Μαγικά Αντικείμενα

Η ομπρέλα - Νίκη Μουσούλη

Μια ηλιόλουστη ημέρα είχε καλημερίσει τους κατοίκους εκείνης της πόλης, μα, πολύ σύντομα, έδωσε τη θέση της σε μεγάλα, χοντρά, γκρίζα σύννεφα. Η ξαφνική καταιγίδα, που το καιρικό δελτίο δεν είχε προβλέψει, ξέσπασε μαζί με έναν μανιασμένο άνεμο.

Η Κάτια είχε πάντα ομπρέλα μαζί της, όμως ο άνεμος, σαν να την έβαλε στο σημάδι, έσπασε την ομπρέλα της, αφήνοντας την εκτεθειμένη. Το ίδιο γρήγορα με την αλλαγή του καιρού, άλλαξε και η τύχη της καθώς είδε σε πολύ κοντινή της απόσταση έναν πλανόδιο πωλητή να κραδαίνει στα δάχτυλα του τα γαντζάκια από τις ομπρέλες.

«Καλέ, πάρτε μια ομπρέλα», τον άκουσε να λέει στους διαβάτες.

«Θα ήθελα μια» αποκρίθηκε η Κάτια, που είχε αρχίσει να γίνεται μούσκεμα, μα την ίδια στιγμή το μετάνιωσε αντικρίζοντας το κυρτό κορμί, το σαλεμένο βλέμμα και την περίεργη αμφίεση που έμοιαζε σαν από άλλη εποχή.

«Όμορφη μικρή μου, να, πάρε αυτή την ομπρέλα, θα εκπλαγείς με το τι μπορεί να κάνει» δήλωσε προτείνοντας της μια πολύ όμορφη μαύρη ομπρέλα, με σκαλιστό τελείωμα που θύμιζε κεφάλι από λύκο. Η κοπέλα έμεινε να θαυμάζει την περίτεχνη λαβή μουρμουρίζοντας ένα: «Εμένα μου φτάνει να με προστατεύει από τη βροχή».

«Πίστεψε με, κάνει περισσότερα από αυτό» δήλωσε εκείνος με περηφάνια για το εμπόρευμα του.

«Πόσο κοστίζει;» ρώτησε η Κάτια, στιγμές αργότερα, χωρίς όμως να έχει πάρει τα μάτια της από το αντικείμενο. Σαν σήκωσε το βλέμμα της, ο άντρας είχε γίνει καπνός. Η κοπέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της μπερδεμένη

«Μα... Μα... Πού πήγε;» αναρωτήθηκε.

Ανασήκωσε τους ώμους της, άνοιξε την ομπρέλα και βάδιζε βιαστικά ανάμεσα από άλλους διαβάτες. Είχε τόσες δουλειές εκείνη την ημέρα, όμως το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί δίπλα στη θάλασσα.

Τα δάχτυλα της γλίστρησαν πάνω στην λαβή και η αφή τής έδωσε την αίσθηση πως υπήρχε κάτι σκαλισμένο πάνω της. Πλησίασε το αντικείμενο κοντά στο πρόσωπο της και τότε πρόσεξε πως υπήρχε μια φράση. Έγραφε «Αν το σκεφτείς έντονα, θα γίνει» αν και η Κάτια θα έπαιρνε όρκο πως δεν υπήρχε καμία επιγραφή εκεί πριν.

«Δε χάνω και τίποτα» σκέφτηκε, έκλεισε τα μάτια της κι έφερε στο μυαλό της την αγαπημένη της παραλία με την άγρια ομορφιά. Τα βράχια, τα βότσαλα, τα πάντα ήταν εκεί, κάτω από τα βλέφαρα της, μια εικόνα ονείρου στο μυαλό της.

Άνοιξε τα μάτια της και, ως δια μαγείας, είχε βρεθεί στην παραλία. Έσκυψε και πήρε ένα λευκό, στρογγυλό βοτσαλάκι με μια γκρι κουκίδα πάνω του. Το έριξε στην τσέπη της. Κοίταξε την ομπρέλα με δυσπιστία. Έκλεισε πάλι τα μάτια της.

Έφερε στο μυαλό το πατρικό της. Την αυλή με τα περιποιημένα λουλούδια στις γλάστρες, τα παράθυρα και την πόρτα. Άνοιξε τα μάτια της. Ήταν εκεί. Μπήκε μέσα, ανέβηκε στο δωμάτιο της. Έκατσε στο κρεβάτι και χωρίς να το καταλάβει την πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησε πίσω στο διαμέρισμα της. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό. Η ομπρέλα είχε χαθεί!

«Μα τι παράξενο όνειρο» σκέφτηκε. Καθώς έπιασε να τακτοποιήσει το παλτό της, έμεινε μετέωρη όταν, από την τσέπη της, έπεσε ένα λευκό στρογγυλό βοτσαλάκι με μια γκρι κουκίδα πάνω του...

Η μαγική πένα - Σωκράτης Μπουζούκας

Ο Παύλος πήγε βόλτα στο Μοναστηράκι, Κυριακή πρωί. Ήθελε να σκεφτεί μια ιστορία για να γράψει το πρώτο του βιβλίο. Κατέβηκε στη γραφική περιοχή της Αθήνας, μήπως του ερχόταν έμπνευση.

Καθώς περπατούσε, προσπαθώντας να βρει μια όμορφη ιστορία, βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει μπροστά σε ένα παλαιοπωλείο. Από περιέργεια, μπήκε μέσα για να δει τα αντικείμενα που πουλούσε. Δε σκόπευε να αγοράσει. Ήλπιζε κάποιο παλιό αντικείμενο να του ερέθιζε τη φαντασία του και να έβρισκε την ιστορία που τόσο ποθούσε να γράψει.

Το μάτι του έπεσε πάνω σε μια όμορφη, ασημένια πένα. Φανταζόταν τον εαυτό του να την κρατάει στο χέρι του και να γράφει ή να υπογράφει με αυτήν τα βιβλία του. Χαμογέλασε με τη σκέψη αυτή. Ξαφνικά άκουσε μια φωνή.

«Αγόρασέ με και θα σε βοηθήσω να γίνεις ο καλύτερος συγγραφέας».

Κοίταξε γύρω του, μα δεν ήταν κανείς. Ο ιδιοκτήτης του παλαιοπωλείου καθόταν έξω σε μια καρέκλα. Ήταν μόνος του. Μα ποιος του μιλούσε;

«Εγώ η πένα, σου μιλάω. Είμαι μαγική -όσο απίστευτο και αν σου φαίνεται. Μόνο εσύ, ένας συγγραφέας, μπορεί να με ακούσει. Σας καταλαβαίνω εγώ από μακριά. Σας μυρίζομαι. Αγόρασέ με και θα γίνεις με τη βοήθειά μου μεγάλος και τρανός».

Ο Παύλος τα είχε χαμένα. Παρόλα αυτά, του άρεσε η πένα και την αγόρασε. Μετά από μερικές μέρες, ξεκίνησε να γράψει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του. Είχε καταφέρει να βρει την ιστορία που ήθελε. Πήρε χαρτί και ξεκίνησε να γράφει με την πένα. Δεν είχε φτάσει στα μισά της πρώτης σελίδας όταν ξαφνικά η ίδια φωνή που άκουσε στο παλαιοπωλείο γέμισε το δωμάτιο του.

«Όχι. Με αυτή την εισαγωγή δε θα κερδίσεις τον αναγνώστη». Τρομαγμένος άφησε την πένα πάνω στο γραφείο του. «Έλα και θα σου δείξω πώς να γράφεις όμορφα».

Ο Παύλος υπάκουσε. Ναι, ήταν τρελό, αλλά υπάκουε στις οδηγίες της. Σε ένα τετράμηνο, είχε έτοιμο το βιβλίο του. Αμέσως, το έστειλε σε εκδότη και έγινε επιτυχία. Κατάφερε να γράψει και δεύτερο βιβλίο. Και εκείνο έγινε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Ένιωθε τυχερός.

Όταν ξεκίνησε το τρίτο ,η πένα ήταν βουβή. Λες και είχε χαθεί η φωνή της. Μια μέρα, νευριασμένος που δεν μπορούσε να γράψει, της μίλησε.

«Γιατί δεν με βοηθάς;» Ξαφνικά η πένα απάντησε.

«Για να σε βοηθήσω. θα πρέπει να μου κάνεις μια χάρη. Θα σκοτώσεις άνθρωπο με τη μύτη μου. Ρουφώντας το αίμα τους φορτίζομαι. Βλέπω τη ζωή τους και εμπνέομαι ιστορίες».

Για μέρες, ο Παύλος ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Σκεφτόταν τι να έκανε. Όμως η γλύκα της δόξας -και του χρήματος- τον ανάγκασαν να αποφασίσει άμεσα. Θα έδινε στην πένα αυτό που του ζητούσε.

Αργά τα βράδια, κυκλοφορούσε και έβρισκε άστεγους, με το πρόσχημα να τους βοηθήσει. Τους πλησίαζε και μετά τους σκότωνε με την πένα. Οι συγγραφικές του επιτυχίες έρχονταν η μία μετά τη άλλη. Προσπάθησε να μάθει από το παλαιοπωλείο κάτι για τη πένα χωρίς αποτέλεσμα.

Μέχρι που μια μέρα, τον βάρυναν τόσο οι τύψεις που αυτοκτόνησε πέφτοντας από ένα άνοιγμα στον Κηφισό. Η πένα στην τσέπη του, ώστε να μην την έβρισκε ποτέ κανείς.

Το μαγικό βιβλίο - Αλέξανδρος Λειβαδιώτης

Το κίτρινο, νωθρό φως της σκονισμένης λάμπας, που κρεμόταν στο κέντρο του πράσινου, κενού δωματίου, είχε κουράσει τα μάτια του καθώς διάβαζε δυνατά τις τελευταίες γραμμές του δερματόδετου, ταλαιπωρημένου βιβλίου. Το έκλεισε τελειώνοντάς το και σηκώθηκε από το πάτωμα, όπου καθόταν οκλαδόν, παίρνοντάς το μαζί του.

Κοίταξε την πορφυρή, ξύλινη πόρτα, η οποία παρέμενε κλειστή, και το βλέμμα του κατέληξε στο μαύρο, ηλεκτρονικό ρολόι, που έδενε στο αριστερό του χέρι. Τα μελιά του μάτια σκοτείνιασαν, χωμένα στη σκιά των παχιών, καστανών φρυδιών του, ενώ το αγύμναστο στήθος του ανεβοκατέβαινε νευρικά κάτω από το γαλάζιο, μεταξωτό πουκάμισό του.

Η ανυπομονησία τον έκανε να ξανακοιτάξει την ακλόνητη θύρα, παρότι δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά. Έβαλε αμήχανα τα χέρια του στις τσέπες του φθαρμένου τζιν του, σφηνώνοντας το βιβλίο κάτω από τη μασχάλη του, και περιπλανήθηκε άσκοπα στον χώρο, ώσπου έφτασε η στιγμή που ποθούσε.

Η πορφυρή πόρτα άνοιξε κι έτσι έφτασε ο μαυρομάλλης, με σκοτεινιασμένα μάτια, με το γυμνό ξίφος στο χέρι, ένας κλέφτης, ένας λεηλάτης, ένας φονιάς, με απέραντες μελαγχολίες και απέραντα κέφια, για να συντρίψει τους θρόνους που κοσμούσαν τη Γη, κάτω από τα σανδαλοφορεμένα πόδια του.

«Άργησες, Γιώργο» του είπε αυστηρά και άπλωσε το χέρι του με το βιβλίο, προς το μέρος του γιγαντόσωμου, ηλιοκαμμένου άνδρα, ο οποίος καθώς πλησίαζε, μίκραινε και αποκτούσε ξανά την αρχική του μορφή.

«Δεν είναι εύκολο να αφήσεις τον κόσμο του Χάουαρντ» απάντησε απολογητικά, παίρνοντας το βιβλίο, όντας και πάλι ο μεσήλικας, με το μαύρο κοντομάνικο, στολισμένο με τον Έντι, τη μασκότ της αγαπημένης του μέταλ μπάντας. «Σειρά σου τώρα. Τόλκιν θέλεις, έτσι;».

Ο άλλος άνδρας απλά κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και στάθηκε, γεμάτος χαρά, μπροστά στην πορφυρή, ξύλινη πόρτα. Ο Γιώργος ψιθύρισε τις μαγικές λέξεις, άνοιξε ευλαβικά το βιβλίο, το οποίο άρχισε να εκπέμπει μια απόκοσμη λάμψη, και ξεκίνησε την αφήγηση, ενώ ο φίλος του κόνταινε, περνώντας τη θύρα και μπαίνοντας στη μικροκαμωμένη, υπόγεια οικία.

«Μέσα στη γη, σε μια τρύπα, ζούσε κάποτε ένα χόμπιτ. Δεν ήταν καμιά βρόμικη και υγρή τρύπα, γεμάτη σκουλήκια και αποπνικτική μυρωδιά, ούτε ήταν ξερή και γυμνή, γεμάτη άμμο, χωρίς μέρος να καθίσεις ή να φας. Ήταν η τρύπα ενός χόμπιτ, δηλαδή ένα άνετο, βολικό και όμορφο σπίτι...».

Το πινέλο - Ελένη Ζερβοπούλου

Ισπανία 1510

Ο Κωνσταντίν ζούσε, εδώ και πολλά χρόνια, μόνος στη φάρμα Κωνσάτσα, έξω από το χωριό Μαρινάλ. Από το πρωί που ξυπνούσε, κλεινόταν στη σοφίτα που είχε μετατρέψει σε ατελιέ και ζωγράφιζε. Κοιτούσε έντονα τον πινάκα που απεικόνιζε εκείνη τη μέρα.

Πριν δεκατρία χρόνια, που γυρνούσε από το κυνήγι είδε καπνούς από τη φάρμα. Έτρεξε, αλλά ήταν αργά. Μέσα από τον στάβλο έβγαλε τη γυναίκα και τον γιο του νεκρούς. Οι χωριανοί τούς είχαν βάλει φωτιά γιατί θεωρούσαν τη γυναίκα του μάγισσα, ήταν μια ψηλή γυναίκα με ωραίες καμπύλες, έντονα πράσινα μάτια και κόκκινα σγουρά μαλλιά.

«Να καείς, μάγισσα, μαζί με τον γιο του Σατανά!» οι λέξεις ακόμα ηχούσαν στ' αυτιά του, μα δεν τις είχε πάρει ποτέ στα σοβαρά.

Έτρεξε οργισμένος στο χωριό, έτοιμος να ρίξει το μίσος του σε όλους. Μόλις τον είδαν, ο παπάς του χωριού είπε:

«Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν για το θέλημα του Θεού, να φύγεις και εσύ από το χωριό, αλλιώς θα έχεις την ίδια τύχη».

Πήγε να τον αρπάξει, αλλά η γριά τσιγγάνα τον σταμάτησε.

«Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι τώρα. Θα έρθει η ώρα που θα το πληρώσουν». Του έδωσε ένα πινέλο από οξιά, με το οποίο θα μπορούσε να ζωγραφίσει την οργή του και σε όποιο Αυγουστιάτικο φεγγάρι ήταν έτοιμος, θα την καλούσε επικαλόμενος το όνομα της.

«Ποιο είναι το όνομα σου;» Έσκυψε και του το ψιθύρισε στο αυτί.

Μέχρι να την καλέσει, δε θα την ξαναέβλεπε, θα είχε όμως την προστασία της. Οι χωρικοί έκαναν τον σταυρό τους και επικαλούμενοι τη βοήθεια του Θεού. Ο ίδιος γύρισε στη φάρμα, έθαψε τη γυναίκα και τον γιο του. Έπειτα από τρία χρόνια πένθους, αποφάσισε να ανέβει στη σοφίτα, πήρε το πινέλο που του είχε δώσει η τσιγγάνα και άρχισε να ζωγραφίζει,.

Ο πρώτος πίνακας απεικόνιζε την ημέρα εκείνη. Τη φωτιά να βγαίνει από τον στάβλο και αυτόν, πάνω από τους ανθρώπους που αγαπούσε. Κάθε φορά που τον κοιτούσε, του έβγαζε όλα τα συναισθήματα που ένιωθε. Σε κάθε πίνακα, κυριαρχούσε ο θάνατος και η μορφή του θανάτου ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Τους ένιωθε τόσο ζωντανούς, αλλά κάτι έλειπε.

Έπειτα από δεκατρία χρόνια - ξεχασμένος από τους χωρικούς, εκείνο το αυγουστιάτικο φεγγάρι, αποφάσισε να καλέσει τη τσιγγάνα.

«Χιτανίτα, ήρθε η ώρα».

Κοίταξε το φεγγάρι -ένιωθε να ματώνει και αυτό μαζί του- όταν μέσα από το δάσος, είδε τη τσιγγάνα να εμφανίζεται. Δεν είπαν πολλά. Του ανέφερε ότι το αντίκτυπο της μαγείας ήταν ότι μέσα από αυτό, θα έχανε και ο ίδιος την ψυχή του. Δεν τον ένοιαζε, η ψυχή έτσι και αλλιώς είχε χαθεί εδώ και χρόνια.

Η τσιγγάνα πήρε στο χέρι της το πινέλο, έψαλε στη γλώσσα των τσιγγάνων. «Τη στιγμή που θα βάλεις την υπογραφή σου σε έναν από τους πίνακες, θα αρχίσει η εκδίκηση σου» του είπε.

Ο Κωνσταντίν κοίταξε τον πίνακα που έδειχνε τους συγχωριανούς του μέσα στην εκκλησία να προσεύχονται σαν καλοί χριστιανοί και αυτή να παίρνει φωτιά. Με καλλιγραφικά γράμματα, έβαλε την υπογραφή του.

Οι φωνές τους ακούστηκαν μέχρι την άλλη άκρη. Τα πηγάδια και κάθε πηγή που έδινε νερό είχε ποτιστεί με αίμα, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να πάρει νερό για τα χωράφια και τα ζώα του. Όλο το χωριό χάθηκε, ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει να βρει αυτούς που αγαπούσε. Ήταν ένα περιπλανώμενο σώμα πάνω στη γη, χωρίς ψυχή.

Ψυχρολουσία - Ιωάννης Μπάχας

Είμαι, βέβαια, της γενιάς που έκανε μπάνιο τα Σάββατα, για να είμαι καθαρός την Κυριακή. Αυτό το ολιγολούσιμο για οικονομία μού δημιούργησε σύμπλεγμα και, όταν πια άνοιξα δικό μου σπίτι, έκανα δύο και τρεις φορές τη μέρα μπάνιο.

Παρατηρήσατε ποτέ πως ενώ οι συνθήκες άλλαξαν, κάποιες λέξεις και ονόματα έμειναν τα ίδια; Τώρα που σας το λέω, αποτολμήστε τον συνειρμό: η συσκευή του μπάνιου που ρίχνει νερό λέγεται πάντα τηλέφωνο. Εσείς το λέτε αλλιώς; Ανόητο ε; Μπορεί να έφερνε στο παλιό ακουστικό του τηλεφώνου, όμως δε μοιάζει με το κινητό σας. Το δικό μου, όμως, έχει και τη χάρη εκτός από το όνομα. Παίρνει και τηλέφωνο! Όταν ανοίγω το ρουμπινέ, πάντα κάποιος μου μιλάει. Κάποιος που δε γνωρίζω μου τηλεφωνεί.

«Έλα, με ακούς; Τι είναι αυτό που ακούγεται σαν βροχή; Που είσαι, βρε κερατά;».

Την πρώτη φορά, έκλεισα αρκετές φορές τον ρουμπινέ, μένοντας με τα σαπούνια, και κάθε φορά που τον άνοιγα, όσο έτρεχε το νερό ο άγνωστος φώναζε: «Τι θα γίνει, ρε μαλάκα, θα μιλήσεις ή όχι; Γιατί μου το κλείνεις στα μούτρα;».

Ήμουν τόσο εξαντλημένος που δεν έδωσα σημασία και απέδωσα τις φωνές, που νόμισα πως άκουσα, στην κούραση μου. Μέχρι το επόμενο μπάνιο. Κάποτε απάντησα.

«Ποιος είσαι και πώς είναι δυνατόν να μου μιλάς;».

«Το τηλέφωνο σου δεν είναι αυτό; Πού θέλεις να σε πάρω, στη βρύση;».

Αν και ήμουν μόνος στο μπάνιο, η βρεγμένη μου γύμνια, μου προκαλούσε ντροπή. Λες και ο εξωφρενικός μου φίλος, με έβλεπε. Αλλά αφού μπορούσε να μου μιλήσει, ίσως να μπορούσε να με δει κιόλας. Γρήγορα κατάλαβα πως έπρεπε να έχω ανοιχτό το νερό για να μπορώ να τον ακούσω, και....Θεέ μου, να του μιλήσω!

«Πάρτο χαμπάρι, μαλάκα, οι λέξεις είναι τα πράγματα. Φτιάχνονται για να περιγράψουν κάτι, αλλά λίγο μετά αποκτούν ζωή και μπαίνουν σαν δαίμονες σε ό,τι ονομάζουν οι άνθρωποι με το ίδιο όνομα. Οι παρομοιώσεις είναι μαγεία, μάγκα μου. Αν σου μοιάζει η συσκευή του μπάνιου με ακουστικό και τη λες έτσι, τότε είναι τηλέφωνο. Με κατάλαβες;».

«Ναι, ναι» ψέλλισα ενώ το νερό είχε παγώσει και έπρεπε να ανοίξω πάλι τον θερμοσίφωνα. «Τι "ψυχρολουσία" είναι αυτή;» σκέφτηκα.

«Γιατί πήρες εμένα, όμως;».

«Παίρνω τυχαία νούμερα και έπεσα πάνω σου».

«Πώς, δηλαδή, παίρνεις τυχαία νούμερα; Έχει καντράν; Έχει γραμμή;».

Κάποτε, τα τηλεφωνήματα σταμάτησαν. Έκανα μπάνιο περιμένοντας με αγωνία να χτυπήσει το τηλέφωνο του μπάνιου ο ανύπαρκτος φίλος μου. Έκανα σχέση και συζούσα με μια κοπέλα. Όμως, αν και ξέρω πως μάλλον δεν υπήρξε ποτέ ο συνομιλητής μου, τα όσα μου είπε για τη μαγεία των αντικειμένων, τα έχω λάβει πολύ σοβαρά στη ζωή μου.

Όταν η μνηστή μου, σε εκείνες τις δραματικές διακοπές στη Σέριφο, που κατέληξαν στον εγκλεισμό μου, πρότεινε να πάμε στην παραλία με τη «γουρούνα» που νοίκιασε, αρνήθηκα ουρλιάζοντας. Όταν της πέταξα στο κεφάλι το «ποντίκι» του υπολογιστή που με δάγκωσε, με παράτησε. Το ίδιο απόγευμα, όταν έκανα μπάνιο, φυσικά, ο φίλος μου με επιβράβευσε:

«Πολύ συνετό από μέρους σου να αρνηθείς να καβαλήσεις το καημένο το ζώο. Μπράβο, αλάνι». Αισθάνθηκα καλύτερα. Γι' αυτό είναι εξάλλου οι φίλοι.

Ο μαγικός καθρέφτης - Μαρία Διαμαντή

Τον κοιτάζω μια φορά και τον ρωτάω:

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η πιο όμορφη σε όλο τον κόσμο».

«Η νεκρή!» μου απαντάει και μένω καθηλωμένη να τον κοιτάζω.

Αμέσως καταλαβαίνω πως κάτι το μυστήριο γίνεται με αυτόν. Κάτι που μου έκρυψε εκείνο το παλιατζίδικο, απ' όπου τον αγόρασα. Η περιέργειά μου είναι τόσο μεγάλη που περίμενω με αγωνία να δω κάποια κίνησή του ή κάτι μαγικό να ξεπροβάλλει από μέσα του.

Καθώς οι ώρες πέρασαν, παρ' όλη τη ζέστη από τη σόμπα, νιώθω ένα κρύο ρίγος σε ολόκληρο μου το κορμί. Το μυαλό μου -δεν ξέρω γιατί- πάει αμέσως στον καθρέφτη και, με μιας, πετάγομαι από την ξύλινη, κουνιστή καρέκλα και πηγαίνω προς το μέρος του. Είναι τόσο όμορφος και λαμπερός όσο ποτέ, σε σχέση με την πρώτη στιγμή που τον αγόρασα.

Πλησιάζω και τον παίρνω στα χέρια μου, μα καθώς κοιτάζω το είδωλό μου μέσα του, αντικρίζω μια άλλη κοπέλα να κλαίει με μαύρο δάκρυ και λυγμό. Από την ταραχή μου, πετάω με μιας τον καθρέφτη χάμω και σπάει σε χίλια κομμάτια.

Ξαφνικά, μια λάμψη από μέσα του, φανερώνει μπροστά μου ως εικόνισμα μια φιγούρα ψιλόλιγνη να λικνίζεται σαν πυκνός καπνός στα μάτια μου.

Είναι αυτή!

«Ποια είσαι; Πώς βρέθηκες μέσα στον καθρέφτη;» ρωτάω τρομαγμένη.

«Είμαι η Μαριάμ!» μου απαντά με τρεμάμενη φωνή. «Σε ευχαριστώ που με απελευθέρωσες από τα δεσμά του! Μη με φοβάσαι, δε θα σου κάνω κακό!».

«Πες μου» της λέω, «Πες μου, τι σου συνέβη και ήσουνα μέσα του παγιδευμένη;» και αρχίζει να μου διηγείται την ιστορία της.

«Ήμουνα παντρεμένη με έναν βασιλιά, ο οποίος με ήθελε συνέχεια όμορφη δίπλα του, με αποτέλεσμα, ο καθρέφτης, να γίνει το πολυτιμότερό μου αξεσουάρ. Προσπαθούσα, λοιπόν, κι εγώ, μέρα νύχτα να είμαι η ομορφότερη όλων των γυναικών του κόσμου, όμως μια νύχτα -δεν ξέρω τι τον έπιασε- και εκεί που καθόμουν και χτενιζόμουν, ένιωσα το μαχαίρι του να κόβει τον βελούδινό μου λαιμό.

»Με μιας το αίμα μου, τινάχτηκε ποτάμι και έβαψε κόκκινους τους τοίχους. Η αδυναμία μου και η ανημποριά μου να σταθώ όρθια, με έριξαν πάνω στον καθρέφτη νεκρή και το αίμα μου, καθώς κυλούσε πάνω του, παγίδεψε την ψυχή μου.

»Μια πνοή, ξαφνικά, ένιωσα να βγαίνει από μέσα του, σαν να ξύπνησα κάτι ή κάποιον, με το «φρέσκο μου το αίμα», σαν να με προσκαλούσε να γίνω εγώ το είδωλό του και να κοιτάζω τον βασιλιά μου, μέσα από αυτόν κάθε φορά που θα τον κοιτούσε, για να του θυμίζω την ύπαρξή μου.

»Όμως αυτός, μόλις με σκότωσε, έδωσε όλα τα πράγματά μου σε αυτό το παλιατζίδικο της γωνίας κι εγώ παρακαλούσα κάποιος να πάρει τον καθρέφτη, να τον σπάσει, για να ελευθερωθεί η ψυχή μου και να αναπαυθώ ήρεμη. Μέχρι που βρέθηκες εσύ και σε ευχαριστώ που άκουσες τον λυγμό μου. Τώρα, μπορώ ήσυχη να πάω εκεί που ανήκω» αυτά ήταν τα λόγια της και εξαφανίστηκε από μπροστά μου.

Ξαφνικά, ο καθρέφτης στο πάτωμα πήρε την αρχική του μορφή. Σαν να μην πέρασε ούτε λεπτό που ήταν σπασμένος καταγής!

Το μανταλάκι (που 'βρίζε) - Μπάμπης Δρουκόπουλος

«Παππού, παππού θα μας πεις ένα παραμύθι;».

«Εντάξει, λοιπόν! Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια κυρία...».

***

«Καλημέρα, καλή μου κυρία! Έχω χαθεί. Περιπλανιέμαι ώρες. Προσπαθώ να πάω στο...».

Η Κατίνα γύρισε και κοίταξε τον ψηλό, καλοντυμένο άντρα. Του απάντησε κοφτά και απότομα για να τον ξεφορτωθεί.

«Ευχαριστώ!» απάντησε αυτός με την ξενική προφορά του. Οσμίστηκε τον αέρα. Ακούστηκε ένα γουργουρητό. «Μυρίζει τέλεια» είπε με μια αφέλεια στη φωνή.

«Πατάτες γιαχνί είναι μόνο».

Βορβορυγμός. Η Κατίνα τον λυπήθηκε, ήταν και μορφονιός και έτρεξε μέσα στο σπίτι. Γύρισε με ένα αχνιστό πιάτο πατάτες και του το προσέφερε. Ο άντρας εξαφάνισε το περιεχόμενο αγνοώντας τα εγκαύματα που προκαλούσε στον ουρανίσκο και τον οισοφάγο του.

«Ευχαριστώ. Ήταν από τα πιο νόστιμα πιάτα που δοκίμασα».

Αυτή έγνεψε αντίο. Ο άντρας άρχισε να ψάχνει το σακίδιο με τα υπάρχοντά του. Μανιωδώς.

«Να σου κάνω δώρο» είπε αυτός και της έδωσε ένα αντικείμενο.

Η Κατίνα το πήρε στο χέρι και το κοίταξε. Ήταν ένα μανταλάκι. Ένα ξύλινο μανταλάκι, ελαφρώς πιο μεγάλο και πιο βαρύ από τα συνηθισμένα. Παντού πάνω του υπήρχαν χαραγμένα σύμβολα.

«Δικό σου. Είναι φτιαγμένο από σοφό Αχλαδόξυλο. Απλά να ξέρεις, έχει ένα ελάττωμα. Είναι... Πώς το λέτε; Αθυρόστομο».

«Αθυ... τι;» ρώτησε η Κατίνα με μάτια γουρλωμένα.

«Βρίζει». Η Κατίνα έβαλε τα γέλια.

«Να 'σαι καλά άνθρωπέ μου! Με έκανες και γέλασα!».

Ο άντρας κοίταξε το μανταλάκι σοβαρά.

«Είναι το καινούριο αφεντικό σου» του είπε κι έφυγε.

Η Κατίνα μάζεψε τη μπουγάδα και βγήκε στην αυλή από την πίσω πόρτα.

«Καλά, μωρή ηλίθια, σε βάρκα γεννήθηκες; Κλείσε καμιά πόρτα μην μπει κανένα ποντίκι» ακούστηκε μια φωνή. Μια φωνή από το καλάθι με τα μανταλάκια.

Ενστικτωδώς, ίσως και από την τρομάρα της, βρόντηξε την πόρτα τη στιγμή που ένας θρεμμένος αρουραίος έσκασε πάνω της κυνηγημένος από έναν κεραμιδόγατο.

«Πού πας, ρε θεόχαζη, να απλώσεις τα ρούχα; Νοτιάς φυσάει. Σε λίγο θα ρίξει λασποβροχή και η μπουγάδα θα γίνει σαν τον κώλο σου» ακούστηκε η φωνή. Η Κατίνα κοίταξε το καλάθι. Το μανταλάκι της αντιγύρισε ένα ξύλινο βλέμμα.

Τρομαγμένη μάζεψε τα ρούχα λίγο πριν οι πρώτες ψιχάλες αρχίσουν να πέφτουν.

~

«Πάλι άργησε» μουρμούρισε η Κατίνα, καθώς ο άντρας της μπήκε στο σπίτι παραπατώντας ελαφρά. «Γύρευε με ποια σαλιάριζε» της ξέφυγε.

«Ποιος; Αυτός; Μία σε έχει και δεν μπορεί να σε κουμαντάρει, μωρή! Τον κόβεις να έχει και γκόμενα; Βιβλία σκέφτεται. Συγγραφέας θέλει να γίνει ο άχρηστος. Χαχαχα» είπε το μανταλάκι από τη συρταριέρα κατευθείαν στα αυτιά της.

~

Ο άντρας της ήταν σκυμμένος πάνω από το δελτίο του προπό. «Ολυμπιακός-Άρης.... Θα σκίσει η Ολυμπιακάρα» είπε φωναχτά.

«Πες του ζάβλακα που έχεις για άντρα ότι και οι δύο επιθετικοί του γαύρου είναι σακατεμένοι. Ισοπαλία θα έρθει» η γνωστή, πλέον, φωνή αντήχησε. Η Κατίνα το είπε στον άντρα της. Αυτός μην αντέχοντας την γκρίνια της, έβαλε Χ στο δελτίο.

Το ίδιο βράδυ ήταν πλουσιότεροι κατά κάποια εκατομμύρια δραχμές.

***

«Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...».

«Καλά, βρε παππού, έτσι τελειώνει; Θέλουμε κι άλλο...».

«Εντάξει... Που λέτε, πέρασε ο καιρός και ο άντρας της Κατίνας άρχισε να πιστεύει ότι η γυναίκα του τρελάθηκε. Μιλούσε μόνη της και έβριζε κιόλας κάποιον, κάτι που δεν υπήρχε. Της μίλησε. Αυτή νευρίασε, ήταν και τα γενέθλιά του και του έκανε δώρο. Μαντέψτε τι;».

«Το μανταλάκι!».

«Ναι... Μετά, η Κατίνα ηρέμησε και έζησαν αυτοί καλά...».

«Ζήτω!».

~

Ο παππούς αποσύρθηκε στο γραφείο, στην προσωπική του βιβλιοθήκη. Στο πλάι του υπολογιστή, βρίσκονταν διάφορα σημειωματάκια πιασμένα με ένα μανταλάκι. Το μανταλάκι.

«Καλώς τον άχρηστο συγγραφέα... Άμα δε σκοτώσεις την ηρωίδα. η ιστορία -που είναι για τα μπάζα έτσι κι αλλιώς- θα κάνει μόνο για κωλόχαρτο. Εμ, βέβαια που να μοιάσεις σε κανονικούς συγγραφείς. όπως η φίλη σου, η συνονόματη της γριάς σου. Η Κατερίνα, ρε πανίβλακα. Με τα γυαλιά, που φτιάχνει τις συλλογές από ιστορίες...».

Το μπλε τετράδιο - Βάσω Διαμαντή

Και ξαφνικά, σκοτάδι! Σκοτάδι παντού, αλλά κυρίως μέσα μου. Μια βίαιη μετακόμιση και βρέθηκα στο πουθενά, κλεισμένη σε ένα δωμάτιο ενός άθλιου ξενοδοχείο. Και τώρα τι;

Πάντα θα θυμάμαι τον πόνο, σαν κάποιος να σου ξεριζώνει την καρδιά. Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πώς βρέθηκε εκεί, δίπλα μου, στο κακοποιημένο κομοδίνο, αυτό το τετράδιο. Ένα τετράδιο με χοντρά μπλε εξώφυλλα.

Το έπιασα στα χέρια μου, ένα βαρύ και παγωμένο αντικείμενο. Το άνοιξα• δύο, τρεις σελίδες γραμμένες, και ανεπάντεχα ένιωσα μια σιγουριά. Πήρα ένα στυλό και έγραψα την ημερομηνία, 21 Ιανουαρίου 2000, και από κάτω μια προσευχή.

Και ξαφνικά, ηλιαχτίδα! Το τετράδιο αυτό έγινε η μικρή μου εξάρτηση. Έγινε το στήριγμα και ο εξομολόγος μου. Κάθε μέρα, το στυλό μου, σημάδευε τις ολόλευκες σελίδες του και πηγαίναμε μαζί όλο και πιο μακριά.

Του είπα τα μυστικά, τους φόβους, τις επιθυμίες μου. Στις σελίδες του, είπα όσα δεν τολμούσα να πω ποτέ σε ανθρώπους αγαπημένους, έλεγα τα παράπονα και τις κρυφές μου επιθυμίες. Και είπα τόσα! Και το πότιζα με δάκρυα.

Και ξαφνικά, μαγεία! Δεν είμαι σίγουρη πότε ξεκίνησε η μεταμόρφωση. Ήμουν τόσο απορροφημένη στο να γράφω, που δεν παρατήρησα την αλλαγή: το μπλε τετράδιο άλλαζε! Πρώτα ήταν το σχήμα, άλλοτε γινόταν μεγάλο, άλλοτε τόσο μικρό. Μετά ελάφρυνε, οι σελίδες του «πετούσαν» μέσα στα δάχτυλα μου. Και μετά ήταν που απέκτησε ζωή!

Ένα βράδυ, ανάμεσα σε έναν ταραγμένο ύπνο και έναν φοβικό ξύπνιο, άκουσα μια φωνή. Κοίταξα τρομαγμένη και απορημένη γύρω μου. Τίποτα. Έκλεισα τα μάτια και...

«Μην απορείς, είμαι εδώ για εσένα, πάντα θα είμαι εδώ» η φωνή δυνατή, σταθερή, στεντόρεια.

Κοίταξα δίπλα μου, στο κομοδίνο το τετράδιο. Από μέσα του, έβγαινε φως. Το άνοιξα και φωτίστηκε όλο το δωμάτιο! Και ξεχύθηκαν φωνές και γέλια και λυγμοί, όλα μαζί ανακατεμένα. Το έκλεισα βιαστικά, το εξώφυλλό του είχε γίνει γαλάζιο!

Και έτσι συνεχίσαμε το τετράδιο και εγώ, για πολύ καιρό. Και πάλι όμως δεν κατάλαβα πώς έγινε και ετούτη η δεύτερη αλλαγή• το τετράδιο δε γέμιζε ποτέ, παρά «γεννούσε», κάθε μέρα, σελίδες.

Και μετά άρχισε να με κοροϊδεύει, να με περιπαίζει, να μου χτυπάει τα λάθη, να μου υπενθυμίζει τα σφάλματα, δε με άφηνε να κοιμηθώ τις νύχτες, με παραμόνευε τις μέρες. Και το εξώφυλλο του, έγινε πάλι μπλε σκούρο, σχεδόν μαύρο. Και οι φωνές από μέσα του έγιναν κραυγές, και ουρλιαχτά.

Και ξαφνικά, πάλι σκοτάδι! Όσο και αν με έκανε πια μόνο να κλαίω, περάσαμε ίσα με δεκαπέντε χρόνια, εγώ και το μπλε τετράδιο. Είπαμε οι δυο μας τα πάντα, ήξερε πια όλα μου τα μυστικά. Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, αποφάσισα ότι το τετράδιο έπρεπε να μείνει εδώ, στο μέρος που γεννήθηκε. Το κράτησα μια σφιχτή αγκαλιά, το νεκροφίλησα και με δάκρυα, σαν να αποχαιρετούσα ένα αγαπημένο πρόσωπο, το έριξα στη φωτιά και το άκουσα όχι να φωνάζει από τον πόνο, αλλά να λέει εκείνη την προσευχή που είχα γράψει πρώτη πρώτη...

Και πάλι από την αρχή. Νέα αρχή, σε νέο μέρος, σε νέο σπίτι. Ανοίγω την πόρτα, μπαίνω στο δωμάτιο και βλέπω πάνω στο καινούργιο κομοδίνο το μπλε τετράδιο να με περιμένει λέγοντας μου: «Μην απορείς, είμαι εδώ για εσένα, πάντα θα είμαι εδώ».

Ἀχανές - Βασίλης Μέγας

Πριν από λίγες μέρες, σ' έναν από τους συχνούς περιπάτους που κάνω στην παραλία της Αρτέμιδας, συνήθως λίγο προτού χαθεί τελείως το φως και σκοτεινιάσει το νερό, ανακάλυψα τυχαία, μισο-θαμμένο μες στην άμμο, ένα κοντό, στενό ραβδί. Μου κίνησε την περιέργεια σε τέτοιο βαθμό, που έσκυψα αμέσως να το πιάσω, αλλά μόλις το άγγιξα, έχασα ξαφνικά τις αισθήσεις μου και όλα χάθηκαν μέσα στον ζοφερό χιτώνα του Θανάτου.

Ευτυχώς, μα πιο πολύ δυστυχώς, δεν είχα πεθάνει και εγκλωβισμένος καθώς ήμουν σε μια απεριόριστη φυλακή-καλειδοσκόπιο, άκουσα μια τρομερή φωνή να μου λέει πως είχα μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Με την προϋπόθεση, ωστόσο, να βρω μέσα σε τρία λεπτά μια άλλη ψυχή να πάρει τη θέση μου -πρόταση την οποία αποδέχτηκα αμέσως, πανικόβλητος όπως ήμουν από τον υπερφυσικό τρόμο που με περιέβαλλε. Έτσι, επέστρεψα μεμιάς στο μέρος όπου βρισκόμουν πρωτύτερα, με την αγωνία, όμως, σε δυσθεόρατα ύψη ν' αναζητήσω γρήγορα τον αντικαταστάτη μου στο κοσμικό κενό.

Έχοντας γυρίσει στην παραλία, αντιλήφθηκα χωρίς καν να κοιτάξω το χέρι μου, ότι κρατούσα ακόμη το μικροσκοπικό ραβδί που αποτελούσε το μέσο εκείνης της φοβερής απομόνωσης, το νοσηρό δημιούργημα -χωρίς αμφιβολία- όντων πιο προηγμένων από τον άνθρωπο. Ενθυμούμενος τη «συμφωνία» που είχα συνάψει με την εξώκοσμη φωνή, έτρεξα σαν τον τρελό πάνω στην άμμο ψάχνοντας για τον πρώτο δύσμοιρο που θα συναντούσα μπροστά μου και στου οποίου τα χέρια θα άφηνα το τρομακτικά παράξενο αντικείμενο μιας άλλης πραγματικότητας.

Ευτυχώς, δεν άργησα να τον βρω και, στα λίγα δευτερόλεπτα που απέμεναν, να του το δώσω και να σωθώ με την αλήθεια να είναι αυτή και μόνο αυτή ειδαλλιώς δεν θα είχα την δυνατότητα να γράψω αυτή την παράλογη ιστορία.

Το μαγικό μαξιλάρι - Κατερίνα Κρυστάλλη

Τον έβλεπα κάθε ξημέρωμα που έκλεινα το μαγαζί. Άστεγος που τον τελευταίο χρόνο είχε στήσει ένα χαρτόκουτο και μερικές παλιές κουβέρτες απέναντι ακριβώς από τα σκουπίδια. Κρατούσε το καταραμένο μαξιλάρι του και το κοιτούσε με λατρεία όταν δεν το αγκάλιαζε για να κοιμηθεί πάνω του. Δεν το είχε βγάλει από το σελοφάν. Ήταν γαλάζιο με λευκά σύννεφα, ήταν παιδικό και όμως εκείνος χαιρόταν λες και του είχαν προσφέρει το καλύτερο γεύμα. Δεν ξέρω πού το βρήκε ή αν του το χάρισαν, δεν είχα πολλά πολλά μαζί του.

Ένα βράδυ που είχα βγει έξω για να πάρω αέρα, είδα μια παρέα αλήτες να τον χλευάζουν, να τον φτύνουν, να τον χτυπάνε και να του τραβάνε το μαξιλάρι για να του το πάρουν. Το κατάφεραν. Τα παλιόπαιδα κατάφεραν και τον έκαναν να κλαίει. Ο πιο ψηλός της παρέας με έβρισε χυδαία.

Πλησίασα και ακούμπησα τον άστεγο ελαφρά στον ώμο. Όσο ζω δε θα ξεχάσω ποτέ το ψυχρό του βλέμμα. Αυτά τα έντονα γαλανά μάτια που, τώρα, τα πλαισίωναν δύο μαβιές ανταύγειες από τις μπουνιές που του είχαν ρίξει. Έβαλε τα γέλια. Τον παράτησα θυμωμένος και μπήκα πάλι στο μαγαζί.

Πέρασε αρκετός καιρός όταν είδα στις κολώνες γύρω από το μπαρ τέσσερις αφίσες αγνοούμενων. Τέσσερα λυκειόπαιδα είχαν χαθεί ξαφνικά χωρίς να αφήσουν ίχνος. Κοίταξα τα πρόσωπά τους και μου φάνηκαν γνωστά. Ήταν οι αλήτες που χτύπησαν τον άστεγο. Σκέρτσα ανώριμων παιδιών. «Μάλλον έφυγαν για Σαββατοκύριακο και από Δευτέρα θα επιστρέψουν» σκέφτηκα και μπήκα στο μπαρ.

Το επόμενο ξημέρωμα, ήρθα αντιμέτωπος με μια περίεργη σκηνή. Ο πέμπτος της παρέας, ο ψηλός, ο μόνος που δεν είχε εξαφανιστεί, ήταν μπροστά στον άστεγο και έκλαιγε. Το θηρίο, έκλαιγε. Ο άστεγος ήταν όρθιος και χαμογελουσε με σάπια δόντια να φαίνονται μέσα από το χαμόγελο του. Ο νεαρός τού προσέφερε κάτι που έμοιαζε με χρήματα, αλλά ο άστεγος φαινόταν ανένδοτος. Είχε σταυρώσει τα χέρια του μπροστά από το στήθος και δεν τα δεχόταν. Παρά μόνο γέλαγε. Σαρδόνια.

Ο ψηλός νεαρός έφυγε απογοητευμένος και μπήκε στο μπαρ. Κανονικά δε δέχομαι ανήλικους, αλλά εδώ έκανα μια εξαίρεση. Μετά από τρεις μπύρες, τον ρώτησα. Μου τα είπε όλα. Τον έλεγαν Λίαμ και ήταν πεπεισμένος πως το μαξιλάρι ήταν καταραμένο. Αφού γύρισαν στα σπίτια τους, αποφάσισαν το μαξιλάρι να το κρατήσει ο Μαρκ και να το χαρίσει στον μικρό του αδερφό, ο οποίος βρισκόταν στο νοσοκομείο με πνευμονία. Δεν πρόλαβε.

Ο Μάρκ μέρα με τη μέρα αδυνάτιζε. Γινόταν όλο και πιο χλωμός. Δεν άντεχε το φως του ήλιου. Οι υπόλοιποι τον αποκαλούσαν βρικόλακα κοροϊδευτικά, μέχρι που χάρισε το μαξιλάρι στον Έρικ, τον δεύτερο της παρέας. Ο Έρικ είχε και αυτός τα ίδια συμπτώματα με τον Μαρκ. Οποιοσδήποτε ερχόταν σε επαφή με το γαλάζιο μαξιλάρι, παρουσίαζε τα ίδια συμπτώματα. Ο Λίαμ προσέφερε χρήματα, κοντά στις δύο χιλιάδες δολάρια στον άστεγο για να το πάρει πίσω. Ο άστεγος όμως αρνιόταν. Ο Λιαμ είχε αρχίσει να φοβάται. Του είπα να πάμε μαζί στον άστεγο, να του μιλήσω και εγώ.

Έτσι και έγινε. Κοιμόταν κάτω από το χαρτόκουτο. Έμοιαζε να γελάει στον ύπνο του. Τον κλώτσησα για να τον ξυπνήσω. Ήταν αγουροξυπνημένος. Μόλις είδε τον Λίαμ έβαλε τα γέλια.

«Δεν σας είπαν οι γονείς σας να μην παίρνετε αντικείμενα που δεν είναι δικά σας;» είπε σχεδόν ψιθυριστά κάνοντας με να ανατριχιάσω. «Μου κλέψατε το μαγικό μου μαξιλάρι. Η τιμωρία σας είναι ζήσετε για πάντα στους εφιάλτες σας. Σας αξίζει» είπε και έπεσε ξανά για ύπνο.

Σύγχρονος ηρωισμός - Μαρία Α. Καρμίρη

Η αλήθεια είναι ότι το είχα πάρει για παιχνίδι. Νόμιζα ότι επιτέλους στάθηκα τυχερός έπειτα από τα σκατά που μου σέρβιρε η ζωή απ' όταν γεννήθηκα. Και, σαν πεινασμένος μπροστά στον μπουφέ, βούτηξα στις πιθανότητες που απλώνονταν μπροστά μου.

Οι γυναίκες γοητεύονταν, οι άντρες έβρισκαν έναν καρδιακό φίλο και ο κόσμος φάνταζε να υποκλίνεται στα πόδια μου, έτοιμος να δοθεί στα λόγια που ήταν πάντοτε αυτά που ζητούσε. Σαν να διάβαζα το μυαλό τους. Πού να ήξεραν.

Αυτή τη στιγμή, στεκόμενος εδώ, στο βρώμικο δρομάκι, όπου μάλλον θα έρθει και το τέλος μου, ένα μέρος μου εύχεται να μην τα είχα βρει ποτέ. Τα καταραμένα γυαλιά, που νόμιζα ότι είχαν ανοίξει τις πόρτες του παραδείσου. Κοιταζοντας τον δαίμονα μπροστά μου, όμως, ξέρω ότι η Γη της Επαγγελίας είναι ακόμα μακριά.

Ο τύπος έχει εγκλωβίσει την κοπέλα στο αδιέξοδο και την πλησιάζει. Είναι πανικόβλητη, απελπισμένη, σκέφτεται ότι θα τη βιάσει κι έχει δίκιο. Αηδιάζω στις γλοιώδεις σκέψεις του και θέλω να κάνω οτιδήποτε για να τον σταματήσω, να τον εξορίσω στην κόλαση που ανήκει. Αλλά τα πόδια μου κωλώνουν.

«Ξεκόλλα ρε!», βρίζω τον εαυτό μου και νιώθω το χέρι μου να με σφαλιαρίζει ελαφρά, όμως η γενναιότητα που πασχίζει να γεννηθεί, δολοφονείται γρήγορα από την υπερήλικη δειλία μου.

Στέκεται μπροστά της, ακούω στο μυαλό του να της λέει: «Μη φοβάσαι. Θα σε κάνω να περάσεις καλά», το στομάχι μου γυρίζει και τα πόδια ηλεκτρίζονται με υπερδιέγερση και σύγχυση.

Πάει να την αγγίξει, εκείνη βγάζει μια πνιχτή στριγκλιά και κοιτάζει γύρω της για κάποιο «όπλο» εναντίον του τέρατος που ήδη σκέφτεται την επόμενη κίνησή του. Ακολουθώ το βλέμμα της, ενώ ξέρω ότι ο τύπος την αρπάζει από τους ώμους, τα βρώμικα νύχια του μπήγονται στο δέρμα της κι ένας λυγμός γεμίσει τη νύχτα.

«Ω, γάμα το» ακούω τη φωνή μου και, μετά, ξέρω ότι τρέχω.

Πιάνω ένα κομμάτι σκουριασμένου σωλήνα και, σαν να την έχω δει γαμάτος σουπερήρωας, τον χτυπάω με δύναμη στον σβέρκο. Βογκάει και βρίζει, όχι τόσο επηρεασμένος όσο ήλπιζα. Γυρίζει και με κοιτάζει εξαγριωμένος, η νεογνή γενναιότητα έτοιμη να το βάλει στα πόδια.

Προτού προλάβει, όμως, γυρνάω τον σωλήνα σαν ρόπαλο, βρίσκω μάγουλο και σαγόνι και, όταν βλέπω αίμα, τα μηνίγγια μου σφίγγονται. Ο τύπος έχει πέσει κάτω και βογγάει, κοιτάζει το αίμα στα χέρια και τα ρούχα του και δεν το πιστεύει -κι εγώ μαζί του. Βλέπω στο μυαλό μου την κοπέλα να τρέχει και να φωνάζει βοήθεια.

«Αν ήταν στο χέρι μου, θα στα έκοβα τώρα» η φωνή μου γρυλίζει και το χέρι μου χτυπά τον σωλήνα στον τοίχο για έμφαση. «Αλλά σε αντίθεση μ' εσένα, προτιμώ να μείνω εκτός φυλακής» και σαν να περίμεναν το σήμα μου, στη γωνία, στρίβουν δύο αστυνομικοί και βγάζουν κατευθείαν τα όπλα.

Τα γυαλιά δε φέρνουν μόνο νέκταρ των θεών, αλλά και τα εφτά επίπεδα της κόλασης -εξαρτάται από τη θέση που θα επιλέξει αυτός που τα φορά. Εγώ επιλέγω το ενδιάμεσο και, μαζί με τα γυαλιά, γίνομαι αντάξιος της θέσης. Εξάλλου, χαρά χωρίς θυσία, δεν είναι δική σου χαρά. Και η ζωή έχει πλέον νέα χρώματα.

Αβρότητες - Φαίη Κοσυφάκη

Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της βγάζοντας έναν αναστεναγμό. Ο πονοκέφαλος που είχε από το πρωί την έκανε να τρέμει κι ένιωσε να ζαλίζεται. Κοίταξε το σκοτάδι που απλωνόταν έξω από το παράθυρό της κι ευχήθηκε να γυρνούσε τον χρόνο πίσω. Μακάρι να γνώριζε εξ αρχής πού θα την οδηγούσε η επιπολαιότητα και ο ενθουσιασμός της. Τώρα, στεκόταν πάλι σε ένα ακόμα αδιέξοδο.

Μόνο που αυτή την φορά, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει;

Χάιδεψε ελαφριά την κοιλιά της και σκέφτηκε πώς θα ήταν αν ήταν έγκυος. Η μούσα δίνει και η μούσα παίρνει...

Τίναξε πίσω τα μαύρα της μαλλιά και κοίταξε το κλειδωμένο συρτάρι με ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της. Αν ήξερε την αλήθεια προτού ξεκινήσει, κανένας δε θα υπέφερε. Έπαιξε για λίγο νευρικά το κλειδί στα δάχτυλα της και ύστερα με γρήγορες κινήσεις ξεκλείδωσε και τράβηξε το συρτάρι. Το γκρίζο κουτί ήταν ακόμα μέσα όπως ακριβώς το είχε αφήσει. Η μικρή ελπίδα που είχε γεννηθεί, πως το κουτί θα είχε εξαφανιστεί το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί, πέθανε αμέσως μόλις το αντίκρισε.

Τώρα έπρεπε και κάποιος άλλος να πεθάνει.

Πήρε στα χέρια της το κουτί κι ένιωσε τις φλέβες της να πάλλονται δυνατά πίσω από τα αυτιά της. Δεν υπήρχε επιστροφή. Το άνοιξε και πήρε από μέσα το λεπτό ασημένιο στυλό. Τόσο όμορφο και τόσο μισητό.

«Ήρθε η ώρα για το τέλος» σκέφτηκε. Μόνο που το τέλος θα έπαιρνε μακριά ό,τι αγαπούσε. Εκείνον. Εκείνον που με τόση προσοχή και φροντίδα είχε δημιουργήσει το πρώτο βράδυ που έπεσε στα χέρια της αυτό το στυλό. Χωρίς να ξέρει, μήτε να φανταστεί πως εκείνος θα ζωντάνευε και θα τον συναντούσε.

Μάτια καστανά γεμάτα ζεστασιά και χαμόγελο που έβγαινε από την καρδιά. Αυτός ήταν. Τον αναγνώρισε αμέσως στο πλήθος. Ο άντρας της ιστορίας της, που έγινε ο άντρας της ζωή της κι έπειτα η πηγή όλων των βασάνων της. Μαζί του έζησε τα πάντα.

Έκλεισε τα μάτια και το στομάχι της σφίχτηκε ξανά. Όλα ξεκίνησαν τόσο αθώα και σαχλά εκείνο το βράδυ που αποφάσισε να γράψει μια γλυκιά ιστορία για να διασκεδάσει. Όμως όλες οι ιστορίες έχουν κι ένα τέλος. Και η δική της δεν ανήκε σε αυτές με το χαρούμενο. Πλέον γνώριζε. «Η μούσα δίνει και η μούσα παίρνει» σκέφτηκε ξανά. Μούσα της, εκείνο το ασημένιο στυλό. Αλλά η μαγεία προσφέρει μόνο με ανταλλάγματα και χωρίς όρους ξεριζώνει ό,τι αγαπάς.

Ξεκίνησε υπνωτισμένα να γραφεί τον επίλογο γνωρίζοντας πως θα χάσει τα πάντα. Χωρίς εκείνον, η ζωή ήταν μάταιη, αλλά χωρίς αυτήν, εκείνος δε θα υπήρχε.

«Μία δυνατή αρχή χρειάζεται ένα εξίσου δυνατό τέλος. Μόνο έτσι η ιστορία θα είναι επιτυχημένη!» επανέλαβε δυνατά.

Κοίταξε ξανά το σκοτάδι έξω από το παράθυρο κι ευχαρίστησε σιωπηλά τους θεούς της. Φίλησε το στυλό που ήταν έτοιμο να προκαλέσει θάνατο και σχημάτισε τις τελευταίες λέξεις του τέλους της στο χαρτί.

Το αριστούργημά της ήταν έτοιμο, μα εκείνη πια δε ζούσε για να το θαυμάσει.

Καρδιά από πηλό - Δήμητρα Πανταζή

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ήταν που στο εργαστήρι είχαμε απομείνει πολύ λίγοι αλλά επίμονοι στις δημιουργίες μας. Η δασκάλα ετοίμαζε τον φούρνο για να ψήσει τα «νεογέννητά» μας και 'μεις λογομαχούσαμε ποιο να βάλει πρώτο και ποιο τελευταίο, λες και είχαμε υπογράψει κάποιο αόρατο συμβόλαιο με τον εξίσου αόρατο χρόνο.

Θέλαμε να φτιάξουμε γιορτινά στολίδια από πηλό, ό,τι φανταζόμασταν και σε ό,τι επιθυμούσαμε να δώσουμε μορφή, πλάθοντας με τα χέρια, σε ένα σχεδόν απόλυτο πάντρεμα του μυαλού μας, που πετούσε μέσα σε κόσμους μαγικούς και της γης, που μας επανέφερε στη μορφή που θα δίναμε στο τέλος του ταξιδιού!

Έπλαθα χωρίς να σκέφτομαι. Οι ώρες περνούσαν, το μυαλό άδειο, ελαφρύ, σύννεφο απαλό που χάιδευε τον κουρασμένο μου εγκέφαλο, αλλά δεν έβρισκε κάτι, οτιδήποτε, ένα αντικείμενο να το κάνει να φανεί, έστω ένα μικρό του κομμάτι, ώστε να μπορέσω να δουλέψω πάνω του. «Χριστούγεννα, στολίδι, γιορτές» σκεφτόμουν «Μπλιάχ!» φώναξα δυνατά.

Ξαφνικά, δεν υπήρχε κανείς στον χώρο, ήμουν μόνη! Η «αλήθεια μου» άρχισε να σέρνεται γύρω μου -έτσι κάνει όταν την αποφεύγω.

«Έλα, φώναξέ το! Τι δουλειά έχεις εσύ με τα χριστούγεννα και τα τοιαύτα; Ε;" άκουσα τη φωνή της.

«Ναι, έχεις δίκιο, δεν έχω δουλειά εγώ μ' αυτά... Θέλω απλά να φτιάξω ένα ...στολίδι...που να 'ναι μαγικό ίσως. Δεν ξέρω» απάντησα.

«Μαγικό ε; Σαν να λέμε απ' άλλο κόσμο;» συνέχισε λιγότερο αυστηρά.

«Όχι απαραίτητα» απάντησα «Ας είναι κι απ' αυτόν τον κόσμο, ας έχει όνομα, αλλά να 'ναι μαγικό!».

«Για να σε δω, κοκόνα μου!» είπε κι εξαφανίστηκε.

Όση ώρα «συνομιλούσα», ένιωθα περίεργα ελεύθερη, όλο μου το κορμί έμοιαζε με σύννεφο, η ανάσα μου ήρεμη, περπατούσε πλάι στους χτύπους της καρδιάς μου. Άρχισα να συνειδητοποιώ πλεον τον χώρο, εμένα μέσα σε αυτόν και... «Ωπ! αναφώνησα «Τι 'ναι αυτό, μα το σύμπαν;" κοιτώντας για πρώτη φορά τα χέρια μου.

Μέσα στις παλάμες μου, μαζί με λίγα απομεινάρια πηλού, ξεπρόβαλλε μια μορφή. «Απίστευτο!» φώναξα ξανά. «Μα...πότε;» είπα και ξανακοίταξα. Μία μεγάλη, γήινη καρδιά από πηλό με χάζευε. Ήταν τόσο αληθοφανής που μου φάνηκε ότι θα άκουγα τον χτύπο της από λεπτό σε λεπτό!

«Άντε κοπέλα μου! Άργησες, αλλά τα κατάφερες!» ακούστηκε η φωνούλα. Ναι, η «φωνούλα» της...πήλινης καρδιάς!

Άρχισε να «ξεμουδιάζει» μέσα στα χέρια μου και ξάφνου, πέταξε μακριά, ακριβώς απέναντι από τα έκπληκτα μάτια μου!

«Μου μιλάς ή να μη δώσω σημασία;» ψέλλισα.

«Εσύ πώς το νιώθεις;» απάντησε.

«Δεν ξέρω» είπα με αχνή φωνή.

«Δε ρώτησα αυτο, ρώτησα πώς το νιώθεις! Φυσικά και σου μιλάω, αλλά εσύ, ως συνήθως, επιλέγεις να μην ακούς, κοκόνα μου!» φώναξε.

«Κοκόνα μου; Μου φαίνεται ότι γνωρίζεστε με την "αλήθεια μου", έτσι;» είπα ψιλοχαρούμενα.

«Αδελφές ψυχές, κοκόνα μου, αυτή με έφερε στα χέρια σου και το ξέρεις, μου ζήτησε να κάνουμε μια κουβεντούλα, να σ' άκούσω και να μ' άκούσεις» απάντησε αργά αυτή τη φορά, πιο γλυκά, πιο οικεία.

«Σ' ευχαριστώ που είσαι 'δω για μένα, ευχαριστώ και την αλήθεια μου, δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να φτιάξω ένα μαγικό αντικείμενο! Και ποια είναι ακριβώς η μαγεία σου;» ρώτησα διψώντας για την απάντηση.

«Έχω γεννηθεί από σένα, ζω με σένα, επιστρέφω σε σένα, όποιος μάθει να μιλά μαζί μου, δεν προδίδει ποτέ την αλήθεια του, γι' αυτό και είναι μια ευτυχισμένη ψυχή! Θέλεις να γίνουμε φίλες για πάντα;» είπε, χαιδεύοντας και το τελευταίο, το πιο κρυμμένο μου κύτταρο.

«Θέλω! Μου το υπόσχομαι!» είπα δυνατά και το δωμάτιο πλημμύρισε από τη μελωδία των χτύπων της πήλινης καρδιάς μου.

«Να μου φιλήσεις την αλήθεια μου!».

Λαβύρινθος - Στέλλα Κουρμούλη

«Το εισιτήριό σου!».

Ο άνδρας μπροστά μου, ένας κακομούτσουνος αγροίκος γύρω στα πενήντα, έχει απλώσει το χέρι του προς το μέρος μου. Μ' ανοιχτή νευριασμένη παλάμη, που την κουνάει πάνω κάτω, σαν τρύπια βεντάλια, κάτι προσπαθεί να μου πει. Δεν καταλαβαίνω. Δεν τον ακούω. Δεν ακούω τίποτα.

«Το εισιτήριό σου! Άντε, να τελειώνουμε!». Η παλάμη-βεντάλια κινείται πιο γρήγορα, πιο θυμωμένα από πριν. «Τι με κοιτάς σαν χάνος; Δεν έχεις εισιτήριο, ε; Οδηγέ, κάνε άκρη να στείλω έναν τζαμπατζή από κει που 'ρθε!».

Ο αγροίκος μ' αρπάζει απ' το μπράτσο, με τινάζει απ' το κάθισμα, μου δίνει μια σπρωξιά στις σκάλες και με πετάει έξω απ' το λεωφορείο. Είναι κόκκινος από θυμό. Ωρύεται. Δεν τον ακούω. Δεν ακούω τίποτα.

«Στα τσακίδια! Οδηγέ, ξεκίνα! Τον ξαπόστειλα τον χαμένο!».

Το λεωφορείο αφήνει πίσω του ένα μαύρο σύννεφο. Τα μάτια μου δακρύζουν απ' το δηλητήριο, η ανάσα μου κόβεται. Βήχω... Στέκομαι ανήμπορος. Τρομαγμένος, πιάνω το πονεμένο μπράτσο μου. Τα μάτια μου δακρύζουν. Η ανάσα μου... Τρέμω από φόβο.

Όλη μου τη ζωή φοβάμαι. Δυο αυτιά κούφια έχουν κάνει τη φωνή μου να σιγήσει. Δεν βγαίνει λέξη απ' το στόμα μου. Φωνή μου, σε φοβάμαι...

Μια άγνωστη κοπέλα με πλησιάζει. Με λουλούδια στα μαλλιά, μ' ένα πολύχρωμο φουστάνι, με δυο μάτια αμύγδαλα, με γλύκα για χαμόγελο. Η φωτεινή ύπαρξη απλώνει το χέρι της προς το μέρος μου. Μ' ανοιχτή τρυφερή παλάμη, που την κρατά σταθερή, σαν μητρική αγάπη, μου δίνει ένα μικρό κόκκινο κουτί. Χαϊδεύει το πονεμένο μπράτσο μου. Απομακρύνεται. Χάνεται. «Μη φεύγεις...».

Ανοίγω το κουτί. Βγάζω από μέσα ένα ακουστικό σε σχήμα καρδιάς. Πάλλεται. Το φέρνω κοντά στο αριστερό αυτί μου. Σαν κάτι να το ρούφηξε, κολλάει στο κενό αυτί, γίνεται μέλος του σώματός μου, γίνεται θαύμα.

Ο κόσμος ανασταίνεται! Ήχοι ζωής μπερδεύονται στα παλλόμενα αυτιά μου. Κορναρίσματα, ομιλίες, γέλια! Ανασαίνω βαθιά τον μελωδικό αέρα. Φουσκώνει τους πνεύμονες. Δονεί τις φωνητικές χορδές μου. Ανοίγω το στόμα μου. Διάπλατα ανοίγω την ψυχή μου. Φωνή βγαίνει απ' το βαθύ μου είναι. Δυνατή! Καθαρή! Δική μου! «Φωνή μου, σε ακούω!».

Κι ας έλεγαν οι γιατροί πως δεν πάσχω από τίποτα. Κι ας έλεγαν όλοι πως είμαι άρρωστος στην ψυχή. Τους άφηνα να λένε. Δεν τους άκουγα. Δεν άκουγα τίποτα. Δε θα καταλάβαιναν ποτέ. Δεν ακούνε ποτέ. Κι αυτός ο θυμός τους που σιγοτρώει τις σάρκες τους, τα αγριεμένα χέρια τους, τα δυστυχισμένα μάτια τους, αβάσταχτοι πόνοι στην καρδιά μου. Μα τώρα τους φωνάζω: «Ακούω! Ακούω με την καρδιά μου!».

Βγαίνω στον δρόμο μ' ανοιχτά χέρια. Τα τυλίγω γύρω μου, κλείνω τα μάτια, στριφογυρίζω στη μέση του δρόμου. Κι ακούω με την καρδιά μου! Μη μου φωνάζετε! Μη θυμώνετε! Αγαπηθείτε! Μη με προσπερνάτε! Ακούω τον θυμό σας, τη δυστυχία σας! Δεν έχω θυμό. Μόνο αγάπη! Μόνο -

Βλέπω το σώμα μου ξαπλωμένο στην άσφαλτο. Είμαι γεμάτος αίματα, δεν κουνιέμαι. Μαζεύτηκε κόσμος από πάνω μου. Ασθενοφόρο, περιπολικά, σειρήνες... Το μπράτσο μου δεν με πονάει πια. Δεν πονάω. Δεν φοβάμαι. Κρατώ ένα μικρό κόκκινο κουτί. Η καρδιά μου πάλλεται μέσα του. Πλησιάζω ένα αγόρι με φοβισμένα μάτια...

Ο εξημερωμένος φάρος - Μαρίτα Τυράκη (Fanfiction ιστορία)

Ο μικρός πρίγκιπας καθόταν με την εξημερωμένη του αλεπού στην κορυφή ενός από τα τρία ηφαίστεια του πλανήτη Β612. Ρέμβαζαν νωχελικά τη Γη όταν ένα λευκό φως τους τράβηξε την προσοχή.

«Από πού προέρχεται αυτό το φως;» απόρησε ο μικρός πρίγκιπας.

«Θα εκπέμπεται από κάποιον φάρο» του απάντησε αδιάφορα η αλεπού.

«Τι είναι ο φάρος;» τη ρώτησε με περιέργεια.

«Είναι ένας πύργος. Βοηθάει με τον φωτισμό του τους ναυτικούς να μη χαθούν» του εξήγησε.

«Τώρα, όμως, δεν είναι νύχτα. Οι ακτίνες του ήλιου λούζουν τη Γη».

Η αλεπού κουλουριάστηκε στην κάπα του μικρού πρίγκιπα και πέταξαν μαζί ως τον φάρο. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια τους όταν αντίκρισαν ξεβρασμένα σώματα ναυτικών και συντρίμμια καραβιών σκόρπια γύρω τριγύρω.

Ένα κορίτσι που βρέθηκε στο διάβα τους τούς πληροφόρησε ότι ο φάρος ήταν μαγεμένος. Ή ακριβέστερα -διόρθωσε η ίδια τα λόγια της- καταραμένος! Κατά τα λεγόμενα της, κάποτε ένας καπετάνιος γκρεμοτσακίστηκε με το καράβι του πάνω στα βράχια που έστεκε ο φάρος. Ο θρήνος της μάνας του έγινε κατάρα που στοίχειωσε τον φάρο.

Τον κατηγόρησε για τον άδικο χαμό του γιου της και τον καταράστηκε να φέγγει αδιάκοπα και τόσο δυνατά που τα καράβια να τυφλώνονται και να αλλάζουν πορεία στην θέα του. Κανένα καράβι δε θα τον πλησίαζε πια. Τον καταδίκασε σε ισόβια μοναξιά. Δε γνώριζε, τότε, η άπορη μάνα ότι το φως του φάρου πράγματι, έκτοτε, δε θα έσβηνε ποτέ ξανά, αλλά θα ήταν τόσο εκτυφλωτικό που αντί να απομακρύνει τους ναυτικούς θα τους μπέρδευε και θα τους έκανε να πέφτουν καταπάνω του.

Το κορίτσι έφυγε αφήνοντας καρφωμένα στο ανήσυχο μυαλό του μικρού πρίγκιπα τα λόγια της.

«Ο φάρος είναι μαγεμένος. Πρέπει να κάνουμε κάτι. Να λύσουμε τα ξόρκια». Η αλεπού έμεινε για λίγο σκεπτική.

«Μόνο ο φάρος μπορεί να λύσει τα μάγια. Αρκεί να το πιστέψει. Το κακό όμως μόνο με καλό φεύγει. Για να σταματήσει να λάμπει με τον λάθος τρόπο ο φάρος, πρέπει να βρει γαλήνη μέσα στην ψυχή του. Θυμάσαι τι σου είχα πει όταν είχαμε πρωτογνωριστεί; Αν μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα λάμψει. Ο φάρος χρειάζεται έναν φίλο. Να του θυμίσει πως είναι να έχει φως μέσα του και να το αφήνει να βγει με τον σωστό τρόπο προς τα έξω».

«Προτείνεις, δηλαδή, να εξημερώσουμε τον φάρο;» ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του μικρού πρίγκιπα.

Από εκείνη τη μέρα, ο μικρός πρίγκιπας κι η αλεπού πήγαιναν, κάθε πρωί την ίδια ώρα, στον φάρο. Έστεκαν σιωπηλοί κοντά του, αρχικά σε κάποια απόσταση από αυτόν αποφεύγοντας να τον κοιτάξουν. Σιγά σιγά πήγαιναν ολοένα και πιο κοντά του κρατώντας του συντροφιά.

Έφτασε η μέρα που στάθηκαν σε απόσταση αναπνοής από τον φάρο. Συνέχισαν να έρχονται για εβδομάδες και να κάθονται δίπλα του αγγίζοντας το τοίχωμα του, δίχως να βγάζουν μιλιά.

Ένα τυχαίο πρωινό, ο μικρός πρίγκιπας ακούμπησε, όπως κάθε φορά, την παλάμη του πάνω στο τοίχωμα. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, το φως έσβησε. Ένας αναστεναγμός αντήχησε μέσα από τον φάρο.

«Σε εξημερώσαμε. Θα είμαστε πάντοτε υπεύθυνοι για εσένα» μονολόγησε ο μικρός πρίγκιπας.

Όσο υπάρχει υπομονή και αγάπη ο κόσμος θα είναι γεμάτος απαλό φως.

Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε