Οι πολλαπλές διαστάσεις του έρωτα

Η γενναιότητα του έρωτα - Μαρία Α. Καρμίρη

Μου άρεσε να τους βλέπω να μιλάνε. Ο αέρας μύριζε δάσος και χώμα και δροσιά κι ο ήχος της φωνής τους σαν να βημάτιζε πάνω στη μουσική που έπαιζε το ράδιο. Ο ουρανός ήταν μπλε, έντονος και, σε συνδυασμό με εκείνους, έδινε πνοή γαλήνια στη στιγμή -μια γαλήνη που έμαθα ν' αγαπώ και να έχω ανάγκη. 

Κοίταξα δίπλα μου και τον είδα σοβαρό, με σουφρωμένα φρύδια, τα πράσινα μάτια του ένα σκούρο λαδί με έντονο συναίσθημα και τα χέρια του στο τιμόνι, να οδηγούν δίχως σκέψη. Χαμογέλασα.

Μικρή θαύμαζα τον έρωτα τους, τον τρόπο που χαμογελούσαν όταν τα χέρια τους αγγίζονταν άθελά τους ή το πώς κοίταζε ο ένας τον άλλον κρυφά και φανερά, δίχως ντροπή και ενδοιασμούς. Φυλούσαν τα καλύτερα κομμάτια φαγητού για εμένα και τα δεύτερα καλύτερα ο ένας για τον άλλον. Όταν η μαμά δάκρυζε, ο μπαμπάς την αγκάλιαζε και την κρατούσε σφιχτά κι όταν πήγαινα κι εγώ, η αγάπη φούσκωνε και ξεχείλιζε κι η καρδιά μου χτυπούσε στον ρυθμό της ευτυχίας.

Ο Ραζ δάγκωνε το εσωτερικό του χείλους του. Είχε αμφιβολίες για όσα είχε πει και το άγχος του αυξανόταν, τα μάτια του κινούνταν πιο γρήγορα και το στέρνο του ανεβοκατέβαινε έντονα. Οι σκέψεις του σχεδόν ηχούσαν στ' αυτιά μου κι η χαρά μεγάλωνε το χαμόγελό μου.

Δεν είμαι σίγουρη πότε άλλαξαν όλα - μάλλον η αλλαγή είχε ξεκινήσει δίχως να το αντιληφθεί κανείς. Είτε επειδή δεν ήθελα είτε έφταιξε η παιδική άγνοια, ήμουν η τελευταία που το αναγνώρισε. Είχα πάρει το βλέμμα μου από τη θάλασσα που κινούταν έξω απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου και τους είχα κοιτάξει. Ένιωθα περίεργα, όμως δεν ήξερα γιατί. Ώσπου την αντιλήφθηκα. Ησυχία. Δε μιλούσαν. Ούτε κοιτιούνταν ούτε το ράδιο έπαιζε. 

Ακόμα φοβόμουν, ανά στιγμές. Έτρεμα τη σιωπή και το τι ίσως κρυβόταν πίσω της. Φοβόμουν την αρχή του τέλους.

Δε μιλούσαν. Οι σκιές τους κινούνταν μες στο σπίτι και το βράδυ πλάγιαζαν με γυρισμένες πλάτες. Δεν τους άκουσα να μαλώνουν ποτέ ξανά, ούτε μία φορά -δεν τους ένοιαζε αρκετά για να καβγαδίσουν. 

Φοβόμουν ότι δεν υπήρχε έρωτας που θα κρατούσε. Φοβόμουν ότι θα ερχόταν η στιγμή που κι η δική μας σιωπή θα σήμαινε την έλλειψη ενδιαφέροντος. Φοβόμουν για την καρδιά μου, πως θα έσπαζε και θα έμενα να θρηνώ για πάντα τον χαμό της.

Τα καστανοκόκκινα μούσια του έκαναν αντίθεση με τον γκρίζο ουρανό και έμοιαζε με Βίκινγκ περισσότερο από ποτέ. Χαιρόταν κάθε που του το έλεγα, αλλά δεν το πίστευε ποτέ, μόνο χαιρόταν που εγώ τον παρομοίαζα έτσι. Γέλασα και τα μάτια του πέταξαν στα δικά μου. Έψαξε τον λόγο και, έπειτα, ένα αβέβαιο, γλυκό χαμόγελο έσπασε τη σύγχυση του προσώπου του.

Ο φόβος θα υπάρχει πάντα μάλλον -πληγή σαν κι αυτήν δεν ξέρω αν κλείνει εντελώς. Όμως ο έρωτάς μου είναι εδώ και μου ανήκει και με κάνει γενναία κι αν κάτι ποθώ, είναι να τον ζήσω μαζί του. Ο φόβος κοιμάται και ξυπνά, μα όσο η καρδιά μου σκιρτά για εμάς, όσο το χαμόγελό του με γαργαλάει και τα μάτια του μου θυμίζουν να είμαι παιδί, όσο ο ουρανος ό,τι χρώμα κι αν είναι, με γεμίζει γαλήνη, θα είμαι γενναία.

«Θέλεις να μιλήσουμε;».

Τι έκανε ο Μπάτμαν του Αγ.Βαλεντίνου - Κρινιώ Δεληβοριά

Η Κάθριν καθόταν στο κρεβάτι και χάζευε, όπως πάντα, με τις ώρες, στον υπολογιστή της μουσικά κομμάτια. Όμως, εκείνη η μέρα ήταν ξεχωριστή, αφού έκλεινε τρία χρόνια με τον σύντροφό της. Πάνω απ' όλα, όμως, ο Άγιος Βαλεντίνος ήταν η αγαπημένη της γιορτή.

Άλλοι, γκρίνιαζαν πως είναι ξενόφερτο έθιμο, για να πουληθούν λουλούδια, σοκολατάκια κλπ., όμως εκείνη δεν την ένοιαζε. Θα ήταν μια ακόμη αφορμή για να γιορτάσει τον έρωτά της με τον Νίκο.

Γνωρίστηκαν πριν από ακριβώς τρία χρόνια και το τελευταίο διάστημα είχαν μετακομίσει μαζί. Η Κάθριν δε δούλευε εκείνη την περίοδο, οπότε είχε άπλετο χρόνο να ασχοληθεί με οτιδήποτε την ευχαριστούσε. Αντίθετα, ο Νίκος έλειπε σε ένα επαγγελματικό ταξίδι και θα γυρνούσε εκείνο το βράδυ.

«Πρέπει να ετοιμαστώ» σκέφτηκε και άρχισε να φτιάχνει την ιδανική λίστα με ρομαντικά κομμάτια. Ξεκίνησε με απλα κοινά ακούσματά τους κι αργότερα πρόσθεσε και κάποια που είχαν δει μαζι σε ταινίες.

Καθώς θα προχωρούσε η νύχτα, τα κομμάτια θα είχαν όλο και πιο σέξι διάθεση για μια καυτή ερωτική νύχτα, όπως θα άρμοζε εκείνο το βράδυ. Έτρεξε στο σαλόνι να δει αν είχε κεράκια να αναψει. για να ειναι πιο ρομαντικός ο φωτισμός, κι αργότερα στην ντουλάπα, για να διαλέξει τι θα φορούσε εκείνο το βράδυ. Έπρεπε να τον εντυπωσιάσει και, ταυτόχρονα, να τον αποπλανήσει...

Ψάχνοντας ανάμεσα στα συρτάρια, βρήκε εκείνα τα κόκκινα έξαλλα εσώρουχα που είχε αγοράσει κάποτε, αλλά δεν ειχε βρει καποια ευκαιρία για να τα βάλει. «Θα είναι ότι πρέπει» σκέφτηκε και τα ξεχώρισε στην άκρη.

«ΜΙΑΑΑΟΥΥΥ» ακούστηκε από το παράθυρο της κουζίνας. Είχε έρθει ο αγαπημένος της γατούλης, ο Μπάτμαν. Τον είχε βαφτίσει έτσι επειδή ήταν μαύρος και το βλέμμα του έκρυβε ένα μυστήριο. Έτρεξε να του βάλει να φάει, λίγη γατοκονσέρβα, όπως συνήθιζε, κι αυτός έτρεξε, γουργουρίζοντας από χαρά.

«Θα περάσω το αποψινό βράδυ με τους δύο άντρες της ζωής μου» αναφώνησε η Κάθριν, συμπεριλαμβάνοντας στη σκέψη της και τον πανέμορφο γατούλη. «Όμως αν θέλω να είναι όλα έτοιμα πρέπει να βιαστώ!» είπε κι άρχισε να φτιάχνει το φαγητό για το βράδυ.

Η νύχτα θα ήταν μεγάλη. Θα μίλαγαν, θα της έλεγε πως τα πέρασε στο ταξίδι του, θα έτρωγαν ακούγοντας τη μουσική που είχε επιλέξει και αργοτερα...

Μετά από ένα τρίωρο στην κουζίνα, επιτέλους, το φαγητό ήταν έτοιμο. Του είχε ετοιμάσει το αγαπημένο του παστίτσιο σε συνδυασμό με μια βελούδινη μους σοκολάτας με φρούτα του δάσους. Κοίταξε το ρολόι και, ήδ,η πλησίαζε η πολυπόθητη ώρα που ο Νίκος θα γύρνούσε και θα την έσφιγγε ξανα στην αγκαλια του.

Με γοργούς ρυθμούς, έβαλε το αγαπημένο της σαγηνευτικό άρωμα, τα σέξι εσώρουχα, κόκκινο κραγιόν και ένα απλό μα ταυτόχρονα σέξι μαύρο φορεματάκι.

ΝΤΡΙΙΙΙΙΝ! Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο.

«Έλα, μωράκι μου, χρόνια πολλα για την επέτειό μας! Δυστυχώς, δε θα μπορέσω να έρθω, σήμερα, προέκυψε κάτι σημαντικό στη δουλειά...Χίλια συγγνώμη, το ξέρω πως ανυπομονούσες...».

«Δεν πειράζει, μωρό μου...» του απάντησε φανερά απογοητευμένη. Τόση προετοιμασία και θα πήγαινε στράφι.. Εκτός αν... «Μπάααααααααατμαν!».

Ο γατούλης, ο οποίος είχε αποκοιμηθεί στην αγαπημένη του πολυθρόνα, έτρεξε αγουροξυπνημένος να δει τι τον ήθελε η αφεντικίνα του. «Αυτός είναι άντρας!» σκέφτηκε. «Όταν τον φωνάζεις τρέχει αμέσως!».

«Απ' ό,τι φαίνεται, σήμερα, θα είμαστε τα δυο μας!» είπε και του φόρεσε ένα παπιγιόν.

«Μιαου;».

«Τόσο κόπο έκανα να ντυθώ κι εσύ γκρινιάζεις για το παπιγιόν; Αλήθεια, δε μου είπες, σου αρεσει το φόρεμά μου;». Ο γατούλης την κοίταξε απορημένα. «Έλα, πάμε να φάμε. Μισό -να κάνω λίγο ατμόσφαιρα».

Η Κάθριν χαμήλωσε τα φώτα, άναψε μερικά κεράκια κι έβαλε να παίζει το ρομαντικό playlist. Πήρε τον γατούλη αγκαλιά και πήγαν για φαγητό.

«Ελπίζω να μην έχεις χορτάσει γιατί η νύχτα θα είναι μεγάλη».

«ΜΙΑΟΥΥΥΥ!».

Δερματόδετος έρωτας - Χριστίνα Ποτήρη

Το πρώτο που φάνηκε ήταν το λεπτοκαμωμένο ποδαράκι της Κιάτα. Η άκρη από το φόρεμα της μπερδεύτηκε ανάμεσα στα φύλλα καθώς το τεράστιο φουρό της μπλέχτηκε πάνω τους.

Ο Νικολάι Ροστόφ ήταν εκεί. Την περίμενε όπως κάθε βράδυ. Μόλις η νύχτα άπλωνε παντού το σκοτάδι της και η ανυπαρξία ήχων γέμιζε τον χώρο, εκείνος κατέβαινε από το άσπρο του άλογο και λαβωμένος έβγαινε από την κρυψώνα του και στεκόταν λίγα μέτρα μακριά μέχρι να τη δει να ξεπροβάλλει.

Η όμορφη διδασκάλισσα φορούσε πάντα το μπλε της φόρεμα και, κρατώντας ένα βιβλίο, πήγαινε προς το μέρος του τρέχοντας. Εκείνος άνοιγε την αγκαλιά του και την κρατούσε σφιχτά ενώ τα τα φιλιά του χάιδευαν τα ξανθά της μαλλιά. Εκείνη κοίταζε τις πληγές του και με τα λεπτά της δάχτυλα τον άγγιζε απαλά.

Από εκείνη την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν, ένιωσαν τους χτύπους της καρδιάς τους να αλλάζουν τον συνήθή τους ρυθμό. Εκείνος ένας ήρωας που το όνομά του γέμιζε σελίδες. Εκείνη μια ασήμαντη φιγούρα κρυμμένη στη σκιά. Κανείς ποτέ δεν την είχε προσέξει. Μια, δυο αναφορές μόνο της είχαν χαριστεί.

Κι όμως, όταν την ένιωσε δίπλα του, θαμπώθηκε από την απλότητα της. Σχεδόν αόρατη κι όμως η αύρα της τύλιξε τον δόκιμο αξιωματικό Νικολάι Ροστόφ. Η διδασκάλισσα Κιάτα του μικρού Σεργκέι Καρένιν έπεσε πάνω του στην πρώτη της έξοδο από το χάρτινο δερματόδετο παλάτι της.

Ανάμεσα σε προσωπικότητες , άλλες ισχυρές, άλλες αδύναμες, άλλες πρωταγωνιστικές, άλλες κρυμμένες στην αφάνεια και συμπληρωματικές στην κάθε ιστορία εκείνη κοντοστάθηκε τρομαγμένη όταν είδε το σηκωμένο του σπαθί γεμάτο αίματα να υψώνεται μπροστά της.

Κι όμως δεν τρόμαξε. Τον ήξερε, τον αισθανόταν. Το δικό του χάρτινο κρησφύγετο ακουμπούσε το δικό της. Της άπλωσε πρώτος το χέρι, κι εκείνη ανταποκρίθηκε χαρίζοντας του το όνομά της. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα κι ήταν σαν μέσα τους να κυλά το ίδιο αίμα. Σαν το ίδιο χέρι να είχε πλάσει και τους δύο.

Της μιλούσε για τις μάχες που έδινε, για τόπους άγνωστους που είχε δει, για το άλογό του, τον Γρατσίκ, που πληγώθηκε. Κι εκείνη του μιλούσε για την πανέμορφη κυρία της και τον διάσημο παράνομο έρωτα της. Μα εκείνος ζητούσε τον δικό της.

Κάθε βράδυ, της ψιθύριζε την αγάπη του, κρυφή, μια αγάπη που ποτέ δε θα έβλεπε κανείς γραμμένη σε σελίδες. Κι όσο το βράδυ διαρκούσε, εκείνοι, ήρωες της δικής τους ιστορίας, ζωντάνευαν μαγικά.

Μέχρι που το πρωινό φως, στο σκάσιμο της μέρας, εκείνος με βήματα αργά αποχωρεί από την αγκαλιά της και μπαίνει ξανά στις σελίδες του βιβλίου του και γίνεται ξανά ένας ήρωας του «Πόλεμος και Ειρήνη» κι εκείνη, με τη γεύση του φιλιού του, επιστρέφει στον λιτό της ρόλο, της μικρής διδασκάλισσας στο σπίτι της Άννας Καρένινα.


Πανσέληνος - Ελπίδα Πέτροβα

Τον παρακολουθούσε κρυμμένη πίσω από τον βράχο. Δεν τολμούσε να πλησιάσει, όχι ακόμα. Ήταν ολόγυμνη, κάτι που δεν είχε προνοήσει. Παρατήρησε τα πόδια της, τα δάχτυλα, τα γόνατα. Πόσο παράξενο της φαινόταν. Ακόμα δεν είχε αποκτήσει ελευθερία κινήσεων, έχανε εύκολα την ισορροπία της. Μέσα της, όμως, η λαχτάρα να τον δει από κοντά, να νιώσει το χάδι και την ανάσα του στον λαιμό της ξεπερνούσε κάθε εμπόδιο.

Νατος τώρα ξαπλωμένος στην αμμουδιά, να χαζεύει τον έναστρο ουρανό. Το κορμί του τη φώναζε, τα χέρια του ζεστή φωλιά στην οποία αδημονούσε να κουρνιάσει και ν' αφεθεί ολοκληρωτικά. Η ταραχή της μεγάλη γιατί δεν ήταν σίγουρη πως θα την αναγνώριζε.

Μια φορά, κάθε δέκα χρόνια, μπορούσε να εμφανιστεί κι έτσι κατάφερε να τον σώσει τότε. Εκείνη τη φορά αντάλλαξαν όρκους αιώνιας αγάπης και η προσμονή της μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Έτσι πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι αυτή τη μοναδική στιγμή, που η ίδια μπορούσε να ζήσει επιτέλους το όνειρό της. Να του δοθεί ολοκληρωτικά, να γίνουν ένα σώμα, να ενωθούν τα κορμιά και οι ψυχές τους και να ταξιδέψουν στον κόσμο της σαγήνης και του πόθου.

Το τίμημα δεν ήταν μικρό. Όλα έπρεπε να διεκπεραιωθούν στη σωστή χρονική στιγμή, όπου οι πλανήτες θα έρχονταν σε μια ευθεία και θα εμφανιζόταν η μεγαλύτερη πανσέληνος των τελευταίων πενήντα ετών. Η μάγισσα ήταν ξεκάθαρη. Ο έρωτας τους θα τη μεταμόρφωνε σε άνθρωπο μια για πάντα. Διαφορετικά, θα ζούσε ως ένα μίασμα, ένα πλάσμα του σκότους, θα παραμορφωνόταν και κανένα είδος, ούτε το ανθρώπινο αλλά ούτε και το δικό της θα την αποδεχόταν. Δε φοβόταν τη μάγισσα ή τις επιπτώσεις γιατί κατά βάθος πίστευε στον έρωτά τους.

Προσπάθησε να σηκωθεί, γλίστρησε όμως, στον υγρό από τη θάλασσα βράχο καθώς δεν είχε ανακτήσει πλήρως τις κινητικές της λειτουργίες. Ίσως να περίμενε λίγο ακόμα -δεν ήθελε να την κοροϊδέψει, ούτε να φανεί αστεία.

Μια σκιά κουνήθηκε δίπλα του κι ένα γυναικείο χέρι τον αγκάλιασε. Εκείνος γέλασε κι έσκυψε να τη φιλήσει. Φιλήθηκαν με πάθος και τα κορμιά τους στροβιλίστηκαν, οι απόκρυφοι ήχοι ηδονής τρύπησαν την ησυχία της νύχτας και οι λέξεις έρωτα που ξεστόμισαν μαχαίρι στην καρδιά της.

Τα δάκρυα της Γοργόνας, μικρά διαμαντάκια στο φως της πανσελήνου, έσκισαν τα μάγουλά της και συσσωρεύτηκαν στα πόδια της. Δε μπορεί• της είχε υποσχεθεί αιώνια αγάπη, πως θα την περίμενε όσα χρόνια κι αν περνούσαν, ότι η ζωή του δεν είχε κανένα νόημα μακριά της.

Έτρεμε -όχι από το κρύο και την υγρασία, αλλά από την προδοσία και το ψέμα. Της είχε πει η μάγισσα να μην εμπιστεύεται τους ανθρώπους, εκείνη όμως δεν άκουσε.

Το δέρμα της μαράζωσε, τα μαλλιά της έπεσαν, τα νύχια της μεγάλωσαν όπως του αρπακτικού κι, εκείνη τη στιγμή, ορκίστηκε να τον στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής του.


Και εγένετο έρωτας - Νίκη Μουσούλη

Κάθε στιγμή στη ζωή είναι μια αλληλουχία γεγονότων, ένα ντόμινο συγκυριών που οδηγεί στον έρωτα. Κάπου, κάποτε το είχε διαβάσει αυτό, μα μετά από τόσες χιλιάδες βιβλία δυσκολευόταν να θυμηθεί πού. Σχεδόν κάθε μέρα, σκεφτόταν αυτές τις λίγες αράδες.

Ένα κομμάτι του -το ρομαντικό- συμφωνούσε, το άλλο -το πιο πεζό- διαφωνούσε. Το πεζό κομμάτι του το κρατούσε για την καθημερινότητα και τη συναναστροφή του με τους γύρω του. Ενώ το ρομαντικό του το κρατούσε για τα γραφόμενα του. Άλλωστε ήταν τα μόνα που δεν τον πρόδιδαν ποτέ -ίσως με εξαίρεση τις στιγμές που η έμπνευση τού έπαιζε κρυφτό.

Πίστευε πως οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα θα σε προδώσουν κι έτσι κράταγε μια ουδέτερη στάση προς όλους. Αυτή του την πεποίθηση επιβεβαίωσαν πολλές φορές σχέσεις και φίλοι του.

Μόνες εξαιρέσεις σε όλα αυτά αποτελούσαν τα γραπτά του, όπου εκεί ακουμπούσε την ψυχή του, και η Τόνια, μια από τις πιο σημαντικές υπάρξεις στη ζωή του. Ήταν φίλη του, σύμβουλός του σε όλα, πρώτη αναγνώστρια του, μα πάνω απ' όλα ό,τι πιο φωτεινό υπήρχε στη ζωή του.

Ήταν τόσο αντίθετοι μα και τόσο ίδιοι. Γνωρίστηκαν τυχαία. Άρχισαν να μιλάνε και, τελικά, δέθηκαν με μια πολύ όμορφη φιλία. Ίσως να ήταν λίγο ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη είναι η χαρά της ζωής απορώ τι κάνει με εμένα που είμαι η θλίψη... του θανάτου; Σκεφτόταν συχνά πυκνά.

Οι κόρνες των διερχόμενων οχημάτων τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Βημάτιζε νωχελικά, με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του προς το σπίτι της Τόνιας. Πέρασε τον δρόμο, κατέβηκε τις κυλιόμενες και μπήκε στον συρμό. Φορούσε τα ακουστικά του, είχε τη μουσική να τον αποκόπτει από τον έξω κόσμο.

Παράλληλα, όμως, με το βλέμμα σάρωνε τα πρόσωπα, που εναλλάσσονταν στις στάσεις, που απείχαν από τον προορισμό του, ψάχνοντας ανάμεσα τους για την έμπνευση. Την πέμπτη φορά που οι πόρτες άνοιξαν αποβιβάστηκε.

Ένα αεράκι τον χτύπησε αναζωογονητικά στο πρόσωπο. Του άρεσε η περιοχή που διέμενε εκείνη, έμοιαζε σαν ο χρόνος να την είχε ξεχάσει σε κάποια περασμένη δεκαετία, από εκείνες που πια υπάρχουν μόνο σε κινηματογραφικά καρέ.

Χτύπησε το κουδούνι, εκείνη του άνοιξε και το άλλοτε γλυκό πρόσωπο της τώρα είχε πάρει μια περίεργη όψη.

«Τι έγινε; 'Η μάλλον τι σου έκανε;» μπήκε κατευθείαν στο θέμα ξέροντας πως γι' αυτή την κατάσταση έφταιγε η σχέση της.

«Δεν μου έκανε αυτός, Παύλο μου, εγώ του έκανα».

«Δηλαδή;» ρώτησε μπερδεμένα.

«Τον χώρισα» δήλωσε απλά.

«Ναι ε;» έσπευσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του σε έναν ψεύτικο βήχα. Επανέλαβε την ερώτηση με λιγότερο ενθουσιασμό αυτή τη φορά συμπληρώνοντας: «Πώς κι έτσι». Του χαμογέλασε.

«Γι' αυτό» αποκρίθηκε ναζιάρικα και, πριν προλάβει να αντιδράσει, τον φίλησε γλυκά στα χείλη.

«Εννοείς; Θέλω να πω... εσύ... εγώ... εμείς;».

«Τι έπαθες, συγγραφέα μου; Ναι, αυτό εννοώ!».

Ήταν κι εκείνη ερωτευμένη μαζί του, σχεδόν από την αρχή που τον γνώρισε μα ποτέ δεν τόλμησε να του μιλήσει γι' αυτό. Δεν ήξερε αν εκείνος θα ανταποκρινόταν, μέχρι που άρχισε να παρατηρεί τα κείμενα του. Εκείνα έκρυβαν τις αλήθειες του. Εκείνα της αποκάλυψαν όσα ο ίδιος δεν τολμούσε να της εκφράσει.


Κι ανάμεσά μας η απόσταση - Γεωργία Καλαμαρά

Κοιτούσα τον Σταύρο και θρηνούσα. Η απειλή διογκωνόταν και δεν μου άφηνε περιθώρια να αναπνεύσω ελεύθερα. Τριγυρνούσα θλιμμένη, έτοιμη να βάλω τα κλάματα με το παραμικρό.

Ο Σταύρος φαινόταν να κάνει υπομονή, αν και δεν καταλάβαινε τι με είχε πιάσει. Δε μου είχε δώσει κανένα δικαίωμα και οι όρκοι του απέναντί μου ήταν ιεροί. Αναμφίβολα. Το ήξερα.

«Ξέρεις πόσο σ' αγαπάω έτσι;» με ρώτησε, εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου. «Δεν έχει υπάρξει καμία πριν από σένα. Δε θα υπάρξει καμία μετά από σένα» μου είπε. Ήταν τα λόγια που μου έλεγε από την αρχή όταν ακόμη άφηνα χώρο στην ανασφάλεια να μολύνει την αγάπη μας, αλλά κι αργότερα, θέλοντας να επιβεβαιώσει τον έρωτά του για μένα.

Έγνεψα καταφατικά και του χάρισα ένα κουρασμένο χαμόγελο. Ύστερα τον αγκάλιασα σφιχτά. Στη χαλάρωση της αγκαλιάς, τον κοίταξα με μια λατρεία και μια λαχτάρα που τις ανταπέδωσε με το ίδιο βλέμμα, με χάδια στο μάγουλό μου και στον αυχένα μου.

Κι όταν οι ανάσες μας ενώθηκαν και τα χείλη μας σφραγίστηκαν, αιχμαλώτισα τη στιγμή βαθιά μέσα μου. Έστειλα το ζωοφόρο οξυγόνο του στην πληγωμένη ψυχή μου για να την παρηγορήσω.

«Αθηνά τη λένε» του είπα πριν καλά καλά απομακρυνθούν τα χείλη μας. Ο Σταύρος έδειξε πως δυσανασχετούσε. Είχα χαλάσει τη στιγμή και συγκρατούσε τον θυμό του.

«Ποια λένε Αθηνά;» ρώτησε.

«Αγάπη μου, ποτέ δεν σου έκρυψα τίποτα. Πάντα σου έλεγα την αλήθεια. Και πάντα θα σου τη λέω» του είπα με τρεμάμενη φωνή. Είχα τραβήξει την προσοχή του.

Ανακάθισε και εστίασε στο βλέμμα του στο δικό μου με μια δόση φόβου και απορίας να σεργιανίζει στα χαρακτηριστικά του.

«Θα σε χάσω, Σταύρο. Πολύ φοβάμαι πως θα σε χάσω» είπα και βούρκωσα.

«Είσαι η γυναίκα μου, όχι μόνο τυπικά, καταλαβαίνεις; Τίποτα δε θα μας χωρίσει». Με τράβηξε στην αγκαλιά του και με φίλησε στα μαλλιά.

Καταλάβαινα. Έτσι ένιωθα κι εγώ για 'κείνον. Ήταν ο άντρας της ψυχής μου. Το μοναδικό μου ταίρι σε ολάκερο το σύμπαν. Όπου βρισκόταν ο Σταύρος ο τόπος έλαμπε. Κανένας άλλος δεν είχε σημασία -η παρουσία του μηδένιζε οποιοδήποτε πρόσωπο τριγύρω. Ήμουν ολοκληρωτικά δική του.

Ήταν όμως ολοκληρωτικά δικός μου;

«Φοβάμαι πως θα σε χάσω, Σταύρο» επανέλαβα. «Αλλά δεν σε είχα ποτέ. Ποτέ». Η φωνή μου έσπασε. «Η Αθηνά είναι η γυναίκα σου. Εκείνη. Πάντα εκείνη. Μόνο εκείνη...» είπα με κόπο και έχασα την ανάσα μου. Οι λυγμοί κοπανούσαν το στήθος, τον λαιμό μου, αλλά δεν έβγαιναν. Και πνιγόμουν.

Η βέρα ξέφτισε από το δάχτυλό μου σαν πολυκαιρισμένος σοβάς. Ύψωσα το κεφάλι να δω τον Σταύρο, όμως μια δίνη στροβιλιζόμενη τον ρουφούσε μακριά μου. Άπλωνε το χέρι προς το μέρος μου κοιτώντας με απελπισμένα. Άπλωσα κι εγώ το δικό μου, όμως μάταια. Τα ακροδάχτυλά μας τα χώριζε η απόσταση. Η απόσταση...

Τον είδα να χαϊδεύει την Αθηνά στο μάγουλο. Δίπλα τους τα δίδυμα κοριτσάκια τους έπαιζαν χαρούμενα. Δεν υπήρχε χώρος για μένα στην ευτυχία τους.

«Κανένας πριν από σένα. Κανένας μετά από σένα» ψιθύρισα κι απομακρύνθηκα με την τσαλαπατημένη μου αξιοπρέπεια να κραυγάζει σαν ρούχο ασιδέρωτο.


Δύο ολόκληρα λεπτά γεμάτα έρωτα - Μαρίτα Τυράκη

Ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος. Ακολούθησε σχεδόν αστραπιαία ένα τράνταγμα που έκανε τη Μάγδα να ξεφωνίσει. Δεν κουνιόμασταν πια. Κλεισμένες μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός πραγματικά μικρού ασανσέρ. Κάπου ανάμεσα στον τρίτο και στον τέταρτο. Κάπου ανάμεσα στους ρυθμούς της ζωής που τρέχουν και στον χρόνο που παγώνει και σε κάνει να νιώθεις όλα σου τα συναισθήματα πιο έντονα από ποτέ.

Η Μάγδα, που ήταν κλειστοφοβική ως το κόκαλο, άρχισε να πληκτρολογεί ασταμάτητα αριθμούς στο κινητό της. Καλούσε τον οποιονδήποτε και ταυτόχρονα καταριόταν που δεν είχε σήμα. Όταν πια κουράστηκε, βάλθηκε να πέφτει πάνω στους τοίχους. Έτρεμε και χτυπιόταν. Αγχώθηκα. Σκέφτηκα ότι πάθαινε κρίση πανικού. Την έπιασα από τα μπράτσα και την αγκάλιασα σφιχτά. Κατάφερα να την ακινητοποιήσω.

Τα γόνατα μας λύγισαν και βρεθήκαμε καθισμένες στο πάτωμα. Αγκαλιασμένες. Μου άρεσε που τα χέρια μου είχαν μπερδευτεί με τα δικά της. Μου άρεσε περισσότερο που έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου και ηρέμησε για λίγο.

«Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ. Θα μας βγάλουν. Τους ακούς;».

«Η ζωή μου είναι χάλια» μου ομολόγησε.

Ήξερα ότι η Μάγδα δεν ήταν εδώ και καιρό καλά. Κάποια προβλήματα υγείας την είχαν κάνει να απομονωθεί από την οικογένειά της, τους φίλους της, εμένα. Πρώτη φορά την έβλεπα να κλαίει. Χρειαζόταν να ξεσπάσει. Δεν είπα τίποτα. Την έσφιξα μόνο πιο πολύ στην αγκαλιά μου.

Κι ενώ εκείνη έκλαιγε, εγώ ένιωθα αναστάτωση και ενοχές ταυτόχρονα. Η Μάγδα ήταν πιο λυπημένη από ποτέ κι εγώ έκανα πονηρές σκέψεις. Μα ήμασταν πολλή ώρα αγκαλιασμένες και δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Συμμεριζόμουν τη θλίψη της. Υπερτερούσε, όμως, ο κρυφός μου έρωτας γι' αυτήν.

Ήθελα να είναι καλά. Να τη βλέπω να χαμογελάει. Πιο πολύ απ' όλα, ωστόσο, ήθελα να τη φιλήσω, να ρουφήξω τα χείλη της. Το στόμα μου είχε στεγνώσει. Το μυαλό μου μουδιασμένο. Κολλημένο σε μία και μόνο σκέψη. Στο ιδρωμένο και κουλουριασμένο πάνω μου κορμί της. Φαντάστηκα το χέρι μου να ξεγλιστράει κάτω από την μπλούζα της και ανατρίχιασα. Με επανέφεραν τα ψιθυριστά λόγια της.

«Νιώθω μόνη μου Χριστίνα». Αυτός ο ψίθυρος... Πάντα με ερέθιζαν οι ψίθυροι. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Είχα την ανάγκη να κάνω αυτό που πραγματικά ήθελα, χωρίς να με νοιάξουν οι συνέπειες, τα «πρέπει» και τα «δεν πρέπει».

Έπιασα με τα δάχτυλα μου το πηγούνι της και το κράτησα μπροστά στο πρόσωπό μου με ευλάβεια. Την κοίταξα μέσα στα μάτια και, λίγο πριν βυθιστώ μέσα στο ατελείωτο μπλε τους, μετακίνησα αργά το κεφάλι της προς το μέρος μου, μέχρι τα χείλη της να ακουμπήσουν τα δικά μου. Συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρξε καμία αντίσταση.

Τη φίλησα. Απαλά. Τρυφερά. Φίλησα το πάνω χείλος της κι ύστερα το κάτω. Δεν βιαζόμουν. Ήθελα να γίνουν όλα αργά. Απολαυστικά. Τα χείλη της είχαν τόσο γλυκιά γεύση. Θαρρείς κι είχαν πάνω μέλι. Και, τότε, έγινε το απρόσμενο. Η Μάγδα άρχισε να με φιλάει. Πιο έντονα. Πιο άτσαλα. Μου άρεσε. Δε θα μπορούσε να μη μου άρεσε άλλωστε. Μια ανδρική φωνή μας διέκοψε.

«Κυρίες μου, σε δύο λεπτά θα σας έχουμε βγάλει».

Κοιταχτήκαμε. Κι ύστερα, φιληθήκαμε ξανά. Είχαμε δύο ολόκληρα λεπτά.

Εκείνος που δε θα με πληγώσει ποτέ - Σάββας Λάζος

Ήταν καλοκαίρι. Ένα ζεστό καλοκαίρι που ακόμα και τώρα, που είναι χειμώνας και έξω χιονίζει, νιώθω τη ζεστασιά του.

Νησί, μερικές σκηνές, λίγα τρόφιμα και πολλές μπίρες. Εκεί τον γνώρισα• μια παρέα τουριστών από τη Νορβηγία κι εκείνος ο μόνος ελληνόφωνος. Τον κοιτούσα για μέρες δίχως καμία επικοινωνία, ώσπου συμφιλιώθηκα με την ιδέα πως αυτή θα ήταν η γνωριμία μας, από μακριά. Κι ως έναν βαθμό, αυτό μου έφτανε.

Η μοίρα όμως τα ήθελε αλλιώς κι ένας αναπτήρας έγινε το χέρι της. Ήμασταν στην παραλία, βράδυ, οι παρέες μας κοντά, μ' εκείνον να παίζει κιθάρα, να μιλά, να γελά κι εγώ να τον ακούω μέσα στο σκοτάδι.

Ο αναπτήρας ζητήθηκε κι οι παρέες ενώθηκαν. Δε θυμάμαι πώς και γιατί, αλλά όταν κοίταξα γύρω, όλοι έτρεχαν στη θάλασσα. Όλοι εκτός από εμένα και εκείνον, τον γοητευτικό άγνωστο. Απόλυτη ησυχία, με μονό τις φωνές των φίλων και άγνωστων να σπάζουν τη σιγή της νύχτας.

Μια χροιά αλλιώτικη, διαφορετική απ' ό,τι είχα συνηθίσει, πιο ήρεμη, πιο σοβαρή, είπε γεια, κάνοντας την καρδιά μου να σταματήσει. Ρωτούσε για εμένα, για πράγματα κοινά, πράγματα που συνήθως βαριέμαι να λέω, όμως ήθελα να πω σ' εκείνον.

Γιατί εκείνος ήταν...ιδανικός. Μιλούσε για τη ζωή του, για ταξίδια που είχε κάνει, για εμπειρίες που έχει ζήσει και εγώ απλά παρακολουθούσα μαγνητισμένος από καθετί, από κάθε νεύμα, από κάθε χαμόγελο. Δεν μπορούσα παρά να τον θαυμάσω.

Και, τότε, το έκανε. Με πλησίασε και με φίλησε. Ένιωσα σαν να μη με είχε

φιλήσει ποτέ ξανά κανείς, σαν να τα χείλη μου να ήταν παρθένα και να λαχταρούσαν την επαφή όσο τίποτε άλλο μέχρι τότε. Το άγγιμά του ήταν μοναδικό, σαν να ήξερε ακριβώς τι να κάνει για να του παραδοθεί το σώμα μου. Και το έκανε. Σ' έναν άγνωστο.

Μου είπε να τον ακολουθήσω σε μια παραλία κρυφή και μυστική και, σαν να ήταν η μόνη μου επιλογή, το έκανα. Ήμασταν εγώ, εκείνος και η θάλασσα.

Εκεί ξαπλώσαμε και κάναμε κάτι που μόνο έρωτας μπορεί να αποκαλεστεί... Πέρασε τα χέρια του στη μέση μου και με έκανε να νιώσω ότι ανήκω. Ο τρόπος που με ακουμπούσε έμοιαζε σαν να νοιαζόταν για κάτι διαφορετικό απ' την πράξη μόνη της, σαν ο σκοπός του να ήταν άλλος. Εκείνη τη νύχτα, ένιωσα τόσα πολλά για κάποιον που μετά βίας γνώρισα, που μέχρι και σήμερα δε γνωρίζω ούτε το όνομά του.

Ακόμα θυμάμαι το χρώμα των ματιών του να γυαλίζει από την αντανάκλαση του φεγγαριού στη θάλασσα. Ήταν το μόνο φως που υπήρχε και ήταν αρκετό για να αποτυπώσω το βλέμμα του την ώρα που τον ένιωθα δικό μου.

Έπειτα, έμεινα στην αγκαλιά του, γυμνός από ρούχα και κανόνες. Έτσι, κάτσαμε όλο το βράδυ να μοιραζόμαστε όλα όσα μας έκαναν να θέλουμε να ζούμε και όλα όσα μας έκαναν να θέλουμε να φύγουμε απ' αυτό που οι άλλοι αποκαλούν ζωή. Και, για πρώτη ίσως φορά, ένιωσα ότι ζούσα το σήμερα, το τώρα.

Όταν ξύπνησα, ήταν ξημερώματα και ήμουν μονός. Κοίταξα το ρολόι στο χέρι μου. Είχε ήδη φύγει για Νορβηγία. Όμως δεν ένιωσα στεναχώρια ή μοναξιά.

Γιατί, για μένα, αυτό ακριβώς είναι ο έρωτας. Αυτός που δεν πρόλαβε να φθαρεί από τον χρόνο, τη ρουτίνα, την καθημερινότητα. Ο φευγαλέος, στιγμιαίος, μα τόσο δυνατός. Τι κι αν δεν έμαθα ποτέ την επιφάνεια; Έμαθα τα πιο βαθιά του μυστικά κι εκείνος τα δικά μου. Δεν πρόλαβε να φθαρεί η να ξεφτίσει μέσα μου και ούτε θα το κάνει ποτέ Θα είναι πάντα εκεί, στις αναμνήσεις μου όπως κανείς άλλος δεν υπήρξε, απλά και μόνο επειδή έζησα εκείνες τις στιγμές μαζί του.

Πάντα θα τον κρατώ μέσα μου, εκείνον που δε θα με πληγώσει ποτέ, που δε θα με κάνει να νιώσω ποτέ μόνος. Γιατί θα είναι πάντα εκεί, μια ανάμνηση, γλυκιά και μοναδική να σκεπάζει το χιόνι του χειμώνα μου.

Έρωτας ο Ανατρεπτικός - Δήμητρα Πανταζή

Ο Νικόλας πίστευε ότι είχε τυφλωθεί. «Δε βλέπω» έλεγε. «Δε βλέπω τίποτε...Τίποτε...Μόνο Εκείνη».

Το μυαλό του τον βασάνιζε κι ερχόταν η καρδιά να τον γαληνέψει, να του συμπαρασταθεί, να τον βοηθήσει ν΄αφεθεί. «Εμπιστοσύνη» του 'λεγε «Έχε εμπιστοσύνη σ' αυτό που νιώθεις». Από τότε, εμπιστεύθηκε.

Η Αλέγκρα ήταν μια γυναίκα...μη γυναίκα και πιο γυναίκα από όλες όσες είχε γνωρίσει ως τότε. Όλες της οι κινήσεις, οι πράξεις , τα λόγια έχουν μέσα τους τη Μαγεία.

Τη μέρα εκείνη, η πόρτα της ταράτσας ήταν ξεκλείδωτη. «Με περιμένει» σκέφτηκε και όλες του οι αισθήσεις έγιναν ξαφνικα μία. Η όσφρηση, η πλανεύτρα, την ακολούθησε κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Εκείνη ήταν έτοιμη. Γνωρίζονταν εδώ και έναν χρόνο περίπου. Σήμερα, όμως, κάτι συνέβη, κάτι διαφορετικό• τον άφησε να μπει εκεί που δεν του επέτρεψε ποτέ, με εκείνον να μην ξέρει το γιατί. Έδειχνε τόσο ερωτευμένη και κείνη, σαν να 'διωξε ένα πέπλο μυστικό από πάνω της και τον άφησε να τη δει όπως πραγματικά ήταν.

Πλησίασε από πίσω της αργά , απολαυστικά. Το πρόσωπό της φαινόταν στον καθρέφτη• ήταν ήρεμο, πανέμορφο, διαφορετικό από άλλες φορές. Φορούσε ένα διάφανο τούλι και από μέσα ήταν ολόγυμνη. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι. Έμεινε ακίνητος, κοκκαλωμένος -αν και ήταν ήδη υγρός παντού.

Εκείνη γύρισε και τον κοιταξε. Το βλέμμα της τον ξεγύμνωσε.

«Είσαι έτοιμος να με δεις;» τον ρώτησε. «Είσαι;».

«Πάντα ήμουν, εσύ δε με άφηνες» της απάντησε.

Πήρε απαλά το χέρι του και το οδήγησε στο πρόσωπό της. Το φίλησε και το άφησε να της χαϊδέψει τον λαιμό και, κρατώντας το πάντοτε απαλά και σταθερά, κατέβηκε προς το στήθος αφήνοντας σιγά σιγά το τούλι να ξετυλιχθεί, σαν να άνοιγε ένα δώρο.

Έφτασε στον αφαλό. Τον άφησε να ψηλαφήσει γύρω γύρω, όπως ένα μωρό που ανακαλύπτει για πρώτη φορα τον θησαυρό του. Τα δάχτυλά του παραμέρισαν το ύφασμα που έμεινε και το άφησε να πέσει κάτω.

Ξαφνικά, πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της.

«Δεν θέλω να 'σαι τυφλός πια. Θέλω να μ'αγαπάς».

Εκείνος συνέχισε να αγγίζει την κοιλιά της. Τόλμησε να κατέβει πιο χαμηλά, ώσπου το βλεμμα του συνάντησε την παλάμη του. Δεν ηταν πια τυφλός...Δεν μπορούσε να είναι. Το χέρι του τραβήχτηκε απότομα. Ο ίδιος πισωπάτησε. Ήταν τόσο ιδρωμένος που νόμιζε ότι θα εξαφανιστεί και θα μείνει μια λίμνη μοναχική, μπροστά σε μια θέα ανείπωτη...

Η Αλέγκρα ήταν μια γυναίκα, μη γυναίκα και πιο γυναίκα απ΄ όλες όσες είχε γνωρίσει ως τότε. Το ανδρικό της μόριο υπήρχε 'κει, καρφωμένο ζωντανό, για να της θυμίζει τι, τελικά;

Ο Νικόλας, ξαφνικά, είδε, μεσα στο σύγκρυο, τη ζάλη, το σάστισμα. Έτρεμε και η τελευταία τρίχα του κορμιού του. Αν υπήρχε ακόμα κι αυτό, δεν το αισθανόταν. Αυτό που αισθανόταν, όμως, ήταν ο χτύπος της καρδιάς του που άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί. Ο ίδιος δεν έβλεπε παλι, άκουσε, όμως, μέσα στο χάος των αισθήσεων, τη φωνή της. «Έχε εμπιστοσύνη».

Του Αγίου Βαλεντίνου (Βοήθειά μας) - Σωκράτης Μπουζούκας

Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, ο Γιάννης περπατούσε νευρικά, κοντά στη γέφυρα του Ευρίπου, στη Χαλκίδα. Πίστευε ότι κάπου ίσως θα πετύχαινε στον δρόμο μια παλιά του σχέση. Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που έφυγε από την πόλη. Θα ήταν περίπου πέντε χρόνια.

Δεν είχε στον νου του ποτέ να επισκεφθεί το μέρος που έζησε σαν φοιτητής. Μέχρι την ημέρα που έμαθε από έναν παλιό φίλο ότι ο φοιτητικός του έρωτας ζούσε εκεί και ήταν μόνη της.

Η κοπέλα, όπως και αυτό,ς δεν ήταν από την πρωτεύουσα της Εύβοιας. Εκεί, όμως, γνωρίστηκαν. Μετά από καιρό, ερωτεύτηκαν. Έζησαν έναν θυελλώδη έρωτα με τα πάνω του και τα κάτω του. Ώσπου, λίγο πριν πάρουν το πτυχίο, χώρισαν ξαφνικά. Από τότε, δεν είχε κανένα νέο της.

Σταμάτησε για λίγο όταν έφτασε στην παλιά γέφυρα. Κοιτούσε τα νερά που έτρεχαν εξαιτίας της παλίρροιας. Το κάστρο του Καράμπαμπα φωτίζονταν λες και ήταν χαρούμενο που τον ξαναέβλεπε μετά από τόσο καιρό.

Μια παλίρροια αισθάνθηκε και στην καρδιά του την μέρα που μάθαινε νέα για τη Σοφία. Αυτό ήταν το όνομα της. Το θυμόταν παρόλες τις προσπάθειες του να το σβήσει από το μυαλό του, την ψυχή του, την καρδιά του.

Από εκείνη την στιγμή και κάθε μέρα σκέφτονταν να έρθει να την αναζητήσει. Η καρδιά του χτυπούσε για εκείνη ακόμα και ας είχε περάσει καιρός. Όση προσπάθεια και εάν έκανε να την ξεχάσει, αυτό δεν έγινε ποτέ. Τι ήταν αυτό που τον κρατούσε τόσο καιρό αιχμάλωτο της; Μήπως το χαμόγελο της; Το σώμα της; Το φιλί της; Το άρωμα της;

Δεν μπορούσε να ηρεμήσει για καιρό. Μέχρι που το πήρε απόφαση να έρθει να τη βρει. Έστω και αν την έβλεπε μόνο. Ίσως στη θέα της να του έφευγε η αρρώστια του έρωτα και να απελευθερωνόταν τελικά.

Συνέχισε τον δρόμο του προς την κεντρική πλατεία της πόλης. Αναρωτιόταν, αν την έβλεπε, τι ακριβώς θα έκανε; Πώς θα της μιλούσε; Θα μπορούσε να της πει κάτι ή θα έτρεμε; Αυτά τα ερωτήματα τον έκαναν να ανοίξει έναν μικρό διάλογο με τον εαυτό του.

Για λίγο, προσευχήθηκε στον αγαπημένο του άγιο. Πίστευε και περίμενε μια μικρή βοήθεια. Πριν λίγες μέρες, είχε προσκυνήσει την λειψανοθήκη στο παρεκκλήσιο του αγίου, στην Αθήνα, που βρίσκεται στον ξενώνα της Καθολικής εκκλησίας, στην πλατεία Βικτωρίας. Για να έχει μια επιπλέον δύναμη για τον σκοπό του.

Λίγο πριν φτάσει στην πλατεία του Αγίου Νικολάου, προσεξε μια γνώριμη γυναικεία σιλουέτα που περπατούσε με αργό ρυθμό. Άνοιξε το βήμα του και την έφτασε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Αμέσως μίλησε με τον εαυτό του.

«Μην τα κάνω θάλασσα. Πρέπει να είμαι γενναίος. Αν αποτύχω, τουλάχιστον, θα έχω προσπαθήσει».

Εμφανίστηκε μπροστά της αποφασισμένος. Αλληλοκοιτάχτηκαν. Αυτή τον αναγνώρισε αμέσως. Είχε ξαφνιαστεί. Δεν περίμενε να τον δει. Για δευτερόλεπτα, απλά κοιτάζονταν, χωρίς να πουν κάτι. Μετά, άρχισαν να συζητούν. Κατευθύνθηκαν προς μια από τις καφετέριες της παραλίας. Θα υπήρχε κάποια σπίθα ώστε να ξαναγεννηθεί ένας έρωτας;

Το ημερολόγιο έγραφε 14 Φεβρουαρίου, του Αγίου Βαλεντίνου. Βοήθειά μας. Ποιος είπε ότι στις μέρες μας δε γίνονται ακόμα θαύματα;

Έρωτας και καραντίνα - Δομήνικος Κοντολέων

Το ξυπνητήρι του κινητού, άρχισε να χτυπά σαν δαιμονισμένο. Η Νεφέλη ξύπνησε απότομα. Ανασηκώθηκε ανόρεχτα και μουρμούρισε: «Πρέπει να σηκωθώ, ρε γαμώτο!».

Με αργές, βαριεστημένες κινήσεις, πήρε τη μεγάλη απόφαση και εγκατέλειψε το αναπαυτικό της κρεβάτι. Πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε έναν φραπέ, χωρίς καν να τον χτυπήσει. Ύστερα, κάθισε απέναντι από τον υπολογιστή της. Ρούφηξε δυο γουλιές καφέ και του είπε, σαν να περίμενε να της απαντήσει: «Πισόνι μου, μαζί θα περάσουμε και αυτόν τον Άγιο Βαλεντίνο».

Γκλιν, ακούστηκε ο ήχος από το κινητό, που ειδοποιούσε για ένα νέο μήνυμα στο messenger. Η Νεφέλη το πήρε στα χέρια της. Ήταν ένα μήνυμα από τον Νίκο: «Καλημέρα! Δεν πιστεύω να έχεις κανονίσει κανένα κορονοραντεβού σήμερα, ε; Θερίζει ο COVID!».

Η Νεφέλη στραβομουτσούνιασε και σκέφτηκε «Βαλτός είσαι κι εσύ τώρα; Τι ραντεβού και αηδίες! Αφού αυτός που μου αρέσει χαμπάρι δεν έχει πάρει...».

Το τελευταίο διάστημα, η Νεφέλη είχε φάει χοντρό κόλλημα με ένα παιδί από την κοινή τους παρέα, αλλά εκείνο μάλλον δεν είχε ιδέα. Και να πεις πως δεν προσπαθούσε; Καθημερινά του έστελνε μηνύματα, αλλά αυτός εκεί... Τον χαβά του! Και δεν είχε περιθώρια να κάνει και κάτι άλλο, λόγω της καραντίνας. Σήμερα, όμως, το είχε αποφασίσει. Θα του μιλούσε ανοιχτά. Στην τελική, μισή ντροπή δική του, μισή δική της.

Ο ήχος του κινητού διέκοψε τις σκέψεις της. Ήταν η Άννα, η κολλητή της.

«Το αποφάσισα. Θα τον πάρω τηλέφωνο και θα του τα πω όλα απόψε» της είπε, μην περιμένοντας καν να την ακούσει.

«Ποια όλα; Είσαι μουρλή, μωρέ; Θα τον τρομάξεις» η Άννα δε σήκωνε αντιρρήσεις.

«Μα δεν πάει άλλο. Πάλι τον είδα στον ύπνο μου. Δεν την παλεύω πια» δήλωσε απελπισμένη η Νεφέλη.

«Κάνε ό,τι θες, αλλά μετά μην έρθεις να μου κλαίγεσαι πάλι» της απάντησε η Άννα και έδωσε απότομα τέλος στην κουβέντα.

Η Νεφέλη σηκώθηκε και πήγε προς το ψυγείο, πήρε ένα γιαούρτι καρύδας, επέστρεψε στο γραφείο της και άρχισε σιγά σιγά να το τρώει. Παράλληλα, πήρε το κινητό και σχημάτισε τον αριθμό του αντικειμένου του πόθου της. Χωρίς δισταγμό, πάτησε το εικονίδιο της κλήσης.

«Έλα ρε Νεφέλη! Τι νέα;» ο Δημήτρης φαινόταν να είναι σε καλό mood.

«Έλα ρε παιδάκι, πώς είσαι; Εγώ εδώ, μωρέ, μιζεριάζω που θα περάσω άλλον έναν Άγιο Βαλεντίνο παρέα με το πισόνι μου» του ψευτοπαραπονέθηκε η Νεφέλη.

«Εντάξει, μωρέ, μην γκρινιάζεις, είμαι σίγουρος πως θα βρεθεί ένα καλό παιδί και για σένα» ο Δημήτρης δε θα μπορούσε να της είχε πει κάτι χειρότερο.

Η Νεφέλη ένιωσε να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Μια έντονη ζαλάδα την κυρίευσε και αισθάνθηκε μια πυκνή ομίχλη να καλύπτει το δωμάτιο. Όλα θόλωσαν και άρχισαν να εξαφανίζονται από το οπτικό της πεδίο. Σκοτάδι...

«Ρε μωρό, ξύπνα, δύο πήγε η ώρα πάλι!». Ο Δημήτρης χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της Νεφέλης.

«Φτου! Μωρό μου, πάλι τον ίδιο εφιάλτη έβλεπα» του είπε παιχνιδιάρικα εκείνη. Ο Δημήτρης την αγκάλιασε και της ψιθύρισε στο αυτί.

«Δεν είναι τίποτα. Η πολλή κλεισούρα σε έχει βαρέσει στον εγκέφαλο. Άτιμη καραντίνα!».

«Ενοχλητικέ!» του νιαούρισε η Νεφέλη και φιλήθηκαν.

Ανεκπλήρωτο πάθος - Ελένη Ζερβοπούλου

Η γνωριμία του Κώστα και της Δανάης έγινε μέσα από ένα σάιτ που έγραφε κείμενα αυτός. Του είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που σχολίασε. Δεν ήταν προσβλητικός, ούτε ψεύτικος.

Αποφάσισε να της στείλει μήνυμα να την ευχαριστήσει. Δε συνήθιζε να το κάνει με κανέναν. Αλλά αυτό το κορίτσι είχε κάτι. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της τον είχαν γοητεύσει. Μάτια χωρίς δόλο.

«Καλησπέρα, Δανάη. Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια».

Πάτησε αποστολή και περίμενε. Η ώρα περνούσε. Την έβλεπε ενεργή, αλλά δεν απαντούσε. «Τι το ήθελα; Καλά έκανα και δεν έστελνα ποτέ σε κανέναν. Τι στο καλό με έπιασε τώρα;».

Όταν ξάπλωσε, η σκέψη του πήγε στη Δανάη. Το πρόσωπο της ήταν εκεί μπροστά του. Πετάχτηκε από το κρεβάτι ιδρωμένος. Η ώρα ήταν μία το πρωί. Μπήκε να κάνει ένα κρύο ντους. «Σύνελθε Κώστα, τι στο καλό σε έχει πιάσει;». Κοίταξε άλλη μια φορά τα μηνύματα του, αλλά τίποτα. Χάζεψε λίγο και, πριν το κλείσει, είδε ειδοποίηση νέου μηνύματος. Ήταν η Δανάη.

Σκέφτηκε να μην το ανοίξει, να μη δώσει συνέχεια. Αλλά τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Όσο και να ήθελε να αντισταθεί, δεν μπορούσε. Για πρώτη φορά, δεν μπορούσε.

«Καλησπέρα, Κώστα. Συγγνώμη για την ώρα του μηνύματος. Μη με ευχαριστείς, δεν έκανα κάτι. Καλό βράδυ και χάρηκα». Η απάντηση του ήταν άμεση.

«Ελπίζω να είναι όλα καλά».

«Ναι, απλά τρέξιμο στη δουλεία».

«Να ρωτήσω τι δουλειά;».

«Είμαι εργοθεραπεύτρια. Εσύ, πέρα από το να γραφείς, με τι άλλο ασχολείσαι;».

«Είμαι δάσκαλος οδήγησης».

«Ωωω τι ωραία! Καιρό σκέφτομαι να πάρω το δίπλωμα. Να σου πω, λες να έρθω σε σένα;».

«Όποτε θες. Στη διάθεση σου».

Μιλούσαν σχεδόν κάθε μέρα. Ο Κώστας πρώτη φορά ήταν τόσο ανοιχτός, χαμογελούσε κάθε φορά που έβλεπε ότι είχε μήνυμα της.

«Δανάη, ένας φίλος θέλει να μου γνωρίσει μια κοπέλα. Αλλά δε θέλω».

«Να τη γνωρίσεις Κώστα, γιατί όχι;».

«Δεν έχεις καταλάβει τίποτα ε; Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά δε θέλω να γνωρίσω καμιά κοπέλα πέρα από σένα. Σε ονειρεύομαι κάθε βράδυ. Σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να σε έχω εδώ, στην αγκαλιά μου. Κλείνω τα μάτια μου και το χαμόγελό σου είναι εκεί. Μαζί σου είμαι ένας διαφορετικός άνθρωπος -χαμογελώ σαν παιδί. Όταν δεν είμαι καλά, είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που θέλω να πάρω τηλέφωνο, γιατί εσύ μπορείς να παίρνεις τα σκοτάδια μου μακριά. Θέλω να σε συναντήσω από κοντά».

Κανόνισαν να βρεθούν το Σάββατο που ερχόταν. Η Δανάη ήθελε και αυτή να τον συναντήσει πολύ.

Τον έβλεπε να στέκεται λίγα μέτρα μακριά της. Του χαμογέλασε και η καρδιά της έχασε έναν χτύπο. Ο Κώστας δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της. Ξαφνικά το χαμόγελο της έσβησε όταν είδε ένα αυτοκίνητο να τον χτυπάει και να τον πετάει στο πεζοδρόμιο. Έτρεξε κοντά του και του έπιασε το χέρι.

«Μη με αφήσεις τώρα που σε βρήκα» του είπε.

«Μην κλαίς καλή μου. Μου φτάνει που, έστω για λίγο, κατάφερα να σε κρατήσω».

«Όλα θα πάνε καλά, θα δεις! Κρατήσου σε παρακαλώ! Όπου νάναι, έρχεται το ασθενοφόρο».

«Θέλω το χαμόγελο σου να είναι το τελευταίο που θα θυμάμαι».

Η Δανάη του χαμογέλασε για τελευταία φορά.

Έρωτας - Αιμιλιάννα Καφαντάρη

Η Έρρικα κλείνει την πόρτα του δωματίου της απότομα κι ακουμπάει την πλάτη της πάνω, κοιτώντας το ταβάνι. Πετάει τη σχολική της τσάντα θυμωμένη και ποτάμια δακρύων διασχίζουν το εφηβικό της πρόσωπο.

Η Έλενα την ακολουθεί και προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα ανήσυχη. Η Έρρικα της φωνάζει ότι δε χρειάζεται και κλειδώνει την πόρτα του δωματίου, πριν πέσει στο κρεβάτι κλαίγοντας με αναφιλητά.

Ο πατέρας της δεν έχει γυρίσει ακόμα από τη δουλειά και η νέα σύντροφος του, η Έλενα, φροντίζει να είναι το τραπέζι έτοιμο μόλις επιστρέψει. Η Έλενα μένει μαζί με την Έρρικα και τον πατέρα της τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Μόλις μετακόμισε στο σπίτι τους, το συναισθηματικό μαρτύριο ξεκίνησε για την Έρρικα.

Ο πατέρας της γυρίζει στο σπίτι.

«Τι κάνουν τα κορίτσια μου;» και αφήνει την τσάντα του στο γραφείο, πριν μπει στην κουζίνα.

Η Έλενα ξανανεβαίνει να φωνάξει το κορίτσι που θεωρεί πλέον κόρη της, εφόσον η ίδια δεν μπορεί να αποκτήσει δικά της παιδιά.

«Έλα, καρδιά μου! Τρώμε!».

Η Έρρικα λύγιζε κάθε φορά που άκουγε τη φωνή της. Έτσι και τώρα. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να της κρυφτεί, πως κάτι θα γινόταν και ένα αόρατο χέρι θα ξεσκέπαζε το πέπλο που είχε η ίδια φορέσει στον εαυτό της.

Η Έρρικα κατεβαίνει και κάθεται στο τραπέζι. Οι τρεις τους ξεκινούν να τρώνε, ενώ το κινητό της δέχεται ένα μήνυμα. Το κοιτάζει και ο πατέρας της την ταρακουνάει μόλις βλέπει ότι η κόρη του έχει χλωμιάσει διαβάζοντας το μήνυμα που έλαβε.

«Τι συμβαίνει;» και κατεβάζουν και οι δύο γονείς τα μαχαιροπίρουνα από τα χέρια τους. «Τίποτα... Με συγχωρείτε» και πηγαίνει στο δωμάτιό της.

Η Έλενα τον κοιτάζει, αλλά προτιμά να μην του πει ότι η Έρρικα γύρισε κλαμένη απ' το σχολείο. Σκέφτεται ότι καλύτερα να μιλήσει πρώτα στην ίδια. Αφού τον καθυσηχάζει, συνεχίζουν το γεύμα τους και όταν εκείνος ξαναφεύγει για το γραφείο, η Έλενα ανεβαίνει στο δωμάτιο της Έρρικας.

Τη βρίσκει καθισμένη με διπλωμένα πόδια στο κρεβάτι να κοιτάζει με απλανές βλέμμα το κενό. Η Έλενα κάθεται δίπλα της και αγγίζει τα διπλωμένα χέρια της Έρρικας. Τότε, το βλέμμα της στρέφεται και καρφώνεται στο βαθιά μελαγχολικό βλέμμα της Έλενας.

«Δε θα μου πεις γιατί γύρισες κλαμένη και ποιος σε τάραξε στο μήνυμα;».

Στα αυτιά της Έρρικας η φωνή της Έλενας αποπνέει μια γαλήνη που, προς στιγμήν, νομίζει πως χέρια αγγέλων χαϊδεύουν τ' αυτιά της, τα μαλλιά της και την αγκαλιάζουν έτσι ώστε εκείνη να γύρει προς το μέρος της Έλενας, η οποία συνεχίζει να την κοιτά με ύφος γεμάτο αγωνία και συμπόνια.

Χωρίς να το καταλάβει, έρχεται, τόσο κοντά στο πρόσωπό της και τα χείλη τους ενώνονται.

«Έρρικα, τι κάνεις;» το τρέμουλο στη φωνή της μητριάς της την αναγκάζει να επανέλθει στην πραγματικότητα. Προσπαθεί να βρει μια δικαιολογία για το φιλί που μόλις της έδωσε.

«Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Νιώθω τυχερή που αναπνέω τον ίδιο αέρα με σένα. Μου φτάνει να σε βλέπω. Να κινείσαι. Να υπάρχεις». Τώρα ήταν της Έλενας το βλέμμα παγωμένο. «Στο σχολείο κάποιοι διάβασαν το ημερολόγιό μου, που καταλαβαίνεις τι γράφω μέσα. Αλλά δε με πειράζει. Τίποτα δε με πειράζει. Για σένα, τα αντέχω όλα» και τη φίλησε.

Στο Λούνα Παρκ - Κατερίνα Κρυστάλλη

Κάθε Φλεβάρη τα ίδια. Το Λουνα Παρκ στολίζεται με ροζ καρδούλες, πλαστικά λουλούδια, χάρτινούς έρωτες.

Πόσο θα ήθελα να τα ξεστολίσω μπροστά στα έντρομα μάτια των επισκετπών. Στο ένα χέρι τα ψεύτικα λουλούδια, στο άλλο τα έντερα από το άτυχο ζευγαράκι που ξεκοίλιασα.

Α, ναι, ξέχασα να σας πω. Αν είστε ερωτευμένοι, μην έρθετε στο Λούνα Παρκ που εργάζομαι. Και ακόμα και αν το κάνετε, μην μπείτε στο περίφημο «Τούνελ των ερωτευμένων». Οι πιθανότητες να βγείτε από εκεί ζωντανοί... είναι ελάχιστες. Χαχαχα! Μην πείτε πως δε σας προειδοποίησα! Μην τολμήσετε να το πείτε.

Έδεσε τα μακριά, ξανθά μαλλιά του σε κοτσίδα και τα μάτια του έλαμψαν, καθώς έβλεπε τα χαρούμενα ζευγαράκια να μπαίνουν στις πύλες του Λουνα Παρκ, χαρούμενα, γελαστά, γεμάτα ελπίδα. Ελπίδα που ο Λουκάς είχε χάσει χρόνια τώρα.

Από τότε που είχε σκοτώσει την κοπέλα του όταν την είχε πιάσει στο κρεβάτι με τον καλύτερο του φίλο.


«Έρωτες», ένα ηθικό δίλημμα για τον Άγιο Βαλεντίνο - Νίκη ΚΑΡ.Π.Α.

Στους ώμους μου κάθονται, σήμερα, στον δεξί, ένας άγγελος ντυμένος στα λευκά, που κρατά μια άρπα, και, στον αριστερό, ένας μικρός σγουρομάλλης, γυμνός με φτερά που, κάθε λίγη ώρα, τοξεύει την καρδιά μου με βέλη που γράφουν τ' όνομα της.

Δεν έχει τον διάολο του ο μικρός κι αν ο άγγελος είναι σταλμένος απ' τον Θεό για να προστατεύει τα χρηστά ήθη, αυτός έχει μάνα του την Αφροδίτη και κολλητό του τον Πάνα και με κάθε του βέλος ορίζει και μια πράξη ή λόγο πονηρό.

«Αγόρασε τις σοκολάτες να παχύνει, να γίνει στρουμπουλή, να της ανέβει το ζάχαρο...» με προτρέπει κι ύστερα σηκώνεται, πετάει δυο σβούρες πάνω απ' το κεφάλι μου, κραδαίνοντας τόξο και βέλη, και κουρνιάζει στο δέντρο του Έρωτα.

Του χρόνου, ανήμερα Αγίου Βαλεντίνου, θα κάθονται στους ώμους μου ο Έρωτας κι ο Διάβολος να πληγώνουν και να πονάνε την καρδιά μου με βέλη και χτυπήματα της τρίαινας και της διχαλωτής ουράς και θα ματώνει η καρδιά για χάρη της.

Ο Έρωτας αποφασισμένος ρωτάει τι κάνω και αξίζω την πίστη της, τι της χάρισα, γιατί δεν αρνήθηκα τις άλλες γυναίκες. Ο Διάβολος με οδηγεί σε μια ατέλειωτη μπουρδελότσαρκα, σε νύχτες ακολασίας με δυνατά ποτά σε στέκια πονηρά.

«Τι νομίζεις; Ότι αυτή που θες περνάει τις νύχτες μόνη; Δε ζηλεύεις που δουλεύει στην εταιρεία;». Και πετάγεται ο Έρωτας.

«Εγώ δεν καθόμουν πέρυσι στον αριστερό ώμο; Τι θες, ρε διάολε; Μας κάνεις τον Θεό; Εξαφανίσου!». Θα 'χω δύο Έρωτες να υπακούω.

Αλλά θα είναι δύσκολο. Θ' ακολουθούν οι δύο Έρωτες -που ως γνωστόν άγγελοι είναι- το ίδιο δόγμα; Ήo ένας θα ακολουθεί το καθολικό δόγμα; Κι αν το δόγμα είναι διαφορετικό, θα διαπραγματεύονται στους ώμους μου την ένωση τους; Κι αν, για να τη ρίξω στο κρεβάτι, απαιτείται οι δύο Έρωτες να σμίξουν πρώτοι; Τι είναι οι Έρωτες; Αγοράκια ή κοριτσάκια; Και θα σμίξουν στους ώμους μου; Ή θα συνεχίσουν να στοχεύουν με τις τοξοβολιές τους ο ένας τον άλλο;

Υποπτεύομαι ότι ο αριστερός είναι ο δικός της Έρωτας, ότι τον έστειλε αγγελιοφόρο. Κι αν είναι κι οι δύο πονηροί; Κι αν ζητάνε ανταλλάγματα για να μας φέρουν κοντά; Και το κυριότερο, τι θα κάνουν αυτοί οι δύο στο πρώτο φιλί; Θα σιγοψιθυρίζουν;

Καλύτερα να κάθονταν στον αριστερό μου ώμο -από τη μεριά της καρδιάς- κι η ίδια, η αγαπημένη μου, με τα ακριβά, κόκκινα εσώρουχα που θα της κάνω δώρο για τη γιορτή των ερωτευμένων να με οδηγεί για το πώς και ποια δώρα είναι τα κατάλληλα για να φτάσω κοντά της στον πραγματικό δύσκολο κόσμο.

Και στον δεξί, να τη διακυβεύει η Θεά Αφροδίτη με τον χιτώνα της μαζεμένο στα λαγόνια και το στήθος της γυμνό. Με δυο ερωτιδείς να παίζουν στα πόδια της και τον Πάνα με σουραύλι, σε παντοτινή στύση να της τραβάει το ρούχο.

«Μπορείς εσύ ν' ανταπεξέλθεις στον Έρωτα μιας θεάς; Αν μπορείς, θα κατάλαβες ότι τα υλικά αγαθά δεν είναι ό,τι ακριβότερο προσφέρεις. Είναι όμως το πρώτο... Αυτά είχα να σου πω!» μου κάνει και μ' ένα άλμα αφήνει τον ώμο μου άδειο. «Μείνε με τη θεά και τον Πάνα!» και μια άμαξα μ' ένα άσπρο κι ένα μαύρο άλογο την παίρνει από μπροστά μου.

Την έψαξα στην πόλη παντού. Στους δρόμους ακουγόταν μουσική και την είδαν απ' την άμαξα με δυο μουσικούς να πετάει σοκολατάκια στους περαστικούς και να φωνάζει «Για να γλυκαθείτε και να αγαπηθείτε!».

Λένε πως αν πιάσεις σοκολατάκι από μακριά, θα σε θυμάται και θα σε λατρεύει η θεά. Μα και η Αφροδίτη σε πυκνό δάσος μού κρυβόταν, στους κορμούς, με τα πρόσωπα εκατό νυμφών και μου πέταγε καρπούς των δέντρων.

«Αν πιάσεις τον καρπό πριν στο χώμα λερωθεί, θα σ' ερωτευτεί η μικρή...».


Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε