Ιστορίες που σου ζεσταίνουν την ψυχή

Το πιο ακριβό δώρο - Μηνάς Τσαμπάνης

― Αλέξη;

― Έλα, τι είναι;

― Τα Χριστούγεννα πέρασαν, χρόνια πολλά!'

― Χρόνια πολλά, φίλε. Και του χρόνου!

― Πήρα κάτι πολύ όμορφο φέτος! Πήρα υπολογιστή με μνήμη 1 terabyte.

― Μπράβο, φίλε μου! Πόσα έδωσες;'

― 'Έδωσα γύρω στα 1500 ευρώ!

― Μπράβο, φίλε μου! Χαίρομαι για σένα!

― Εσύ;

― Τι εγώ;

― Τι δώρο πήρες;

― Πήρα το πιο ακριβό δώρο από όλα!

― Και πόσα έσκασες;

― Δέκα.

― Δέκα;

― Δέκα λεπτά.

― Και τι πήρες;

― Σου είπα. Πήρα το πιο όμορφο και ακριβό δώρο.

― Θα με σκάσεις! Τι πήρες!

― Δεν πήρα. Έδωσα!

― 'Έδωσες;

― 'Έδωσα δέκα λεπτά. Τόσο διαρκεί η αιμοδοσία. Σήμερα έμαθα ...Το αίμα που έδωσα...'Έσωσε τη ζωή ενός μικρού παιδιού. Αυτό είναι το πιο ακριβό δώρο! Η χαρά. Η χαρά του να δίνεις!

Το ξωτικό της σοκολάτας - Κρινιώ Δεληβοριά

Ο Ντομ καθόταν στον μαύρο δερμάτινο καναπέ του, όπως συνήθιζε κάθε βράδυ μετά τη δουλειά. Δίπλα του, βρισκόταν όπως πάντα, η κόκκινη καρό κουβέρτα του, έτοιμη να τον αγκαλιάσει κι απόψε.

Μια ακόμα κουραστική μέρα είχε τελειώσει. Ο μόνος ήχος που τον συντρόφευε ήταν από τα ξύλα που σιγοκαίγαν στο τζάκι. Στο τραπεζάκι πλάι του ήταν ακουμπισμένα κάποια βιβλία, που πάντα ξεφύλλιζε πριν κοιμηθεί.

Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά έξω από το παράθυρο, κατάλαβε ότι δεν έμενε πολύς καιρός για τα Χριστούγεννα. Όλα τα γύρω σπίτια ήταν στολισμένα με πολύχρωμα λαμπάκια και το χιόνι τα έκανε να φαντάζουν παραμυθένια!

Ο ίδιος δεν είχε προλάβει να στολίσει ακομα, δεν είχε κουράγιο να ασχολήθει και με αυτό, μιας και έμενε μόνος του. «Σύντομα!» σκέφτηκε, ζηλεύοντας το εορταστικό και συναμα ονειρικό κλιμα της γειτονιάς.

Ξάφνου, το μεγάλο εκκρεμές πάνω από το τζάκι, σήμανε δώδεκα. Ο δυνατός ήχος του πάντα τον τρόμαζε, αλλά το κρατούσε για συναισθηματικούς λόγους. Ήταν το μόνο πράγμα που του θυμιζε την πατρίδα του. «Ή μάλλον όχι!» σκέφτηκε και θυμήθηκε εκείνο το ελβετικό ρόφημα σοκολάτας που του είχαν στείλει οι δικοί του.

Όταν ήτανε μικρός, τις κρύες νύχτες του χειμώνα, η μητέρα του του το σέρβιρε με κονιάκ και κανέλα και ήταν πεντανόστιμο!

Με γοργους ρυθμούς, φόρεσε τις μάλλινες παντόφλες του και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να φτιάξει μια λαχταριστή κούπα ζεστής σοκολάτας. Ανυπομονούσε τόσο πολύ να ξαναγυρίσει στα παιδικά του χρόνια με μία μόνο γουλια.

Ζέστανε το μπουκάλι στον φούρνο μικροκυμάτων ακολουθώντας τις οδηγίες παρασκευής. Πήρε μαζί του έναν δίσκο και, χωρίς να το πολυσκεφτει, όλο το μπουκάλι, λίγη κανέλα κι ένα ποτηράκι κονιάκ.

Άφησε τον δίσκο στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπε, κάθισε, τυλίχτηκε με την κουβέρτα του και αμέσως πασπάλισε το ρόφημα με λίγη κανέλα. Ξάφνου... «Γκουχ Γκουχ!», θα ορκιζόταν ότι άκουσε κάτι σαν βήχα μέσα από το μπουκάλι! «Η κούραση θα είναι» σκεφτηκε και, με μια γρήγορη κίνηση, έριξε μερικές σταγόνες κονιάκ.

«Εεεεε!» ακούστηκε πάλι μια κραυγή και το μίγμα άρχισε να αφρίζει. Ο Ντομ ταράχτηκε. Νόμιζε πώς είχε παραισθήσεις όταν είδε να ξεπροβάλλει ένα μικροσκοπικό πλασματάκι, ανθρωπόμορφο, με φτερά, σαν νεραϊδάκι!

«Πας καλά άνθρωπέ μου; Ρίχνεις σκουπίδια στο σπίτι μου;» είπε θυμωμένα στον Ντομ.

«Συγγνώμη;» κατάφερε μόλις να ψελλίσει ο Ντομ.

« Ήμουν έτοιμη να κοιμηθω κι ένας βλάκας μου έριξε κανέλα και κονιάκ! Παραδέξου το εσύ ήσουν!».

«Ναι μα...».

«Δεν έχει μα! Ορίστε συγχίστηκα τώρα!» είπε και κάθισε εκνευρισμένο στην άκρη του δίσκου.

«Λίγη σοκολατα ήθελα να πιω...» είπε σαστισμένος ο Ντομ κοιτάζοντας τις πατημασιές σοκολάτας.

«Α είσαι από αυτούς! Δεν το ξέρεις οτι σε κάθε ρόφημα σοκολάτας ζει ένα ξωτικό; Δηλαδή, έχεις καταβροχθήσει κι άλλα;».

«Ε εγώ...».

«Εσύ!» το ξωτικό κοίταξε έκπληκτο γύρω του «Τι είναι αυτά, ρε; Δεν έχεις καν στολίσει;».

«Κι αυτό σε πειράζει πια; Αν σου χαρίσω τη ζωή σου, θα μου στολίσεις εσύ;».

Το νεραϊδάκι μουρμούρισε κατι περίεργες λέξεις και ξαφνικά όλο το σπίτι έγινε σοκολατένιο! Ο καναπές μαύρη σοκολάτα, η κουβέρτα λευκή με βατόμουρα, οι παντόφλες του γάλακτος! Πολύχρωμες σοκολατένιες γιρλάντες κάλυψαν όλο το σπίτι! Υποκλίθηκε και με μια απότομη κίνηση, κλείστηκε ερμητικά μέσα στο μπουκάλι της και εξαφανίστηκε!

«Πας καλά;» πρόλαβε να φωνάξει ο Ντομ και έμεινε να κοιτάζει αποχαυνωμένος το σπίτι του. Ήδη ήταν πολύ αργά κι επειδή είχε να ξυπνήσει νωρίς, αποφάσισε να το διαχειριστεί το πρωί. Έκοψε μια μπουκίτσα από την κουβέρτα του και αποκοιμήθηκε. Ίσως να ήταν ένα όνειρο... Ή μήπως οχι;

Η ευχή - Νίκη Μουσούλη

Θα σας πω μια παλιά ιστορία, για τότε που οι ιστορίες είχαν ένα μέρος αλήθειας και δυο μέρη μαγείας.

Ήταν κάποτε ένα κοριτσάκι που, για μια ολόκληρη χρονιά, έκανε βαθιά και αληθινά μέσα απ' την ψυχή της την ευχή της στο πιο λαμπερό αστέρι που έβλεπε από το παράθυρο της. Την ίδια ώρα, κάθε βράδυ. Πριν να πέσει για ύπνο, ευχόταν να βρεθεί εκεί που η αγάπη δεν τελειώνει ποτέ.

Ένα βράδυ, λοιπόν, παραμονή της αλλαγής του χρόνου ήταν, είπε την ευχή της από τόσο βαθιά μέσα της, που το αστέρι ξεκόλλησε από τον ουρανό κι άρχισε να πλησιάζει. Και όλο και πλησίαζε και πλησίαζε και πλησίαζε, μέχρι που ήρθε στο παράθυρο της.

«Γλυκιά μικρούλα, άκουσα την ευχή σου» αποκρίθηκε το άστρο, με μια φωνή ζεστή σαν χάδι.

Το αστέρι έπιασε το κορίτσι από το χέρι, τη σήκωσε ψηλά και κίνησαν για το ταξίδι τους. Πρώτα, την πήγε στη χώρα με τα άπειρα γλυκά -ήξερε πως τα παιδιά λάτρευαν τα γλυκά. Το κορίτσι ενθουσιάστηκε, μα, μετά από δυο μπουκιές αφράτης κρέμας σοκολάτας, δε φαινόταν να απολαμβάνει το μέρος. Ίσως, δεν ήταν αυτό το μέρος που η αγάπη δεν τελειώνει ποτέ.

Την έπιασε από το μικρό της χεράκι και την οδήγησε μακριά, ως τη χώρα των πολλών παιχνιδιών. Ήταν σίγουρο πως είχε βρει αυτό που έψαχναν. Το κοριτσάκι βλέποντας πόσα παιχνίδια υπήρχαν άρχισε να χορεύει από τη χαρά του. Άρχισε να παίζει με τις κούκλες, τους αρκούδους και τα επιτραπέζια, μα πάλι δεν έμοιαζε ευτυχισμένο.

Το αστέρι είχε πεισμώσει• ήταν η πρώτη του ευχή, προφανώς και δε θα άφηνε το παιδί έτσι.

Την οδήγησε πάααανω ψηλά στα πιο ψηλά κι αφράτα σύννεφα, σε εκείνα που έμοιαζαν με πουπουλένια βουνά. Εκεί, σίγουρα θα έβρισκε την αγάπη που δεν τελείωνε ποτέ. Η μικρή χοροπηδούσε στα σύννεφα, τα πέταγε ψηλά κι εκείνα προσγειώνονταν αργά πάνω στο κεφαλάκι της. Μα πάλι η ευχή της δεν είχε πραγματοποιηθεί.

Και που δεν την πήγε εκείνο το αστεράκι! Μέχρι που σκέφτηκε το πιο μαγικό μέρος• τη χώρα της φαντασίας. Μα πώς δεν το σκέφτηκε αμέσως; Εκεί, το παιδί είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει ό,τι πιο περίεργο μπορούσε να βάλει στη φαντασία του. Τίποτα δεν ήταν απίθανο σε εκείνο το μέρος. Το αστέρι παρατηρούσε το παιδί να παίζει και να γελάει, μα μέσα του ένιωθε πως πάλι δεν είχε βρει αυτό που έψαχναν.

Στις βόλτες που έκαναν, στη μικρή τους περιπέτεια, συνάντησαν τον Άι Βασίλη. Εκείνος ρώτησε να μάθει τι έκανε ένα αστέρι μαζί με ένα παιδάκι. Το αστέρι του είπε τι έψαχναν. Τότε, ο Άγιος αποκρίθηκε γλυκά «Να την πας αμέσως σπίτι της. Εκεί υπάρχει αυτό που ψάχνετε».

Το αστέρι δεν κατάλαβε, μα έπραξε όπως είπε ο Άγιος. Φτάνοντας στο δωμάτιο της μικρούλας, είδαν τη μαμά της ανάστατη. Η οποία μόλις είδε την κόρη της, χαμογέλασε και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Τότε, το αστέρι είδε το πρόσωπο της μικρής να γαληνεύει και κατάλαβε πως στην αγκαλιά της μαμάς της ήταν το μέρος που η αγάπη δεν τελειώνει ποτέ.

Κεραυνοβόλος έρωτας - Ελπιδα Πέτροβα

Ήταν το δέκατο απόγευμα που η νεκροφόρα βρισκόταν παρκαρισμένη απέναντι από το σπίτι της Λουκίας. Ο Σωτήρης φοβερά απελπισμένος χάζευε από το παράθυρο τα στολισμένα σπίτια, λόγω επερχόμενων Χριστουγέννων. Η δικιά του διάθεση απείχε πολύ από γιορτινή όμως. Δε θα κατάφερνε ποτέ να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που αντίκρυσε το ζυμαρένιο κορμί της. Είχαν έρθει στο μαγαζί με τη μητέρα της για να τακτοποιήσουν την κηδεία του παππού της. Ο Σωτήρης άγγιξε κατά λάθος με το πόδι του τους γοφούς της Λουκίας, που προεξείχαν επικίνδυνα από το κάθισμα, και το κορμί του ρίγησε. Η μυρωδιά σιροπιαστού τον τύλιξε σαν ζεστή κουβέρτα.

«Λουκουμάκι μου εσύ!» σκέφτηκε, φανερά αναστατωμένος.

Αργότερα, έμαθε από τη Φώφη, που δούλευε στο γραφείο τελετών ως μακιγιέζ, ότι η Λουκία ήταν φίλη της και αγαπούσε φοβερά το φαγητό και τις τουλούμπες.

«Μα τη Λουκία; Είσαι σίγουρος;» αναρώτηθηκε ενώ θαύμαζε την τελευταία της δημιουργία, την κα. Γεωργία, 87 ετών που είχε πεθάνει από ανακοπή.

Η αλά Κιμ Καρντάσιαν περιφέρεια της Φώφης αποσυντόνισε τον Σωτήρη, καθώς προσπαθούσε να συλλάβει αν στο τραπέζι όντως κοίτοταν η κα. Γεωργία ή κάποια ξεχασμένη από τους αιώνες στριπτιτζού.

«Είσαι σίγουρη για το αποτέλεσμα; Δε μοιάζει και πολύ στην κα. Γεωργία» αναρώτηθηκε ο Σωτήρης ξύνοντας τη γαμψή του μύτη.

«Κούκλα είναι. Τώρα, στο θέμα μας. Να την πιάσεις με το καλό. Κάνα λουλούδι, κάνα γλυκό και θα δείξει».

Είχε πράξει κι εκείνος ανάλογα. Τι λουλούδια, τι γλυκά, κάθε μέρα κι από κάτι. Εκείνη όμως, συνήθως, τα πετούσε από το μπαλκόνι ή του τα φορούσε καπέλο. Εκτός βέβαια από τα τρία κιλά τουλούμπες, που φαγώθηκαν σαν σπόρια. Παρόλα αυτά, καμία τύχη. Μέχρι και τη νεκροφόρα είχε πλύνει για να μη ζέχνει καμφορά και υπολείμματα νεκρού.

Βγήκε από το αμάξι κι άρχισε τις βόλτες πάνω κάτω, σκεπτόμενος αν το τωρινό του δώρο θα είχε αποτέλεσμα. Τελικός του στόχος: να περνούσαν μαζί την Παραμονή Χριστουγέννων σ' ένα καινούριο εστιατόριο της περιοχής.

Ένας αχνός ήχος σαν σύρσιμο τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι. Η Λουκία ίδιο λαγωνικό ρουθούνιζε στον αέρα και κατευθυνόταν προς τη νεκροφόρα. Φτάνοντας στη θέση του συνοδηγού κόλλησε το κεφάλι της στο τζάμι. Ο Σωτήρης κατάλαβε. Τα τέσσερα κιλά αρνίσια συκωταριά είχαν κάνει τη δουλειά τους.

«Αυτό είναι για μένα;» το ολοστρόγγυλο πρόσωπό της φωτίστηκε.

«Μα φυσικά. Για σένα, μοναδική μου οπτασία» ξέφυγε του Σωτήρη και κοκκίνισε.

«Να ξέρεις όλα τα προηγούμενα δώρα σου η μητέρα μου τα πετούσε. Εγώ....Δηλαδή, θέλω να πω, σ' ευχαριστώ».

«Ή τώρα ή ποτέ» σκέφτηκε.

«Θα ήταν τιμή μου να με συνοδεύσεις, την Παραμονή Χριστουγέννων, για φαγητό".

Η Λουκία έξυσε για λίγο το κεφάλι της. Άνοιξε την πόρτα, άρπαξε τη συκωταριά κι έφυγε.

«"Έλα να με πάρεις στις 8» φώναξε κλείνοντας την εξώπορτα του σπιτιού της.

Ο Σωτήρης δεν πίστευε στ' αυτιά του. Τι Χριστουγεννιάτικο δώρο ήταν αυτό! Ήθελε να φωνάξει από τη χαρά του. Μπήκε στο αμάξι τρέμοντας.

«Τροφαντό ζαχαρένιο μου ξωτικό, το ταξίδι μας μόλις ξεκίνησε» φώναξε δυνατά κι έβαλε μπρος τη μηχανή.

Η νεράιδα και ο γίγαντας - Κατερίνα Κρυστάλλη

Η πρώτη καραντίνα παραλίγο να τους χωρίσει, στη δεύτερη, όμως δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Η απόφαση που πήραν και οι δύο από κοινού ήταν η σημαντικότερη της ζωής τους. Δε θα υπήρχε πισωγύρισμα. Η Νάσια ήταν έγκυος από τον Νίκο, τον γίγαντα της, όπως τον αποκαλούσε. Το καλύτερο; Θα κρατούσαν το παιδί! Έπρεπε, όμως, να νοικιάσουν έναν καινούργιο χώρο, μεγαλύτερο.

Έψαχναν για εβδομάδες. Η Νάσια ένιωθε πως ήθελε να κλάψει ή να κοιμηθεί και όταν ξυπνήσει να έχει λυθεί ως δια μαγείας το πρόβλημα. Ο Νίκος, από την άλλη, ήταν τόσο χαρούμενος που είχε πάρει τηλέφωνο όλους τους φίλους, τους γνωστούς, τους συγγενείς και τους είχε ανακοινώσει τα χαρμόσυνα νέα. Τα απογεύματα που έβγαιναν για περίπατο με τη Νάσια, της έλεγε πως φανταζόταν το δωμάτιο του μωρού, με τι χρώματα θα το έβαφε και με τι υλικά θα έφτιαχνε την κούνια και τα ξύλινα παιχνίδια με τα οποία θα έπαιζε. Η Νάσια τον άκουγε και άλλοτε γέλαγε, άλλοτε του χαμογελούσε, ποτέ όμως δεν του αποκάλυπτε τους φόβους της.

Φοβόταν πως δε θα έβρισκαν σπίτι, πως θα πέθαινε στη γέννα και θα άφηνε τον Νίκο μόνο να μεγαλώσει το παιδί τους, πως αν δεν πέθαινε στη γέννα και τα κατάφερνε δε θα γινόταν καλή μάνα. Έβλεπε πόσο δεμένη ήταν η οικογένεια του συντρόφου της και πόσο την είχαν καλωσορίσει στη ζωή τους οι γονείς του και ένιωθε πικρία. Η δική της οικογένεια ήταν διαλυμένη. Ο Νίκος το παρέβλεψε και συνέχισε να είναι εκεί, δίπλα της.

Στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης, όμως, δεν άντεξε άλλο και του τα εξομολογήθηκε όλα. Ο Νίκος σηκώθηκε, πήγε μέχρι την κουζίνα, της έφτιαξε έναν χυμό πορτοκάλι και της είπε: «Νάσια, όπως λέει και ο πατέρας μου, για να πετύχει μια οικογένεια χρειάζονται τρεις προϋποθέσεις. Αγάπη, κατανόηση και πολλά πορτοκάλια».

Η κοπέλα πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τα κοντοκομμένα μαύρα μαλλιά της και τον κοίταξε απορημένη.

«Θα σου εξηγήσω ευθύς αμέσως!» της είπε ο σύντροφος της. «Ξέρω πως δεν το έχουμε συζητήσει και ίσως έπρεπε να σε ρωτήσω, αλλά τα έχω ετοιμάσει όλα για να μετακομίσουμε στα Γιάννενα, στο σπίτι του παππού μου. Τα αδέρφια μου ανέλαβαν και έφτιαξαν όσα ήταν χαλασμένα, το έβαψ-» πρόλαβε να πει προτού η Νάσια ριχτεί στην αγκαλιά του με κλάματα.

«Ναι, ναι, ναι! Χίλιες φορές ναι! Ξέρεις πόσο αγαπώ την οικογένεια σου και πόσο ήθελα να φύγουμε από την Αθήνα!».

«Φυσικά! Για αυτό το οργάνωσα όλο αυτό στα κρυφά, σαν έκπληξη! Δεν σου κρύβω πως φοβήθηκα την αντίδραση σου...» είπε ο Νίκος και η Νάσια τον φίλησε με ορμή στα χείλη. «Αγάπη μου, αυτό ήταν το καλύτερο Χριστουγεννιάτικο δώρο! Σε ευχαριστώ! Αλλά ακόμα δεν κατάλαβα τι εννοούσες με τα πορτοκάλια...» του είπε η κοπέλα.

«Α, ναι, ο παππούς μου έχει ολόκληρο κτήμα με πορτοκαλιές που θα πρέπει να φροντίζουμε!» της είπε και έσκασαν και οι δύο στα γέλια, χαρούμενοι πλέον για το κοινό τους μέλλον.

Ένας κόσμος όλο συναίσθημα - Μαρία Α. Καρμίρη

Το βάθος μου απλώνεται στη σκοτεινιά, σε βάθη ανεξερεύνητα, μοναχικά συνηθώς, βρίσκει κομήτες και ήλιους και πλανήτες μικρούς και τροφαντούς, γαλαξίες που δε φαντάζονται το τέλος τους κι εγώ του το παρέχω.

Κινούμαι κι ας φαίνομαι πως αιωρούμαι στο χάος -πλησιάζω και προκαλώ εγώ το χάος. Ανοίγω και ρουφάω κι όσο πιο κοντά έρχομαι τόσο περισσότερο έλκονται τα πάντα στον βυθό μου.

Νέος μου προορισμός: το Ηλιακό Σύστημα, όπως το αποκαλούν τα πρωτόγονα πλάσματα που κατοικούν σε αυτόν. Ήδη νιώθω τους πλανήτες να γαργαλάνε τις άκρες της μαγνητικότητάς μου. Οι πυρήνες τους αποκτούν έναν ανεπαίσθητο βόμβο και τ' άστρα που τους περιβάλλουν τρέμουν και αρχίζουν να χάνουν τη σταθερή τους αιώρηση.

Όταν απορροφώ, ακούω και βλέπω, μεταφέρω τη συνείδησή μου σαν σκιά στους κόσμους που ποτέ δε θα μπορέσω να βιώσω. Γι' αυτό τους καταναλώνω• για εκείνα τα λίγα λεπτά ξένου βιώματος.

Πέφτω προς το έδαφος από έναν λαμπερό, γαλάζιο ουρανό. Δάση ψηλά, αιωνόβια και ζωντανά με «ζώα» και χώμα και νερά που στάζουν από ψηλά ή λιμνάζουν και χύνονται. Κοράλλια πορφυρά, πτηνά γεννιούνται, πετρώματα παλιά, ελέφαντες παίζουν, σταλαγμίτες διάφανοι, ψάρια αλλάζουν χρώμα.

Τα μυρμήγκια χτίζουν αυτοκρατορίες κάτω από το έδαφος και οι μέλισσες τρώγοντας, βοηθούν στην εξέλιξη της ζωής και του πλανήτη. Νυφίτσες πηδούν όταν χαίρονται, φάλαινες τραγουδούν για να βρουν ταίρι και, πάντα, κάπου εκεί δίπλα ένας «άνθρωπος».

Αγκαλιάζει πρόβατα και κότες, ταΐζει κουτάβια και λιοντάρια, χαϊδεύει φίδια και κροκόδειλους, φροντίζει μικρά και μεγάλα πλάσματα που συνδέονται άρρηκτα μαζί του κι αυτος μ' εκείνα, σ' έναν χορό αιωνόβιο.

Δύο γονείς κοιτάζουν το μωρό τους και κλαίνε με τις καρδιές τους να χορεύουν από αγαλλίαση, ολοκλήρωση, θαυμασμό. Δύο ηλικιωμένοι σκουπίζουν δάκρυα γέλιου μοιραζόμενοι κοινό χιούμορ, ενώ, στο πάρκο απέναντι, ένα παιδί δίνει το κουλούρι του σ' έναν άστεγο, ανταλλάσσοντας χαμόγελα εκτίμησης κι ευγνωμοσύνης.

Η μουσική τούς μιλά, κινούνται και τραγουδούν μαζί της, εκφράζονται με τα γράμματα, ενώ στις γεύσεις τους βάζουν τέχνη και όταν κάνουν λάθος, ζητάνε συγγνώμη. Μαθαίνουν κι εξελίσσονται, βελτιώνονται και προσπαθούν, γίνονται πιο άτσαλοι όταν ερωτεύονται, εμπνέονται από τη θάλασσα και η ελπίδα τούς κάνει να βγάζουν φτερά. Φιλιούνται, γιατί έτσι δείχνουν την αγάπη τους, προστατεύουν γιατί έτσι τη διατηρούν, αγκαλιάζουν γιατί έτσι δε σπάει το στήθος τους από το συναίσθημα.

Είναι «Χριστούγεννα» και τα σπίτια λαμπυρίζουν, ο αέρας μυρίζει φρέσκο φαγητό και οι φωλιές σφύζουν από γέλια, χρώματα και δώρα. Η Γη γιορτάζει κι ο «Άγιος» ή η «Γέννηση» δεν είναι οι μόνοι λόγοι. Αν είχα μάτια σαν τα δικά τους, θα δάκρυζα και αν είχα καρδιά, θα πονούσε από συγκίνηση.

Αν είχα στόμα, θα χαμογελούσα πλατιά και θα άκουγα το γέλιο μου να ηχεί στα βουνά. Γιατί, για πρώτη φορά μέσα στους αιώνες, από πρωτόγονα Είδη, ένιωσα. Ένιωσα πώς είναι να ζεις ώριμα και άγουρα, όμορφα και περίπλοκα, γαργαλιστικά κι έντονα. Πώς είναι να μαθαίνεις πως όταν πέφτεις σηκώνεσαι και πως όλα χρειαζόμαστε βοήθεια και συντροφια. Σήμερα, έμαθα να νιώθω. Νιώθω!

Κινούμαι μακριά κι αφήνω την κατάποση στο παρελθόν. Κόσμοι σαν κι αυτόν αξίζουν να τους επισκέπτεσαι ξανά και ξανά. Σ' ευχαριστώ, Γη. Χόρτασα συναίσθημα.

Το χαμένο στολίδι - Νίκη Μαργιολάκη

Μία βροχερή Κυριακή του Νοεμβρίου, η Νεφέλη μετά από τεράστια πίεση της επτάχρονης κόρης της, Δανάης, αποφάσισε να κατεβάσει από το πατάρι την κούτα με το χριστουγεννιάτικο δέντρο και όλα τα στολίδια του, προκειμένου να μπει η οικογένειά της, από νωρίς, σε μία χριστουγεννιάτικη, χαρούμενη διάθεση.

Ήταν όλοι τους ήδη δύο εβδομάδες κλεισμένοι στο σπίτι και δεν άντεχε να βλέπει άλλο τη μικρή της κόρη να κυκλοφορεί σαν θλιμμένη πριγκίπισσα μέσα σε αυτό. Τι πριγκίπισσα όμως! Με χνουδωτές, ροζ πυτζάμες και τη Φρουφρού αγκαλιά.

«Αγάπη μου, πόσο λες να αντέξει φέτος το δέντρο μας μέχρι να το κυριεύσει η Φρουφρού;» ρώτησε τον σύζυγό της, Πέτρο, την ώρα που άνοιγε τα κλαδιά του.

Καθόλου τυχαία η ερώτηση της αφού πέρσι η γκρι, τιγρέ γάτα τους είχε βρει καταφύγιο επί δύο ώρες μέσα στο δέντρο και όταν εντοπίστηκε, ήταν τέτοια η άρνηση της να απαρνηθεί το στολισμένο βασίλειό της που τελικά προτίμησε να το κατεδαφίσει μία και καλή.

«Ο περσινός απολογισμός ήταν τρεις σπασμένες μπάλες και δύο τσακισμένα κλαδιά. Ας ελπίσουμε, φέτος, να έχουμε λιγότερες απώλειες» απάντησε γελώντας ο σύζυγός της.

Την ίδια στιγμή, η Δανάη ερχόταν φουριόζα στο σαλόνι. «Μαμά, μην ξεχάσεις να βάλεις στο δέντρο το στολίδι που μου χάρισε πέρσι ο Νικόλας, στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου μας, εντάξει;». Η Νεφέλη της έγνεψε καταφατικά προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό που είχε φωλιάσει στο βλέμμα της.

Την ώρα που η Δανάη έπαιρνε τη Φρουφρού αγκαλιά για να την πάρει στο δωμάτιό της, εκείνη έκανε φύλλο και φτερό τα στολίδια στην κούτα.

«Πέτρο...» είπε χαμηλόφωνα. «Δε βρίσκω το στολίδι του Νικόλα».

«Ποιο είναι το στολίδι του Νικόλα;».

«Ξέρεις, εκείνο το μικρό, ξύλινο αλογάκι με το στρατιωτάκι πάνω, που της έκανε δώρο πέρσι. Θα γίνει χαμός αν δεν το βρούμε. Και είμαι σίγουρη ότι το μαζέψαμε όταν ξεστολίσαμε φέτος. Τι θα κάνουμε αν δε βρεθεί;».

«Ψυχραιμία Νεφέλη. Αν θυμάσαι πώς ήταν, θα ψάξουμε να βρούμε ένα ίδιο σε κάποιο μαγαζί στο ίντερνετ».

«Και να το βρούμε, αν το παραγγείλουμε τώρα, ξέρεις πότε θα έρθει; Σε κανένα δεκαπενθήμερο! Και ως τότε πως το καλύπτουμε αυτό;».

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν το είχα υπολογίσει αυτό. Κάτσε να κοιτάξω και εγώ στην κούτα με τα στολίδια μήπως και....».

Εκείνη την ώρα, η Φρουφρού ήρθε και τριβόταν ανάμεσα στα πόδια της Νεφέλης, εκλιπαρώντας για μερικά χάδια. Η γυναίκα έσκυψε κάτω και κοίταξε τη γάτα στα μάτια. «Μήπως ξέρεις εσύ πού είναι το στολίδι του Νικόλα; Δεν πιστεύω να το έχεις κρύψει πουθενά;». Η γάτα στο άκουσμα της φωνής της νιαούρισε.

Ξαφνικά, η Νεφέλη τινάχτηκε προς τα πίσω. «Βρε λες» αναφώνησε και έτρεξε προς το καλάθι που κοιμόταν συνήθως η γάτα τους. Σήκωσε ελαφριά την κουβέρτα που είχαν βάλει για στρώμα και, από κάτω, ξεπρόβαλλε ένας δαγκωμένος στρατιώτης πάνω στο άλογό του. «Θεέ μου, ευτυχώς το βρήκα! Θα γλυτώσουμε τις τσιρίδες της μικρής», σκέφτηκε από μέσα της.

«Δεσποινίς, θα έρθεις να βάλεις εσύ το τελευταίο στολίδι στο δέντρο; Ξέρεις ποιο...», φώναξε με περηφάνια, μισή ώρα αργότερα, και με την ανακούφιση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

Χριστουγεννιάτικες καρδιές - Ιωάννης Μπαχάς

Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στην οροφή της φαραωνικής έπαυλης που δέσποζε στο κέντρο του κτήματος. Το μέγαρο ήταν φωταγωγημένο. Το ιατρικό προσωπικό κατέβηκε και άρχισε να τρέχει για το εσωτερικό του κτιρίου μεταφέροντας με αγωνία το πολύτιμο τρόπαιο του.

Οι εκατοντάδες ζάμπλουτοι καλεσμένοι, για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν της δυναστείας των Ροκφέλλερ, έμεναν σιωπηλοί περιμένοντας μέσα στην τερατώδη πολυτέλεια της έπαυλης το ιατρικό ανακοινωθέν για την επισφαλή υγεία του επικεφαλής του Οίκου.

Ο Τελετάρχης είχε εκπονήσει δύο πλήρη προγράμματα• ένα για την ευτυχή έκβαση της μεταμόσχευσης και ένα για την απευκταία. Η ορχήστρα και οι διάσημοι τενόροι θα πλημμύριζαν τους αχανείς χώρους με εύθυμες ή θλιβερές μελωδίες αναλόγως. Οι σεφ μαγείρεψαν εκλεκτά εδέσματα για κάθε περίπτωση, ενώ τα στίφη των δημοσιογράφων θα λάμβαναν το κατάλληλο δελτίο τύπου.

Ήταν η έκτη καρδιά που αποσπούσε από θώρακα κοινού θνητού ο 99χρονος μεγιστάνας, για να απολαύσει μια παράταση ζωής -με τον ομολογημένο πόθο η επιστήμη να του προσφέρει την αθανασία κάποτε. Φέτος, όμως, τα Χριστούγεννα, οι μεταμοσχευμένες καρδιές μέσα στα στήθη των ισχυρών της Γης θα γίνονταν σπόρος και θα φύτρωναν τιτάνια επαναστατικά δέντρα αξερίζωτα.

Τα μεσάνυχτα ο Βαρόνος εισέβαλε στην αίθουσα χορού ακολουθούμενος από τους έντρομους γιατρούς του. Μίλησε απνευστί: «Χαρίζω όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του Οίκου μας στους πολίτες της Αφρικής, για να νικηθεί η πείνα, η κακουχία και οι αρρώστιες. Μετά τη γιορτή, όλοι οι δικηγόροι μας θα σχεδιάσουν τον καλύτερο τρόπο για να διανεμηθεί ο κλεμμένος μας πλούτος, χωρίς να κερδίσουν οι μεσάζοντες».

Λαχάνιασε, κοκκίνισε και έσπευσε να καθίσει σε μια πολυθρόνα. «Θα ανοίξω όλα τα μέγαρα μας στους αστέγους. Θα μετατρέψω τα εργοστάσια όπλων σε τροφίμων, ρούχων και φαρμάκων. Κανένας δε θα χάσει την εργασία του και όλων ο μισθός θα αυξηθεί. Καλέστε όλους τους συμπολίτες μας να γιορτάσουμε στην έπαυλη και κάντε τις ανάλογες ετοιμασίες και στις δικές σας».

Εκατοντάδες τρομαγμένα βλέμματα απλώθηκαν σε όλες τις αίθουσες. Η «Επανάσταση των χαμένων καρδιών» άρχισε. Όσες ρίζωσαν σε άδικα στήθη, φούντωσαν, κόρωσαν και μεταμόρφωσαν όσους τις έλαβαν σε Ανθρώπους. Η έκτη καρδιά του Ροκφέλλερ διέλυσε την αυτοκρατορία προς όφελος των φτωχών, των παιδιών, των ανέργων, των αστέγων, των αρρώστων. Την ακολούθησαν και όλες όσες μπολιάστηκαν σε σώματα πλουσίων, πολιτικών και βασιλιάδων. Θα ακολουθούσαν και τα άλλα όργανα. «Άρχισαν τα όργανα».

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός έφυγε με ένα τεράστιο χαμόγελο από τους πάγκους της πολυτελούς κουζίνας όπου, όπως και άλλοι πρόεδροι, πρωθυπουργοί και δικτάτορες περίμεναν υπομονετικά να τους καλέσουν στην αίθουσα. Ο υπερκινητικός Βαρόνος είχε εισβάλλει στην κουζίνα και τους ανακοίνωσε το σβήσιμο όλων των εθνικών χρεών των κρατών τους προς τον κολοσσό των Ρότσιλντ-Ροκφέλλερ και την κάλυψη των χρεών τους προς τρίτους -ποιους άραγε;- από τα ανυπολόγιστα αποθέματα των Δυναστειών τους. Άνθρωποι και κράτη θα έκαναν φέτος Χριστούγεννα.

Η νέα του καρδιά πετάριζε ανήσυχα υπαγορεύοντας με φρενήρη ρυθμό ένα νέο παγκόσμιο συμβόλαιο ισότητας, αγάπης, φιλίας που αποτυπώνονταν σε νόμους, συνθήκες και Χάρτες σε όλο τον κόσμο και, μαζί της, τιτίβιζαν τις οδηγίες συντονισμένες οι μεταμοσχευμένες καρδιές στα στήθη των μεγιστάνων. Οι γιγάντιες πύλες της έπαυλης άνοιξαν και χιλιάδες άνθρωποι μπήκαν στους στολισμένους κήπους του Βαρόνου. Αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, έκαναν πρόποση με γλυκόπιοτα ποτά, γεύονταν σπάνια εδέσματα, θαύμαζαν εκθαμβωτικά έργα τέχνης στους διαδρόμους του μεγάρου.

Όταν όλοι οι άνθρωποι γιόρτασαν μαζί, σε όλο τον κόσμο, τα Χριστούγεννα, ο παφλασμός του αίματος στις βαλβίδες της μεταμοσχευμένης καρδιάς του Ροκφέλλερ έγινε ψίθυρος και η καρδιά του σίγησε σαν το χριστουγεννιάτικο στολίδι που μαζεύεται στο κουτί μέχρι την επόμενη γιορτή και ο Βαρόνος αναπαύτηκε χαμογελαστός.

Φέτος ο Θεός «στόλισε» τα στήθη των ανθρώπων με χριστουγεννιάτικες καρδούλες και το δέντρο που αυτές πότισαν θέριεψε και έλαμψε πιο φωτεινό από ποτέ!

Η νύχτα που οι τάρανδοι έσωσαν τα Χριστούγεννα - Μαρίτα Τυράκη

Η Ντάσερ, η Ντάνσερ, η Πράσνερ, η Βίξεν, η Κόμετ, η Κιούμπιτ, η Ντόνερ, η Μπλίτζεν και η Ρούντολφ ήταν ήδη δεμένες στο έλκηθρο του Άγιου Βασίλη. Έτοιμες για απογείωση! Τα ξωτικά είχαν τοποθετήσει όλα τα παιδικά δώρα μέσα στο έλκηθρο. Ο μόνος που έλειπε ήταν ο Άγιος Βασίλης.

Η Ντάσερ πήρε την πρωτοβουλία να μπει στο κάστρο του και να τον αναζητήσει. Σύντομα βγήκε έξω με άσχημα νέα. Ο Άγιος Βασίλης είχε κρεβατωθεί κι έσκουζε από τον αφόρητο πόνο που ένιωθε στη μέση του. Δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει. Οι τάρανδοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έντρομοι. Η Ντόνερ, η παλαιότερη τάρανδος, πήρε τον λόγο.

«Έχουμε χρέος να μοιράσουμε τα δώρα. Τόσα Χριστούγεννα έχουμε ταξιδέψει με τον Άγιο Βασίλη. Θα τα καταφέρουμε. Θα μας βοηθήσει η πυξίδα του. Τα ξωτικά θα μείνουν εδώ να τον φροντίσουν. Λάβετε θέσεις. Αν δε φύγουμε αμέσως, δε θα προλάβουμε».

Σε λίγη ώρα, οι εννιά τάρανδοι πετούσαν στον ουρανό, απομακρυνόμενες όλο και περισσότερο από τη Βασιλεία, σέρνοντας το γεμάτο με δώρα έλκηθρο. Μοναδικός προορισμός τους: ο κόσμος των ανθρώπων, βέβαια!

Πρώτες ήταν η Κιούμπιτ, που πάντα πετούσε ευθεία σαν βέλος καθορίζοντας την πορεία, και η Ρούντολφ, που φώτιζε με τη λαμπερή κόκκινη μύτη της για να μπορέσουν να ταξιδέψουν μέσα στην πυκνή ομίχλη. Χάρη στην ταχύτητα της Μπλίτζεν και της Κόμετ, οι τάρανδοι κατάφεραν να πετάξουν πάνω από όλα τα σπίτια, εκείνη τη χριστουγεννιάτικη νύχτ,α παρά τους ισχυρούς ανέμους.

Δεν επιχείρησαν να μπουν από τις καμινάδες και να αφήσουν τα δώρα κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, όπως θα έκανε ο Άγιος Βασίλης, γιατί, όπως σωστά είχε σκεφτεί η πανέξυπνη Βίξεν, τα μεγάλα τους κέρατα θα τις καθυστερούσαν και πολύ πιθανόν ακόμη και να τις παγίδευαν.

Η Ντάνσερ και η Πράσνερ, οι νεαρότερες σε ηλικία, άφησαν με χοροπηδηχτές κινήσεις τα δώρα στα μπαλκόνια, στις αυλές και μπροστά από τις πόρτες. Ήταν ένα ιδιαίτερο μοίρασμα χριστουγεννιάτικων δώρων, που σίγουρα θα έκανε εντύπωση σε πολλούς. Το σημαντικό, όμως, ήταν πως τα δώρα είχαν μοιραστεί σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Οι εννιά τάρανδοι αγκαλιάστηκαν και φώναξαν με ενθουσιασμό.

«Σώσαμε τα Χριστούγεννα! Τα καταφέραμε!».

Μέσα στον ενθουσιασμό τους, δεν παρατήρησαν ένα μικρό αγοράκι που τις είχε δει από το παράθυρο του. Το αγοράκι έτρεξε στο μπαλκόνι και πήρε το δώρο του στα χέρια του. Πριν το ανοίξει, κοίταξε στον ουρανό. Οι τάρανδοι είχαν ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Μία τρυφερή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Όλα αυτά τα χρόνια, αφήνουμε γάλα και μπισκότα μόνο για τον Άγιο Βασίλη. Τους ταράνδους δεν τους σκέφτηκε ποτέ κανένας μας. Αυτό πρέπει να αλλάξει.

Σημείωση: Μια πληροφορία για τους ταράνδους του Άι Βασίλη:

Οι τάρανδοι του Άι Βασίλη (γνωστοί ως Καριμπού, στη Βόρεια Αμερική) είναι γένους θηλυκού. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι αρσενικοί τάρανδοι Καριμπού, στα τέλη του Νοέμβρη, χάνουν τα κέρατά τους για πρακτικούς λόγους.

Οι θηλυκοί τάρανδοι, αντιθέτως, τα διατηρούν όλο το, χρόνο. Αν σκεφτούμε ότι ο Αγιος Βασίλης απεικονίζεται παντού να ταξιδεύει, τέλη Δεκέμβρη, πάνω σε ένα έλκηθρο που το σέρνουν τεράστιοι τάρανδοι με κέρατα, αντιλαμβανόμαστε ότι οι τάρανδοι του είναι θηλυκοί.

Νύχτα γεμάτη όνειρα, νύχτα σπαρμένη αγάπη - Santa Dom

Η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει στην πόλη. Το μικρό σπίτι στο βουνό ξεχώριζε από τ' άλλα, μόνο του καθώς ήταν, ανάμεσα στα έλατα. Απ' το παράθυρο, ίσα που φαινόταν ένα μικρό φως.

Η Κρινιώ, ξάπλωσε αναπαυτικά στον καναπέ και κοίταξε με την άκρη του ματιού της το τζάκι... Οι φλόγες είχαν αρχίσει ήδη να παιχνιδίζουν στο ταξίδι τους προς την καμινάδα. Πήρε στα χέρια της την κούπα με το κακάο, που μόλις είχε φτιάξει, ήπιε μερικές γουλιές και ύστερα έφτιαξε κότσο τα μαλλιά της.

«Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι ο παράδεισος», σκέφτηκε και σχεδόν ταυτόχρονα, ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν.

Άξαφνα, ένας κρότος ακούστηκε, που την έκανε να πεταχτεί τρομαγμένη.

«Ποιος είναι εκεί;» μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει, μέσα από τα δόντια της. Δεν πήρε καμιά απάντηση. Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και ακούστηκε και πάλι ο ίδιος θόρυβος.

Ήταν πλέον ξεκάθαρο πως ερχόταν από την πόρτα της εισόδου. Η Κρινιώ πλησίασε διστακτικά. Άνοιξε, τρέμοντας, την πόρτα και...

«Χο, χο, χο!» γέλασε τρανταχτά ο χοντρός ηλικιωμένος κύριος με την κόκκινη στολή που στεκόταν απέναντί της.

«Μα εσύ δεν είσαι ο Άγιος-» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της, καθώς ο χαριτωμένος παππούλης τη διέκοψε.

«Εγώ είμαι! Χο, χο, χο!».

«Και τι θέλεις από μένα;» τον ρώτησε κάπως επιθετικά η Κρινιώ.

«Έμαθα πως η φετινή χρονιά δεν ήταν και τόσο καλή για 'σένα και ήρθα να σου προσφέρω ένα δώρο για να σε κάνω να αισθανθείς λίγο καλύτερα. Χο, χο, χο!» της απάντησε ο Άγιος Βασίλης.

«Δε μπορείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα... Αδίκως θα προσπαθήσεις...» του είπε με σπασμένη φωνή, η όμορφη κοπέλα.

«Ξέρω», αποκρίθηκε, πολύ σοβαρά αυτή τη φορά, ο Άγιος.

«Τι ξέρεις;» τον κοίταξε δύσπιστα εκείνη.

«Ξέρω πως θέλεις πολύ κάτι και δεν μπορείς να το έχεις» συνέχισε, στο ίδιο σοβαρό ύφος, ο σεβάσμιος γέροντας.

«Ποιος με έδωσε; Σίγουρα ο κύριος Νίκος, έτσι;». Η Κρινιώ δεν μπορούσε να κρύψει τον θυμό της.

«Δε μίλησα με κανέναν κύριο Νίκο. Αλλά πρέπει να μάθεις πως ο Άγιος Βασίλης γνωρίζει τα πάντα, καλή μου» της είπε ο Άγιος και της χάϊδεψε στοργικά τα μαλλιά. Η Κρινιώ τον κοίταξε λυπημένα.

«Έχω σταματήσει να ελπίζω πια...» του είπε, σχεδόν κλαίγοντας.

«Μην τα παρατάς. Το δώρο σου για τη νέα χρονιά θα είναι αυτό που πιο πολύ επιθυμείς... Απλά θα πρέπει να κάνεις λίγη υπομονή». Ο Άγιος Βασίλης ήταν ξεκάθαρος.

«Και πώς θα γίνει;» τον ρώτησε, με φανερή ανυπομονησία, το κορίτσι.

«Απλά θα κλείσεις τα μάτια και θα σου κρατήσω τα χέρια για μερικά λεπτά. Θα πάρεις τρεις βαθιές ανάσες και ύστερα θα τα ξανανοίξεις. Και όλα θα πάρουν το δρόμο τους» είπε ο Άγιος.

Η Κρινιώ δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της κι ένωσε τα χέρια της, με εκείνα του Άι Βασίλη. Μια εκτυφλώτικη λάμψη τούς κάλυψε και τότε-

«Μωρό μου, ξύπνα!». Ο Δομήνικος στεκόταν πάνω από την Κρινιώ και την κοίταζε χαμογελώντας.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε εκείνη κι ήταν λίγο σαν χαμένη.

«Κοιμόσουν και μάλλον έβλεπες κι ωραίο όνειρο» της απάντησε το αγόρι.

«Το όνειρο έγινε πραγματικότητα! Είναι οι καλύτερες γιορτές της ζωής μου!».

Η Κρινιώ σχεδόν έτρεμε από τη συγκίνηση. Φιλήθηκαν με πάθος... Οι φλόγες στο τζάκι συνέχιζαν να τρεμοπαίζουν...

Το Κυκνοκάραβο - Βασίλης Μέγας

Αυτό που πρόκειται να σας διηγηθώ είναι μια απίστευτα αληθινή ιστορία φαντασίας, η οποία ξεκινάει σ' ένα μαγικό μέρος, βόρεια από 'δω, αρκετά μακριά από αυτή τη γη. Δε θυμάμαι πια πού είναι, αλλά μπορώ να σας πω με σιγουριά πως αν είχατε τη δυνατότητα να πετάξετε, δε θα υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να μην το προσπεράσετε και αν περπατούσατε, πιθανόν να μην το βρίσκατε ποτέ.

Λέγεται πως σ' εκείνο τον μυστικό τόπο, κάποτε, ο Τζεπέτο και ο Νώε χρειάστηκαν δύο μέρες και δύο νύχτες μόνο για να κατασκευάσουν και να δώσουν πνοή στο πιο όμορφο και «ζωντανό» καράβι του κόσμου.

Ήταν ένας τεράστιος κύκνος από ξύλο σφενδάμου με πλατιά γαλάζια φτερά και δύο λαμπερές φεγγαρόπετρες για μάτια. Τριάντα Σειληνοί με πράσινους μανδύες αποτελούσαν το πλήρωμα του και καπετάνιος του ήταν ο καλόκαρδος Κλάους με τη μεγάλη, άσπρη γενειάδα.

Το μεγάλο κυκνοκάραβο, λοιπόν, όπως το αποκαλούσαν οι Σειληνοί, ήταν αγκυροβολημένο στη Σιωπηλή Λίμνη, όπου δεν ακουγόταν τίποτα πέρα από τους δείκτες ενός ρολογιού που μετρούσε αντίστροφα για την Ημέρα του Μεσοχειμώνα. Όλο τον υπόλοιπο καιρό, οι Σειληνοί μετρούσαν τα πεφταστέρια που έπεφταν στη Λίμνη και ο καπετάνιος Κλάους έφτιαχνε πολύτιμα φυλαχτά παίρνοντας κομμάτια από τη Μαγική Ατμόσφαιρα που περικλείει τα πάντα.

Κι όταν ερχόταν η σπουδαία ημέρα, ο καπετάνιος Κλάους φορούσε τους λαμπερούς, ολόλευκους χιτώνες του και ανέβαινε στην πρύμνη. Έπιανε το πηδάλιο και φωνάζοντας «Χαρά, Γέλιο, Παιχνίδι» έδινε οδηγίες στους Σειληνούς να σηκώσουν τις άγκυρες και να ανεβάσουν τα πανιά. Εκείνοι άρχιζαν να τραγουδούν, να γελάνε και να κάνουν μεγάλο σαματά. Τότε, το κυκνοκάραβο ξυπνούσε και έπλεε γοργά πάνω στα νερά της Σιωπηλής Λίμνης. Έπαιρνε φόρα, χτυπούσε τα φτερά του και, σύντομα, πετούσε στον ουρανό, ταξιδεύοντας πάνω απ' τον κόσμο, χάρη στα πεφταστέρια που το κρατούσαν.

Για να σηκωθεί, όμως, το κυκνόκαραβο στον αέρα έπρεπε να είναι πολλά τα αστέρια από κάτω του και ο μόνος τρόπος για να πέσουν από τον ουρανό ήταν όταν κάποιο παιδάκι στον κόσμο σταματούσε τις κακές πράξεις και τα κακά λόγια -την αλαζονεία, την έπαρση και τη μοχθηρία- και ήταν καλό -ευγενικό και με φιλότιμο- στο σύνολο της χρονιάς. Η καλοσύνη του, βεβαίως, επιβραβευόταν, καθώς, για το δικό του πεφταστέρι, ο καπετάνιος Κλάους έφτιαχνε ένα ξεχωριστό φυλαχτό, το οποίο οι Σειληνοί άφηναν δίπλα απ' το κρεβάτι του όταν το κυκνοκάραβο περνούσε πάνω από το σπίτι του.

Αυτό το όμορφο και μαγικό ταξίδι γινόταν κάθε χρόνο και, απ' ό,τι μαθαίνω, συνεχίζεται ακόμα μέχρι τις μέρες μας, παρότι είναι ελάχιστοι εκείνοι που το γνωρίζουν. Μα, αν καταφέρετε ποτέ να βρεθείτε στις όχθες της Σιωπηλής Λίμνης, να φροντίσετε να έχετε πολλά γλυκά μαζί σας, για να τα δώσετε στους Σειληνούς αν θέλετε να ανεβείτε στο κυκνοκάραβο τους και να πετάξετε μαζί τους πάνω από τα σύννεφα όταν θα έρθει η Ημέρα του Μεσοχειμώνα.

Άι καραντινούλης - Σωκράτης Μπουζούκας

Παραμονή Χριστουγέννων. Ο Γιάννης περπατούσε στον πεζόδρομο της Ερμού. Ήθελε να αγοράσει ένα δώρο για τη γυναίκα του. Είχαν περάσει αυτή τη χρονιά αρκετά δύσκολα. Η γυναίκα του αναγκάστηκε να εργαστεί από το σπίτι, ενώ αυτός είχε αναστολή εργασίας δύο φορές. Οι συγκρούσεις και οι στεναχώριες τους ήταν αρκετές. Αλλά η αγάπη τους ήταν ζωντανή.

Έτρεχε γιατί, σύντομα, τα μαγαζιά θα έκλειναν, λόγω του περιορισμού της πανδημίας. Αυτό το δώρο θα ήταν το ευχαριστώ, που του στάθηκε βράχος τις δυο περιόδους των lockdown. Ήξερε τι ακριβώς θα της αγόραζε• ήταν ένα απλό κόσμημα για τον λαιμό, που παρίστανε μια νιφάδα χιονιού. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα την πήγαινε ένα ταξίδι σε χειμερινό προορισμό στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, αλλά φέτος αυτό ήταν αδύνατο. Και αυτό το απλό δώρο ήταν κάτι.

Ίσα που πρόλαβε το κατάστημα πριν κλείσει. Αγόρασε το δώρο και έφυγε τρέχοντας. Στον δρόμο για το σπίτι του, σκεφτόταν πώς να της το δώσει. Ήθελε να της κάνει έκπληξη. Να τη δει να χαμογελάει. Το άξιζε αυτό. Τότε, του ήρθε μια τρελή ιδέα. Χαμογέλασε. Ναι, αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να της δώσει το δώρο. Μπήκε σε ένα πολυκατάστημα και αγόρασε κάποια πράγματα που θα βοηθούσαν στο σχέδιό του. Χαρούμενος, έφτασε στο σπίτι, λίγο πριν ξεκινήσει η απαγόρευση κυκλοφορίας.

Μπήκε μέσα στην πολυκατοικία. Πήρε το ασανσέρ, για να φτάσει στο διαμέρισμα που έμενε. Όταν έφτασε στον όροφο του, απλά κράτησε την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή για να έχει φως. Έπρεπε να ντυθεί κατάλληλα, ώστε να πραγματοποιήσει το σχέδιο του. Αφού τελείωσε, έριξε το δώρο του στον σάκο, που περιείχε και άλλα πράγματα. Έριξε μια ματιά στον εαυτό του στον καθρέφτη και γέλασε. Ναι, η ιδέα του ήταν πρωτότυπη.

Χτύπησε το κουδούνι, ενώ συγχρόνως άνοιγε την πόρτα με το κλειδί του, κρατώντας τον σάκο. Η γυναίκα του, που κάθονταν στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση, εκείνη τη στιγμή τα έχασε. Μπροστά της είχε έναν που φορούσε μια ιατρική μπλούζα, είχε μάσκα στο πρόσωπο του, στο κεφάλι του είχε τον σκούφο του Άι Βασίλη και κρατούσε ένα κόκκινο σάκο.

«Τι έχεις ντυθεί εκεί; Οι αποκριές έχουν αρκετό καιρό ακόμα» του είπε γελώντας.

«Μα δε βλέπεις τι έχω ντυθεί; Είμαι ο Άι καραντινούλης, μιας και φέτος, λόγω καραντίνας, ο άγιος Βασίλης δεν μπορεί να έρθει. Επειδή ήσουν καλή σύζυγος, φέτος, σου έφερα ένα δώρο».

Και τελειώνοντας τη φράση του, της έδωσε τον σάκο. Αυτή τον πήρε και άρχισε να ψάχνει. Στην αρχή, βρήκε μωρομάντηλα, αντισηπτικά, μάσκες, γάντια.

«Καλά αυτά μου πήρες για δώρο; Τι ρομαντικός που είσαι» του είπε αυστηρά

«Για ψάξε καλύτερα» της είπε γελώντας.

Καθώς έψαχνε στο βάθος του σάκου, βρήκε ένα μικρό κουτάκι. Το άνοιξε και είδε τη νιφάδα που έλαμπε στο φως. Δεν ήταν κανένα πανάκριβο κόσμημα, αλλά ήταν όμορφο. Ένα δάκρυ έπεσε από το μάτι της. Και αμέσως, έτρεξε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε: «Σ' αγαπώ, Άι καραντινούλη. Και του χρόνου».

«Καλά Χριστούγεννα, αγάπη μου».

Εκείνη τη νύχτα, το σπίτι τους έγινε μια μικρή φάτνη, όπου ξαναγεννήθηκε ο έρωτας τους.

Ο τεράστιος πράσινος φιόγκος - Ελένη Μπινιάρη

Η Πηνελόπη έστρεψε το χλωμό πρόσωπό της ψηλά και, μέσα στα σκουρόχρωμα μάτια της, καθρεφτίστηκαν τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα, που ζωγράφιζαν περίτεχνα σχέδια στο μαύρο φόντο του ουρανού.

Οι φωνές και τα έντονα γέλια που ηχούσαν στα αυτιά της την έκαναν να ρίξει μια ματιά στα γύρω σπίτια. Όλοι ήταν καλοντυμένοι μέσα στα γιορτινά τους ρούχα και υποδέχονταν τον νέο χρόνο με σφιχτές αγκαλιές και τα πιο λαμπερά τους χαμόγελα.

Ένα δάκρυ ακροβατούσε στην άκρη του ματιού της και, πριν προλάβει να κυλήσει ζεστό στο μάγουλο της, η Πηνελόπη γύρισε το κεφάλι της ξανά στα πυροτεχνήματα. Έσβηναν σιγά σιγά και ο ουρανός έπαιρνε πάλι το σκούρο, μαύρο χρώμα του.

Τύλιξε σφιχτά το μάλλινο σάλι της, που ανέμιζε, γύρω από τους ώμους της και μπήκε πάλι βιαστικά στο σπίτι. Πλησίασε το τζάκι, άπλωσε τα κοκαλωμένα χέρια της κοντά στη φωτιά και μόλις ένιωσε ότι μπορούσε να τα κουνήσει με ευκολία, έπιασε την κανάτα με το ζεστό κρασί και γέμισε το ποτήρι της.

«Καλή χρονιά, παιδιά μου, με υγεία» αναστέναξε δυνατά καθώς οι μυρωδιές από την κανέλα και τα άνθη πορτοκαλιού γαργαλούσαν τον ουρανίσκο της.

Έκλεισε τα μάτια της και παρέδωσε το κορμί της στην αγκαλιά της δερμάτινης πολυθρόνας. Σαράντα χρόνια ζούσε σε εκείνο το σπίτι και κάθε Πρωτοχρονιά ήταν ξεχωριστή και όμορφη, γεμάτη γέλια και τραγούδια. Η σιωπή που απλωνόταν γύρω της, μαζί με το γλυκό κρασί, την έκαναν να χαλαρώσει δίπλα στη ζεστασιά της φωτιάς.

Ξαφνικά, ένας δυνατός ήχος ακούστηκε και άνοιξε τα μάτια της σαστισμένη. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο• έδειχνε μία και σαράντα. Είχε αποκοιμηθεί αρκετή ώρα, ένιωθε όμως αδύναμη να σηκωθεί και έκλεισε πάλι τα μάτια της.

Ο ήχος ακούστηκε ξανά, πιο επίμονος αυτή τη φορά -ερχόταν από έξω. Η καρδιά στο στήθος της χτυπούσε δυνατά. Έπιασε το σίδερο που είχε δίπλα στο τζάκι, για να ανακατεύει τα κούτσουρα, και πλησίασε την πόρτα.

«Ποιος είναι;» φώναξε.

Ο χτύπος γινόταν όλο και πιο γρήγορος. Άναψε το έξω φως και δειλά δειλά μισάνοιξε την πόρτα, ίσα που χωρούσε το κεφάλι της, για να δει τι συνέβαινε. Ένα κουτί. Ένα γυαλιστερό κόκκινο κουτί με έναν τεράστιο πράσινο φιόγκο βρισκόταν στο κατώφλι της. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο. Έμεινε λίγα λεπτά ακίνητη και ξάφνου, με μια γρήγορη κίνηση, άνοιξε διάπλατα την πόρτα και έσκυψε να το πιάσει.

«Έκπληξηηηηη».

«Αααα» πετάχτηκε στον αέρα και το σίδερο έφυγε από το χέρι της.

«Γιαγιά σε τρομάξαμε;» η μικρή Πόπη έτρεξε να την αγκαλιάσει.

«Καλή χρονιά» φώναξαν με μια φωνή οι υπόλοιποι.

Η Πηνελόπη ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια της απορημένη.

«Μαμάκα, καλή χρονιά» η κόρη της πλησίασε και της χάιδεψε το πρόσωπο.

«Τι κάνετε εδώ; Πώς ήρθατε;».

«Μανουλίτσα, μόνη θα σε αφήναμε τέτοια μέρα; Συγγνώμη που αργήσαμε, θα σου τα εξηγήσουμε όλα» τη φίλησε γλυκά ο κανακάρης της και η καρδιά της αγαλλίασε.

«Πάμε μέσα, θα κρυώσετε» άνοιξε τρυφερά τα χέρια της και τους αγκάλιασε.

Το σπίτι, μέσα σε μια στιγμή, γέμισε φως από τα γέλια και τα τραγούδια όλων και τα μάτια της Πηνελόπης έλαμψαν πάλι σαν δυο μικρά, πολύχρωμα πυροτεχνήματα.

Η Μάγισσα των Χριστουγέννων - Αγγελική Βιδάλη

Οι φετινές μέρες πριν τα Χριστούγεννα είχαν κάτι το διαφορετικό. Όλοι συμφωνούσαν πως κάτι έλειπε... Πράγματι έλειπε κάτι και γι' αυτό ευθυνόταν η μάγισσα των Χριστουγέννων.

Όχι, μην αρχίσετε να φαντάζεστε ψηλόλιγνες φιγούρες, ιπτάμενες σκούπες, γαμψά μαύρα νύχια και κατακόκκινες μπούκλες να στριμώχνονται κάτω από μυτερά καπέλα.

Η μάγισσα των Χριστουγέννων λέγεται Mol και είναι μια συμπαθητική ηλικιωμένη περίπου... χιλίων ετών, που ζει σε μια καλύβα έξω από την Τλαξκάλα, στο Μεξικανικό οροπέδιο, στο δυτικό άκρο της Ανατολικής Σιέρρα Μάδρε.

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, την ημέρα των γενεθλίων της, την 13η Δεκεμβρίου, στο μεγάλο καζάνι που βρισκόταν ακριβώς έξω από την καλύβα της, έφτιαχνε το μαγικό φίλτρο των Χριστουγέννων ακολουθώντας μια μυστική συνταγή, την οποία της παρέδωσε η προκάτοχος της την ημέρα των 1000στων γενεθλίων της.

Τλαξκάλα, Μεξικό 13 Δεκεμβρίου 2020

Φέτος, η γριά Mol θα γινόταν 1000 ετών ακριβώς. Ανήμερα των γενεθλίων της, λοιπόν, βγήκε από την καλύβα της σέρνοντας τα πόδια της και, κρατώντας σφιχτά με τα ροζιασμένα της δάχτυλα τον κιτρινισμένο πάπυρο με τα υλικά παρασκευής του φίλτρου, ξεκίνησε την αρχαία τελετουργία.

Το φίλτρο έπρεπε να είναι έτοιμο μέχρι τη δύση του ηλίου. Ύστερα, οι τρεις ιεροί αετοί είχαν το καθήκον να πετάξουν μαζί με το φίλτρο και να ραντίσουν όλο τον κόσμο απ' άκρη σ' άκρη, μέχρι την Παραμονή των Χριστουγέννων. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά ... όλοι θα ξεχνούσαν τα Χριστούγεννα και θα χάνονταν για πάντα...

Η Mol μουρμούρισε ένα ξόρκι και έριξε μερικά σπόρια καλαμποκιού στο καζάνι, μικρά μπουκαλάκια που περιείχαν αρχαίες σκόνες, αφυδατωμένους καρπούς και αποξηραμένα άνθη κουδούνιζαν στις φαρδιές τσέπες του φορέματος της.

Έριξε λίγο από όλα, όμως, ήταν και κάτι που παρέμεινε καταχωνιασμένο στη δεξιά της τσέπη. Όλες οι αισθήσεις της μάγισσας είχαν εξασθενήσει καθώς και η μνήμη της. Έτσι, λοιπόν, δεν αναζήτησε ποτέ αυτό το μυστικό συστατικό που ήταν όμως απαραίτητο όσο τίποτα άλλο για την επιτυχία του φίλτρου.

Αύριο θα παρέδιδε τα σκήπτρα στην αντικαταστάτρια της, τη μικρή μάγισσα Cαuac.

Η Cauac μην αντέχοντας να περιμένει άλλον ένα χρόνο, ώστε να μυηθεί στην μυστικιστική αυτή τελετουργία, κρύφτηκε πίσω από μια στοίβα ξύλα στην αυλή της Mol περιμένοντας τη να βγει για να εκπληρώσει και φέτος το ιερό της καθήκον.

Η αλήθεια είναι πως η μικρή Cauac είχε κάνει το ίδιο και την προηγούμενη χρονιά, οπότε με τρόμο συνειδητοποίησε την απροσεξία της γριάς μάγισσας.

Οι ιεροί αετοί πετώντας σε τριγωνικό σχηματισμό έκαναν τρεις γύρους πάνω από την καλύβα της Mol και ύστερα προσγειώθηκαν στην αυλή της. Η Mol είχε αποσυρθεί στην καλύβα εξουθενωμένη, με το πολύτιμο μπουκαλάκι που περιείχε γέλια παιδιών, ξεχασμένο στη φαρδιά της τσέπη.

Η Cauac δεν ήξερε τι να κάνει. Απαγορευόταν αυστηρά να επέμβει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τη Mol στην παρασκευή του φίλτρου και οι αετοί είχαν ήδη ξεκινήσει για το ιερό τους ταξίδι.

Η Cauac παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια της σφιχτά . Η βροχή ήταν η μαγική της δύναμη...

Παρίσι παραμονές Χριστουγέννων 2020

Η μικρή Σοφί, που μετρούσε τις στάλες της βροχής που έπεφταν στο τζάμι του δωματίου της, γέλασε με ενθουσιασμό... Ναι, καλά είχε δει• οι σταγόνες περιείχαν χρυσόσκονη!

Εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο χαμογελούσαν, αυτήν τη στιγμή, λόγω της μαγικής βροχής από χρυσόσκονη που έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή τους!

Και, κάπου μακριά, η Cauac χαμογελούσε και εκείνη, επειδή είχε καταφέρει να σώσει τα φετινά Χριστούγεννα.

Το χρυσάφι των καλικάντζαρων - Λίζη Χανδακάρη

Όλοι ξέρουμε τους καλικάντζαρους -εκείνα τα μαυριδερά και κακοσούλουπα πλάσματα που ξεμυτίζουν μέσα από τη γη, το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Τα παλιά χρόνια, έξω από τα σπίτια, ζωγράφιζαν σταυρούς, κρεμούσαν αρμαθιές με σκόρδα κι άλλα πολλά έκαναν μπας να τους ξεγελάσουν, ώστε να μην τρυπώσουν μέσα και τ' ανακατώσουν όλα.

Η φωτιά στο τζάκι, όλο το δωδεκαήμερο, δεν έπρεπε να σβήνει -από τις καμινάδες τρύπωναν πάντοτε! Οι καλικάντζαροι, λένε κάποιοι, πως είχαν μπόλικο χρυσάφι φυλαγμένο, κανείς, όμως, δεν ξέρει το μέρος που το κρύβουν, αλλά κάποτε σε κάποιους, με κάποιον τρόπο. το φανερώνουν...

Σ' ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια γριούλα, σ' ένα καλύβι. Κοντοζυγώναν τα Χριστούγεννα και είχε φυλαγμένα καρύδια και σταφίδες, να μοιράσει στα παιδάκια που θα έρχονταν για τα κάλαντα. Σαν έπεσε το σκοτάδι, κάθισε δίπλα στη φωτιά να ζεσταθεί. Κοιμήθηκε για τα καλά ενώ, στα πόδια της, κούρνιαζε η γάτα της.

Ύστερα από λίγη ώρα, ξύπνησε από τις αγριάδες της γάτας -η φωτιά είχε σβήσει. Από την καμινάδα, είχαν τρυπώσει καλικάντζαροι! Κάθονταν τρομαγμένοι σε μια γωνιά. Η γάτα τους έδειχνε τα δόντια και τα νύχια της. Η γριούλα πετάχτηκε, πήρε ένα σκόρδο και έναν σταυρό.

«Όχι μην μας κάνεις κακό...Εμείς θέλαμε λίγα καρύδια και σταφίδες...» είπαν οι καλικάντζαροι.

«Δεν τα έχω για εσάς αυτά! Να πάτε από εκεί που ήρθατε!» φώναξε εκείνη.

Πήρε το λυχνάρι να τους δει καλύτερα• ήταν δώδεκα μικροσκοπικοί καλικάντζαροι. Ο ένας είχε ένα χέρι πιο μακρύ από το άλλο, ο άλλος είχε μάτια σαν της κουκουβάγιας, ένας άλλος είχε μύτη μέχρι το πάτωμα...Αστείοι ήταν! Της θύμισαν μικρά παιδιά μασκαρεμένα...

Η γριούλα άρχισε να γελά, πήρε τη γάτα της αγκαλιά, άνοιξε την πόρτα και τους άφησε να φύγουν. Τότε, ο μικρότερος απ' όλους της λέει κλαψουρίζοντας «Ξέρεις γιατί τρυπώνουμε στα σπίτια; Τα φαγιά σας είναι καλύτερα από τα δικά μας. Μόνο που είμαστε λίγο αδέξιοι...σαν παιδιά...».

Η γριά δε μίλησε, μονάχα τους έδωσε τις σταφίδες και τα καρύδια. Εκείνοι τ' άρπαξαν και χάθηκαν στη στιγμή. «Ας είναι...Απ' τα παράξενα γεννήματα του κόσμου είναι κι αυτά» σκέφτηκε.

Την άλλη μέρα, βρήκε στην πόρτα της ένα ολόχρυσο φλουρί. Μ' εκείνο το φλουρί, πήγε στην αγορά, πήρε καλούδια για όλο το χωριό και ένα μεγάλο ψάρι για τη γάτα της! Τα μοίρασε και γύρισε στο καλύβι της. Εκεί, σαν άνοιξε τον τέντζερι να μαγειρέψει, τον βρήκε ως πάνω με φλουριά. Από τότε, τίποτα δεν της έλειψε κι ό,τι είχε το μοίραζε, όπως έκανε πάντα.

Οι καλικάντζαροι τής έδωσαν το χρυσάφι τους για το καλό που τους έκανε, είπαν οι χωριανοί. Κάποιο άλλοι είπαν πως εκείνοι οι καλικάντζαροι ήταν μεταμορφωμένοι άγγελοι ή οι δώδεκα μαθητές του Χριστού ή κάποια καλά ξωτικά του δάσους που ήρθαν να τη δοκιμάσαν, όπως στα παραμύθια. Το χρυσάφι, όμως, το είχε πάντοτε μέσα στην καρδιά της και τούτη είναι η αλήθεια. Αν θέλετε να ξέρετε ένα καλικαντζαράκι ήρθε και μου το είπε!

Χριστουγεννιάτικη ιστορία - Αθηνά Βασιλική Βιδινιώτη

«Μα γιατί να στολίσουμε από τώρα;» είχε ρωτήσει ο Παύλος και το χαμόγελο της ήταν η μόνη απάντηση καθώς κρεμούσε ακόμα μια σειρά λαμπάκια στο δέντρο.

Η αλήθεια ήταν ότι, αρχές Νοεμβρίου, ήταν θεωρητικά νωρίς για Χριστούγεννα, αλλά ένιωσε την ανάγκη να δώσει λίγη λάμψη στο σπίτι που της είχε φανεί τόσο άδειο όταν γύρισε εκείνο το μεσημέρι από το γραφείο.

«Γιατί από τη Δευτέρα θα δουλεύω από εδώ» απάντησε χαμογελώντας και έπιασε την επόμενη γιρλάντα. «Θα με βοήθησεις;» ρωτησε και χαμογέλασε καθώς τον είδε να πιάνει την τσάντα με τις μπάλες και τον άκουσε να μουρμουράει σιγανά.

Λίγες ώρες μετά, είχε βάλει μόνος του τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο youtube και σιγοτραγουδούσε μαζί με τη Μαράια για το τι θέλει για τα Χριστούγεννα. Τον χάζευε χαμογελώντας καθώς κρεμούσε τα φωτάκια στο δέντρο.

Όταν τέλειωσαν το δέντρο, κάθισαν στον καναπέ και το χάζευαν μαζί χαμογελώντας.

«Είχα μια είδηση, σήμερα» του είπε, μετά από λίγα λεπτά, τη φίλησε στα μαλλιά και περίμενε.

«Με πήρε ο κος. Αγγέλου, το μεσημέρι» σμούλωσε ακόμα πιο κοντά στα πλευρά του και άκουγε την καρδιά του να χτυπάει. Μετά από τρία χρόνια και πολλές προσπάθειες, άκουσε τα πολυπόθητα νέα.

«Και;» η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς περίμενε την συνέχεια.

«Είμαι έγκυος» είπε σιγανά και, για λίγα δευτερόλεπτα, η σιωπή έμοιαζε να σκεπάζει τον χώρο σαν σεντόνι.

Στο επόμενο καρδιοχτύπι, την είχε σηκώσει και την αγκάλιασε σφιχτά.

«Αγάπη μου!».

«Η επόμενη άνοιξη θα μας βρει με νέο μέλος...Χρόνια μας πολλά, αγάπη μου» του είπε και τον φίλησε.

Η ευχή - Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου

Στην πίσω αυλή ενός παλιού, εγκαταλελειμμένου σπιτιού, ανάμεσα σε παλιατζούρες, ζούσε ένα έλατο. Γερμένο πάνω στον φράχτη, με τα κλαδιά του γεμάτα σκόνη, κοίταζε θλιμμένο τον κόσμο πέρα από τα σύρματα.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Από την απέναντι πολυκατοικία, ξεχύνονταν φώτα και μουσικές. Ένα ψηλό χριστουγεννιάτικο δέντρο πρόβαλε από το παράθυρο του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου. Ήταν ντυμένο με πολύχρωμα στολίδια και φορούσε ένα ολόχρυσο αστέρι στην κορυφή.

Πόσο ζήλεψε το έλατο σαν το είδε! Εκείνο δεν είχε τίποτα να φορέσει πέρα από τη μοναξιά του. Αναστέναξε βαθιά. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που γελαστά αγγελούδια με διάφανα φτερά φώλιαζαν στα κλαδιά του και χρυσόσκονη πασπάλιζε τα λεπτά του φύλλα; Δε θυμόταν πια.

«Γιατί αναστενάζεις;» ρώτησε ξάφνου μια βελούδινη φωνή. Το έλατο σήκωσε απορημένο το βλέμμα στον ουρανό. Ένα αστέρι είχε χαμηλώσει πάνω από τον φράχτη και το παρατηρούσε. Τα 'χασε για λίγο.

«Κουράστηκα ν' αναπολώ παλιά Χριστούγεννα» αποκρίθηκε μόλις βρήκε πάλι τη λαλιά του «Να προσμένω ένα χέρι συμπονετικό να μ' αγγίξει τρυφερά, ένα ζευγάρι μάτια να θαυμάσουν τη θωριά μου. Εύχομαι...».

«Τι εύχεσαι;» έκανε το αστέρι ανυπόμονα και το φως του τρεμούλιασε.

Είχε ακούσει τ' αδέλφια του να λένε πως τα άστρα είχαν τη δύναμη να πραγματοποιούν ευχές, μα δεν ήξερε τον τρόπο. Θα τον ανακάλυπτε όμως. Είχε ξυπνήσει μέσα του μια βαθιά επιθυμία να κάνει το έλατο ευτυχισμένο. Πήγαινε καιρός που το 'χε πρωτοδεί, μα δε βρήκε ποτέ το θάρρος να του μιλήσει μέχρι εκείνο το βράδυ. Ίσως έφταιγε που τώρα έδειχνε πιο μόνο από ποτέ.

«Να, εύχομαι να ήμουν και πάλι λουσμένο στο φως, με τα κλωνιά μου ντυμένα στα χρυσά» είπε το δέντρο με λαχτάρα. «Έτσι, ίσως κάποιος να μπορούσε και πάλι να με αγαπήσει», συμπλήρωσε από μέσα του.

«Πες πως έγινε κιόλας!» σκέφτηκε το άστρο κι έκλεισε τα μάτια του μεμιάς. Άφησε τον πόθο του να το συνεπάρει. Τότε, με ένα δυνατό τράνταγμα, ξεκόλλησε από το ουράνιο στερέωμα. Φοβήθηκε. Μα δε δείλιασε.

Άρχισε να πέφτει, αφήνοντας πίσω του ένα χνάρι από φωτιά. Το έλατο απέμεινε να κοιτά μαγεμένο κι έντρομο συνάμα. Τι συνέβαινε; Το άστρο γλιστρούσε προς το μέρος του γοργά. Η καρδιά του δέντρου σκίρτησε. Τα κλαδιά του υψώθηκαν, θαρρείς από μόνα τους, προς τον ουρανό. Το πεφταστέρι γραπώθηκε από αυτά, ζαλισμένο.

Ρίγησε ολόκληρο το έλατο. Ζεστασιά τύλιξε τα σωθικά του. Η παγωνιά του χειμώνα δεν το άγγιζε πια. Τα κλαδιά του έλαμπαν χρυσαφένια. Και το χρυσάφι που τα στόλιζε ήταν καμωμένο από τη λάμψη ενός αληθινού άστρου! Ενός άστρου που ήταν τώρα ολόδικό του, καθισμένο καμαρωτά στην κορυφή του.Πλημμύρισε από αγάπη γι' αυτό το τοσοδούλικο, λαμπερό πλάσμα. Λεπτές αχτίδες και κλωνάρια έσμιξαν τρυφερά.

Κόσμος μαζεύτηκε ολόγυρα, κοιτώντας θαμπωμένος το πρωτόγνωρο θέαμα: ένα αστέρι κι ένα έλατο αγκαλιασμένα.

«Όμορφα που είναι!» αναφώνησε ένα κοριτσάκι και κόλλησε τη ρόδινη μυτούλα του στον φράχτη για να δει καλύτερα.

«Πράγματι!» κατένευσε η μητέρα του.

Ωστόσο, το έλατο δεν άκουσε τίποτα. Παραδομένο στην απόλυτη ευτυχία του, αγνοούσε τι συνέβαινε γύρω του. Η ευχή του είχε πραγματοποιηθεί.

Γράφοντας μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία - Κώστας Γιαβής

Παρασκευή, επιτέλους! Η εβδομάδα που πέρασε ήταν από τις πιο δύσκολες. Γύρισε κατάκοπος στο μικρό διαμέρισμα. Είχε ήδη νυχτώσει. Ζεστό μπάνιο, παραγγελία για κινέζικο και ετοίμασε μια κανάτα αρωματικό καφέ. Η νύχτα προβλεπόταν να είναι μεγάλη.

Σε δύο εβδομάδες, ήταν Χριστούγεννα. Αύριο το πρωί, έληγε η προθεσμία υποβολής της ιστορίας που έπρεπε να γράψει για τη συλλογική έκδοση με τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα. Έκατσε στο γραφείο μπροστά στον υπολογιστή. Ο κέρσορας αναβόσβηνε, αλλά αυτός είχε κολλήσει. Η στιγμή που περιμένεις να περάσει η έμπνευση από πάνω σου και να ξεκινήσεις.

Προσπάθησε να ανακαλέσει στη μνήμη του τα παιδικά του Χριστούγεννα. Σχεδόν μέχρι να πάει γυμνάσιο, ο πατέρας του έλειπε από το σπίτι τις γιορτές. Μηχανικός σε φορτηγό πλοίο, μια έξω από την Αργεντινή, μια έξω από την Ινδία, έστελνε τις ευχές του από το τηλέφωνο, γεμάτες παράσιτα και πολλά χιλιόμετρα.

Τα Χριστούγεννα που υπηρετούσε τη θητεία του, αυτό που του είχε μείνει ως ανάμνηση ήταν τα δύο μέτρα χιόνι στο φυλάκιο του Έβρου, ένα αυτοσχέδιο στολισμένο δεντράκι από στρατιωτικές κονσέρβες και άφθονο τσίπουρο, παρέα με άλλους πέντε ταλαίπωρους.

Κάθε χρονιά σχεδόν, αφότου ξεμπέρδεψε με τον στρατό, τα Χριστούγεννα τον έβρισκαν σε διαφορετική χώρα και πόλη. Σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι. Ταξίδευε συνέχεια, φωτογράφιζε, έγραφε, γευόταν την τοπική κουζίνα, προσπαθούσε να νιώσει το πνεύμα των εορτών σε κάθε τόπο που επισκεπτόταν. Γέμιζε εικόνες και εμπειρίες. Αλλά παρέμενε άδειος από ουσιαστικές επαφές. Πάντα κάτι έλειπε.

Βασικά, δεν του πολυάρεσε αυτή η περίοδος με τα λαμπιόνια, τα κάλαντα και την υπερβολική εξωστρέφεια. Ήταν το τέλος κάθε χρονιάς, ιδανική στιγμή για τον απολογισμό και την επακόλουθη απογοήτευση. Απογοήτευση για αυτά που δεν είχε κάνει, για αυτά που δεν κατάφερε να ζήσει. Για αυτήν την κοπέλα που δεν είχε καταφέρει να της μιλήσει, να της πει τι νιώθει. Κι ας γνωρίζονταν από παιδιά, στην ίδια γειτονιά. Και τώρα, ήταν η ιδιοκτήτρια του μπιστρό στο πάρκο απέναντι από το σπίτι του.

Ο κέρσορας συνέχιζε να αναβοσβήνει σε λευκή σελίδα. Άρπαξε το παλτό του και βγήκε έξω. Στην είσοδο της πολυκατοικίας, έπεσε πάνω στον διανομέα από το κινέζικο. Πλήρωσε και του χάρισε το πακέτο με το φαγητό.

Βγήκε στον άδειο και παγωμένο δρόμο. Ένα ψιλό χιονόνερο άρχισε να πέφτει. Περνώντας μέσα από το πάρκο, ένιωσε τα ψηλά γυμνά δέντρα να χορεύουν όπως φυσούσε.

Έξω από το μπιστρό, στάθηκε. Ένα ζευγάρι μόλις έφευγε. Από τη μεγάλη θολωμένη τζαμαρία, την είδε πίσω από τον πάγκο. Έγραφε σε ένα μικρό τετράδιο.

Δεν τον κατάλαβε που μπήκε μέσα, τόσο απορροφημένη ήταν στο γραπτό της. Την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και όλα τα προηγούμενα Χριστούγεννα, που είχε περάσει μόνος του, ξαφνικά έσβησαν από το μυαλό του.

Της έπιασε το χέρι. Αυτή δεν τρόμαξε, σαν να τον περίμενε. Σταγόνες έπεσαν πάνω στο χειρόγραφο.

«Θα φτιάξω Glühwein» του είπε. «Έχουμε μια ιστορία να γράψουμε απόψε».

Christmas Carol - Στέλλα Κουρμούλη

Λονδίνο, Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 1984

Αδελφική μου φίλη,

Θα ενθουσιαστείς με τα νέα που σου έχω. Απ' τη χαρά μου, γελούν τα μέσα μου. Τα πιο βαθιά. Συγκίνηση που δε χωρά σε λόγια! Είχα κι αυτή τη διαίσθηση όλο το πρωί...

Πριν λίγο, πήρα επιτέλους την απάντηση που εσύ μονάχα ξέρεις με πόση λαχτάρα περίμενα. Κι η αγωνία μου τελείωσε. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου ακούστηκε σαν τα καμπανάκια στο έλκηθρο του Άι Βασίλη που το σέρνουν τάρανδοι, φορτωμένο με το σπουδαιότερο δώρο ζωής.

Το παιδί μου! Τα λόγια της κοινωνικής λειτουργού βάλσαμο: «Εγκρίθηκε η εφ' όρου ζωής υιοθεσία. Ένα νέο κεφάλαιο στην κοινή σας ζωή ξεκινά». Αχ, φίλη μου! Φαντάζεσαι πώς ένιωσα! Μου κόπηκε η ανάσα. Έπιασα την καρδιά μου να δω αν χτυπάει. Έτρεχε, δεν χτυπούσε απλά. Ακόμα τρέχει, συγκινημένη. Κι ακόμα κλαίω. Δε μπορώ να σταματήσω. Τόση ευτυχία!...

Το πιστεύεις; Μα εσύ, ναι, πάντα έχεις πίστη. Σ' ευγνωμονώ γι' αυτό. Πόσο με νοιάζεσαι και συμμερίζεσαι τις ανησυχίες μου χρόνια τώρα! Πόσο κουράγιο μού δίνεις, λατρεμένη μου Wendy! Χάρη σε σένα συνέχισα να ελπίζω. Κι η ελπίδα, όπως μου λες πάντα, δεν πεθαίνει ποτέ. Είναι αιώνια.

Πόσο θα 'θελα να 'σουν εδώ, τώρα! Να υποδεχόμασταν μαζί το μωρό μου στο καινούριο του σπιτικό. Θα το δεις, όμως, σε λίγους μήνες που θα επιστρέψεις απ' την Ελλάδα. Ρούφα όσο ήλιο μπορείς. Εδώ, έχει παγωνιά. Μα σαν να καλοκαίριασε στην καρδιά μου!

Σιγοτραγουδώ ένα υπέροχο τραγούδι των Wham που κυκλοφόρησε αρχές του μήνα και παίζεται παντού. Μ' αυτό, θα νανουρίζω το μικρό μου. Αλλάζω τους στίχους... «Last Christmas, I gave you my heart, but the very next year they gave me a chance. This year, I'll save us from tears, you'll always be my precious». Αλλάζω τη ζωή μας.

Σ' αγαπώ πάντα,

Carol

Σαν αληθινοί - Χριστίνα Ποτήρη

Έκανα να τεντωθώ, αλλά ήταν αδύνατον. Προσπάθησα λίγο να ισιώσω τον κορμό μου, δεν τα κατάφερνα όμως . Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ξεκουράστηκα αρκετά όλους αυτούς τους μήνες. Ιδιαίτερα, στην αρχή, το χρειαζόμουν, μετά την ορθοστασία των τελευταίων είκοσι τεσσάρων ημερών.

Αν υπολόγιζα σωστά, ήμουν κλεισμένο τριακόσιες σαράντα δύο μέρες. Όχι και λίγες. Σε αυτό το διάστημα, βέβαια, υπήρχε μια αναστάτωση. Ο ύπνος μου διεκόπη αρκετές φορές• άνοιγε κι έκλεινε η πόρτα και το φως. Τέσσερις, για να πάρουν τις βαλίτσες, τέσσερις, για να τις αφήσουν, άλλη, για να πάρουν την ομπρέλα με τις καρέκλες, μετά να τις ξαναβάλουν πίσω. Μετά έψαχναν κάτι κουτιά με φωτογραφίες.

Όταν έφτασαν οι τριακόσιες μέρες, άρχισα να μουδιάζω από την πολύ ξάπλα. Ανυπομονούσα να κάνω την εμφάνιση μου. Δύο μέτρα κορμοστασιά, αλλά έτσι όπως με είχαν τοποθετήσει, ένιωθα κοντό.

Στις τριακόσιες σαράντα δύο μέρες, άκουσα την πόρτα που άνοιγε και μαζί παιδικές φωνές και παλαμάκια. Δυο χέρια σαν δαγκάνες με έπιασαν και με τράβηξαν προς τα κάτω. Η χαρά μου, όταν επιτέλους είδα το φως, ήταν ανυπολόγιστη.

Κοίταξα γύρω μου, ο χώρος ήταν γνωστός. Τα πρόσωπα που με κοίταζαν ήταν τα ίδια, εδώ και τέσσερα χρόνια, μόνο τα δύο μωρά, που είχα δει την προηγούμενη χρονιά, τώρα περπατούσαν και μιλούσαν.

Σιγά σιγά, ανέκτησα πάλι το ύψος μου. Δύο και δέκα παρακαλώ. Κούκλος. Άρχισα να τεντώνομαι. Σκέτη απόλαυση. Απέναντί μου, ήταν ο καθρέφτης και κοιτάχτηκα με τρόπο. Με θαύμασα με τέτοιο παράστημα που είχα.

Μετά άρχισε η περιποίηση. Το γλυκό πράσινο χρώμα μου έκανε τέλειους συνδυασμούς με το κόκκινο, το χρυσό, το ασημί, το μπορντώ. Τα μέλη μου βάραιναν γλυκά από μπάλες, αγγελάκια, αστεράκια, καμπανούλες που καθόντουσαν πάνω στα κλαδιά μου. Ήμασταν χωρισμένοι τριακόσιες σαράντα δύο μέρες. Μου ερχόντουσαν δάκρυα που βρισκόμασταν πάλι όλοι μαζί.

Το ένα από τα δύο μικρά παιδιά ήρθε κοντά μου και έβαλε μια χρυσή κλωστή που πάνω της κρεμόταν μια πανέμορφη νεράιδα -δεν την είχα ξαναδεί. Στο από πάνω κλαδί, ήρθε το άλλο παιδάκι και μου κρέμασε έναν καρυοθραύστη ντυμένο με κοκκινόμαυρα ρούχα, που δε μου θύμιζε τίποτα. Έκανα νόημα στα στολίδια να καλωσορίσουν τους καινούργιους μας φίλους. Η ασημένια μπάλα, από το τέταρτο κλαδί, γύρισε λίγο και τα κοίταξε.

Η τελευταία λεπτομέρεια στο στόλισμα μου ήταν το κόκκινο αστέρι στην κορυφή μου. Η μορφή μου είχε πια ολοκληρωθεί. Γύρισα περήφανα προς τον καθρέφτη και είδα το είδωλό μου. Την πολυτελή μου εμφάνιση συμπλήρωσαν τρεις σειρές φωτάκια που αγκάλιασαν τον κορμό μου. Ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος.

Όλο το βράδυ τα φωτάκια αναβόσβηναν ρυθμικά και ζέσταιναν την καρδιά μου. Τα στολίδια χουχούλιασαν πάνω στα φουντωτά μου κλαδιά και έκατσαν πιο αναπαυτικά. Η μικρή νεράιδα τρεμόπαιξε τα μάτια της στον καρυοθραύστη. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά. Η καμπανούλα κουνήθηκε δεξιά και αριστερά και έβγαλε μικρούς χαρούμενους ήχους. Η ασημένια μπάλα στο τέταρτο κλαδί έσπρωξε τη νεράιδα και τη βοήθησε να ανέβει πιο ψηλά για να είναι δίπλα στον ξύλινο καρυοθραύστη.

Όλα ήταν τέλεια Σε λίγες μέρες, ξημέρωναν Χριστούγεννα κι ήμασταν όλοι εκεί, τόσο όμορφοι....σαν αληθινοί.

Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε