλας που χτυπούσε στο έδαφος, τράβηξε την προσοχή του μικρού. Στράφηκε προς τα εκεί και είδε το κορίτσι που συνάντησε το πρωί. Εκείνη την κλώτσησε απαλά προς το μέρος του κι έφυγε τρέχοντας. Το αγόρι έριξε μια ματιά στον αδερφό του. Δεν τον κοιτούσε. Την ακολούθησε κι έφτασε σε ένα μονοπάτι πλαισιωμένο από μια πυκνή συστάδα δέντρων. Ξαφνικά, ομίχλη τον περικύκλωσε. Σταμάτησε απότομα. Συνειδητοποίησε πως ακόμη δεν γνώριζε το όνομά της.

«Μικρή!» φώναξε και προχώρησε διστακτικά. «Πού είσαι;!»

Ο λευκός καπνός άρχισε να διαλύεται. Κοίταξε γύρω του παραξενευμένος. Βρισκόταν στο νεκροταφείο του χωριού. Η ησυχία που επικρατούσε ήταν απόλυτη. Ξάφνου, ένας ρυθμικός ήχος έσπασε τη σιωπή. Ένας γέρος ερχόταν κουτσαίνοντας προς το μέρος του. Στηριζόταν σε μια μαγκούρα που κρατούσε σφιχτά με τα ροζιασμένα δάχτυλά του. Πλησίασε το χαρακωμένο από ρυτίδες πρόσωπο σε εκείνο του παιδιού και τον κοίταξε στα μάτια. Τα δικά του είχαν ένα περίεργο γαλάζιο χρώμα. Έμοιαζαν γυάλινα.

«Τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα, μικρέ;»

Ο Τζίμι μύρισε τη βαριά του ανάσα και οπισθοχώρησε. Ο γέρος δεν φάνηκε να το προσέχει. Τον πλησίασε ξανά.

«Λοιπόν;»

«Εγώ» ξεροκατάπιε. «Έψαχνα ένα κορίτσι…»

Ο γέρος κάγχασε.

«Δεν υπάρχει κανένα κορίτσι εδώ… ζωντανό».

Ο Τζίμι ανατρίχιασε.

«Να πηγαίνω τότε»

Έκανε να φύγει.

«Βέβαια» συνέχισε ο γέρος «Σήμερα, είναι μια ιδιαίτερη μέρα. Σήμερα, οι νεκροί περπατούν ανάμεσα στους ζωντανούς, προσπαθώντας να κλείσουν παλιούς λογαριασμούς ή να κάνουν όσα δεν πρόλαβαν ενώ ζούσαν».

Ο Τζίμι τον κοίταξε αμίλητος.

«Πάρε για παράδειγμα την Μπέλα Μουρ».

Σήκωσε τη μαγκούρα κι έδειξε ένα μνήμα μπροστά τους, πνιγμένο στα αγριόχορτα. Την κατέβασε, όμως, σχεδόν αμέσως αφού παραλίγο να χάσει την ισορροπία του.

«Η Μπέλα… που η εμφάνισή της… ήταν το τελείως αντίθετο από το όνομά της».

Ο Τζίμι κοίταξε τη φωτογραφία στο μνήμα και η καρδιά του άρχισε να σφυροκοπά. Ήταν ολόιδια με το κορίτσι που είχε συναντήσει νωρίτερα. Γούρλωσε τα μάτια.

«Γι' αυτό τα παιδιά την κορόιδευαν. Κανείς δεν ήθελε να γίνει φίλος της. Ώσπου μια μέρα, της σκάρωσαν μια πολύ άσχημη πλάκα. Την κάλεσαν στο δάσος και της υποσχέθηκαν πως θα παίξουν μαζί της. Φόρεσαν τρομακτικές στολές και την κυνήγησαν. Της έβγαλαν τα γυαλιά και χόρευαν ουρλιάζοντας γύρω της. Εκείνη άρχισε να τρέχει. Πάνω στον πανικό της, έπεσε στον γκρεμό. Είμαι σίγουρος, λοιπόν, πως αν επέστρεφε, θα ήταν για να πραγματοποιήσει την τελευταία της επιθυμία: να παίξει».

***

Όταν το επόμενο πρωί ο Τζίμι πήγε στο νεκροταφείο, ο γέρος ήταν άφαντος. Πλησίασε στο μνήμα της Μπέλα και άφησε την μπάλα. Χαμογέλασε θλιμμένα και άρχισε να απομακρύνεται. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να διασχίσει την πυκνή συστάδα δέντρων, έριξε μια ματιά πίσω του. Η μπάλα είχε εξαφανιστεί.



Ένας φίλος από τα παλιά! -
Ελένη Ζερβοπούλου

31 Οκτωβρίου

«Που είσαι, ρε Αποστολή, επιτέλους;» έλεγε η Λία φωναχτά, που την είχε κυριεύσει ο φόβος από τη δυνατή βροχή και τους κεραυνούς που έπεφταν ασταμάτητα. Το γηροκομείο βρισκόταν στα σκοτάδια, λόγω της διακοπής ρεύματος. «Έχω αρχίσει και μιλάω μόνη μου. Τόσα χρόνια στη δουλειά και αυτό το πράγμα δεν έχει ξανά συμβεί. Μου αρέσει που είπε να πάω να δω τους ανθρώπους. Καλά, ανάγκη που έχουν αυτοί, κοιμούνται του καλού καιρού» είπε η Λία ειρωνικά προσπαθώντας να διώξει τον φόβο της.

Η αστραπή που έπεσε φώτισε τον θάλαμο όπου βρισκόταν και είδε τον νεαρό συνάδελφό της να στέκεται στην πόρτα και να την κοιτάζει έντονα. Έβγαλε μια κραυγή φόβου και έπιασε τον σταυρό που φορούσε.

«Μην τον αγγίζεις!» της φώναξε.

«Ναι, καλά. Δε φτάνει που είχες βάλει αυτό το θρίλερ πριν κοπεί το ρεύμα, με άφησες και μονή. Αλήθεια τι έγινε με τη γεννήτρια; Γιατί δεν έχει έρθει το ρεύμα ακόμα;» του είπε.

«Νοσοκόμα!» μια φωνή ακούστηκε από έναν θάλαμο. Η Λία έκανε να βγει από την τραπεζαρία του προσωπικού, αλλά ο Αποστολής τής έκλεισε τον δρόμο. Η αστραπή που έπεσε έδειξε την αντανάκλαση του στην τηλεόραση.

«Μην τρομάζεις, Ευαγγελία» της είπε με ήρεμη, βραχνή φωνή. Κανείς δεν την φώναζε έτσι, εκτός από…

«Πώς… Πώς με είπες;» των ρώτησε, καθώς έτρεμε το κάτω χείλος της.

«Ευαγγελία!» τόνισε ένα ένα τα γράμματα. Πλέον δεν υπήρχαν τα νεανικά χαρακτηριστικά του συναδέλφου της. Ρυτίδες, τέσσερα μπροστινά δόντια και δυο μαύρα μάτια ήταν αυτό που έβλεπε.

«Εσύ; Μα πώς; Είσαι νεκρός» είπε προσπαθώντας να τσιμπήσει τον εαυτό της και να ξυπνήσει από τον εφιάλτη που νόμιζε ότι έβλεπε.

«Νεκρός;» είπε και γέλασε. Έβαλε το χέρι του στον λαιμό της, με την αναπνοή του λίγα χιλιοστά από τη δική της.

«Τον σταυρό θες;» του είπε, ενώ τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά της και, ενώ περίμενε να τη φιλήσει, εκείνος φύσηξε μέσα της.

Την άφησε απότομα, κάνοντας την να πέσει στα γόνατα. Έπιασε το κεφάλι της. Φωνές, σιγανές, τρομακτικές, κλαψιάρικες άκουγε μέσα στο κεφάλι της. Διάφορες ψυχές ταλαιπωρημένες μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια δουλειάς, άνθρωποι να τους ταΐζει με το ζόρι και να κάνουν εμετό, άνθρωποι να μένουν κατουρημένοι και χεσμένοι ώρες ολόκληρες γιατί θεωρούσε ότι το κάνουν επίτηδες. Όταν παράβλεπαν τις εντολές της ή δεν ήταν εκεί την ώρα που μοίραζε τα χάπια τους ή όταν ζητούσαν κανένα τσιγαράκι παραπάνω, για τιμωρία τους έβαζε σε ένα δωμάτιο για τρεις μέρες. Πολλές φορές, τους έδενε ώστε να μη χτυπάνε την πόρτα.

«Σε παρακαλώ…» του είπε. Την έπιασε από τον λαιμό και τη σήκωσε. Με τη γλώσσα του έγλειψε την άκρη των χειλιών της και την μύρισε.

Η απαίσια μυρωδιά που έβγαινε από το στόμα του της προκάλεσε εμετό. «Νιώθεις τη σαπίλα που έχεις μέσα σου, Ευαγγελία; Γιατί είναι η δική σου σάπια ψυχή» της είπε.

«Έκανα…» ένιωσε την κύστη της να τη προδίδει και το υγρό να την καίει ανάμεσα στα πόδια της.

«Τι; Λάθος;» της είπε και άρχισε να ασκεί πίεση με το ελεύθερο χέρι του στη καρδιά της, η οποία χτυπούσε ήδη δυνατά, σε σημείο να χτυπάει στα μηνίγγια της, καλύπτοντας κάθε άλλο ήχο ακόμα και εκείνον της βροχής. «Μόνο που εγώ το πλήρωσα με τη ζωή μου.

»Θυμάσαι πόσο σε παρακαλούσα να μη με δέσεις; Θυμάσαι που σου είπα ότι ένιωθα πόνο στην πλάτη και γι' αυτό δεν ήμουν στη τραπεζαρία για φαγητό; Δεν με πίστεψες. Δεν έφτανε που με έβαλες στην απομόνωση, με έδεσες κιόλας. Με άφησες μέσα στα σκοτάδια μέχρι η καρδιά μου να με προδώσει. Δεν σου έφτανε όμως αυτό, πήρες και τον σταυρό μου. Στην ουσία, με εγκλώβισες μέσα σε αυτόν, μέχρι να βρω την ευκαιρία μου να σε εκδικηθώ. Δεν έχεις αναρωτηθεί πώς σταμάτησαν όλα αυτά τα βασανιστήρια; Προσπαθούσα να προλαβαίνω καταστάσεις» της είπε χωρίς να χάσει την επαφή με τα μάτια της. «Σου ψιθύριζα λόγια, ώστε να σε διώξω μακριά τους. Σώθηκαν αρκετοί».

«Εγώ… Εγώ έκανα ότι θεωρούσα καλύτερο...» έλεγε με τρεμάμενη φωνή.

«Οι ψυχές που σε βαραίνουν, Ευαγγέλια, είναι πολλές. Ήρθε όμως ο καιρός να ελευθερωθούν» πίεσε το χέρι του ακόμα πιο πολύ στην καρδιά της.

«Αποστόλη…» προσπάθησε να πει, μήπως και ξυπνούσε από τον λήθαργο τον συνάδελφό της.

***

Πέντε χρόνια μετά

Ψυχιατρική Κλινική


Η Λία άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το λευκό ταβάνι και μετά τον νοσοκόμο που καθόταν δίπλα της.

«Γεια σου, Ευαγγέλια. Θα σε μαλώσω, δεν τρως καθόλου».

Έφερε το κουτάλι στο στόμα της, η Λία είχε σφραγίσει τα χείλη της. Προσπάθησε να το πετάξει με τα χέρια της αλλά ήταν δεμένα. Πίεσε με δύναμη το κουτάλι και της άνοιξε το στόμα, ματώνοντας τα χείλη της. Αμέσως η απαίσια μυρωδιά τής προκάλεσε εμετό. Δάγκωσε για άλλη μια φορά τη γλώσσα της, προκαλώντας αιμορραγία, μήπως και γλίτωνε από αυτό το μαρτύριο των τελευταίων χρόνων.

«Όσες φορές και να προσπαθήσεις, δε θα πεθάνεις. Είναι πολλές οι ψυχές που περιμένουν να σε επισκεφτούν και να ελευθερωθούν. Από την καθεμία θα παίρνεις αυτό που έδωσες ».

Έκλεισε τα μάτια της και αποδέχτηκε για άλλη μια φορά τη μοίρα της.



Black Parade - Μιχάλης Σαββίδης (Fanfiction ιστορία)

Γελούσαν συνέχεια, παρανοικά, και τα γέλια τους γίνονταν ξυράφια.

«ΜΠΑΜΠΑ, ΜΗΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ».

Ακόμη ηχούσε το ουρλιαχτό της στα αφτιά μου, ενώ στράγγιζα το μπουκάλι ξέροντας ότι το περιεχόμενό του, συντομα, θα κατέληγε εκεί που βρισκόταν και η έμπνευση μου, εδώ και καιρό. Παραπατώντας, ακόμη ζαλισμένος από το αλκοόλ και τον ύπνο, άνοιξα την τηλεόραση.

Έκτακτη επικαιρότητα: Απόδραση από την ψυχιατρική πτέρυγα ασφαλείας των επικίνδυνων ψυχασθενών του Arkham, πριν από λίγη ώρα. Ο Commissioner James Gordon φάνηκε καθησυχαστικός λέγοντας ότι το GCPD (Gotham City Police Department) βρίσκεται σε εγρήγορση για παν ενδεχόμενο.

Αγνόησα το υπόλοιπο δελτίο και πήγα τρεκλίζοντας στο ψυγείο για να πάρω το επόμενο μπουκάλι με τον υγρό θάνατο. Οι γιατροί με είχαν προειδοποιήσει αλλά… Χέι, πού ξέρουν οι γιατροί από τέχνη; προσπάθησα να γελάσω με τη σκέψη, αλλά αυτό που ακούστηκε ήταν μια παρωδία ήχων από τους καταπονημένους από τα τσιγάρα πνεύμονές μου.

Έκατσα με περισσή θεατρικότητα στην ξεφτισμένη πολυθρόνα γραφείου κοιτάζοντας μουντά τη σκονισμένη γραφομηχανή. Ποιον προσπαθουσα να κοροϊδέψω.

Την προσοχή μου τράβηξαν επαναλαμβανόμενοι κρότοι σαν πυροτεχνήματα και, στη συνέχεια, λάμψεις που σίγουρα δεν έρχονταν από τον συννεφιασμένο νυχτερινό ουρανό. Μέχρι να πλησιάσω το παράθυρο, οι πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισαν να πέφτουν με μανία πάνω στο τζάμι. Η αγροικία μου έχει θέα το άσυλο του Arkham, το οποίο με τους προβολείς να ρίχνουν φως περιμετρικά, έμοιαζε με παρωδία τσίρκου.

Παρατήρησα το φάντασμα του εαυτού μου και, στη συνέχεια, κοίταξα το πακέτο. Είχε μείνει ένα τελευταίο θλιβερό τσιγάρο… Επρεπε να κατέβω στην πόλη να πάρω καινούργια.

«Έλα, σε παρακαλώ πάμε… Είναι Halloween… Όλη η παρέα είναι έξω, δε γίνεται εγώ να μείνω μέσα»

Την κοίταξα σοβαρός και όχι επειδή ήταν κόρη μου, αλλά αντικειμενικά ήταν η πιο γλυκιά μάγισσα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου.

«Κοριτσάκι μου, δε βλέπεις ότι βρέχει έξω; Μέχρι να φτάσουμε στο Gotham από εδώ, θα έχεις γίνει μούσκεμα»

«Μα θα πάρουμε το αμάξι… Έλα, σε παρακαλώ! Του χρόνου, θα είμαι μεγάλη για trick or treat».

«Ναι, όμως ο εκδότης μου μου είπε ότι το deadline είναι-»

«Μπαμπααααααα…»

Είχε νικήσει για άλλη μια φορά. Το έπαιξα, μερικά λεπτά, δύσκολος, δήθεν ότι το σκέφτομαι.

«Άντε πάμε»

Μου έδωσε ένα μεγάλο, ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο και πήγε προς την εξώπορτα χοροπηδώντας. Εγώ πήρα την τσάντα μου και την ακολούθησα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και άνοιξα την τσάντα για να βγάλω τα κλειδιά της μηχανής.

«Κοριτσάκι μου, ξέχασα τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι της εισόδου, μπορείς να μου τα φέρεις στα γρήγορα;» πήρε από τα χέρια μου το κλειδί του σπιτιού και μου έδωσε ξανά ένα γρήγορο φιλί.

Οι αναμμένοι προβολείς του αυτοκινήτου φώτισαν τη μικρή που έτρεχε προς την είσοδο. Ευτυχώς, η βροχή φαινόταν να εξασθενεί. Το σκοτάδι, όμως, ήταν πυκνό. Προσπάθησα να διώξω ένα φευγαλέο κακό προαίσθημα. Τουλάχιστον φάνηκε να απέφυγε τις λακκούβες με το νερό -η λάσπη, όμως, σίγουρα θα λέρωσε τα καθαρά της παππούτσια.

Αναστέναξα καθώς την είδα να ανοίγει την πόρτα της εισόδου και να μπαίνει γρήγορα μέσα, χωρίς όμως να την κλείσει τελείως.Αυτό το κατάλαβα από μια χαραμάδα φωτός που τρεμόπαιζε, φωτίζοντας τις έκπτωτες σταγόνες.

Σαν να γεννήθηκε μέσα από το σκοτάδι και την υγρή ατμόσφαιρα, μια μορφή υλοποιήθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Κοίταξα για λίγο, παγωμένος από τον τρόμο, τη μορφή να πλησιάζει τη μισάνοιχτη πόρτα. Δεν ήμουν σίγουρος αν το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια λόγω της φρίκης και του πανικού, αλλά νομίζω κρατούσε στα χέρια πιστόλι ή μαχαίρι ή…

Κάποιος βρισκόταν μέσα στο αμάξι μαζί μου. Ενιωθα την παρουσία του…

Άνοιξα την πορτα με τα χέρια μου να τρέμουν. Το κεφάλι μου ''γύριζε» από το αλκοόλ και, έχοντας την παγωμένη γεύση της λάσπης και του θανάτου, με τους μεγάλους προβολείς του αυτοκινήτου να φωτίζουν αδυσώπητα κάθε μου κίνηση, όρμησα στην εξώπορτα.

«ΜΠΑΜΠΑ, ΜΗΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ».

Ένιωσα έντονο κάψιμο στην πλάτη μου και, στη συνέχεια, το στόμα μου πλημμύρισε απο τη γεύση του αίματος. Έβαλα ασυναίσθητα το χέρι μου στο στόμα

και κοίταξα το αίμα που έσταζε στο ξύλινο πάτωμα. Με έκπληξη, είδα το χέρι της κόρης μου να πιάνει την παλάμη μου αδιαφορώντας για το αίμα. Μου έγνεψε δείχνοντας προς τα έξω.

«Άκου… Η βροχή». Σήκωσα το κεφάλι μου και προσπάθησα να ακούσω. «Σταμάτησε, μπαμπά». Την αγκάλιασα και ξέσπασα σε λυγμούς.

Όταν ηρέμησα κάπως, με άφησε, το βλέμμα της σοβαρό.

«Σε λίγο, θα περάσει η παρέλαση… Πρέπει να βγούμε για να τους ακολουθήσουμε». Καθως πρόφερε τις τελευταίες λέξεις, με κοίταξε χαμογελώντας. Στη συνέχεια, μου πήρε και πάλι το χέρι. Την ακολούθησα.

Του υπαγόρευε σχεδόν ασταμάτητα. Πριν πεθάνει, ήταν συγγραφέας. Ήξερε ότι τον είχαν δολοφονήσει εκείνον και την κόρη του μέσα σ' αυτό το σπίτι, πριν μερικά χρόνια γι' αυτό και ο μεσίτης τού είχε κάνει τόσο καλή τιμή.Τώρα, όμως, είχε έμπνευση. Έπρεπε κάποιος να γράψει τις ιστορίες του. Τον είχε επιλέξει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Και ας ένιωθε τις ψυχικές και σωματικές του δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν.

Τώρα, ήταν εκείνος ο συγγραφέας. Και κάθε ιστορία θα ηταν αφιερωμένη στην κόρη του.



A Halloween story - Κατερίνα Κρυστάλλη


Η Σόφη έκλαιγε πάνω στο τιμόνι του λευκού της Citroen με λυγμούς. Οι γονείς του μαθητή της του Περικλή τής το έκαναν ξεκάθαρο· δε χρειάζονταν πια τις υπηρεσίες της. Ο γιος τους δεν είχε μάθει λέξη Γιαπωνέζικα και, για αυτό, είχε την ευθύνη η ίδια και μόνο η ίδια. Όσες φορές και αν προσπάθησε να τους εξηγήσει πως ο γιος τους βρίσκεται στην εφηβεία και το μυαλό του δεν το είχε ούτε στα Ιαπωνικά ούτε στα μαθήματα γενικότερα, είχαν πέσει στο κενό. Ήταν ανένδοτοι. Σαν να μην έφτανε που την έδιωξαν από το σπίτι με φωνές και απειλές, δεν την πλήρωσαν για τα μαθήματα των τελευταίων τριών μηνών.

Η γυναίκα, έβγαλε τα γυαλιά της, σκούπισε τα μάτια της και έβαλε μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο αρραβωνιαστικός της ο Γιώργος. Η κοπέλα τον αγνόησε. Τον τελευταίο καιρό, είχαν ψυχρανθεί πολύ και φοβόταν πως ο δεύτερος ήθελε να τη χωρίσει. Η οθόνη του κινητού της έλαμψε ξανά. Ο Γιώργος τής είχε στείλει μήνυμα. Να μην τον περιμένει, το meeting θα κρατούσε περισσότερο απ' όσο πίστευε. Τον τελευταίο χρόνο, όλα τα meeting κρατούσαν περισσότερο και ο Γιώργος δεν επέστρεφε σπίτι παρά μόνο αν είχε ξημερώσει. Η Σόφη αναστέναξε και έδωσε μπουνιές στο τιμόνι.

Φόρεσε ξανά τα γυαλιά της και έβαλε μπροστά το αμάξι. Το ραδιόφωνο έπαιζε τραγούδια της καψούρας. Οδηγούσε πολλή ώρα χωρίς προορισμό, παίρνοντας μια λάθος στροφή βρέθηκε στη Λεωφόρο Συγγρού και μάλιστα έξω από το πιο περίφημο στριπ κλαμπ της Αθήνας, το «Butterfly». Τα έχασε τόσο που η μηχανή του αυτοκινήτου έσβησε. Το ρολόι του έγραφε 11:56.

Κάποιοι άντρες την κοιτάζανε με λάγνο βλέμμα, ενώ δύο νεαροί με τσιγάρα στο στόμα, περίεργες φάτσες, είχαν έρθει σε απόσταση αναπνοής με το τζάμι του συνοδηγού. Κλείδωσε τις ασφάλειες με βιαστικές κινήσεις. Έβαλε μπροστά το αμάξι και οδηγούσε σε ζιγκ-ζαγκ.

Βρέθηκε από την πίσω πλευρά του μαγαζιού και, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μια μελαχροινή κοπέλα έπεσε πάνω της. Ήταν γυμνή και ματωμένη. Κρατούσε τα πλευρά της και κούτσαινε. Η Σόφη δεν πρόλαβε να φρενάρει. Ένα σπασμένο κόσμημα αιωρήθηκε στον αέρα. Το ρολόι έγραφε 12:00 ακριβώς. Βγήκε έξω από το αυτοκίνητο και την πλησίασε με όση δύναμη τής απέμεινε κοντά στην κοπέλα. Η Σόφη άρχισε να καλεί σε βοήθεια όμως δεν υπήρχε καμία ανταπόκριση. Αισθάνθηκε ένα κύμα παγωμένου αέρα στο πρόσωπο και έναν πρωτόγνωρο πόνο στο κεφάλι.

Ξάφνου… Φωνές, εικόνες, αναμνήσεις μιας άλλης ζωής άρχισαν να ξετυλίγονται μέσα στο μυαλό της. Ένα πράσινο λιβάδι… Εκρήξεις… Πυροβολισμοί… Ιδρωμένα πρόσωπα αντρών να βαριανασαίνουν επάνω της… Πικρά γέλια κοριτσιών…

Η Σόφη βρέθηκε σε έναν στύλο του pole να λικνίζει το σώμα της αισθησιακά πάνω σε ψηλοτάκουνες γόβες. Της έκανε εντύπωση που δεν έχασε την ισορροπία της, όμως το σώμα της είχε αναλάβει τον έλεγχο και εκείνη… Ένιωθε σαν θεατής μέσα του. Από κάτω, άντρες σφύριζαν και να της πετούσαν χρήματα, ενώ εκείνη έκανε σπαγγάτο πάνω στο παγωμένο μέταλλο. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Πριν λίγο είχε χτυπήσει μια μελαχρινή κοπέλα και τώρα χόρευε πάνω σε έναν στύλο; Γιατί συνέβαινε αυτό τώρα;

Κοίταξε τον χώρο και ένιωσε μια δυσφορία. Ήθελε να κάνει εμετό. Έπιασε την κοιλιά της. Ένα κύμα αγαλλίασης την τύλιξε. Έτρεξε γρήγορα προς τις τουαλέτες. Για κάποιον άγνωστο λόγο, γνώριζε πως βρισκόντουσαν στις σκάλες αριστερά και κάτω, δίπλα από τα καμαρίνια. Δεν πρόλαβε όμως. Έβγαλε τα σωθικά της πάνω στα παππούτσια του αφεντικού.

Εκείνος άρχισε να φωνάζει και έβγαλε μαχαίρι. Την είχε άχτι εβδομάδες τώρα. Από τότε που του είπε ότι είναι έγκυος και θα το κρατήσει. Θα του χάλαγε την οικογένεια. Η Σόφη έβαλε τα χέρια της μπροστά στην κοιλιά της για να προστατεύσει ό,τι πολυτιμότερο είχε. Η μαχαιριά την βρήκε στα πλευρά. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βγήκε έξω από το κλαμπ. Τα φώτα την τύφλωσαν και ένα αμάξι έπεσε πάνω της. Μια χρυσή BWM με γαλάζιες πινακίδες και τα γράμματα ΔΣ. Ούρλιαξε. Ο οδηγός την άφησε εκεί. Να ψυχορραγεί στη μέση του δρόμου.

Η Σόφη πήρε βαθιά ανάσα λες και είχε κάνει μακροβούτι. Γούρλωσε τα μάτια της. Τι ήταν αυτό που μόλις βίωσε; Τι της συνέβη; Τα συναισθήματα που βίωσε, οι εικόνες, δεν ήταν δικές της. Δεν της ανήκαν. Πρέπει- Πρέπει να ήταν εκείνης της κοπέλας. Κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχε πτώμα πουθενά. Οι νεαροί που την είχαν πλησιάσει κάπνιζαν λίγο πιο πέρα. Άντρες μπαινόβγαιναν από το κλαμπ σαν να μην συνέβη τίποτα.

Μήπως- Μήπως ήταν κάποιο φάντασμα που ήθελε να μαθευτεί η ιστορία του; Η Σόφη ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Έπρεπε να μάθει περισσότερα. Έπρεπε να αποδώσει δικαιοσύνη. Δεν της άρεσαν ποτέ οι σούπερ ήρωες ούτε οι ντετέκτιβ, όμως ένιωθε πως το χρωστούσε στην μελαχρινή στρίπερ. Το φάντασμα την είχε επιλέξει. Οι δύο γυναίκες είχαν γίνει ένα.



Να ήμουν αλλιώς - Μαρία Α. Καρμίρη

Οχτώ Μπαστούνι, δύο Κούπες, εννιά Καρό. Θόρυβος, ομιλίες, συνωστισμός, καπνός. Ο ιδρώτας κυλά, τα χέρια τρέμουν ανεπαίσθητα. Μάτια προκλητικά, επιθετικά κι η καρδιά του χτυπά γρήγορα, τα μάγουλα κοκκινίζουν κι ο ιδρώτας φτάνει το πιγούνι. Οι δείκτες του χασμένου του ρολογιού τρέχουν στον καρπό κάποιου άλλου. Τα μάτια, τώρα, χαμογελούν σαρδόνια. Όσο κι αν προσπαθεί, η μπλόφα δεν μπορεί να σταθεί, το ίδιο του το σώμα αρνείται να συνεγαστεί. Δεν αναγνωρίζει την τελευταία του ευκαιρία για σωτηρία. Αγνό, αφελές, ειλικρινώς αθώο. Κι όμως, σε μερικά δευτερόλεπτα, θα υπογραφεί η καταδίκη του.

Οχτώ Μπαστούνι, δύο Κούπες, εννιά Καρό. Εκατοντάδες φορές τα έχει κοιτάξει. Αυτά κι άλλα εκατομμύρια πανομοιότυπα, που πάντα τον πρόδιδαν, που όσο και να παρακαλούσε πριν το γύρισμα του τρίτου, όσες προσευχές και επικλήσεις κι αν έκανε, ποτέ δεν ισακούστηκαν. Έτσι και τώρα. Τα φύλλα είναι το δρεπάνι, δε θ' αλλάξουν κι η μοίρα του το ίδιο. Ο χρόνος τον φτάνει. Οι φλέβες του φουσκώνουν, το κολάρο του πουκάμισου στενεύει, τα μάτια του διογκώνονται και η αγχόνη στενεύει. Τα βλέμματα απειλούν, αλλά ξέρει ήδη, δεν ακούει, Τα πόδια του περπατούν, τον παίρνουν μακριά λες και μπορούν να γράψουν το δικό τους πεπρωμένο.

Οχτώ Μπαστούνι, δύο Κούπες, εννιά Καρό. Η παρτίδα που του πήρε τη ζωή. «Μέχρι και τελευταία στιγμή, ο άρρωστος αρνείται την αρρώστια. Δε φταίει κανένας άλλος, μονάχα εγώ» και καθώς οδηγεί και η πόλη μεγαλώνει και φωνάζει, εκείνος αφήνεται και σπαράζει. Ποιος δε δειλιάζει μπροστά στον θάνατο; Κι ας τον έχει επιλέξει ο ίδιος. Κι ας τον επέλεγε για χρόνια, για βρώμικες μέρες και ασφικτικές νύχτες. Κι ας είχε κάνει τον τζόγο πρωτότοκο γιο ή κακοποιητικό γονιό, που του πίθωνε τη μούρη με μίσος και αυταρέσκεια στα σκατά της τράπουλας και τη δυσωδία της μάρκας. Κι ας έκανε Εκείνη να τον φοβάται και σιχαίνεται, κι ας την αγαπούσε βαθιά, αλλά την έφτυνε στο πρόσωπο με κάθε ποντάρισμα και μπλόφα.

Οχτώ Μπαστούνι, δύο Κούπες, εννιά Καρό. Στην ταφόπλακά του χαραγμένα. Πώς να συγχωρέσεις όταν ο ίδιος έχεις γίνει ο θάνατος σου;

«Όταν με μαχαίρι και παπούτσι σκότωσες τα όνειρά σου, όταν η λίγδα και η σαπίλα είναι η ψυχή σου, όταν έχεις χωθεί τόσο ανεπανόρθωτα βαθιά στην πίσσα που δε βλέπεις πια τη διέξοδο αν και απελπισμένα την αναζητάς. Όταν ξέρεις ότι κι ο χρόνος να γυρνούσε πίσω, δε θα έπραττες αλλιώτικα. Πώς να σε συγχωρέσεις; Πώς ευκαιρία ακόμα μία να σου δώσεις;». Κι όπως τα δάκρυα πνίγουν τον λαιμό του, κι όπως η άμμος πέφτει στην κλεψύδρα, πατάει το γκάζι.

Τα μάτια μου καίνε και η καρδιά μου θρηνεί. Τι κι αν δεν τον ήξερα πραγματικά; Πενθώ για όσα μπορεί να ήταν, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ. Για εκείνον. Το αυτοκίνητο κείτεται μες στον ποταμό, το κρύο με τυλίγει.

«Μακάρι να ήταν αλλιώς. Μακάρι να ήμουν αλλιώς. Λυπάμαι. Δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι» ψιθυρίζει λίγο προτού χαθεί.

«Εύχομαι όσα δεν μπόρεσες και δεν πρόλαβες, να είναι στο μετά σου».

Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε