Σκότος ανά τους Αιώνες
All Saints Day - Μαρία Διαμαντή
Χτυπάει η πόρτα του φτωχικού μου, πάρα πέντε μεσάνυχτα...
Ανοίγω...
Αντικρίζω μια φιγούρα ψιλόλιγνη ίσα με δυο μέτρα μπόι, μαυροφορεμένη, με ένα πανωφόρι που ανεμίζει στον λυσσασμένο αέρα της νύχτας και μια φωνή με ηχώ πίσω από της απροσδιόριστης αμφίεσης μάσκα, να λέει: «Φάρσα ή κέρασμα;»
Και δίχως να προλάβω να σκεφτώ, απ' την τρομάρα μου, απαντάω: «Φάρσα!»
«Ακολούθησε με!» μου λέει.
Βγαίνω και κλειδώνω την εξώπορτα του σπιτιού μου τόσο καλά, σαν να μη γύριζα ποτέ ξανά εδώ...
Η νύχτα είχε απλωθεί για τα καλά σαν μαύρο μετάξι, που σε συνδυασμό με την ομίχλη από τη βροχή, τα στενά της γειτονιάς, απ' όπου κι αν περνούσα, είχαν μια μυρωδιά θανάτου σαν από corpse flower, έτοιμο λες για γονιμοποίηση.
Παίρνω, λοιπόν, το φανάρι και ακολουθώ αυτόν τον παράξενο μαυροφορεμένο. Μπροστά αυτός και πίσω του εγώ, τυλιγμένη με μια παλιοκουβέρτα, όλο μπαλώματα ραμμένη.
«Που με πας;»
Αρχίζω να μη βλέπω πίσω τα σπίτια που αφήνουμε και το φανάρι, βλέπεις, δε θα αντέξει για πολύ μέσα στη βροχή. Δε θα βρούμε τον δρόμο της επιστροφής...
Σταματάει απότομα και γυρίζει με ένα βλέμμα δαιμονικό.
«Ακολούθησε με και μη ρωτάς πολλά! Επέλεξες τη φάρσα, περπάτα τώρα και μην απορείς. Έχουμε δρόμο μπροστά μας!»
Περπατήσαμε για ώρα, ώσπου ξαφνικά τα πόδια μου αρχίζουν να μουδιάζουν απ' το κρύο και τη βροχή. Μέχρι που από χώμα που πατούσα, ξαφνικά, αλλαγή σκηνικού, σαν σε ταινία τρόμου. Περπατούσα πάνω σε φύλλα σάπιων δέντρων και η μυρωδιά τους μου τρυπά τα ρουθούνια απ' την οξύτητα της μούχλας και της υγρασίας...
«Σε παρακαλώμ σταμάτα! Δεν αντέχω άλλο!» φώναξα με όλη την οργή της φωνής μου, η οποία άρχισε να τρέμει από το κρύο και από τον φόβο,-
«Φτάσαμε» είπε σχεδόν γελώντας.
«Μα που φτάσαμε» του λέω. «Εδώ είναι τα παλιά νεκροταφεία»
«Ακριβώς!» μου λέει. «Τώρα, ήρθε η στιγμή της φάρσας. Εγώ θα σε κυνηγάω κι εσύ θα προσπαθείς να τρέξεις ανάμεσα από τις ταφόπλακες. Αλλά, πρόσεχε -μέρα που είναι- κάποιοι φίλοι, εισάκουσαν τα καλέσματα των συγγενών τους και βγήκαν, με αποτέλεσμα οι τάφοι τους να είναι ανοιχτοί...
»Αν σκοντάψεις και πέσεις σε κάποιον μέσα, σε θάβω ζωντανή επιτόπου και το σώμα σου, γίνεται η αθανασία μου. Όμως αν κερδίσεις απ' τη φάρσα και ξεφύγεις, μπορείς να επιστρέψεις σπίτι σου και να ξεχάσεις οριστικά αυτή τη νύχτα».
Δεν έχω άλλη επιλογή... Και με τα πολλά, τελικά συμφωνώ, με την ελπίδα να γυρίσω σπίτι μου. Κι ας ξέρω, κατά βάθος, πως δε θα επιστρέψω ποτέ ξανά. Έτσι, ξεκινά το κυνηγητό...
Σηκώνεται στον αέρα σαν φτερό, σε απόσταση κοντά στο ένα μέτρο από τη γη, και αυτό το πανωφόρι που φορά ανεμίζει ξαφνικά σαν πέπλο, κρύβοντας όλα τα φώτα απ' τα καντήλια των νεκρών. Ανοίγει τα χέρια διάπλατα και με άγρια φωνή μου λέει:
«Τρέξε!»
Αρχίζω, λοιπόν, να τρέχω ανάμεσα στους τάφους σαν δαιμονισμένη κι αυτός πίσω μου σαν τον άνεμο που σφυρίζει μανιασμένα. Να φέρνει σβούρες γύρω μου, να προσπαθεί να με ρίξει χάμω, να διαπερνάει σε όλο μου το σώμα σαν ρεύμα κι εγώ να τρέχω να γλυτώσω απ' του χάρου τα δόντια, με τα παπούτσια μου γεμάτα λάσπες φορτωμένα.
Μέχρι που μια ξαφνική δυνατή μπόρα, σβήνει το φως του φαναριού... Ο μόνος οδηγός μου, πλέον, είναι τα τρεμάμενα καντηλάκια της νεκρόπολης.
Ανατριχίλα!
Θεέ μου, σκέφτηκα, τώρα, δεν πρόκειται να σωθώ!
Η αναπνοή μου αρχίζει να βαραίνει και τα πόδια μου να μην υπακούν στο μυαλό μου, μέχρι που σκοντάφτω από κάποιον ή από κάτι και σέρνομαι για λίγα μέτρα στο υγρό έδαφος...
Και ξαφνικά, σκοτάδι!
Δε βλέπω τίποτα γύρω μου, πάρα μόνο τη φιγούρα να στέκεται ακριβώς από πάνω μου. Η μυρωδιά σάπιου ξύλου είναι έντονη στο πρόσωπο μου και ήδη τα πρώτα παράσιτα αρχίζουν να περπατούν στο εξουθενωμένο μου κορμί...
«Δεν είχε ενδιαφέρον η φάρσα;» με ρωτάει. «Τώρα είσαι αιχμάλωτη μου! Πήρες ακριβώς τη δική μου θέση, λες και ήξερες από ποιο μνήμα βγήκα. Είσαι τυχερή, τελικά, που επέλεξες τη φάρσα! Κι εγώ, για το καλωσόρισμα, θα σου προσφέρω όλα τα κεράσματα που μου στέρησες τα χρόνια που υπήρξα ζωντανός!
»Θα έπρεπε να είχες υπόψη πως στη ημέρα των Αγίων Πάντων, οι ψυχές μας περιπλανιούνται στη γη για φαγητό, λόγω του χειμώνα, άρα λογική η επίσκεψή μου, στον κόσμο σας» αυτό μου λέει και, με ένα δυνατό φύσημα του αέρα, σκεπάζεται με χώμα το σώμα μου με μιας.
Κάπου κοντά στο ξημέρωμα, ακούω τις ψυχές να επιστρέφουν χορτάτες και ευτυχισμένες, που ξαναείδαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, και έρχονται να με συναντήσουν και, ίσως, να μου φέρουν «χαιρετίσματα».
Αναρωτήθηκα αν του χρόνου τέτοια μέρα, με προσκαλέσει κανείς ξεχασμένος συγγενής, αλλά είδα όταν ήμουν και ζωντανή...
Τεντώνω το κορμί μου, σταυρώνω τα χέρια μου και ακούω έξω απ' τον δικό μου, πλέον, τάφο φωνές να λένε:
«Hvíl í friði», αναπαύσου εν ειρήνη.
Ονόραση - Βασίλης Μέγας
«Σιγά μην είναι στοιχειωμένο» είπε ο Σάμας, κι εγώ συμφώνησα κουνώντας το κεφάλι δίχως να βγάλω μιλιά. Η αλήθεια είναι ότι είχα κατατρομάξει απ' τη μαύρη γάτα που πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μας.
«Ποιος ξέρει για ποιο λόγο τρύπωσε εδώ. Μάλλον θα κυνήγησε κανένα ποντίκι και ή θα το 'φαγε ή θα το 'χασε και μετά βαρέθηκε να φύγει» προσπάθησε να με καθησυχάσει ο φίλος μου, ως πιο γενναίος από μένα, ωστόσο τον έβλεπα να μην είναι τόσο σίγουρος για τον εαυτό του.
Απ' τη στιγμή που είχαμε εισβάλει, εκείνη την ψυχρή νύχτα του Οκτωβρίου, στα σκονισμένα και γεμάτα αραχνιές δωμάτια της εγκαταλελειμμένης έπαυλης, ο Σαμάς δε μου φαινόταν ο ίδιος. Τον θυμάμαι να δείχνει πάντα δυνατός σε οτιδήποτε κι αν κάναμε μαζί, αλλά όχι σήμερα. Σήμερα, ήταν λιγότερο θαρραλέος, σήμερα, ήταν πιο ανθρώπινος. Ίσως φοβόταν κι αυτός. Μπορεί, δεν αποκλείεται. Το ζητούμενο όμως ήταν πως ήμασταν εδώ, τώρα -αν και φοβισμένοι, παρόλα αυτά αποφασισμένοι να εξερευνήσουμε το απαίσιο μέρος που όλοι στην πόλη απέφευγαν.
Οι ανατριχιαστικές φήμες, που ακούγονταν τα τελευταία χρόνια, είχαν φροντίσει να σκεπάσουν εκείνο το σκοτεινό διώροφο σπίτι με μια δυσοίωνη αύρα που αναμφίβολα θα απέτρεπε τον οποιονδήποτε από το να μπει μέσα, και μάλιστα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Εμείς, όμως, το είχαμε τολμήσει και προτού καλά το καταλάβουμε, τρέμοντας και ανεβαίνοντας σχεδόν αγκαλιασμένοι τη μεγάλη ξύλινη σκάλα, βρισκόμασταν ήδη στην «καρδιά του σκότους», όπως χαρακτηριστικά αποκάλεσε ο Σάμας το κέντρο της έπαυλης.
Καθώς πλησιάζαμε την κορυφή, τα ξύλα κάτω από τα πόδια μας έτριζαν σαν ψίθυροι φοβερών δαιμόνων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το αίσθημα του τρόμου που μας είχε επηρεάσει να ενταθεί ακόμα περισσότερο. Έφτασε σε τέτοιο βαθμό μάλιστα -σε μένα τουλάχιστον- που, δευτερόλεπτα κι αφότου πατήσαμε στο πάνω πάτωμα και το είδαμε να αιωρείται απέναντί μας, ένας τρελός πανικός μάς έπιασε και τους δύο και, σαν τα άγρια ελάφια, γυρίσαμε αμέσως και πηδήξαμε στα σκαλοπάτια για να γλιτώσουμε.
Προσγειωθήκαμε άτσαλα κάτω και αρχίσαμε να τρέχουμε προς την έξοδο. Μα το πράγμα που μας είχε παγώσει το αίμα εμφανίστηκε απρόσμενα μπροστά μας και χωρίς να το θέλουμε πέσαμε κατευθείαν πάνω του.
Από 'κείνο το σημείο κι έπειτα, δε θυμάμαι το παραμικρό. Φαίνεται πως πρέπει να 'χασα τις αισθήσεις μου γιατί το πρώτο πράγμα που είδα μετά από την απέραντη, σκοτεινή θάλασσα του Ύπνου ήταν η καλύβα στην οποία έμενα με την οικογένεια μου. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου κι έξω έφεγγε μια ηλιόλουστη μέρα. Εφιάλτης; Ήταν άραγε όλα ένας κακός εφιάλτης;
«Αδύνατον!» φώναξα και άκουσα τους γονείς μου, έξω απ' το σπίτι, να μου λένε δυνατά:
«Τι φωνάζεις; Πάλι έβλεπες όνειρα με τον φανταστικό σου φίλο, τον Σαμάς;»
Απίστευτο! Όταν το είπαν αυτό κόντεψα να τρελαθώ. Γεμάτος οργή και φόβο πετάχτηκα πάνω και έτρεξα προς το παράθυρο. Δεν είδα κανέναν έξω κι από 'κει κατευθύνθηκα στην πόρτα ουρλιάζοντας σαν τον δαιμονισμένο δραπέτη από κάποιο απάνθρωπο εξορκισμό, καλώντας τους γονείς μου, τον μεγαλύτερο μου αδερφό, τον φίλο μου.
Κανείς δεν μου απάντησε. Το μόνο που συνάντησα, όταν άνοιξα την πόρτα, ήταν εκείνη η φρικαλέα οπτασία που είχα αντικρίσει στην έπαυλη· μια όψη χλωμή με στρόγγυλα κατακόκκινα μάτια, δίχως στόμα, δίχως ψυχή. Την είδα να ορθώνεται προς τον γαλάζιο ουρανό, μ' ένα εκτυφλωτικό φωτοστέφανο να την περιβάλλει σαν βλάσφημο αστέρι. Και, τότε, μια βοή ψιθύρισε μες στο κεφάλι μου και είπε:
«Ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις!» κι εγώ άνοιξα τα μάτια και άκουσα τους γονείς του φίλου μου να του λένε δυνατά:
«Πάλι έβλεπες όνειρα με τον φανταστικό σου φίλο, τον Έλιοτ;»
Κι έτσι, απέμεινα να σέρνομαι μεγαλοπρεπής στα όνειρα ενός αγοριού που το έλεγαν Σάμας, και το οποίο κατοικούσε με την οικογένεια του στην Βαλτιμόρη των Η.Π.Α., το σωτήριον έτος 1860.
Η υπόσχεση - Νίκη Μουσούλη
«Εγώ, θα πάω!» φώναξε ο μικρός Τζακ χτυπώντας δυνατά το δεξί του πόδι. Ο ήχος αντήχησε βαρύς στο ξύλινο πάτωμα εντείνοντας τον ήδη έντονο πονοκέφαλο της μητέρας του.
Όλη την εβδομάδα, αυτό γινόταν. Εκείνος ζητούσε επίμονα να βγει μόνος του στη γιορτή του Halloween, ενώ η μητέρα του ήταν αντίθετη, μιας κι εκείνος, θεωρώντας πως είχε μεγαλώσει πια, της είχε ξεκόψει κάθε πιθανότητα να τον συνοδεύσει -στο κάτω κάτω, ήταν δέκα χρονών, δεν ήταν κανένα μωρό.
Η μητέρα του ανέβηκε στο δωμάτιο του, στάθηκε στο κάσωμα της πόρτας, έμεινε να τον παρατηρεί να ετοιμάζεται για τη βραδιά του Halloween. Ίσως αν είχε κάποιον φίλο μαζί, να μην ήταν και τόσο κακή ιδέα να πάει, σκέφτηκε. Τις σκέψεις της διέκοψε το κουδούνι. Κατέβη-κε κι άνοιξε την πόρτα.
«Κέρασμα ή φάρσα;» τη ρώτησαν τρία μικρά φαντάσματα.
«Κέρασμα, κέρασμα!» αποκρίθηκε εκείνη γελώντας και φέρνοντας τους μια λεκανίτσα, όπου μέσα της υπήρχαν πολύχρωμα σκουλήκια και σοκολατένια νευρώδη μάτια.
«Ορίστε, βλέπεις τα άλλα παιδάκια ότι βγαίνουν μόνα τους;» ρώτησε ο Τζακ, από την άκρη της σκάλας.
«Ήταν τρία, όχι ένα παιδί μόνο τ-» τη φράση της διέκοψε το κουδούνι. Εκείνη άνοιξε την πόρτα.
«Κέρασμα ή φάρσα» τη ρώτησε ένας κοντούλης ακέφαλος καβαλάρης, που στη θέση του κεφαλιού του υπήρχε μια σκαλιστή κολοκύθα.
«Παιδάκι μόνο σου είσαι;» άδραξε την ευκαιρία ο Τζακ.
«Ναι» απάντησε ο ακέφαλος καβαλάρης.
«Η μαμά μου λέει πως δεν είναι καλή ιδέα τα μικρά παιδιά να τριγυρνάνε μόνα τους. Τι λες, θες να συνεχίσουμε μαζί; Μπορούμε να μοιραστούμε και τα γλυκά!»
«Αμέ» αποκρίθηκε με ενθουσιασμό ο μικρός. Τα δυο παιδιά έφυγαν πριν καν προλάβει να αντιδράσει στην πρόταση του γιου της.
«Εγώ και οι ιδέες μου» μονολόγησε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Έμεινε στον καναπέ αγκαλιά με τις σκέψεις της. Φοβόταν τη νύχτα του Halloween, όχι τους μασκαράδες, τις φάρσες, τη σιχαμερή μορφή των γλυκών. Όχι, φοβόταν εκείνο το περιστατικό. Εκείνη την αποφράδα νύχτα για την οικογένεια της. Τότε που εκείνη δεν υπήρχε. Τότε που ο παππούς της ο Τζακ και ο αδερφός του οΤζον ήταν ακόμα παιδάκια.
***
Αγγλία 1950
Είχε φτάσει, για άλλη μια χρονιά, το Halloween, η γιορτή των ψυχών, η γιορτή των παιδιών, η γιορτή κάθε σιχαμερής αμφίεσης, από τις μεταμφιέσεις έως και τα γλυκά. Από νωρίς εκείνο το απόγευμα. κάθε γειτονιά είχε γεμίσει από φαντάσματα, μούμιες, ζόμπι και πολλά άλλα αλλόκοτα πλάσματα.
Όσο, δε, έπεφτε η νύχτα, τόσο περισσότερες περίεργες μορφές κατέκλυζαν τους δρόμους. Ενώ όταν σκοτείνιασε για τα καλά, οι δρόμοι φωτίστηκαν από το ημίφως των κεριών που τρεμόπαιζαν μέσα στις κολοκύθες, κάνοντας τις σκιές των διαβατών να θεριεύουν σε τοίχους, μάντρες και φράχτες.
Τα παιδιά, ολάκερη τη χρονιά, έφτιαχναν με όλη τους τη μαεστρία τις στολές ανυπομονώντας να τις δείξουν στους φίλους τους και να διαλέξουν ποιος είχε την καλύτερη. Για τον μικρό Τζακ, όμως, όλος αυτός ο κόπος ήταν άκαρπος, μιας και, λίγες ημέρες πριν την πολυπόθητη ημέρα, είχε ανεβάσει 39 πυρετό, με αποτέλεσμα να μείνει στο κρεβάτι του.
«Δεν πειράζει, βρε, θα σου φέρω εγώ κεράσματα» απάντησε ο Τζον φεύγοντας.
Πήρε το καλαθάκι του και βγήκε τρέχοντας έξω. Ξεκίνησε από την γειτονιά του, όλοι τον ρωτούσαν που ήταν ο αδερφός, μα σαν άκουγαν πως ήταν άρρωστος του έδιναν λίγα γλυκά ακόμα. Έστριψε σε ένα στενό λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του.
«Κέρασμα ή φάρσα;» ρώτησε, καθώς το κουδούνι αντηχούσε ακόμα.
«Φάρσα» ακούστηκε μια περίεργη φωνή, μα πριν προλάβει ο μικρός να αντιδράσει, ένιωσε ένα υγρό να του παγώνει τα ρούχα. Κοίταξε το σημείο και είδε το αίμα του να βάφει λίγο λίγο το σημείο χαμηλά στην κοιλιά του. Ένιωσε ένα τράνταγμα στους ώμους. Οπισθοχώρησε άτσαλα, χτυπώντας το πεζοδρόμιο.
Την επόμενη ημέρα, τον βρήκαν μέσα σε μια ματωμένη λιμνούλα ανάμεσα από πολλές πολλές καραμέλες στην αυλή εκείνου του σπιτιού, το οποίο, παραδόξως, ήταν ακατοίκητο από χρόνια. Άλλοι είπαν πως ίσως ήταν κάποιος δραπέτης, άλλοι πως ήταν κάποια φασματική οντότητα. Η υπόθεση δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Πολλοί, όμως, έλεγαν πως κάποια βράδια που επικρατούσε ησυχία άκουγαν παιδικές κραυγές.
***
Το κουδούνι την τράβηξε στο τώρα. Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε στην πόρτα. Ανοίγοντάς τη, αντίκρισε τον γιο της με τον νέο του φίλο.
«Καλώς τους».
«Μαμά, ήταν υπέροχα! Δες πόσα πολλά γλυκά μας έδωσαν».
Η μητέρα του χαμογέλασε και κοίταξε το άλλο παιδάκι.
«Έλα μέσα να τα μοιραστείτε».
«Δε γίνεται, πρέπει να φύγω» απάντησε το παιδί βγάζοντας την κολοκύθα από το κεφάλι του. Η μαμά του Τζακ ανατρίχιασε ολόκληρη. Εκεί, εν έτη 1978, έστεκε μπροστά της ο Τζον, ο αδερφός του παππού της. «Ίσως έρθω να πάμε πάλι του χρόνου. Άλλωστε, μόνο μια φορά τον χρόνο είμαι σε αυτή την πόλη» απάντησε χαμογελώντας στη μητέρα του παιδιού.
«Και τα γλυκά;» ρώτησε ο μικρός.
«Κράτησέ τα, έτσι κι αλλιώς κι εγώ για κάποιον Τζακ τα προόριζα» απάντησε και χάθηκε από μπροστά τους, το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί.
Το Τελευταίο Χάλογουιν -
Ηλίας Σελλούντος
Δε θα ξεχάσω ποτέ τη νύχτα που πέθανα.
Ήταν 31 Οκτωβρίου του 1696 και είχαμε μαζευτεί με τις ξαδέρφες, στην κορφή του πύργου. Οι θαλαμηπόλοι μάς έφεραν κάρτες καλέσματος, αρωματικά κεριά, δαυλούς με νάφθα και ένα στρογγυλό πέτρινο τραπέζι -όλα ακριβώς όπως τα ζήτησε η πριγκίπισσά τους.
Εφτά κακομαθημένα κορίτσια, με τα νυχτικά τους, να διαβάζουν τα ακαταλαβίστικα στις κάρτες και να γελούν. Εμείς, αυτή τη βραδιά, δεν είχαμε δικαίωμα να χτυπάμε πόρτες και να ζητάμε φαγητά, γλυκά ή χρήματα, ούτε μπορούσαμε να υποσχεθούμε στους προύχοντες πως θα προσευχηθούμε για τα αποθαμένα τους. Δεν είχαμε καν αγαπημένους νεκρούς να καλέσουμε και έτσι, είπαμε να καλέσουμε θεότητες και δαίμονες. Η Έσμε κάλεσε τον Ασμοδαίο, η Άνχα τον Άνουβι, η Πετρίτσια την Ισίδα...εγώ, η έξυπνη πάλι, κάλεσα τον Θάνατο.
Θυμάμαι μόνο τις στριγκλιές που ακολούθησαν σαν οι δαυλοί έσβησαν, το πέτρινο τραπέζι ράγισε και εγώ έπεσα νεκρή.
Το επόμενο που θυμάμαι είναι να αιωρούμαι μέσα σε γκριζογάλανη ομίχλη ακούγοντας τις φωνές των ξαδερφών μου, που ικέτευαν για έλεος. Αμέσως μετά -για μένα!- το φως του φεγγαριού έλουσε τις γυμνές πέτρες όπου κάποτε περπατούσα ξυπόλυτη. Η οροφή του πύργου δεν υπήρχε πια. Οι τοίχοι είχαν γκρεμιστεί. Γλίστρησα στο κενό, αλλά δεν έπεσα. Όπως αιωρούμουν, το αλαβάστρινο χέρι μου πέρασε μέσα από την ομίχλη και μια δύναμη με τράβηξε στο παλιό, ραγισμένο πέτρινο τραπέζι, που υπήρχε ένα βιβλίο. Η ομίχλη γύρισε τις σελίδες και ό,τι διάβαζα το έβλεπα!
Η μητέρα, αλλόφρων από την απώλειά μου, έστειλε τις ξαδέρφες μου στα μπουντρούμια, τις βασάνισε και, τέλος, τις σκότωσε δίχως έλεος. Οι ευγενείς γονείς τους επαναστάτησαν και η βασίλισσα έχασε η ίδια το κεφάλι της. Μόνο η Έσμε τη γλύτωσε, γιατί ορκίστηκε στον Κύριο, ανήμερα των Αγίων Πάντων, πως θα περνούσε τη ζωή της προσπαθώντας να με βρει.
Τότε, συνειδητοποίησα πως το πολύτιμο χειρόγραφο μπροστά μου ήταν έργο της. Η τελευταία ημερομηνία πάνω του ήταν: 31 Οκτωβρίου 1796.
Εκατό χρόνια -τουλάχιστον- είχαν περάσει από τον χαμό μου και το τελευταίο Χάλογουιν που έζησα. Τότε ήταν που διέκρινα και το φάντασμά της⋅ μια σμαραγδένια ομίχλη που μου χαμογελούσε. Και τότε κατάλαβα: η ξαδέλφη μου είχε ζήσει άλλα εκατό χρόνια και, αποτυγχάνοντας να με φέρει πίσω, είχε καλέσει και η ίδια τον Θάνατο, τη Νύχτα των Ψυχών.
Μόλις που πρόλαβα να διακρίνω την κοκκινομάλλα δισέγγονή της, τη νέα Φύλακα της Μοίρας, που ακούμπησε το βιβλίο-
Και να που ξαναχάθηκα μέσα σε μια φαιοκίτρινη αχλή. Αυτή τη φορά, ο φασματικός μου εαυτός πέρασε μέσα από κορμιά που έκαναν έρωτα και, για λίγες στιγμές, έγινα ένα με τα βλέμματα, τους πούτσους και τα μουνιά και τους οργασμούς. Θεέ μου τους οργασμούς, σαν να ζούσα εγώ η ίδια μέσα στα σώματα που γερνούσαν εν ριπή οφθαλμού και χάνονταν.
Αυτή τη φορά. γλίστρησα μέσα στο κενό, σε μια ταπεινή καλύβα με το ραγισμένο πέτρινο τραπέζι στο κέντρο. Η ξανθιά καστανομάτα με τα κουρέλια που με υποδέχθηκε είχε ακόμα δάκρυα στα μάτια για την αρχαία γιαγιά της, που είχε χάσει όλα τα πλούτη και τους τίτλους ευγενείας όταν έμεινε παράνομα έγκυος.
«Έκανε έρωτα με τόσους προσπαθώντας να ανακαλύψει τα μυστικά της Ζωής» είπε, αλλά το χειρόγραφο, κρυμμένο σε μια πτυχή του τραπεζιού, ήδη κινούσε μαγικά τις σελίδες του και μου τα έδειχνε όλα. Η πόρτα της καλύβας χτύπησε και η νέα Φύλακας με τα κουρέλια φώναξε στα παιδιά που περίμεναν με ανυπομονησία: «Αν βρείτε τις σοκολατένιες φράουλες στους θάμνους, δικές σας!»
Αυτό έπεισε τα παιδιά. Τα βήματά τους χάθηκαν μέσα στην αιθαλομίχλη του βιομηχανικού Λονδίνου. Ήταν τα τελευταία λεπτά της 31ης Οκτωβρίου 1896. Άλλο ένα Χάλογουιν· άλλη μια απόγονος της Έσμε είχε χαθεί, είχε δώσει τον εαυτό της στον Θάνατο και η νέα Φύλακας κούνησε το κεφάλι της με θλίψη.
«Το ξέρω πως αξίζεις την ανάπαυση» ψιθύρισε, «όμως και οι γιαγιάδες μου την αξίζουν! Όλη μου τη ζωή εκπαιδεύτηκα να διαδεχθώ τη γιαγιά μου, αλλά δεν είμαι πρόθυμη να το κάνω πια».
Τότε άκουσα τις σπαρακτικές κραυγές των υπόλοιπων ξαδελφών μου: η Άνχα, που πέθανε πάνω στον τροχό, η Πετρίτσια που της έβγαλαν τα μάτια, η Αθέλια που δεν έβγαλε άχνα από το σοκ ενώ την ανέκριναν, ώσπου η μητέρα μου, έξαλλη από τη σιωπή της, της έκοψε τον λαιμό...η Μεθύστια, που η μάνα μου την έχτισε ζωντανή, και τέλος η Οπάλα, που κρεμάστηκε όταν έμεινε έγκυος από τους βιασμούς.
Όλες τους ήταν εκεί, κάθε μία ένα χρώμα της φασματικής ίριδας, δίπλα στην Έσμε, που δεν κατάφερε να με γλιτώσει, και τη Μέριντα, που επίσης απέτυχε. Άπλωσα τα αιθέρια χέρια μου για να τις αγκαλιάσω, αλλά η τελευταία Φύλακας άγγιξε το βιβλίο και χάθηκα ξανά.
31 Οκτωβρίου 1996, το ήξερα από τη μεγάλη πινακίδα που το έγραφε. Εμφανίστηκα δίπλα σε ένα μαγικό τζάκι που έκαιγε δίχως κούτσουρα. Ένας πατέρας άπλωσε το χέρι του και έδωσε κάτι στην άρτι αφιχθείσα μικρή του κόρη, που ήταν ντυμένη μάγισσα, και είχε απλωμένες κάρτες στα πόδια της, τη λεία αυτού του Χαλ-
Ήταν το βιβλίο. Το κορίτσι χαμογέλασε και στα μάτια της διέκρινα την Έσμε.
«Ελάτε» είπε απλά, και έχυσε ένα δάκρυ για καθεμία από τις ξαδέρφες μου και τις προπατόρισές της. Και όλες μπήκαν στα δάκρυά της, έβρεξαν το βιβλίο και ελευθερώθηκαν.
«Και εσύ, Προπροπροπροπροπροθεία Αλήθεια» είπε το κορίτσι ευγενικά και εγώ της ψιθύρισα αυτή την ιστορία πριν πάω να βρω τις αγαπημένες μου, για να την πει σε εσένα.
Αμερικάνικη αποκριά -
Σωκράτης Μπουζούκας
Είχε στα χέρια του ένα φυλλάδιο που διαφήμιζε το τελευταίο Halloween party του 20ου αιώνα στην Αθήνα.
Ο Χάρης είχε δει ταινίες που έδειχναν αυτή τη γιορτή, αλλά ποτέ του δεν έμαθε τι ακριβώς γιορταζόταν. Έμοιαζαν με τις δικές μας αποκριές, αλλά αυτή ήταν πιο τρομακτική και μυστήρια. Θα πρότεινε στην Αλεξάνδρα, που του άρεσε πολύ, να πάνε εκεί. Θα ήταν καλή ευκαιρία, επίσης, να της ζητήσει να κάνουν σχέση.
Χαρούμενος, βρήκε τον φίλο του Τζώνη, που έζησε για λίγο καιρό στην Αμερική, για να τον ρωτήσει όσα ήξερε για το Halloween και αν ήταν καλή ιδέα να πάει την κοπέλα για πρώτο ραντεβού.
Κάθισαν σε ένα καφέ και ο Χάρης τού έδειξε το φυλλάδιο. Ο Τζώνης το μελετούσε, ενώ έπινε μια γουλιά φραπέ. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και ο νεαρός άρχισε να βγάζει το πόρισμα του.
«Φιλαράκι άκου. Αυτό ήταν μια παγανιστική γιορτή των Κελτών, που οι Αμερικάνοι την έκαναν αυτό που είναι σήμερα. Μια χαζή γιορτή για παιδιά, όπου κάποιοι πονηροί κονομάνε χοντρά. Μου φαίνεται ότι κάποιος μαγαζάτορας που θα είχε ρεϊβάδικο πάτωσε και πάει να ρεφάρει με αυτό το event. Μύρισε μπικικίνι ο μάγκας.
»Ότι γιορτάζουν στο εξωτερικό, μετά από μερικά χρόνια, το φέρνουν στην Ελλάδα. Αρκετά σκουπίδια αντιγράψαμε από τους Γιάνκηδες. Τρόπο ζωής, μουσική, κινηματογράφο, φαγητό. Δε θα υιοθετήσουμε, τώρα, και τις γιορτές τους. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης. Θέλουν να μας μετατρέψουν σε χαζά και άβουλα αμερικανάκια.
»Αδελφάκι, μην πας την κοπέλα ραντεβού εκεί. Θα ξενερώσει. Στη θέση σου, δε θα πάταγα καν. Βασικά, το κόβω για μεγάλη αποτυχία αφού Οκτώβρη μήνα ποιος θα μασκαρευτεί; Και αν τολμήσει κανένας, πώς θα κυκλοφορήσει έξω; Θα φάει το δούλεμα της χρονιάς του. Θα του βαράνε τενεκέδες. Μην τον μαζέψουν για τρελό κιόλας.
»Δε χρειάζεται να κάνουμε εισαγωγή γιορτών. Τι δουλειά έχουμε εμείς με κολοκύθες και νυχτερίδες, μωρέ. Και να πάρουμε από μια χώρα που είναι μερικών αιώνων έθιμα; Άσε που πιστεύω ότι ζήλεψαν τους Λατίνους, που είχαν καρναβάλια και έφτιαξαν ένα δικό τους με μάγισσες, δράκουλες, ζόμπι και άλλες αηδίες.
»Εγώ, να φανταστείς, δεν την γιόρταζα ποτέ γιατί, εκείνη την ημέρα, κυκλοφορούν σατανιστές, φονιάδες και παλαβοί κάνοντας τους περισσότερους φόνους, βανδαλισμούς και εμπρησμούς από όλο τον χρόνο. Πολλά εγκλήματα και τελετές μαύρης μαγείας γίνονται εκείνη την ημέρα. Όλο και κάποιος τρελάρας κάθε χρόνο βάφει με αίμα την γιορτή.
»Θυμάμαι υπήρχε ένας τύπος στα 80s, στη Νέα Υόρκη, που δολοφόνησε ζευγάρια σε έναν χορό γιατί η κοπέλα που ποθούσε ήταν με άλλον εκεί. Έριξε δηλητήριο στην κανάτα που ήταν το ποτό Halloween punch. Θεωρούσε την ημέρα του Halloween κατάλληλη για τον σκοπό του. Το σχεδίαζε μήνες πριν. Φυσικά δεν τη γλίτωσε τη φυλακή. Αλλά τι να το κάνεις; Οι άλλοι στο χώμα και αυτός στην φυλακή. Άσε μην έχουμε και εδώ τα ίδια. Μείνε μακριά από τη φονική αμερικάνικη αποκριά».
Ο Χάρης, απογοητευμένος από όσα του είπε ο Τζώνης, ρώτησε μια φίλη του να του πει τη γνώμη της για το αν θα της άρεσε να πάει σε ένα τέτοιο πάρτι. Αυτή ήταν θετική να πάει την Αλεξάνδρα, εκεί, για ραντεβού, αφού θα είναι και για τους δυο τους κάτι καινούργιο. Μάλιστα, του τόνισε ότι αρέσει στα κορίτσια να πηγαίνουν σε πρωτότυπα ραντεβού.
Ο Χάρης βρέθηκε με την Αλεξάνδρα στο Halloween party που γινόταν στο Θησείο. Ο χώρος ήταν στολισμένος για το event. Κολοκύθες, που πάνω τους ήταν χαραγμένο ένα πρόσωπο, φώτιζαν με τη βοήθεια ενός κεριού στο εσωτερικό τους. Πλαστικές νυχτερίδες και αράχνες κρέμονταν από την οροφή. Όμως, κανένας καλεσμένος δεν ήταν μασκαρεμένος. Οι μόνοι που ήταν στο πνεύμα του Halloween ήταν οι εργαζόμενοι που είχαν βαμμένα τα πρόσωπα τους. Έμοιαζαν με ζόμπι. Η μουσική ήταν από soundtracks ταινιών τρόμου.
Οι δύο νεαροί διασκέδαζαν αρκετά. Τους φαινόταν όμορφο το πάρτι. Ξαφνικά, στον χώρο εμφανίστηκε ένας μασκαράς. Ήταν ντυμένος φάντασμα από την ταινία SCREAM. Ο μασκαράς έφερε χαμόγελα στον κόσμο.
Κάποια στιγμή, ο Χάρης τόλμησε και μίλησε για τα αισθήματα του στην Αλεξάνδρα. Την ώρα που πήγαν να φιληθούν, ακούστηκαν έντονες κραυγές. Και οι δυο τους κοίταξαν ταυτόχρονα στο σημείο απ' όπου έρχονταν οι φωνές. Το μαύρο φάντασμα πλησίαζε με άγριες διαθέσεις τον κόσμο και, με γρήγορες κινήσεις, τους χτυπούσε με ένα μεγάλο μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του.
Μέχρι να καταλάβουν ότι δεν ήταν σόου, το φάντασμα ήταν κοντά τους και χτύπησε τον Χάρη στο στήθος δυνατά. Ο άτυχος νέος έπιασε το σημείο που δέχθηκε τη μαχαιριά και γονάτισε. Η αίθουσα άδειαζε από τον τρομαγμένο κόσμο, ενώ η Αλεξάνδρα ούρλιαζε δίπλα του. Το φάντασμα σταμάτησε δίπλα στον τραυματισμένο που έπαιρνε τις τελευταίες του αναπνοές. Ο φονιάς γονάτισε βγάζοντας τη μάσκα. Ο Χάρης τα έχασε. Ο δράστης ήταν ο Τζώνης, ο οποίος, χαμογελώντας, του είπε.
«Δεν με άκουσες, φιλαράκι. Σου είπα, μακριά από την αμερικάνικη αποκριά».
Ο φονιάς ζήλεψε που ο φίλος του είχε βγει με το κορίτσι που και αυτός ποθούσε κρυφά. Σηκώθηκε, μετά, όρθιος και άρχισε να τη μαχαιρώνει.
Η ματωμένη νύφη -
Βασιλική Διαμαντή
Ήταν 1 Οκτωβρίου.
«Φέτος, θα γιορτάσουμε το Halloween». Δεν ήταν ερώτηση, ήταν τετελεσμένο γεγονός, που απλά μου ανακοίνωσε η μικρή μου αδελφή!
«Το ποιο;»
Αν και δεν πίστευα σε αυτή την αμερικανιά, σε χρόνο ρεκόρ, το σπίτι γέμισε κοράκια, νυχτερίδες, αράχνες και σκελετούς -πολλούς σκελετούς- με κάτι μαύρα πανιά σαν γάζες να κρέμονται και να ανεμίζουν γύρω τους.
Και πόσες κολοκύθες σκάλισα και γέμισε ο τόπος φαναράκια, που χαμογελούσαν δαιμονικά και σκορπούσαν ένα μισοπεθαμένο, χλωμό φως. Αρχές Οκτώβρη, και όλο το σπίτι ήταν έτοιμο να υποδεχτεί το Χάλογουιν, σχεδόν παιδικά!
Ξαφνικά. τα βράδια άρχισαν να γίνονται παράξενα. Στην αρχή, ήταν κάτι παράξενοι ήχοι και τριξίματα. Μετά, ήρθαν κάποιες μακρινές κραυγές και κάτι σαν βήματα... Και αυτοί οι σκελετοί, Θεέ μου, αυτοί οι σκελετοί. Ένιωθα να με κοιτούν και τους έβλεπα να κινούνται...
«Μπα, η ιδέα μου είναι!»
Πάντα, όμως, ένιωθα ασφαλής μέσα στο δωμάτιο μου. Έκλεινα την πόρτα και προστατευόμουν από όλα. Όμως, βράδυ το βράδυ, όσο προχωρούσε ο μήνας, η αίσθηση ότι, μέσα στο δωμάτιο, βρισκόταν κάποιος μαζί μου όλο και μεγάλωνε. Και, ένα βράδυ, ξύπνησα από ένα βουβό κλάμα, ένα μοιρολόι και ένιωσα μια κίνηση στο κρεβάτι μου. Γύρισα και, στην άκρη του κρεβατιού μου, καθόταν μια νύφη!
Μια νύφη με νυφικό μιας άλλης δεκαετίας, με ένα πέπλο να καλύπτει το πρόσωπο της, ένα πρόσωπο που δεν μπορούσα να δω γιατί ήταν κρυμμένο μέσα στα χέρια της. Και έκλαιγε, ένα κλάμα γοερό, με λυγμούς, με πόνο...
Ένιωσα μια ανατριχίλα σε όλο το σώμα μου και έναν πόνο μέσα μου βαθιά, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί.
Φοβόμουν να γυρίσω, μην την ενοχλήσω, φοβόμουν να κουνηθώ, μην διακόψω τον θρήνο της... Και, κάπως έτσι, ξημέρωσε και η νύφη του δωματίου μου σηκώθηκε και, όπως αθόρυβα ήρθε, έτσι αθόρυβα χάθηκε.
Με το φως του ήλιου ξεχάστηκε αυτή η ανατριχιαστική αλλά σύναμμα εύθραυστη και όμορφη φιγούρα.
Μα, μες στο βαθύ σκοτάδι, να την πάλι, αγέρωχη, πανέμορφη μέσα στο νυφικό της, τόσο αιθέρια, με το κατάλευκο πέπλο της να ανεμίζει, πλησίασε και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού μου, έφερε τις παλάμες στο χλωμό της πρόσωπο και άρχισε αυτό το μονότονο κλάμα της.
Αυτό κράτησε όλη τη νύχτα⋅ έκλαιγε βουβά αλλά ταυτόχρονα και περήφανα -δε μου προκαλούσε οίκτο, αντίθετα ένιωθα ότι ήθελα, μέσα από τα βάθη της ψυχής μου, να την προστατεύσω, να την παρηγορήσω...
Είχα συνηθίσει πια την επίσκεψή της, την περίμενα κάθε βράδυ, ανυπομονούσα να νιώσω το βάρος του σώματος της να βουλιάζει την άκρη του κρεβατιού μου, να μυρίσω αυτή τη φίνα μυρωδιά που αναδυόταν από τα πέπλα, τις δαντέλες και τα τούλια που την τύλιγαν, μια μυρωδιά κουφέτου, λουκουμόσκονης και άνθους λεμονιού, χωρίς όμως να τολμώ ούτε καν να κινηθώ, μην τυχόν και διακόψω το μοιρολόι της.
Ήταν 22 Οκτωβρίου
Η παρουσία της έγινε πιο ισχυρή, ώσπου, ένα βράδυ, σταμάτησε το κλάμα, κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπο της και, εντελώς αιφνιδιαστικά, γύρισε και με κοίταξε κατάματα...
Τι όμορφο που ήταν το κατάχλωμο πρόσωπο της, πόσο νεανικό -ήταν δεν ήταν 20 χρονών- πόσο ευγενικό. Και τότε, είδα και τα χέρια της και είδα σε κάθε καρπό μια κόκκινη γραμμή...
Και έβλεπα τους σκελετούς που, την ημέρα κρεμόταν άψυχοι, να μας πλησιάζουν και να κάνουν νεύματα που δεν καταλάβαινα, άκουγα τα διακοσμητικά κοράκια να κράζουν και τις πλαστικές αράχνες να περπατάνε πάνω στη φίνα δαντέλα του νυφικού της...
Το επόμενο βράδυ, δεν ήξερα πια εάν ήθελα να έρθει, αλλά ήρθε! Έκατσε, όπως συνήθιζε, στο κρεβάτι μου, αλλά, απόψε, μου έδειξε τα χέρια της. Απόψε, δεν είχαν απλά μια κόκκινη γραμμή, αλλά αίμα έτρεχε κατακόκκινο, σαν ποτάμι, πάνω στα ολόλευκα τούλια.
Η ματωμένη νύφη είχε αρχίσει να με στοιχειώνει. Ήθελα να καταλάβω, μα ντρεπόμουν να ρωτήσω, ποιον και τι να πω;
Προσπαθούσα, τις μέρες,να ξεχαστώ και έτσι ξεκίνησα μια κατασκευή, μια νύφη με παλιά τούλια που βρήκα στο σπίτι, και βάλθηκα να φτιάξω μια νύφη-φάντασμα, διακόσμηση για το Χάλογουιν.
«Ααα, την Αγγελική κάνεις;» άκουσα από το βάθος και πάγωσα!
Η μάνα μου καθόταν με τα χέρια στη μέση, κοιτούσε τη μισοτελειωμένη χειροτεχνία μου και κουνούσε το κεφάλι.
«Τι λες;» τη ρώτησα με φανερή αγωνία.
«Να, ήταν το 1947, πριν γεννηθώ, το πάνω πάτωμα του σπιτιού το νοικιάζαμε -φτώχια βλέπεις. Ήταν ένας στρατιωτικός, ο Δημητρός, και η αρραβωνιαστικιά του, η Αγγελική. Ετοιμάζονταν για γάμο, έτοιμα όλα. Οι γονείς της Αγγελικής δεν τον ήθελαν αυτόν τον γάμο και έτσι την ετοίμασε νύφη η γιαγιά σου, εδώ στο σπίτι μας.
»Πήγαν στην εκκλησία, αλλά ο Δημητρός δε φάνηκε ποτέ! Γύρισαν στο σπίτι και η Αγγελική από ντροπή και πόνο έκοψε τις φλέβες της. Δεν έμαθε ποτέ ότι ο Δημητρός δεν την εγκατέλειψε, αλλά τον είχαν συλλάβει γιατί ανακάλυψαν ότι είχε προσχωρήσει στους αντάρτες. Εμφύλιος βλέπεις. Ήταν 31 Οκτώβρη του 1947».
Το βράδυ, η νύφη του σπιτιού μου ήρθε, αλλά δεν έκατσε στο κρεβάτι πλάι μου. Χαμογέλασε και αιωρήθηκε στον διάδρομο, όπου την περίμενε μια αντρική φιγούρα με χιτώνιο και πηλίκιο, πιάστηκαν από το χέρι και χάθηκαν..
Ήταν 31 Οκτώβρη...
Εκδίκηση - Μάουρα Ρομπέσκου
Άνοιξα τα μάτια διστακτικά. Οι μνήμες επέστρεψαν ορμητικά. Η τελετή είχε διακοπεί. Μόλις που είχα προλάβει να... Και μετά... Εκείνοι είχαν ορμήσει μέσα. Σήκωσα το χέρι στο κεφάλι μου. Ένιωσα τον πόνο να απλώνεται στο κρανίο μου. Τα μαλλιά σε εκείνο το σημείο ήταν σκληρά. Ξεραμένο αίμα, σαν μαύρη σκόνη, κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Σάρωσα με το βλέμμα τον χώρο.
Στο χωμάτινο καλοπατημένο δάπεδο, ο μαγικός μου κύκλος ήταν άθικτος ή σχεδόν άθικτος. Μια μικροσκοπική ρωγμή τσάκιζε την τέλεια ζωγραφιά μου. Ένας τρόμος σπαρτάρισε μέσα μου. Ο Βαρώνος. Αν ελευθερωνόταν, θα μπορούσε να εκδικηθεί ακόμη κι εμένα. Τη μάγισσα. Ναι, εγώ ήμουν αυτή. Η πιο ισχυρή μάγισσα Βουντού. Μπορούσα να διαφεντεύω ακόμη κι εκείνον⋅ τον Βαρώνο Samedi. Μα δε φαινόταν πουθενά. Ίσως οι διώκτες μου να είχαν διακόψει τις επικλήσεις μου πριν ολοκληρωθούν.
Έστρωσα με τέχνη τη ρωγμή και ετοιμάστηκα. Δε θα τους άφηνα έτσι. Θα φρόντιζα να τους εκδικηθώ με τον χειρότερο τρόπο. Μου είχαν επιτεθεί μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Στο άδυτό μου. Με ήθελαν νεκρή. Δε θα το άφηνα να περάσει έτσι. Θα έπαιρνα εκδίκηση. Και όχι μόνο από εκείνους που θέλησαν να με βλάψουν, αλλά από όλους. Όλα εκείνα τα κακόβουλα κτήνη που είχαν αιχμαλωτίσει τον λαό μου. Που μας έκαναν σκλάβους, που μας φέρονταν λες και ήμασταν κατώτεροι από εκείνους. Θα τους έδειχνα εγώ ποιος ήταν κατώτερος.
Θα ξεκινούσα την τελετή από την αρχή. Έπρεπε να βρω άλλο θυσιαστήριο. Ο κόκορας που είχα προσφέρει στον Βαρώνο βρισκόταν στην άκρη πεταμένος. Σκουλήκια ανασάλευαν τρώγοντας τη σάρκα του και η αποφορά της σήψης γέμιζε την καλύβα μου. Το αίμα που είχα στραγγίξει είχε στεγνώσει. Πόσες ώρες ήμουν αναίσθητη;
Έσπρωξα την πόρτα και βγήκα έξω. Το δάσος περικύκλωνε την καλύβα μου, σαν μητρική αγκαλιά. Ήταν σκοτάδι. Δε φοβόμουν το σκοτάδι, η νύχτα ήταν σύμμαχος. Όμως εκείνο ήταν βαθύ, ελαιώδες, λες και ρουφούσε κάθε σταγόνα ζωής από το δάσος. Έστησα αυτί. Τίποτα δεν ακουγόταν. Μήτε τριζόνια, κουκουβάγιες, μα μήτε και κάποιο άλλο πλάσμα της νύχτας. Ένιωσα μια παγωνιά να διαπερνά το δέρμα μου, να αγγίζει τα κόκαλά μου. Δεν είχα αισθανθεί κρύο ποτέ. Ακόμη και στα πυκνά δάση της Ορλεάνης δεν έκανε κρύο ποτέ.
Μια σκιά αναδύθηκε από το σκοτάδι. Γλίστρησε ανάλαφρα ανάμεσα από τα δέντρα. Γρήγορα σαν αστραπή. Ίσα ένα ανοιγόκλειμα των βλεφάρων και βρέθηκε μπροστά μου. Το οστέινο πρόσωπό του έλαμπε στο σκοτάδι. Το ψηλό καπέλο του και η μυρωδιά του καπνού που έβγαινε σε τουλούπες από το τσιγάρο, που κρατούσε στο άχειλο στόμα του, δεν άφηνε αμφιβολίες για το ποιος ήταν. Ο ίδιος ο Βαρώνος στεκόταν μπροστά μου σε όλο του το μεγαλείο. Είχε ξεφύγει τελικά.
Μουρμούρισα μερικά προστατευτικά λόγια κι ευχήθηκα να θυμηθεί πόσες φορές του είχα προσφέρει θυσίες και ψυχές. Έβγαλε το καπέλο και έκανε μπροστά μου μια περίτεχνη υπόκλιση -σάμπως να 'μουν καμιά από εκείνες τις πλούσιες, λευκές κυράδες- αφήνοντας να φανεί το άσαρκο κρανίο του.
«Δεν ξεχνώ, κόρη μου» μου είπε με φωνή μου έμοιαζε με πέτρες που τρίβονταν η μια πάνω στην άλλη. «Μόνο που δεν ξέφυγα εγώ, εσύ βρίσκεσαι στον κόσμο μου».
Πάγωσα. Βρισκόμουν στον κόσμο του; Τότε θα πρέπει να ήμουν...
«Νεκρή. Ναι, σωστά κατάλαβες. Μα είσαι η πιο αγαπημένη από τους πιστούς μου, γι' αυτό θα σου δώσω ακόμη μια ευκαιρία. Μπορείς να καταλάβεις τι μέρα είναι; Ναι! Χάλογουιν! Μπορείς να ανέβεις ακόμη μια φορά στον πάνω κόσμο, τώρα, που το πέπλο ανάμεσα στους δυο κόσμους είναι ανοιχτό. Μπορείς να διαλέξεις ένα σώμα και να ζήσεις για ακόμη μια φορά».
«Να εκδικηθώ. Θα μπορέσω να εκδικηθώ, για τον λαό μου, για τον θάνατό μου. Να καταστρέψω τους ασπρουλιάρηδες για όσα μας έχουν κάνει».
«Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Μπορείς απλά να... ζήσεις».
«Εκδίκηση. Αυτό είναι που θέλω».
«Όπως επιθυμείς». Είπε και φύσηξε καπνό στο πρόσωπό μου.
Βρέθηκα σε έναν κόσμο παράξενο. Από το παράθυρο του σπιτιού, είδα άμαξες παράξενες να κυλούν δίχως άλογα. Είδα κτήρια να υψώνονται πανύψηλα, σχεδόν ως τον ουρανό. Είδα γυναίκες να περιφέρουν τα ημίγυμνα κορμιά τους σε κοινή θέα. Είδα μαύρους να βαδίζουν δίπλα στους λευκούς. Κοίταξα ολόγυρα στο σπίτι. Στον τοίχο κρεμασμένο ένα χαρτί. Αναγνώρισα τις μέρες. Πάνω έγραφε ένα παράξενο νούμερο. 1997.
Δεν έπρεπε να καθυστερώ. Ο Βαρώνος είχε στείλει μαζί μου και τα απαιτούμενα για την τελετή. Βιαστικά. έκανα τις θυσίες, είπα τα λόγια και διατύπωσα την επιθυμία μου. Να καταστραφούν οι ασπρουλιάρηδες. Να λιώσει η σάρκα πάνω στα κόκαλά τους. Τώρα. το μόνο που είχα ήταν να περιμένω να συμβεί.
Άρχισα να εξερευνώ το νέο σώμα που με φιλοξενούσε. Το ένιωθα πιο ανάλαφρο, πιο σβέλτο. Άπλωσα τα χέρια και τότε...
Τα χέρια μου ήταν λευκά. Είχα μπει στο σώμα μιας λευκής και... Tο δέρμα άρχισε να συρρικνώνεται, να ζαρώνει, να αφρίζει και να λιώνει.
Λίγο πριν περάσω πάλι στον κόσμο των νεκρών, άκουσα το σαρκαστικό γέλιο του Βαρώνου.
Με είχε κοροϊδέψει.
HALLOWEEN EDITION -
Μαρίτα Τυράκη
«Φόρεσε τη μάσκα σου και διέσχισε το μονοπάτι του δάσους. Επισκέψου όλα τα πορτοκαλί και μαύρα σπίτια. Μην ακουμπήσεις πουθενά. Προσοχή στα σκοτεινά πνεύματα! Έχεις μόνο δεκαπέντε λεπτά στη διάθεση σου».
Η πινακίδα με τα κέλτικα σύμβολα δεσπόζει μπροστά μου και κάθε τόσο αναβοσβήνει κάνοντας έναν εκνευριστικό ήχο. Αν δεν υπήρχε μετάφραση στα ελληνικά, ακριβώς κάτω από τα σύμβολα, δε θα καταλάβαινα γρι.
Κοιτάζω γύρω μου μήπως υπάρχει κάποια μάσκα. Το μόνο που βλέπω είναι σκοτάδι. Και χώμα. Ίσως πρέπει να σκάψω στο έδαφος. Πριν προλάβω να το σκεφτώ καλά καλά, τα χέρια μου έχουν πάρει φωτιά. Βρίσκω μια μαύρη μάσκα τέρατος μέσα στα χώματα. Τη φοράω. Η πέτσινη υφή της με ανατριχιάζει. Στο βάθος, φαίνονται μερικά φωτάκια. Προς τα εκεί πρέπει να είναι το δάσος.
Τα πόδια μου αρχίζουν να περπατούν γρήγορα. Δεν τα ορίζω. Ξαφνικά, τρέχω. Η πίεση που νιώθω είναι τεράστια. Μπαίνω μέσα στο μονοπάτι χωρίς να μειώσω καθόλου ταχύτητα. Παντού υπάρχουν φαναράκια φτιαγμένα από κολοκύθες. Αυτά ήταν, λοιπόν, τα μικρά φωτάκια που έβλεπα πριν λίγο. Παρατηρώ φευγαλέα τις κολοκύθες. Άλλες μεγαλύτερες κι άλλες μικρότερες. Όλες έχουν χαραγμένα πάνω τους ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Περνάω ξυστά τους. Δεν ακουμπάω πουθενά. Δεν ξεχνάω τα λόγια της πινακίδας.
Μπροστά μου, ξεπετάγεται μια κολοκύθα εξωπραγματικά μεγάλη. Πρέπει να σταματήσω αμέσως. Αλλιώς θα πέσω πάνω της. Αφού δεν πρέπει να την ακουμπήσω, γιατί τρέχω καταπάνω της με τόση ταχύτητα; Φρενάρω απότομα. Στο τσακ. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Κι ενώ τα μάτια μου κοιτάζουν τους σταυρούς του νεκροταφείου, που ξεπροβάλλουν πίσω από την τεράστια κολοκύθα, φράζοντας μου τον δρόμο, το σώμα μου γυρίζει τελείως αυτόματα από την άλλη μεριά.
Ο βηματισμός μου γίνεται ολοένα και πιο έντονος. Περνάω ανάμεσα σε μαύρες σκιές, που ψιθυρίζουν ονόματα και προσπαθούν να με ακουμπήσουν. Στρίβω δεξιά, μετά από πενήντα μέτρα, αριστερά και κατευθείαν δεξιά κι αριστερά πάλι. Με τους ελιγμούς μου καταφέρνω να ξεφύγω από καμιά δεκαριά σκιές, που μου δίνουν τη μακάβρια αίσθηση ότι θέλουν να με πιάσουν για να ρουφήξουν την ψυχή μου.
Περπατάω για κάμποσα μέτρα ευθεία. Ένα πορτοκαλί σπίτι. Επιτέλους! Μια μαύρη σκιά τρέχει πίσω μου. Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει και μπαίνω μέσα κλείνοντας τη σκιά απέξω. Άλλη μια πινακίδα με κέλτικα σύμβολα που δεν καταλαβαίνω. Σε λίγα δευτερόλεπτα εμφανίζεται η μετάφραση. Ακούω τη φωνή μου να διαβάζει δυνατά.
«Φάρσα ή κέρασμα;»
Η γιαγιά μπροστά μου κρατάει ένα καλαθάκι γεμάτο με γλυκά. Το αρπάζω και βγαίνω ξανά στο στοιχειωμένο δάσος. Γιατί το έκανα αυτό; Μετακινούμαι από δω κι από κει εντελώς ασυνείδητα, σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να βρω όλα τα πορτοκαλί και τα μαύρα σπίτια του δάσους μέσα σε δεκαπέντε λεπτά. Τι θα πάθω αν δεν τα καταφέρω; Πόσος χρόνος απομένει;
Δεξιά, στο πάνω μέρος της οθόνης, αναβοσβήνει με κόκκινους διακεκομμένους αριθμούς ο χρόνος. Έχουν απομείνει τρία λεπτά και δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Τρία λεπτά και δεκατέσσερα δευτερόλεπτα. Τρία λεπτά και δεκατρία δευτερόλεπτα. Το μικρό αγόρι, μπροστά στην οθόνη, αρχίζει να εκνευρίζεται. Κατευθύνει το ανθρωπάκι με τη μάσκα του τέρατος δεξιά. Μα εδώ δεν ήταν και πριν λίγο; Μάλλον κάνει κύκλους μέσα στο δάσος. Τρία λεπτά και δύο δευτερόλεπτα. Ο χρόνος κυλάει.
Τα πόδια μου τρέμουν. Κοντοστέκομαι. Δε βλέπω άλλα σπίτια μπροστά μου. Στρίβω απότομα δεξιά. Θέλω να σταματήσω για λίγο να σκεφτώ. Υπάρχουν σημάδια μέσα στο δάσος. Αν τα παρατηρούσα λίγο καλύτερα, ίσως να μην έκανα τόσους κύκλους. Μα δεν μπορώ να σταματήσω ούτε στιγμή. Τα πόδια μου δεν με υπακούν. Άλλος δίνει τις εντολές.
Συνεχίζω να τρέχω ανούσια πέρα δώθε αποφεύγοντας τελευταία στιγμή τις μαύρες σκιές που με περιτριγυρίζουν και κοντεύουν να με πνίξουν. Ξαφνικά, ακούω έναν εκκωφαντικό ήχο. Μοιάζει με συναγερμός. Ο χρόνος μου τελειώνει. Ένα πλήθος ανθρώπων μεταμφιεσμένων με προβιές και κεφάλια ζώων βαδίζει κατά πάνω μου. Στα χέρια τους κρατούν δάδες με φωτιές. Καταλαβαίνω αμέσως ότι θέλουν να με κάψουν.
Ακούγεται μια φωνή που με ενημερώνει ότι έχω ένα λεπτό. Η φωνή αρχίζει να μετράει αντίστροφα. Πενήντα δευτερόλεπτα, σαράντα εννιά δευτερόλεπτα, σαράντα οκτώ, σαράντα επτά... Στρέφω το σώμα μου δεξιά κι αριστερά αλλοπρόσαλλα χωρίς να πηγαίνω κάπου τελικά. Φρενάρω απότομα. Τριάντα δύο δευτερόλεπτα, τριάντα ένα...
Το μικρό αγόρι έχει κατακοκκινίσει. Δε θα καταφέρει ποτέ να περάσει την παλιοπίστα. Χτυπάει νευριασμένα την ψηλή κονσόλα και φεύγει από το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά. Δε βλέπει το μήνυμα που εμφανίζεται στην οθόνη «GAME OVER». Δε βλέπει ούτε τις φλόγες που καταστρέφουν τα πάντα.
Οι φλόγες με αγκαλιάζουν. Νιώθω να καίγονται τα σωθικά μου. Πονάω παντού. Η σάρκα μου λιώνει λίγο λίγο σαν κερί. Η μάσκα μου μετατρέπεται σε ένα μαύρο παχύρευστο, καυτό υγρό που τσούζει το πρόσωπο μου. Ακούω τα ουρλιαχτά μου. Κοιτάζω την κουτσουρεμένη σάρκα μου να στάζει. Σε λίγο δεν θα έχει απομείνει τίποτα, μόνο στάχτη.
Στην οθόνη η εικόνα έχει θολώσει κι έχει εμφανιστεί από πάνω της ένα γκρι πλαίσιο με γράμματα που αναβοσβήνουν «HALLOWEEN EDITION. PLAY AGAIN?».
Το κέρασμα - Γιώτα Χουλιάρα
Η μυρωδιά της κολοκυθόσουπας ανακατευόταν μ' εκείνη του νοτισμένου χώματος και των κούτσουρων που καίγονταν στις φωτιές που είχαν ανάψει στο καπηλειό του χωριού. Οι προετοιμασίες για τη γιορτή των ψυχών είχαν ξεκινήσει, νωρίτερα αυτή τη χρονιά. Ίσως επειδή ο χειμώνας έκανε ήδη απειλητική την παρουσία του και φρόντιζε να θυμίζει με τις βαριές ριπές του ανέμου πως το φθινόπωρο βρισκόταν, πλέον, στον χαμό του.
Ο άρχοντας επέστρεφε, όπως κάθε απόγευμα, από το κοιμητήριο. Έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται τίποτε απ' ό,τι συνέβαινε γύρω του. Δεν είχε δει καν τον επίσκοπο, εκείνον τον κοιλαρά μέθυσο, που νόμιζε ότι τα ιερατικά ενδύματα έκρυβαν τα σκουλήκια της ψυχής του.
Όπως κάθε χρόνο, ο επίσκοπος ζητούσε από τους πλουσιότερους του χωριού να συμβάλλουν με τον οβολό τους, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των φτωχών. Ειδικά για τη γιορτή των ψυχών, προκειμένου να συγχωρεθούν οι αμαρτίες όσων είχαν φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο και να εξασφαλίσουν οι ψυχές τους μια θέση στον Παράδεισο, οι πλούσιοι όφειλαν να αδειάσουν το πουγκί τους στις παχουλές παλάμες του.
«Άρχοντα μου» φώναξε ο επίσκοπος.
Όμως η φωνή του χάθηκε στη ριπή του ανέμου. Ο άρχοντας σκόνταψε στα πόδια ενός από τους πολλούς ζητιάνους, που είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους του χωριού, ζητώντας ελεημοσύνη και ελπίζοντας σε ένα βαθύ πιάτο ζεστή κολοκυθόσουπα.
Ήταν παράδοση την παραμονή της «Ημέρας των Ψυχών» οι χωριανοί να προσφέρουν στους περαστικούς ζεστή σούπα κολοκύθας, την οποία έφτιαχναν με τον ίδιο τρόπο που την έφτιαχναν και οι πρόγονοι τους όταν σ΄αυτά τα μέρη κυριαρχούσε η δύναμη των Δρυίδων, πολύ πριν την προσπάθεια του Πάπα να τους εκχριστιανίσει.
Τα παλιά έθιμα δεν είχαν ξεριζωθεί από τις καρδιές τους. Γιατί όλοι τους κατάγονταν από αρχαίες γενιές πολεμιστών και μαγισσών που γνώριζαν απαγορευμένα μυστικά. Μυστικά που η εκκλησία πάλευε να εξαφανιστούν, γιατί ήταν ανίερα και μόλυναν το σώμα.
«Κέρασμα ή φάρσα;» η φωνή έκανε τον άρχοντα να γυρίσει. Απέναντί του, στη μέση του δρόμου, στεκόταν μια ξερακιανή γυναίκα. Μέσα από την κουκούλα που κάλυπτε το κεφάλι της, εξείχαν λευκές μπούκλες, οι οποίες και πρόδιδαν την ηλικία της. Ο άρχοντας την πλησίασε, έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα από την τσέπη του και της το πρόσφερε.
«Ξέρω τι σε βασανίζει, άρχοντά μου» είπε η γριά εξαφανίζοντας το νόμισμα στις πτυχές της παλιάς κάπας της.
«Σου λείπει εκείνη...» είπε χαμηλόφωνα.
Μεμιάς, όλοι γύρω εξαφανίστηκαν και ο άρχοντας έμεινε μόνος με την περίεργη αυτή γυναίκα. Πριν προλάβει να αναρωτηθεί ποια είναι, η ζωή του πέρασε μπροστά από τα μάτια του σαν εικόνες από τα κουκλοθέατρα που έπαιζαν οι παλιάτσοι στα πανηγύρια. Η όμορφη γυναίκα του και οι τρεις γιοι του, όλοι πλέον νεκροί από την πανούκλα που χτύπησε, πριν από χρόνια, το χωριό.
«Γιατί σε μένα;» είχε ουρλιάξει γονατιστός μέσα στην εκκλησία. Ήταν καλός Χριστιανός και πάντα φρόντιζε τον πλησίον του. Δεν επιδόθηκε ποτέ σε παγανιστικές τελετές και φρόντιζε να νηστεύει. Το ίδιο και η οικογένειά του. Όμως η πανούκλα δεν έκανε διάκριση. Τουλάχιστον ας είχε πεθάνει κι αυτός μαζί τους. Αλλά δε συνέβη. Έζησε για να πηγαίνει καθημερινά στους τάφους τους και να προσεύχεται να τελειώσει η ζωή του.
«Αυτό θέλεις, λοιπόν;» τον ρώτησε η γριά που έμοιαζε να διαβάζει τις σκέψεις του. Ο άρχοντας δίστασε να της απαντήσει. Πριν μερικά χρόνια ενδεχομένως να απαντούσε θετικά χωρίς ενδοιασμούς. Όμως, καθώς η πλάστιγγα του καιρού βάραινε στην πλάτη του, τόσο ένιωθε την ανάγκη να ζήσει. ΄Ηθελε να γευτεί όσα η άδικη μοίρα τού είχε στερήσει τα προηγούμενα χρόνια.
Ήταν κι εκείνη η νεαρή δούλα που τον είχε αναστατώσει με τα μαύρα μαλλιά της και τα λευκά της στήθη να πάλλονται κάτω από τη στενή πουκαμίσα που έβγαινε προκλητικά από το στενό της γιλέκο. Αν ήταν νεότερος...Αν ήταν μερικά χρόνια νεότερος...
Η γριά τον πλησίασε και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Η όψη του άρχοντα άλλαξε. Απόκτησε μια λάμψη που δεν είχε πριν. Έφυγε σχεδόν τρέχοντας για το αρχοντικό του, αφήνοντας τον επίσκοπο να τον κυνηγάει.
Τις επόμενες νύχτες, έπραττε ό,τι ακριβώς του είχε πει η γριά. Το σώμα και το μυαλό του, παρά την ηλικία του, θυμήθηκαν όσα έλεγαν οι παλιοί για την αρχαία κέλτικη γιορτή την παραμονή της «Ημέρας των Ψυχών», που όλα ήταν εφικτά, γιατί οι πύλες ανάμεσα στους δυο κόσμους άνοιγαν και οι ευχές γίνονταν πραγματικότητα.
Όταν το σκοτάδι έπεσε, στάθηκε πάνω από το μεγάλο καζάνι που είχε τοποθετήσει στη κουζίνα και άρχισε να ψέλνει, έτοιμος για τη θυσιαστική τελετή. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν είδε τη γριά πίσω του. Δεν είδε ούτε καν τη λάμψη από το κοφτερό μαχαίρι που διαπέρασε τον λαιμό του. Το αίμα του, καθώς ξεψυχούσε, χύθηκε στο καζάνι που κόχλαζε όπως εκείνο των αρχαίων Δρυίδων. Η γριά συνέχισε την ψαλμωδία και αφού ανακάτεψε, πήρε μια κουτάλα και ήπιε από το πολύτιμο υγρό.
«Το κέρασμα ολοκληρώθηκε» είπε κοιτώντας το άψυχο σώμα του άρχοντα, καθώς ανακτούσε τη νεανική της όψη και οι μπούκλες της γίνονταν χρυσές.
14º έγκλημα - Κατερίνα Κρυστάλλη
Ο ψηλός, ξερακιανός άντρας έτρεχε πάνω στον λόφο. Η νύχτα ήταν ψυχρή και το μόνο φως που υπήρχε ήταν από το φεγγάρι. Κοίταξε πίσω του και είδε πολλά φωτάκια να έχουν κατακλύσει το χωριό του Ντούλιν. Οι κάτοικοι γιόρταζαν το Χάλογουιν.
Ο άντρας πάνω στη βιασύνη του, δεν πρόσεξε και σκόνταψε σε μια αιχμηρή πέτρα. Γκρεμοτσακίστηκε κάτω από τους καταπράσινους βράχους του Μοχέρ. Φώναζε και αναθεμάτιζε την τύχη του για ώρες, μέχρι το ξημέρωμα που τον βρήκε ένας νεαρός βοσκός, νεκρό πλέον. Δίπλα του, είχε ένα σημείωμα που έγραφε πως το «14º θα είναι το τελευταίο». Οι χωριάτες καρδιοχτύπησαν, αλλά ένιωσαν και μια ανακούφιση. Τα τελευταία χρόνια, ζούσαν υπό καθεστώς φόβου.
Την πρώτη χρονιά, ανακάλυψαν ένα κομμένο ανδρικό χέρι από τον αγκώνα. Ο δράστης το είχε στήσει με τέτοιο τρόπο που έμοιαζε έτοιμο να χτυπήσει την ξύλινη πόρτα του βυρσοδεψείου του Κάμπελ. Υπήρχε και ένα σημείωμα που έγραφε: «Αυτό είναι το 1º». Η αστυνομία χτένισε το χωριό του Ντούλιν, όπως και τα διπλανά, για μάρτυρες ή υπόπτους, αλλά δεν κατάφερε κάτι. Το συμβάν ξεχάστηκε, όπως και το υπόλοιπο πτώμα, που δε βρέθηκε ποτέ.
Μέχρι την επόμενη χρονιά, πάλι την ημέρα του Χάλογουιν, ο μεθύστακας ΜακΝτιλ, έπεσε πάνω σε ένα ζευγάρι γυναικείες γάμπες. Κάποιος τις είχε κόψει και τις είχε τοποθετήσει πάνω στο διακοσμητικό βαρέλι, έξω από την ταβέρνα που ξημεροβραδιαζόταν. Ο καημένος, ο μεθύστακας, λιποθύμησε από τον φόβο του. Κάτω από τις γάμπες υπήρχε ένα σημείωμα που έγραφε πως αυτό είναι το 2º.
Κάθε χρονιά, οι κάτοικοι και η αστυνομία έκαναν περιπολίες, αλλά κάθε φορά έβρισκαν μόνο ένα ανθρώπινο μέλος και ένα σημείωμα να τους θυμίζει τον μακάβριο αριθμό. Είχαν, πλέον, αρχίσει να υποπτεύονται ο ένας τον άλλον. Γείτονες να μετακομίζουν μακριά ο ένας από τον άλλον και αδέρφια να μην μιλιούνται.
Στο όγδοο έγκλημα, άρχισαν να σκέφτονται πως είναι καταραμένοι και ο ίδιος ο διάβολος ερχόταν και τους σκότωνε. Για αυτό και δεν μπορούσαν να δουν ή να ανακαλύψουν τον ένοχο. Το ένατο έγκλημα, τους βρήκε όλους μέσα στην εκκλησία. Στο δωδέκατο, πλέον, αποδέχτηκαν τη μοίρα τους και, μάλιστα, κάποιος γέρος προσφέρθηκε να είναι εκείνος το θύμα, προκειμένου να μην πεθάνει κάποιος νέος. Δεν ήταν. Πέθανε από πνευμονία, δύο ώρες πριν την ημέρα του Χάλογουιν. Παραδόξως, εκείνη τη χρονιά δεν υπήρξε φονικό. Ίσως ο δολοφόνος να είχε εισακούσει την προτροπή του; Μπορεί.
Τη χρονιά που θα λάμβανε χώρα το 13º έγκλημα, οι κάτοικοι του Ντούλιν, έχοντας συνηθίσει, πλέον, να ζουν το κάθε Χάλογουιν σαν να είναι το τελευταίο τους, έκαναν τις συνηθισμένες ετοιμασίες τους. Καθάρισαν τις κολοκύθες τους, έβαλαν μέσα φωτάκια, έφτιαξαν γλυκά και ετοιμάστηκαν να γιορτάσουν την έλευση του χειμώνα.
Ο Τζακ Ο' Γκριν, πέρασε μέσα από το χωριό του Ντούλιν, χωρίς οι χωριάτες να του δώσουν σημασία. Ήταν ο παραγιός του βραδινού μανταλοποιού. Αν κάποιος αντιμετώπιζε πρόβλημα με την κλειδαριά στο σπίτι του ή είχε κλειδωθεί έξω, ο Τζακ ήταν ο άνθρωπος του. Αν και, τα τελευταία χρόνια με τους φόνους, οι δουλειές του αφεντικού του Τζακ είχαν αυξηθεί κατακόρυφα. Όχι μόνο όσοι διέμεναν στο Ντούλιν αλλά και από τα διπλανά χωριά είχαν τη συνήθεια να αλλάζουν, κάθε χρόνο πριν το Χάλογουιν, τις κλειδαριές τους. Για να μην τους βρει το κακό.
Ο Τζακ μπλέχτηκε σε καυγά, όμως, με τον ψηλό και γεροδεμένο Τίμμυ Φλυνν, τον ναυτικό. Ο δεύτερος έπιασε τον Τζακ στο κρεβάτι με τη γυναίκα του και άρχισε να τον κυνηγάει μέχρι έξω από το χωριό, μέχρι τους πρόποδες του καταπράσινου Μοχέρ. Ο Τζακ, ψηλός και ξερακιανός, έκανε μεγάλα βήματα και κατάφερε να ξεφύγει από τον Τίμμυ. Ξέπνοος όπως ήταν, έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη του. Χαμογέλασε ικανοποιημένος.
To 14º έγκλημα δε συνέβη ποτέ.
Ανταλλαγή - Δήμητρα Πανταζή
Η ξύλινη πόρτα άνοιξε απότομα κι ένα αγέρι κρύο και υγρό τής διαπέρασε την ψυχή, απ' άκρη σ' άκρη. Φύλλα φθινοπωρινά, κόκκινα, κίτρινα, ξερά άφηναν την πνοή τους πάνω στο κατάμαυρο μεταξωτό της φόρεμα. Τα πόδια της παγωμένα από το χώμα, μέσα από τις ριγέ μακριές κάλτσες που τελείωναν σε 'κείνα τα περίεργα στρογγυλά βελούδινα μποτίνια, ίσα που προσπάθησαν να κουνηθούν. Βγήκε έξω. Γυάλισε η ασημένια αγκράφα τους στο φως του ήλιου. Το φως του ήλιου...
«Τι κάνω τώρα; Τι 'ναι δω;» αναρρωτήθηκε.
Κοίταξε γύρω αλλά όχι πίσω. Σαν ν' άκουσε τ' όνομά της...Συνέχισε να περπατά. Μια λίμνη, εκεί κοντά, της τράβηξε την προσοχή⋅ σάλευε τις καλαμιές της σαν χέρια ανθρώπινα που χαιρετούσαν. Ποιον άραγε; σκέφτηκε. Πλησίασε κοντά και κοίταξε το νερό.
«Μαμά;» ψιθύρισε κι έχασε τις αισθήσεις της, όπως τα φύλλα τα φθινοπωρινά που 'χασαν την πνοή τους, πέφτοντας απαλά πάνω στο φόρεμά της το μεταξωτό.
***
Η Καρμίνα ήταν ένα κορίτσι που αγαπούσε τη μοναχικότητα τόσο που ό,τι δοκίμαζε να ζήσει, το έκανε μόνη, χωρίς κοινό -ακόμα κι όταν ριψοκινδύνευε την ίδια της τη ζωή.
Όπως τότε που πρωτοεμφανίστηκαν τα τραμ στη Σεβίλλη και η πόλη έμοιαζε ξαφνικά με ένα υπέροχο λιβάδι με πορτοκαλί κολοκύθες με ρόδες, έτοιμες για την 31η του Οκτώβρη! Έτσι φανταζόταν η Καρμίνα και, σχεδιάζοντας στο μυαλό της τη Μεγάλη Γιορτή, άρχισε να παραφυλάει στις γραμμές, ώσπου να εμφανιστεί η πρώτη κολοκύθα.
Μόλις άκουγε τον περίεργο εκείνο συριγμό της γραμμής και λίγο πριν περάσει από μπροστά της, ορμούσε προς τη μούρη της «κολοκύθας» και, μ' ένα σάλτο μπαλαρίνας, βρισκόταν στην άλλη άκρη του δρόμου, περήφανη κι ευτυχισμένη! Ωστόσο, για εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, ο οδηγός της «κολοκύθας» βρισκόταν στον «άλλο κόσμο», φιλούσε σταυρωτά συγγενείς, φίλους και γνωστούς κι επέστρεφε στη Γη, με τη βοήθεια της...τύχης!
Κανείς δεν ήξερε τι εκανε η Καρμίνα και γιατί και ούτε που την ένοιαζε. Ώσπου μια μέρα η «τύχη» την προκάλεσε, όπως το έκανε και 'κείνη. Ήταν έτοιμη, μια μέρα πριν το Χάλογουιν!
Είχε φορέσει το υπέροχο μαύρο, μεταξωτό της φόρεμα, εκείνες τις αστείες, ριγέ κάλτσες μαζί με τα βελουδινα μποτίνια της και τη μάσκα με τα κατάμαυρα φτερά. Ανηφόρισε προς το βουνό. Έφτασε στο σταυροδρόμι από όπου περνούσαν όλες οι γραμμές των τραμ και σταμάτησε. Σε λίγη ώρα, θα κατηφόριζε η «κολοκύθα νούμερο 31», της άρεσε τόσο αυτος ο αριθμος -έτσι, χωρίς λόγο.
Κρύφτηκε πίσω απ' τη στάση και περίμενε. Ξάφνου, άκουσε το στρίγγλισμα της ράγας καθως η κολοκύθα άλλαξε γραμμή και, λίγο πριν περάσει από μπροστά της, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε ακριβώς μπροστά στο πλαϊνό παράθυρο του οδηγού.
Μόνο που, καθώς σήκωσε τα χέρια ψηλά, σαν να 'θελε να πετάξει, γύρισε το κεφάλι της και, μπροστά στο βλέμμα της το χαρούμενο, το γεμάτο προσδοκία ονειροπόλα, είδε το πρόσωπο που δεν περίμενε να δει: τη μαμά Σέλια (ουρανός), που, βλέποντας το κορίτσι της να πετιέται μπροστά στο τραμ, το αναγνώρισε, κοίταξε τον ουρανό και σκέφτηκε δυνατά:
«Ουρανέ μου, πάρε την ψυχή μου, σήμερα, σου τη χαρίζω, να προλάβω να την αλλάξω με του παιδιου μου, πριν τη Γιορτή...Αμην».
***
Η Καρμίνα ξανακοίταξε το νερό:
«Μαμά; Πώς βρέθηκες εδώ;» ειπε με αχνή φωνή.
«Ήμουν εδώ, καλή μου, απλά δε με είδες» απάντησε μια φωνή που έμοιαζε να 'ρχεται από άλλο κορμί.
«Μαμά, γιατί φοράς τα ρούχα μου;» ξαναρώτησε.
«Γιατί ζήτησα να μου τα χαρίσεις, ήταν τοσο ομορφα, γλυκιά μου» απάντησε η φωνη.
«Μα...τα φόρεσα για τη γιορτή!» είπε με παράπονο.
«Μη στεναχωριέσαι, αγάπη μου, αύριο, στη γιορτή, που θα συναντηθούμε, θα μου φέρεις το υπέροχο γλυκό από κολοκύθα που τόσο μου αρέσει, θα το μοιραστούμε και 'γω θα σε ντύσω πάλι με τα αγαπημένα σου ρούχα! Σε μένα, να φέρεις μόνο εσένα, Καρμίνα μου!» απάντησε γλυκά η φωνη.
«Μαμά...Πού θα σε βρω; Πού θα 'σαι;» είπε η Καρμίνα σαστισμένη.
«Θα 'μαι εκεί που με άφησες, σήμερα, πίσω απ' τη λίμνη, όταν σε φώναξα και δε με άκουσες...Όταν βγήκες απ' την ξύλινη πόρτα, με τα χώματα στα πόδια, παιδί μου» απάντησε η φωνή.
Η Καρμίνα δεν ήταν έτοιμη. Περπάτησε γύρω απ' τη λίμνη κι έφτασε στο σημείο που της είπε η φωνή. Ήταν η πρώτη μέρα της γιορτής των ψυχών. Κάθισε πάνω στο κρύο μάρμαρο, άπλωσε το λευκό της τούλι πάνω στην ξύλινη πόρτα, άναψε ένα κηροπήγιο και μοίρασε το γλυκό σε δυο πιάτα.
« Έχω καιρο, μέχρι μεθαύριο» σκέφτηκε «Μετά θα 'μαι μόνη».
Ακούστηκε ένα αργό τρίξιμο, η ξύλινη πόρτα άνοιξε και φάνηκε η μορφή της μαμάς Σέλια.
«Ψυχή μου! Ήρθες! Είσαι ζωντανή και ποτέ πια μόνη!»
Η Καρμίνα κοίταξε γύρω της...Είδε όλες τις ψυχές πάνω από τις ξύλινες πόρτες με τους δικούς τους ανθρώπους γύρω τους, σαν να 'ταν προσκεκλημένοι στο δικό τους Χάλογουιν, σαν μια αγκαλιά περίεργα ζεστή, όπως αυτή που 'χε φανταστεί τόσες φορές όταν πηδούσε με τα βελούδινα μποτίνια της μπροστά από τις κολοκύθες με ρόδες.
Η Αλίκη στη Χώρα των Ψυχών - Αφροδίτη Μπαρλαμπά
Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη στρώνοντας το καλό της γαλάζιο φόρεμα. Έδεσε την κατάλευκη ποδιά της στη μέση και, αφού ίσιωσε καλύτερα τον μαύρο φιόγκο που στερέωνε τα ξανθά μαλλιά της, βγήκε από το δωμάτιο. Δίπλα από την εξώπορτα, την περίμενε άδειο το ψάθινο καλάθι που, σε λίγη ώρα, θα γέμιζε με κάθε λογής γλυκίσματα.
Ο δρόμος ήταν γεμάτος παιδιά που είχαν βγει για το καθιερωμένο έθιμο του «Trick or Treat». Οι πορτοκαλί κολοκύθες, που στόλιζαν τις αυλές των σπιτιών, καλωσόριζαν τους μικρούς επισκέπτες με τον τρόπο τους. Μόνο ένα σπίτι, στην άκρη της περιοχής, δεν έδειχνε και τόσο γιορτινό.
Μια μαυροφορεμένη γριούλα κοιτούσε με θλιμμένο ύφος έξω από το παράθυρο. Η Αλίκη τη λυπήθηκε και προχώρησε διστακτικά μέχρι την ξύλινη βεράντα. Οι τάβλες έτριξαν κάτω από τα πόδια της καθώς ανέβαινε τα σκαλιά. Χτύπησε την πόρτα και, όταν η γριούλα άνοιξε, τη ρώτησε με χαμόγελο «Πείραγμα ή κέρασμα;»
«Περίμενε, κορίτσι μου» της είπε η γριά με το φαφούτικο στόμα της και, αφού γέμισε το καλάθι με γλυκίσματα, έφερε ένα πιάτο με αχνιστά κουλουράκια. «Μόλις τα έβγαλα από τον φούρνο. Πάρε ένα, θα μου δώσεις μεγάλη χαρά».
Η Αλίκη, μην μπορώντας να αντισταθεί στην ευχάριστη μυρωδιά, πήρε ένα από το πιάτο και το δάγκωσε αμέσως. Κλείνοντας τα μάτια ώστε να το απολαύσει, δεν είδε το μοχθηρό χαμόγελό της. Το επόμενο λεπτό, ένιωσε να μικραίνει και να χάνεται ανάμεσα στις παλιοκαιρισμένες τάβλες. Το σώμα της αιωρούνταν για ώρα στο κενό, μέχρι που προσγειώθηκε κάπως άτσαλα σε ένα χωμάτινο έδαφος.
Όταν άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε γύρω της φοβισμένη. Το πυκνό σκοτάδι έσπαγε μόνο από το φως που έβγαζαν οι ανατριχιαστικά χαραγμένες κολοκύθες. Με τρόμο ανακάλυψε πως βρισκόταν σ' ένα νεκροταφείο.
«Ποια είσαι εσύ;» ακούστηκε πίσω της μια φωνή.
Στράφηκε προς το μέρος της βγάζοντας μια κραυγή με το μακάβριο θέαμα που αντίκρισε. Ένα αγόρι ήταν δεμένο σε έναν πάσσαλο, με τα χέρια ανοιχτά. Το πρόσωπό του ήταν λιωμένο και από μέσα φαίνονταν τα οστά του κρανίου του, ενώ αντί για μαλλιά και χέρια, είχε άχυρα. «Είμαι η Αλίκη. Εσύ ποιος είσαι;»
«Είμαι ο Τζακ, το σκιάχτρο του νεκροταφείου».
«Πού βρίσκομαι;»
«Στη Χώρα των Ψυχών» απάντησε το αγόρι. «Ποιος σε σκότωσε και ήρθες εδώ;»
«Με σκότωσε;» απόρησε η Αλίκη. «Μα ένα κουλουράκι έφαγα», μουρμούρισε ζητώντας να μάθει περισσότερα.
«Εδώ κάτω, είναι πάντα Halloween και κατοικούν όσοι έχουν πεθάνει 31 Οκτώβρη. Για να βρίσκεσαι, λοιπόν, εδώ, σημαίνει πως δε ζεις. Το κουλουράκι που έφαγες ήταν δηλητηριασμένο. Μόνος ένας τρόπος υπάρχει για να επιστρέψεις στην παλιά σου ζώη. Να σκοτώσεις τη βασίλισσα. Κανένας όμως από αυτούς εδώ...» της έδειξε με το κεφάλι του τους τάφους, «...δεν τα κατάφερε».
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Η ψυχή σου θα επιστρέψει πάλι στη Γη. Θα σου πει εκείνη τι θα κάνεις...»
Η Αλίκη άνοιξε τα μάτια της και σηκώθηκε αφήνοντας το σώμα της ξαπλωμένο στο πάτωμα. Μια μάγισσα είχε πάρει τη θέση της γριάς. Της έδωσε ένα μαχαίρι λέγοντάς της:
Φέρε μου την ψυχή της για τη δική σου...
Μα πριν απομακρυνθείς, θυμίσου...
Στο σκοτεινό το μονοπάτι σαν βρεθείς...
Από τον κούνελο, να μην παρασυρθείς...
Ο δείκτης στο ρολόι του τον χρόνο σου θα κλέψει...
Και η ψυχή σου πίσω δε θα επιστρέψει...
Αγνό στρατό θα χρειαστείς...
Μπροστά της όταν θα σταθείς...
Ψυχές που πάντοτε γελούν...
Με αίμα πρέπει να βαφτούν...
Η Αλίκη πήρε το μαχαίρι σαν υπνωτισμένη και ξεκίνησε για το κάστρο. Όταν βγήκε στον δρόμο άκουσε γέλια. Κάποιοι φίλοι της πιο πέρα πείραζαν ο ένας τον άλλον. Τους πλησίασε.
«Θέλω να σου πω ένα μυστικό» είπε στο ένα αγόρι γέρνοντας στο αυτί του. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα όταν ένιωσε την κοφτερή λάμα να χώνεται μέσα στο στομάχι του, ενώ από το στόμα του ανέβλυσε πηχτό αίμα. Ένα κορίτσι στην ηλικία της ούρλιαξε σοκαρισμένο. Η Αλίκη με μια γρήγορη κίνηση, την άρπαξε από τα μαλλιά για να μην προλάβει να φύγει και της έκοψε την καρωτίδα.
Έπειτα στράφηκε στον τρίτο φίλο της που πισωπατούσε φοβισμένος μέχρι που κόλλησε στον κορμό ενός δέντρου. Τον κάρφωσε τρεις φορές με το μαχαίρι. Το αίμα που ξεπήδησε, πιτσίλισε τη λευκή ποδιά της. Μόλις έπεσε και αυτός κάτω, τους παράτησε εκεί συνεχίζοντας την πορεία της. Πιο κάτω, επανέλαβε το μοχθηρό έργο της και σε άλλα παιδιά.
Εκεί όπου ο δρόμος χωριζόταν στα δυο, συνάντησε ένα λευκό κουνέλι με κόκκινα μάτια να στάζουν αίμα. Στα χέρια του κρατούσε ένα ρολόι. Της έδειχνε το φωτεινό από τις κολοκύθες μονοπάτι. «Έλα, θα αργήσουμε...» Η Αλίκη το αγνόησε στρίβοντας αριστερά. Πίσω της, ακολουθούσαν οι ψυχές των παιδιών που είχε σκοτώσει. Χαμογέλασε...
Έφτασαν έξω από το κάστρο. Οι παραταγμένοι βαλέδες που φυλούσαν την πύλη δε στάθηκαν τυχεροί. Τα κοντάρια τους δεν μπόρεσαν ποτέ να εμποδίσουν τα παιδιά. «Δεν μπορείς να σκοτώσεις κάποιον που είναι ήδη νεκρός» είπε η Αλίκη πριν κόψει το κεφάλι του ενός. Με τα αιματοβαμμένα κοντάρια, πλέον, στα χέρια τους, ανέβηκαν στο κάστρο.
Η Αλίκη αντίκρισε δυο πόρτες. Η μία έγραφε TRICK και η άλλη TREAT. Άνοιξε τη δεξιά και, από μέσα, ξεχύθηκε ένα βουνό γλυκίσματα. Άνοιξε την άλλη. Σκοτάδι. Έκανε ένα βήμα και ένιωσε να πέφτει στο κενό.
«Αλίκηηηηηηηηηηη!»
«Αλίκη! Ξύπνα, κορίτσι μου. Σε λίγο θα έρθουν οι φίλοι σου» της είπε η μητέρα της.
Λίγο πριν βγει από το δωμάτιο, είδε τη λευκή ποδιά της κρεμασμένη. Τι λεκέδες είναι αυτοί; αναρωτήθηκε. Μοιάζουν με αίμα...
Συγχώρεση - Μαρία Α. Καρμίρη
Το δωμάτιο σύστηκε, τα παράθυρα έσπασαν και κεραυνοί ήχησαν ολόγυρα. Στα δάχτυλά μου έπαιζαν μωβ και κίτρινες αστραπές, ζητώντας μου την άδεια να ξεχυθούν και, στο κύκνειο άσμα τους, να φέρουν τον όλεθρο για τον οποίο γεννήθηκαν. Ο καταραμένος θνητός πάσχιζε μάταια να πάρει πίσω τον έλεγχο του κορμιού του, ενώ άνοιγα την πόρτα της καλύβας και βάδιζα με σταθερά βήματα στο κέντρο του ξέφωτου. Το στέρνο μου βροντούσε από ένταση και, με μία τελευταία ματιά στη ζωντανή πόλη που έσφιζε από ζωή στο βάθος, την άφησα να ξεχυθεί.
Το ηχηρό γέλιο μου έδωσε σήμα στα χέρια και αυτά στις αστραπές που εξαπολύθηκαν στο χώμα, ποτίζοντας τη γη με το έρεβος που της είχε στερηθεί, μεταδίδοντας το ξόρκι σε όλο το μήκος και το βάθος του χωροχρόνου. Όσο σκληρά οι Αρχαίοι Μάγοι το στέρησαν από τα πέρατα της πλάσης, όσο μαζοχιστικά μας εξόρισαν σε συμπαντικούς κόκκους που θα χάνονταν στο φύσημα του ανέμου, το ίδιο άσπλαχνα θα επιστρέψουμε δυόμισι χιλιετίες αργότερα, δυνατότεροι από ποτέ.
Στην εκπνοή του 20ου αιώνα, 31 Οκτωβρίου 1999, θα ξαναγράψουμε απ' την αρχή όλους τους προηγούμενους· με εμάς να βαδίζουμε τούτη εδώ τη Γη, την καινούρια, τη σκοταδική, την ανατριχιαστική και την αιωνίως μη αναστρέψιμη. Σήμερα, δεν είναι ημέρα για κέρασμα. Μόνο για φάρσα.
Το έδαφος έβραζε και καθώς οι ατμοί άγγιζαν την ατμόσφαιρα και ξυπνούσαν ένα ένα τ' αδέλφια μου, τα δισεκατομμύρια των θανάτων τους εκρήγνυνταν στο μυαλό μου. Κυνηγηθήκαμε, εκπληπαρήσαμε για έλεος, καήκαμε ζωντανοί, ξέσκισαν τα παιδιά μας, μας βίασαν το δικαίωμα για ζωή κι έπειτα το εξόρισαν στο Τίποτα. Ο πόνος του παρελθόντος έτσουζε την ψυχή μου και ίδρωνε το θνητό δέρμα που κουβαλούσα. Κοίταξα τα τρεμάμενα χέρια κι ένιωσα τα κύτταρα του να καίγονται, καθώς η φλόγα της ύπαρξής μου αναζωπυρωνόταν.
Πού να ήξεραν όταν μου «χάρισαν» τη ζωή, για να ρουφάνε την ουσία μου, ότι ρουφούσα κι εγώ απ' τη δική τους; Ώσπου ήμουν αρκετά ισχυρή να μαγέψω πρώτα το μυαλό του κατόχου του μενταγιόν κι έπειτα να καταλάβω το σώμα του; Κι όσο κι αν σπάραζε νιώθοντας τον επικείμενο θάνατό του και τις συνέπειες του παρελθόντος πάνω στην ανθρωπότητα, όσο κι αν ικέτευε για έλεος, η ψυχή μου είχε μετατραπεί σ' εκείνη που πίστευαν ότι είχα· ενός Δαίμονα. Έκλεισα τα βλέφαρά του και, με μια απαλή ανάσα, η δύναμή μου έσπασε το αναλώσιμο κέλυφος.
Το έδαφος αφέθηκε κάτω, ενώ αναδυόμουν στους αιθέρες. Προέτεινα τη συνειδητότητά μου και τη συνέδεσα στον χωροχρόνο. Η χρονική αλληλουχία αναδιοργανωνόταν με τις αστραπές να ξεσκίζουν και να ξαναπλάθουν, να σκοτώνουν και ν' αναγεννούν. Το Είδος μου ανάμεσα σε Αρχαίους Έλληνες, σε Κέλτες, Αρχαίους Αιγύπτιους, ν' ανατρέπουν τον Μεσαίωνα, να καταρρίπτουν τυραννίες και Χούντες, να σχηματίζουν μία νέα, άλλη πραγματικότητα...Μία πραγματικότητα που δεν μπορούσα να πιστέψω.
Επανήλθα έντρομη στον 20ο αιώνα και το συναίσθημά μου πάγωσε.
«Δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορεί! Πώς είναι δυνατόν; Μας σκότωσαν! Μας εξόρισαν! Ξέσκισαν τα παιδιά μας!» ούρλιαζα ξεσκίζοντας τη δική μου φωνή, μα τα πλάσματα στον δρόμο με κοίταζαν με πλήρη άγνοια. Ήταν μαζί...Ήταν πλάι πλάι...Είχαν ενώσει τις υπάρξεις τους και είχαν δημιουργήσει έναν κόσμο αγνώριστο, μία Γη άγνωστη, μία ιστορία ενότητας και αρμονί-
Ξέρασα και συνέχισα να ξερνώ για όση ώρα άντεξα, ώσπου έχασα τις αισθήσεις μου. Ξύπνησα σ' ένα νοσοκομείο, με φίλτρα ανθρώπινα και μαγικά αντικείμενα με δικιά μας φαιά ουσία να προσπαθούν να σταθεροποιήσουν την κατάστασή μου. Ποια ήταν η κατάστασή μου;
Πέρασα χιλιετίες ξύπνια, ν' αρμέγουν τη Μαγεία μου, να θρηνώ τη γενοκτονία του Είδους μου, των όντων που είχα αγαπήσει, που είχα γεννήσει, που είχα αναγκαστεί να θάψω. Χιλιετίες εξευτελισμού και φθοράς με μόνη αχτίδα φωτός την ελπίδα για εκδίκηση με την ανάσταση των θανόντων. Τόσος πόνος, τόση απελπισία κι απόγνωση για να βρεθώ σ' έναν κόσμο που το Είδος μου συμβίωνε με τους βασανιστές και δολοφόνους μας, σ' έναν κόσμο που...είχαν συγχωρέσει.
«Πώς; Πώς τους συγχωρήσατε; Πώς, για όνομα του Σύμπαντος, μπορείτε να συνυπάρχετε με τέτοια κτήνη;!» βόγκηξα και καυτός πόνος κάρφωσε το συναίσθημά μου. Την ίδια στιγμή, μικρές φωνές ήχησαν στον διάδρομο και χοροπηδηχτά τις ακολούθησαν. Παιδιά δικά μας και παιδιά δικά τους τσίριζαν χαρούμενα «Κέρασμα ή φάρσα;» κι η ενέργεια γύρω τους τραγουδούσε πολύχρωμα. Τι ήταν αυτό το νέο είδος Μαγείας; Τι είχαν δημιουργήσει;
«Όταν κάνεις χώρο για τον άλλον, όταν συγχωρείς, μπορείς να δημιουργήσεις. Και τι πιο όμορφο απ' αυτό;» στράφηκα προς τη ζεστή χροιά και αναγνώρισα μία Εθαίρια. «Είσαι η Αλλάξ, σωστά; Η εμφάνισή σου είχε προμηνυθεί από τα Αρχαία χρόνια. Ξέρω ότι η δική μου ευγνωμοσύνη δεν μπορεί να συγκριθεί με όλου του πλανήτη, όμως σ' ευχαριστώ βαθιά για την προσφορά σου. Το καλύτερο κέρασμα για την ημέρα «Όλων των Ιερών» -ή όπως, μάλλον, τη θυμάσαι: Χάλογουιν».
Η συγχώρεση μπορεί και να μη μ' επισκεπτόταν ποτέ. Όμως η γαλήνη στα μάτια τους, κάθε μέρα, η ευγνωμοσύνη στα λόγια τους και η αλήθεια του συναισθήματός τους έφερνε την αμφιβολία στο προσκήνιο. Τι κι αν έχουν δίκιο; Και μ' αυτή τη σκέψη φίλο κι εχθρό θα μάθαινα να ζω. Ώσπου η αμφιβολία να γινόταν σιγουριά.