Εγκλωβισμένοι στον χρόνο

Νύχτα Συγχώρεσης - Βάσω Διαμαντή

Ένα σφιχτά βρασμένο αυγό, κρεμασμένο σε μια κλωστή, κάνει τον γύρο των στομάτων όλης της οικογένειας, στο βραδινό αποκριάτικο τραπέζι.

«Το στόμα κλείνει με αυγό και ξανά ανοίγει με αυγό, το βράδυ της Ανάστασης» αυτό έλεγε πάντα η μάνα μου. Όποιος πιάσει το «χάσκα» θα είναι καλά ως το Πάσχα.

Αυτό με το κλειστό στόμα, όμως, φέτος μού έφερνε ένα κακό προαίσθημα, έναν κόμπο στον λαιμό.

Μια ώρα μετά, φορώντας από ένα καπελάκι - εγώ ένα χαρούμενο ροζ και η αδελφή μου ένα μαύρο βαμπιρικό - κατηφορίζαμε στην πλατεία του χωριού, όπου είχε ανάψει ήδη ο φανός. Ένα μεγάλο βουνό από κέδρους στοιβαγμένο στην άκρη και μια φωτιά στη μέση. Μια φωτιά ζωντανή, που μιλούσε, που ανέπνεε, που μας καλούσε, που μας κοιτούσε απειλητικά...

Έτριζαν και φώναζαν οι κέδροι όταν έπεφταν στη φωτιά, πετούσαν σπίθες παντού. Και γύρω τους ένας χορός από χαρούμενος ανθρώπους πιασμένους χέρι χέρι: ένας πειρατής, μια γκέισα, ένας δράκουλας, μια τσιγγάνα. Γέλια και τραγούδια.

«Ποιος τον σέρνει τον χορό, το γουμάρι το τρανό...», «Τις τρανές τις αποκριές αποκρεύουν το τυρί, αποκρεύουν και...» και κρασί και σουβλάκια και κομφετί και σερπαντίνες και βαρελότα και-

Αυτό το βλέμμα θα μπορούσα να το ξεχωρίσω ανάμεσα σε χιλιάδες, ακόμα και πίσω από μια απλή ολόμαυρη μάσκα. Ένα βλέμμα τόσο γνώριμο αλλά ταυτόχρονα απροσδιόριστο. Με κοιτούσε επίμονα, πύρινα, με έκαιγε. Και, ξαφνικά, η μαύρη φιγούρα με το φλογερό βλέμμα με πλησίασε, έσκυψε και μου ψιθύρισε στο αυτί. Και πάγωσα και έβαλα τα κλάματα. Και δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά, το στόμα μου σφράγισε.

«Έλα τι κάνεις; Φεύγουμε; Κρύωσα λίγο» άκουσα την αδελφή μου να με φωνάζει. Μάταια προσπαθούσα να μιλήσω, μόνο έκλαιγα.

Στο σπίτι μας, περίμεναν να «'σχωρεθούμε». Κάθαρση, συγχώρεση που έρχονται με ένα χειροφίλημα στους μεγαλύτερους. «'σχωρεμένα».

Συγχωρεμένα, λοιπόν, στη βραδιά της συγχώρεσης. Και, σε αυτήν τη βραδιά, εγώ ήμουν άλαλη, με μια βαθιά αίσθηση και ανάγκη να ζητήσω συγχώρεση. Αλλά από ποιον; Και πώς χωρίς φωνή;

Πήγα για ύπνο με την ελπίδα η αυριανή, καθαρή ημέρα, να με βρει ξαλαφρωμένη και με φωνή.

Ξύπνησα από έναν ύπνο βαθύ που πιο πολύ ήταν σαν λιποθυμία. Παράξενο• δεν άκουγα τίποτα στο σπίτι. Κατέβηκα στην κουζίνα και είδα ένα σφιχτά βρασμένο αυγό να κρέμεται από την κλωστή και να περιμένει να κάνει τον γύρο των στομάτων!

«Το στόμα κλείνει με αυγό και...» Τι γίνεται;

Μια ώρα μετά, κατηφορίζαμε στον φανό, έβλεπα τα ίδια πρόσωπα, τους ίδιους μασκαράδες, άκουγα τα ίδια τραγούδια και να το πάλι το οικείο βλέμμα, τα ίδια λόγια στο αυτί μου και «Έλα τι κάνεις...»

Μα τι γίνεται, επιτέλους; Πίσω στο σπίτι, επαναλαμβάνονταν όλα με την ίδια σειρά και εγώ, με έναν κόμπο στον λαιμό και στην ψυχή, προσπαθούσα να καταλάβω τι και, κυρίως, γιατί γινόταν αυτό.

Η νύχτα με βρήκε πάλι με την ελπίδα να λυτρωθώ την επόμενη μέρα.

Συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η νέα μου καθημερινότητα: να ζω ξανά και ξανά την ίδια μέρα, την Κυριακή της Αποκριάς. Έμεινα εγκλωβισμένη στη νύχτα του μασκαρέματος και της συγχώρεσης.

Πρώτα, άρχισα να παρατηρώ τα πάντα, ψάχνοντας κάτι, οτιδήποτε θα μου φαινόταν διαφορετικό, κάτι που ίσως άλλαζε από βράδυ σε βράδυ. Μετά, προσπαθούσα να φτιάξω εγώ αυτό το διαφορετικό, μα με έναν παράξενο τρόπο το φλογερό και αγαπημένο βλέμμα του μαυροφορεμένου άντρα πάντα με έβρισκε, τα λόγια του προκαλούσαν απέραντη θλίψη μέσα μου και εγώ κατέληγα άφωνη, κλαμένη και απελπισμένη.

Αυτά τα λόγια -αν μπορούσα να θυμηθώ αυτά τα λόγια που με έκαναν να κλαίω κάθε βράδυ... Άραγε, δεν μπορούσα ή δεν ήθελα να θυμηθώ; Και, ξαφνικά, μου έγινε εμμονή: έπρεπε να ακούσω, να θυμηθώ!

Απόψε, αποφάσισα να κάνω ακριβώς τα ίδια πράγματα με την πρώτη εκείνη βραδιά, τη βραδιά της αρχής του κύκλου. Και, να, ήρθε η ώρα που το αγαπημένο βλέμμα έπεσε πάνω μου. Μόνο που, τώρα, δεν κατέβασα τα μάτια. Ήρθε η ώρα που ο αγαπημένος αυτός άντρας έσκυψε στο αυτί μου και άρχισε να ψιθυρίζει. Και σταμάτησαν όλα: η μουσική, τα τραγούδια, τα γέλια, οι φωνές. Και άκουσα! Του άγγιξα το χέρι και δακρυσμένη του απάντησα:

«Δεν μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητάς, όχι τώρα... Συγχώρεσέ με».

Το πρωί, ξύπνησα από το χτύπημα πένθιμης καμπάνας. Κάποιος πέθανε, σκέφτηκα και πετάχτηκα πάνω γιατί συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν επιτέλους μια άλλη μέρα! Άνοιξα το παράθυρο και είδα να χιονίζει -πάει το πέταγμα του αετού. Μα ήμουν ευτυχισμένη!

Σχεδόν τρέχοντας, πήγα να βγω από το δωμάτιό μου. Περνώντας μπροστά από τον καθρέφτη, πάγωσα• είδα μια γυναίκα που δεν αναγνώρισα. Στάθηκα και κοίταξα το πρόσωπο στον καθρέφτη -το δικό μου πρόσωπο. Χάιδεψα τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια, στο μέτωπο. Κοίταξα το ημερολόγιο• καθαρή Δευτέρα 8 Μαρτίου, αλλά 21 χρόνια μετά τη... χθεσινή νύχτα!

Ζούσα εγκλωβισμένη σε έναν κύκλο, σε μια νύχτα, 21 χρόνια, γιατί δεν μπορούσα να ακούσω, να καταλάβω, γιατί ήμουν αγκιστρωμένη σε ένα βλέμμα, σε μια φιγούρα, γιατί δεν μπορούσα να ζητήσω νωρίτερα συγγνώμη.

Και, ξαφνικά, το πρώτο εκείνο πρωί που βγήκα από τον κύκλο αιχμαλωσίας μου, εκείνο το πρωί, παρακαλούσα να ξαναμπώ.

Και, κάθε βράδυ, κοιμόμουν με την ελπίδα την επόμενη να ξυπνήσω πάλι σε εκείνη την Κυριακή της αποκριάς, τη νύχτα των μασκαράδων και της συγχώρεσης...


Θυμήσου - Μάουρα Ρομπέσκου

Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο. Πολύχρωμα φορέματα Μαρκησίας, Δούκισσας, Κολομπίνας με φαρδιές φούστες γέμιζαν ασφυκτικά κάθε εκατοστό. Άντρες ντυμένοι Δούκες, Μαρκήσιοι, Πιερότοι στέκονταν ευθυτενείς περιμένοντας από κάποια κυρία να ρίξει το βλέμμα της με νόημα πάνω τους. Το σύνθημα για να πλησιάσουν.

Κι έπειτα, ήταν οι μάσκες. Κάθε πρόσωπο ήταν καλυμμένο με περίτεχνη μάσκα, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του κατόχου της, προστατεύοντας την ταυτότητά του. Καθένας μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε δίχως τον φόβο της αναγνώρισης.

Στάθηκα κάτω από έναν φανό, βαριεστημένος -δεν είχα όρεξη να γιορτάσω. Παρόλα αυτά, φόρεσα τη στολή μου, έβαλα τη μάσκα μου και βρέθηκα ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος. Μπροστά μου, σε ένα άνοιγμα, ένα τεράστιο γαϊτανάκι. Πολύχρωμες κορδέλες κρέμονταν ολόγυρα, σαν φούστα κολομπίνας. Δίπλα μου, μια μαρκησία, ένας δούκας, ένα κορίτσι, ένας γιατρός της πανούκλας...

Η μουσική ξεκίνησε αργά, ξεκούρδιστη, μα όλοι έτρεξαν να αρπάξουν μια κορδέλα, να μπουν στον χορό. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα να κρατώ μια ασπρόμαυρη. Οι άτυχοι που δεν πρόλαβαν, απομακρύνθηκαν. Τα πόδια μου βρήκαν μόνα τον ρυθμό και γύριζα κι εγώ γύρω γύρω μαζί με τους άλλους.

Σκληρό υγρό αισθανόμουν κάτω από το σώμα μου. Άνοιξα τα μάτια με μιας. Το πλήθος είχε χαθεί• μόνο μια χούφτα μασκαρεμένοι μαζί με μένα βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο έδαφος. Σιγά σιγά, ξυπνούσαν κι εκείνοι. Το χέρι μας τυλιγμένο στην κορδέλα. Το γαϊτανάκι, σταματημένο, στεκόταν ολόρθο στη μέση. Μόνο ένα παράξενο κεφάλι γύριζε αργά, πότε από τη μία, πότε από την άλλη, φανερώνοντας το πρόσωπό του. Πότε κολομπίνας, πότε αρλεκίνου με εκείνο το σατανικό χαμόγελο καρφωμένο πάνω του και μάτια που έμοιαζαν να παρακολουθούν.

Όσο κι αν προσπαθήσαμε να ξεμπλέξουμε τα χέρια, δεν μπορέσαμε. Ήχος δεν ακουγόταν. Μόνο κάποιος έμοιασε να ψελλίζει λίγες λέξεις, ύστερα η κορδέλα κύλησε σαν ψόφιο φίδι από το χέρι του κι εκείνος πήρε φωτιά. Ένας λόφος στάχτης παρέμεινε να σκορπίζει από έναν ανύπαρκτο αέρα.

Μέτρησα εκείνους που ήταν δεμένοι ολόγυρα. Τριάντα εννέα μέρες να βρω τρόπο να ξεφύγω.

Βράδιασε. Ήμουν ξανά κάτω από τον φανοστάτη να ρίχνω τη ματιά μου στο ακίνητο γαϊτανάκι. Δίπλα, ένας γιατρός της πανούκλας, μια μαρκησία ένα κορίτσι, ένας δούκας... Η μουσική αρχίζει φάλτσα, αργά κι εγώ προσπαθώ να ξεφύγω, μα πάλι βρίσκομαι να κρατώ την ασπρόμαυρη κορδέλα.

Ξυπνώ στο ίδιο ψυχρό μέρος. Ο αρλεκίνος γελά κοροϊδευτικά, καθώς ακόμη ένας μουρμουρίζει. Δεν ακούω τα λόγια, μα η κορδέλα λύνεται από το χέρι κι εκείνος παίρνει φωτιά. Μυρίζω τη σάρκα που καίγεται, ανασαίνω αποκαΐδια και πνίγομαι. Κανένας ήχος δεν ακούγεται, μονάχα μια βοή.

Ο φανοστάτης έγινε η μόνιμη θέση μου σε έναν κόσμο φασαριόζο και χρωματιστό. Το γαϊτανάκι εμπρός μου. Γύρω μου, ένας δούκας, μια μαρκησία, ένας γιατρός της πανούκλας, ένα κορίτσι... Κάνω να φύγω. Να γυρίσω σπίτι. Απομακρύνομαι δύο βήματα, τρία και η μουσική ξεκινά. Στο χέρι μου, η ασπρόμαυρη κορδέλα. Και ύστερα...

Μία γυναίκα με κατακόκκινο φόρεμα και ασορτί μάσκα με φτερά, παραμιλά και κλαίει. Η φλόγα μπερδεύεται με τα κόκκινα υφάσματα. Δεν μπορείς να καταλάβεις πότε σαλεύει το φόρεμα από την ανάσα και πότε η φωτιά κριτσανίζει ύφασμα και σάρκα. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Βήχω και η βουή απλώνεται στο κεφάλι μου. Με τρελαίνει.

Ξανά νύχτα. Ξέφρενες φωνές, γέλια, κόσμος. Μαρκησία, γιατρός, κορίτσι, δούκας...Μουσική. Κρατιέμαι σφιχτά από τον φανοστάτη. Το χέρι μου στην κορδέλα. Τα πόδια μου βρίσκουν τα βήματα μοναχά.

Κρύο. Σιωπή.

Γυναίκα, πάλι. Κλαίει βουβά. Σφουγγίζει τα μάτια στο μανίκι. Χρυσαφένιες δαντέλες, τούλια, βελούδινες κορδέλες. Ζαρώνουν, μαυρίζουν. Και ύστερα... ένα λοφάκι στάχτης.

Βουή. Σαν φωνή μακρινή που δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα λόγια. Ουρλιάζω, μα μόνο εγώ το ακούω. Μιλούν και οι άλλοι. Σιωπή. Τραβούν το χέρι, σκίζουν την κορδέλα με τα δόντια, μα μόνο τα χείλη ματώνουν, τα δόντια πέφτουν.

Φανοστάτης, δούκας, κορίτσι, γιατρός, μαρκησία, μουσική. Σιωπή. Κρύο.

Μετράω γύρω μου. Έχουν απομείνει κοντά δέκα άνθρωποι. Από τα μάτια της κολομπίνας κυλούν δάκρυα. Από το στόμα του αρλεκίνου, αίμα. Ο χρόνος περνά. Πρέπει να βρω τρόπο να σώσω όσους έχουν απομείνει και να σωθώ. Άντρας, τώρα, μαυροφορεμένος. Ψυχρά μάτια, πίσω από τη μάσκα. Ψυχρά λόγια. Σιωπηλή κραυγή, καθώς η φωτιά τον εξαφανίζει, τον τελειώνει. Βοή.

«Θυμήσου!» μια λέξη μόνο. Να θυμηθώ τι;

Φανοστάτης, κορίτσι, γιατρός, δούκας, κόμισσα... Μουσική. Σιωπή.

Το κορίτσι. Ποτέ δεν αναρωτήθηκα για το κορίτσι. Ντυμένο απλά, με ένα θαλασσί φουστάνι. Παράταιρο. Λες και η θέση του δεν είναι εκεί. Δεν έχει στρέψει το πρόσωπό του προς το μέρος μου, όμως ξέρω. Ξέρω τα μπλε μάτια, την ανασηκωμένη μύτη, το καλογραμμένο στόμα, κυκλωμένο σε μια αέναη κραυγή.

Θυμάμαι.

Δεν ξέρω πώς ξέχασα. Ήμουν μικρός μα κάτι τέτοιο δεν ξεχνιέται. Έπαιζα με μια ορδή στρατιωτάκια πλάι στο κανάλι. Ήταν φίλη, συντρόφισσά μου στα παιχνίδια. Ένα στρατιωτάκι τής γλίστρησε στο κανάλι. Οργή φούντωσε μέσα μου. Την έσπρωξα με μίσος. Την είδα να χάνεται μες στα θολά νερά. Γύρισα την πλάτη. Ξέχασα.

Η κορδέλα λύθηκε από το χέρι, πήρα φωτιά.

Φανοστάτης. Μουσική. Μα πλέον τίποτα δε με σέρνει στο γαϊτανάκι. Τα πόδια σέρνω και φεύγω από εκεί, όπου ο κόσμος γελά, διασκεδάζει. Πλάι στο κανάλι βρίσκομαι. Σε έναν δρόμο σκοτεινό. Ένα βήμα και μέσα στην υγρή βρώμα του χάνομαι. Χέρια απλώνονται και με τραβούν στον βυθό.

Ένα φιλί. Ανοίγω τα μάτια. Στο σκοτεινό νερό, ξεχωρίζω εκείνη. Με ένα φιλί αρπάζει τη ζωή μου. Αγκαλιασμένοι, χανόμαστε.

Μαζί, στην αιωνιότητα.


Κορώνα ή γράμματα; - 

Ερωδίτη Παπαποστόλου


Η Σίμπιλ χώθηκε σε ένα στενό δρομάκι και κόλλησε την πλάτη στον πέτρινο τοίχο. Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Τα αστέρια και το φεγγάρι είχαν σβήσει από τον ουρανό. Το μόνο φως που υπήρχε ήταν από τα λιγοστά φανάρια των δρόμων. Κράτησε την αναπνοή της και αφουγκράστηκε. Ακούγονταν ουρλιαχτά που ολοένα και πλησίαζαν. Ήταν η πολλοστή φορά που ξαναζούσε αυτό τον εφιάλτη. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τη μακάβρια σκηνή.

Άνθρωποι τραγουδούσαν και χόρευαν γύρω της. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν αλλόκοτα. Είχαν όλα μάγουλα και χείλη κατακόκκινα, δέρμα χλωμό, μάτια γαλάζια και μαλλιά λευκά. Ξάφνου, ακουγόταν ένας δυνατός χτύπος ρολογιού. Οι φωνές σταματούσαν μεμιάς και η γη σειόταν. Παρέμεναν όλοι ακίνητοι, σαν παγωμένα αγάλματα. Ένας ακόμα χτύπος έσπαγε την απόλυτη σιωπή. Και αμέσως μετά ένας άλλος ανατριχιαστικός ήχος.

Κρακ

Τα πρόσωπα όσων την περικύκλωναν,άρχιζαν να ραγίζουν. Κάθε φορά που το ρολόι χτυπούσε, οι ρωγμές γίνονταν όλο και πιο βαθιές. Στο τελευταίο χτύπημα, τα πρόσωπα θρυμματίζονταν και τα θραύσματα εκτοξεύονταν κατά πάνω της. Άρχιζε να τρέχει, ενώ ένιωθε γαμψά νύχια να προσπαθούν να τη γραπώσουν. Το πλήθος ούρλιαζε.

Χωνόταν σε ένα στενό δρομάκι. Στο τέλος του, υπήρχε ένας καθρέφτης• ένας καθρέφτης﮲ που δεν έδειχνε το δικό της είδωλο αλλά ενός παλιάτσου. Οι φωνές όλο και πλησίαζαν. Εκείνος την κοιτούσε με ένα παγωμένο χαμόγελο. Το κόκκινο χρώμα του δεν έμοιαζε με μπογιά. Ήταν ένα βαθύ κόκκινο. Μόνο ένα πράγμα είχε αυτή την απόχρωση. Ένιωθε αναγούλα. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Ο κλόουν γυρνούσε το κεφάλι του στο πλάι. Η Σίμπιλ μιμoύταν το παράδειγμά του χωρίς να το σκεφτεί. Το ίσιωνε κι η κοπέλα έκανε το ίδιο. Τώρα, ήταν εκείνη που ακολουθούσε τις κινήσεις του ειδώλου της αντί να συμβαίνει το αντίθετο.

Ο παλιάτσος συνέχιζε να την κοιτάζει με εκείνο το τρομακτικό χαμόγελο• το χαμόγελο που έμοιαζε λες και ήταν ζωγραφισμένο με αίμα. Στη συνέχεια, άνοιγε τη χούφτα του και της έδειχνε ένα νόμισμα. Εκείνη άλλοτε επέλεγε κορώνα κι άλλοτε γράμματα. Το κέρμα στριφογύριζε και ανέβαινε ψηλά. Η κοπέλα παρακολουθούσε τη σκηνή λες και συνέβαινε σε αργή κίνηση. Κι όταν, τελικά, προσγειωνόταν στην παλάμη του, έδειχνε την επιλογή της. Τότε, το εξαγριωμένο πλήθος, χυμούσε οργισμένο κατά πάνω της μέσα από τον καθρέφτη και την κατασπάραζε. Όλα σκοτείνιαζαν κι εκείνη, ξαφνικά, βρισκόταν ξανά ανάμεσά τους, πριν τα πρόσωπά τους ραγίσουν και η σκηνή επαναλαμβανόταν. Όποια επιλογή κι αν έκανε, είτε διάλεγε κορώνα είτε γράμματα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

Έσυρε τα βήματά της προς τον καθρέφτη. Το ματωμένο χαμόγελο του κλόουν που αντίκριζε γι' άλλη μια φορά τής έφερε αναγούλα. Εκείνος της έδειξε το νόμισμα.

«Γράμματα» ψιθύρισε παραιτημένη.

Ο παλιάτσος σήκωσε το χέρι και πέταξε το κέρμα. Εκείνο στριφογύριζε και ανέβαινε ψηλά. Η Σίμπιλ παρακολουθούσε τη σκηνή λες και συνέβαινε σε αργή κίνηση. Και, ξαφνικά, για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε αυτός ο εφιάλτης, θυμήθηκε μια φράση που της είχε πει η μητέρα της:

«Όταν έχεις δύο επιλογές, πέτα ένα κέρμα. Αυτό θα σε βοηθήσει όχι γιατί θα σου δώσει την απάντηση, αλλά γιατί όσο θα βρίσκεται στον αέρα, εσύ ξαφνικά θα καταλάβεις τι είναι αυτό που θέλεις πραγματικά».

Το μυαλό της επέστρεψε στο παρόν. Το νόμισμα ακόμα ανέβαινε.

Κάθε φορά που έκανε μια επιλογή, ευχόταν να δείξει αυτήν το κέρμα. Κι εκείνο την πετύχαινε. Και το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο.

Το κοίταξε. Είχε μόλις αρχίσει να κατεβαίνει.

Πλησίαζε στη χούφτα του παλιάτσου.

«Να θυμάσαι» της είχε πει η μητέρα της «Ποτέ δεν είναι αργά για να αλλάξεις τη ροή των πραγμάτων. Πάντα υπάρχει μια καθοριστική στιγμή, λίγο πριν η κατάσταση φτάσει στο τέλος, που μπορείς να ανατρέψεις το αποτέλεσμα».

Τι θα γινόταν αν τώρα ευχόταν το ανάποδο από αυτό που είχε ζητήσει;

«Κορώνα...» σκέφτηκε δυνατά από μέσα της. «Κάνε να βγει "κορώνα"...»

Το νόμισμα προσγειώθηκε στην παλάμη του παλιάτσου. Εκείνος το κάλυψε με το άλλο του χέρι. Η Σίμπιλ τον κοίταξε με αγωνία. Ο κλόουν το αποκάλυψε. Ήταν κορώνα. Και τότε, εμφάνισε από το πουθενά έναν κουβά νερό και το έριξε στο πρόσωπό της. Ήταν παγωμένο. Και τότε, η κοπέλα ξύπνησε. Ήταν πάλι στη μέση του πλήθους με τα όμοια πρόσωπα κι εκείνοι χόρευαν γύρω της. Τη στιγμή που ένιωθε την απελπισία να την τυλίγει, άκουσε μια γνώριμη φωνή.

«Σίμπιλ!» ο αδερφός της στεκόταν παραπέρα δίπλα σε κόσμο που ζητωκραύγαζε. Η κοπέλα κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν στο κέντρο μιας παρέλασης για το καρναβάλι. Απομακρύνθηκε γρήγορα και στάθηκε δίπλα του.

Αργότερα, λίγο πριν επιστρέψουν στο σπίτι τους, θα ορκιζόταν ότι είδε έναν παλιάτσο να έχει καρφώσει το βλέμμα του πάνω της. Έφερε ένα κέρμα στο στόμα του και το δάγκωσε. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμψε. Την επόμενη στιγμή, ο κλόουν είχε εξαφανιστεί.


Άλλο «ολόκληρο» - Μαρία Α. Καρμίρη

«Τι σκατά! Τι!» φώναξε με αγανάκτηση η Κλόι κοιτάζοντας τον σκοτεινό ουρανό. Η φωνή της ταξίδεψε στο βάθος του άδειου δρόμου και σαν να αύξησε την ψύχρα της ατμόσφαιρας. Όταν ο απόηχος έσβησε, γρύλισε οργισμένα και χτύπησε τα πόδια της στο έδαφος σαν θυμωμένο παιδί. Το Μίμου πήδησε από την τσέπη του μπουφάν της, προσγειώθηκε στο έδαφος και κουλουριάστηκε ήρεμα στο πεζοδρόμιο δίπλα στη σύντροφό του.

Καθώς το ποδοβολητό σταματούσε, η καμπάνα του ρολογιού στον λόφο κλυδώνισε σημαίνοντας μεσάνυχτα. Η Κλόι κλαψούρισε δυνατά με γκρίνια. Έβγαλε το κινητό της χωρίς πραγματική ελπίδα για το τι θα αντίκριζε• το αύριο δεν είχε φτάσει ποτέ, το χθες έγινε το σήμερά της για ακόμα μία φορά, η λούπα είχε ξεκινήσει απ' την αρχή με την ημέρα να παραμένει Κυριακή της Τυρινής.

Τι έπρεπε να κάνει; Τι είχε απομείνει κι όλας να κάνει; Στράφηκε στο Μίμου και ξαφνιάστηκε που τα νέον χρώματά του έρρεαν γαλήνια στο δέρμα του.

«Ότι εσύ είσαι κουλ, τώρα;» το Μίμου την κοίταξε και η Κλόι θα ορκιζόταν ότι είδε μια στιγμιαία λάμψη κωμικότητας στο βλέμμα του, όμως ήξερε ότι το μικρό πλάσμα δεν μπορούσε να σπάσει τη φαύλη ημέρα που ζούσαν εδώ και δύο εβδομάδες. Το είχε δει να προσπαθεί να τους ταξιδέψει μακριά από εκείνη τη στιγμή, όλα τα χρώματα του να κινούνται τόσο γρήγορο όσο πάντοτε λίγο πριν ταξιδέψουν στον χρόνο και όμως τίποτα δε γινόταν. «Ότι δε θα προτιμούσες χίλιες φορές τον σκανδαλώδη γάμο του Βαρόνου Νόρφλοκ στα 1800 -που τόσο σιχάθηκες- σε σχέση με αυτό το χάος» επέμεινε η Κλόι και το Μίμου στριφογύρισε τα μάτια του. «Προφανώς! Απλά σ' αρέσει να με βλέπεις έξαλλη» αναστέναξε και κάθισε δίπλα του στο πεζοδρόμιο.

Ήταν η δέκατη πέμπτη ημέρα σ' αυτήν την κυριακάτικη αποκριά, στον 21ο αιώνα, σ' αυτή την ελληνική πόλη και το αναθεματισμένο γαϊτανάκι έμοιαζε να έχει χάσει όποια μαγεία του είχε απομείνει και την είχε εξορίσει σ' αυτή τη λούπα -γιατί ήταν σίγουρη ότι αυτό έφταιγε. Ο χρόνος τέλειωνε την ώρα που, εκείνη την πρώτη ημέρα, είχε πιάσει την κορδέλα του παιχνιδιού. Τα μάτια της είχαν ενωθεί με της Αγγελικής, η καρδιά της είχε ελπίσει μετά από πολλές δεκαετίες και, απότομα, η Καθαρά Δευτέρα δεν ήρθε ποτέ, παρά βρέθηκε στην ίδια πλατεία της προηγούμενης νύχτας, στην ερημιά, μόνη.

Έκτοτε, και τι δεν είχε δοκιμάσει• είχε αναμειχθεί στις ζωές δεκάδων ανθρώπων, είχε ρωτήσει και μάθει όλους τους μύθους περί μαγείας της περιοχής, είχε εξερευνήσει τα βουνά και τα δάση σε αναζήτηση κάποιας λύσης, είχε αρχίσει να νοιάζεται για τους κατοίκους, να ερωτεύεται την Αγγελική και να εύχεται να προχωρούσε ο χρόνος όχι μόνο για να επιστρέψουν στην κανονικότητα, μα και γιατί ήθελε να δει τη συνέχεια. Πώς να ήταν να τη γνώριζαν όλοι και την επόμενη ημέρα; Πώς θα ήταν να μπορούσε να φιλήσει εκείνη;

Είχε ορκιστεί πως δε θα έδινε την καρδιά της ρομαντικά ποτέ -ήταν εύκολο μιας και οι αναμνήσεις του παρελθόντος σπαρταρούσαν ακόμα. Όμως κάτι διαφορετικό υπήρχε με την Αγγελική, κάτι στην οικειότητα που απέκτησαν από την πρώτη στιγμή, κάτι στην κατανόηση και τη συναίσθησή της, κάτι στο ζεστό της χαμόγελο. Όμως ποιο το νόημα να ξεκινήσει κάτι που δε θα συνέχιζε; Είχε αποφασίσει, να ταξιδεύει πάντα μόνη εξάλλου.

«Πάμε να ξεκουραστούμε;» στράφηκε στο Μίμου, με θλίψη να βαραίνει το στέρνο της. Το πλάσμα χασμουρήθηκε και με μικρές κινήσεις πήδηξε στον ώμο της. Όσο γενναία κι αν ήταν για να ακολουθήσει ένα μαγικό πλάσμα μπρος και πίσω στην ιστορία της ανθρωπότητας, στον έρωτα ήταν δειλή. Είχε επιλέξει τη μοίρα της και ήταν ικανοποιημένη με αυτή. Αρκεί να ξέφευγε από τη λούπα.

***

Ήταν η εικοστή τρίτη ημέρα. Πονούσε. Πονούσε από την απογοήτευση, από το ράγισμα της καρδιάς της, από τη ματαίωση που λάμβανε κάθε μέρα. Κι όσο προσπαθούσε να μείνει μακριά από την Αγγελική και τον κόσμο της, τόσο πιο γρήγορα κατέληγε στην πλατεία, στις γιρλάντες, στο γαϊτανάκι και σ' εκείνη.

Είχε μείνει ένα τέταρτο ακόμα. Όλοι οι μασκαράδες γλεντούσαν, φώναζαν εις υγείαν και χόρευαν ξέφρενα. Η Αγγελική τής διηγούταν κάτι που είχε σταματήσει ν' ακούει τη στιγμή που μύρισε τη φράουλα στην ανάσα της. Όταν το βλέμμα της έφυγε από τα χείλη και βρήκε τα μάτια της, η ανάγκη που υπήρχε μέσα τους σχεδόν τη λύγισε. Σχεδόν έγειρε μπροστά κι ένωσε τα χείλη της με τα δικά της. Σχεδόν πήγε κόντρα στον χειρότερό της φόβο, σχεδόν πολέμησε την ανάμνηση της λιπόθυμης, μελανιασμένης μητέρας της και του τέρατος που είχε για πατέρα. Σχεδόν. Όμως δεν ήταν αρκετά δυνατή.

Η όρασή της σκοτείνιασε και τα χείλια της ζεστάθηκαν. Η ανάμνηση εξαφανίστηκε και η αγκαλιά της γέμισε από φράουλα και θέρμη και μαλλιά και νεογνό έρωτα που ράγιζε τα τείχη της άμυνάς της ένα ένα. Η καμπάνα ήχησε μεσάνυχτα και η καρδιά της έσπασε. Η Αγγελική δε θα θυμόταν τίποτα τώρα! Γιατί; Γιατί έπρεπε να την είχε φιλήσει; Γιατί- Όμως το φιλί δε διακόπηκε και η Αγγελική παρέμεινε εκεί. Η Καθαρά Δευτέρα επιτλους ξεκίνησε και η λούπα ανήκε στο παρελθόν.

Το Μίμο, αόρατο στον ώμο της, γουργούρισε ευχαριστημένο και πήγε να κουρνιάσει στην τσέπη της. Για όλους υπάρχει ένα άλλο «ολόκληρο» εκεί έξω, κάπου στους αιώνες και τα σύμπαντα. Και όσο κι αν η σύντροφός του είχε τραυματιστεί στο παρελθόν, δεν μπορούσε να την αφήσει να χάσει την ευκαιρία να το γνωρίσει. Έχοντας ελευθερώσει και πάλι τον χρόνο, μπορούσε να ξεκουραστεί δίχως έννοια. Η Κλόι θα ευτυχούσε.


Ο Τζον Τραβόλτα πρέπει να πεθάνει - Ιάσων Κάππα

Στεκόταν στην ίδια γωνία που είχε σταθεί πριν από 58 μέρες. Όλα ήταν ακριβώς τα ίδια. Το στομάχι του είχε δεθεί πάλι κόμπος. Και πάνω που νόμιζε ότι το είχε συνηθίσει, σκέφτηκε κι άφησε να του ξεφύγει ένα ρουθούνισμα.

58 μέρες, όσες και οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί μαζί του. Οι περισσότεροι χόρευαν, άλλοι χαμουρεύονταν κι άλλοι έλεγαν μυστικά και κουτσομπολιά. Μασκαρεμένοι κι αγνώριστοι όλοι τους. Οι οδηγίες ήταν σαφείς• αν, στην είσοδο, καταλάβουν ποιος είσαι, τότε η μεταμφίεση έχει αποτύχει κι έμενες εκτός πάρτι. Μάσκες, περούκες, αποκρουστικά βαψίματα, οτιδήποτε σε έκανε αγνώριστο.

Αγνώριστο.

Όλοι κρατούσαν από ένα ποτό στο χέρι και ο ήρωάς μας ήταν πλέον σίγουρος πως κανείς δεν έπινε τίποτα άλλο πέραν από αλκοόλ -όπως είχε κάνει και ο ίδιος, πριν από 58 μέρες, στο ίδιο πάρτι.

Κοίταξε γύρω του τους καλεσμένους και το βλέμμα του έπεσε αμέσως στον Άρη, τον φίλο της Ελίνας, που είχε σκοτώσει το προηγούμενο βράδυ. Χόρευε ξέφρενα μαζί της, ντυμένος Spiderman με ολόσωμη στολή και μάσκα που κάλυπτε όλο του το κεφάλι μέχρι τον λαιμό. Μόνο εκείνος γνώριζε ποιος ήταν κάτω από τη στολή.

Ο προτελευταίος του φόνος έγινε μόλις χθες κι ενώ ήταν σίγουρος ότι ο Spiderman θα έβαζε τέρμα στο μαρτύριο που ζούσε, ξύπνησε ξανά και ήταν Κυριακή των αποκριών, με το κινητό του να χτυπάει ασταμάτητα γεμάτο κλήσεις και μηνύματα που τον ρωτούσαν αν θα είναι στο πάρτι το βράδυ. Τι άλλο μπορούσε να κάνει;

Θα μπορούσε να μην πάει. Κι αυτό το δοκίμασε τη δεύτερη μέρα κιόλας -όμως και πάλι το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

Όλοι σκοτώθηκαν. Μπουμ.

Ο εκρηκτικός μηχανισμός που κάποιος είχε τοποθετήσει είχε κάνει τα πάντα σκόνη.

Κι όσο κι αν προσπαθούσε, στην αρχή, να αποτρέψει το πάρτι -και ύστερα τον εκρηκτικό μηχανισμό- και να επιζήσουν όλοι, ποτέ δεν τα κατάφερνε. Πάντα, κάποιος θα έχανε τη ζωή του και, δευτερόλεπτα μετά...μπουμ!

Ήταν λες και κάποια δύναμη που διψούσε για θάνατο δε θα ηρεμούσε αν δεν έπαιρνε έστω κι έναν μαζί της. Έτσι κι ο φίλος μας, ύστερα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, αποδέχτηκε το γεγονός κι αποφάσισε να βρει τον υπαίτιο και να τον βγάλει εκείνος πρώτος από τη μέση, προκειμένου να ζήσουν οι υπόλοιπο -γιατί σίγουρα ανθρώπινο χέρι είχε τοποθετήσει τη βόμβα. Το παράξενο, όμως, μ' αυτή ήταν ότι κάθε βράδυ άλλαζε θέση και πάντα την έβρισκε δευτερόλεπτα πριν το μπουμ.

Ξανακοίταξε τον κόσμο στο δωμάτιο• τουλάχιστον οι μισοί ήταν φίλοι του -κάποιοι ακόμα κι από το Δημοτικό- κι οι υπόλοιποι ήταν γνωστοί ή φίλοι φίλων. Από τους 58 καλεσμένους, είχε αποκλείσει πάνω από τους μισούς ως πιθανούς υπαίτιους και είχε σκοτώσει 17.

Στην αρχή, ήταν πολύ δύσκολο. Πώς θα το έκανε; Και το ερώτημα δεν ήταν ρητορικό, ήταν ουσιώδες. Πώς θα το έκανε; Με ποιον τρόπο; Πώς προκαλείς βέβαιο θάνατο; Ο πρώτος του φόνος ήταν ένα αγόρι, ο Πίτερ, φοιτητής erasmus, συμφοιτητής του κολλητού του, Ανδρέα. Λίγες επαναλήψεις μετά, σκότωσε και τον Αντρέα. Δεν περίμενε ότι θα τα κατάφερνε -ήταν φίλοι για πάνω από 15 χρόνια.

Μαζί μεγάλωσαν, σε διπλανά σπίτια. Μαζί στις αποβολές και τις κοπάνες, μαζί στα ξενύχτια και στους αγώνες μπάσκετ, μαζί στα μεθύσια και τους χωρισμούς. Αδέρφια. Το έκανε όμως. Έσφιξε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του και, ενώ στην αρχή ο Ανδρέας δεν καταλάβαινε, σύντομα τα μάτια του άνοιξαν από έκπληξη, ύστερα πήραν το βλέμμα της απόγνωσης και, στο τέλος, κοίταξαν για ένα δευτερόλεπτο τον Θεό. Ο Ανδρέας είχε πεθάνει. Από τα δικά του χέρια, όμως. Αναρωτήθηκε πολλές φορές ενώ του έκοβε την ανάσα αν πράγματι δεν είχε άλλοθι για να εξαιρεθεί από τους υπόπτους και...δεν είχε.

Η επόμενη μέρα, όμως, απέδειξε πως ήταν αθώος και ίσως ήταν κι από τις λίγες φορές που ο ήρωας μας ευχήθηκε να μην είναι αυτό το τέλος. Γύρισε και τον κοίταξε• καθόταν σε μια γωνία ντυμένος κόμης Δράκουλας -μόνο εκείνος ήξερε ποιος ήταν. Όλους τους αναγνώριζε πλέον και κανείς εκείνον- κι έκανε καμάκι σε μια κοπέλα που είχε ντυθεί μπαλαρίνα, τη Νουνού. Η γλυκιά του η Νουνού. Το κορίτσι του χωρίς να είναι το κορίτσι του και ποτέ δε θα γινόταν. Γιατι η Νουνού ήταν αιθέρας, αφρός και η καρδιά της δεν άνηκε σε κανέναν.

Η Ελίνα άρχισε να ουρλιάζει μεθυσμένη από τον χορό και το αλκοόλ. Η ξανθιά περούκα με τις μπούκλες, που είχε φορέσει για να καλύψει τα κοντά της μαύρα μαλλιά, τιναζόταν όσο χοροπηδούσε και, μαζί τους, τινάζονταν και τα γεμίσματα που είχε προσθέσει στο μεσαιωνικό φουστάνι της, για να αποκτήσει τεράστιο στήθος, και στους γλουτούς. Ο Άρης-spiderman έπαιρνε φόρα κι έχωνε τη φάτσα του ανάμεσα στο ψεύτικο στήθος της χωριατοπούλας παρτενέρ του και, ύστερα, τη σήκωνε ψηλά.

Η εικόνα ήταν πολύ αστεία για κάποιον που το έβλεπε για πρώτη φορά. Ο ήρωας μας, όμως, τώρα, είχε στρέψει την προσοχή του στον μεταμφιεσμένο Τραβόλτα. Ο Βινσεντ Βεγκα του Pulp Fiction χόρευε μπροστά του, μαζί με τη μεταμφιεσμένη σε Μια Γουάλας, αναβιώνοντας τη θρυλική σκηνή χορού.

Ο Τραβόλτα πρέπει να πεθάνει, σκέφτηκε.

«Ο Τραβόλτα πρέπει να πεθάνει για να σωθούμε όλοι. Είναι ο μόνος ύποπτος που έχει απομείνει» ψιθύρισε στον εαυτό του.

Όμως, αυτή τη φορά, ήξερε πως έλεγε ψέματα στον εαυτό του. Για να σωθούν όλοι και να σταματήσει να ζει τον εφιάλτη της επανάληψης, έπρεπε να πεθάνει η Νουνού, εκείνη που έβαλε τη βόμβα.


Ατελείωτη Αποκριά - 

Σωκράτης Μπουζούκας

Τελευταία Κυριακή Αποκριάς και ο Σπύρος βγήκε μια βόλτα με το ζόρι. Ήθελε να δει τον φίλο του, Νίκο, αλλά η μέρα δεν του άρεσε. Μισούσε τρομερά τις Αποκριές -ιδίως τα τελευταία χρόνια. Τη θεωρούσε μια χαζή γιορτή για παιδιά όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.

Το σημείο του ραντεβού τους ήταν στην περιοχή του Ψυρρή. Περπατούσε στο μάτι του κυκλώνα, αφού η περιοχή του Ψυρρή και της Πλακας συγκέντρωνε τα κύματα των μασκαράδων της Πρωτεύουσας, όπου κυκλοφορούσαν στα στενά χτυπώντας με πλαστικά ρόπαλα ή σφυριά άλλους καρναβαλιστές στο κεφάλι. Ήταν ένα έθιμο που χάνονταν στις αρχές του 20ου αιώνα. Βέβαια, τότε, δε χρησιμοποιούσαν πλαστικά ρόπαλα αλλά χαρτοσακούλες που τις φούσκωναν με αέρα.

Έφτασε στο μπαρ -αφού πρώτα έγινε στόχος μασκαράδων που τον τουλούμιασαν στα χτυπήματα με τα ρόπαλά τους. Ειχε τα νεύρα του και ξέσπασε στον φίλο του.

«Γέμισα μώλωπες για χάρη σου. Τέτοια μέρα, εδώ ήθελες να βρεθούμε; Δεν πηγαίναμε καλύτερα για ποτό στην Ουκρανία; Λιγότερα τραύματα θα είχα».

«Έλα, τα παραλές, γκρινιάρη» του απάντησε χαμογελώντας ο Νίκος

Μετά από λίγες ώρες και αφού κατέβασε αρκετά ποτά υπό τους ήχους του τζομπί τζομπά και κετελαμπόνγκο, αποφάσισε να επιστρέψει στην ηρεμία του σπιτιού του. Πίστευε ότι οι συμμορίες των μασκαράδων θα είχαν αραιώσει και θα γλίτωνε από τα χτυπήματά τους.

Βγήκε έξω, στον δρόμο, μουρμουρίζοντας για την απόφασή του να βγει εκείνο το βράδυ.

«Λάθος. Μεγάλο λάθος να βγω σήμερα».

Έριξε μερικές ματιές αριστερά και δεξιά. Οι δρόμοι είχαν λίγο κόσμο να κυκλοφορεί, αφού όλοι είχαν χωθεί στα μπαρ της περιοχής για να γιορτάσουν την Αποκριά. Λάτιν μουσική πλυμμήριζε τον αέρα της περιοχής. Αποφάσισε να πάει προς την πιάτσα των ταξί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Ο καιρός ήταν βροχερός, κάτι που τον ανάγκασε να περπατά γρήγορα. Ξαφνικά, τον άδειο δρόμο μπροστά του έφραξε μια μικρή ομάδα μασκαράδων, οι οποίο είχαν πλαστικά ρόπαλα στα χέρια τους και έκαναν θόρυβο με τις ροκάνες και τις καραμούζες τους. Μαζί τους, είχαν και ένα γαϊτανάκι με πολύχρωμες κορδέλες. Κάποιοι κρατούσαν τις κορδέλες και χόρευαν τραγουδώντας

Ηρθέ το καρναβάλι

Το γλέντι και η χαρά

Μασκαράδες θα ντυθούμε

ζουμ τριαλαλαλα.

Ο Σπύρος πάγωσε για δευτερόλεπτα, ενώ μουρμούρησε:

«Την τύχη μου μέσα. Καρνάβαλοι μπροστά μου».

Δεν το έβαλε όμως κάτω και συνέχισε την πορεία του. Όταν έφτασε κοντά τους, ένας μασκαράς, που κρατούσε ένα μικρό ασκί με κρασί, τον πλησίασε και του έδειξε την άκρη μιας κορδέλας και του είπε:

«Έλα, χόρεψε μαζί μας. Η ζωή είναι γλυκιά. Ξέφυγε από την γκρι ρουτίνα της ζωής και δώστης χρώμα».

Ο Σπύρος με τα νεύρα του ζωγραφισμένα στο πρόσωπο του απάντησε στον μασκαρά:

«Παράτα μας, ρε μπέμπη» και συνέχισε τον δρόμο του. Μόλις έφτασε σπίτι του, έπεσε για ύπνο. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, μουρμούρησε:

«Αποκριές και σαχλαμάρες».

Την άλλη μέρα σηκώθηκε νωρίς. Έβαλε την τηλεόραση μέχρι να πιει τον καφέ του. Ένα σοκ τον έπιασε• όλες οι εκπομπές ήταν ίδιες με αυτές που είχε δει μια μέρα πριν.

«Επαναλήψεις λόγω ημέρας» είπε και αποφάσισε να δει το κινητό του αν είχε κανένα μήνυμα από φίλο. Μια έκπληξη τον χτύπησε ξαφνικά. Η συσκευή έγραφε ότι η μέρα ήταν Κυριακή. Σαν να μην πέρασε μέρα. «Χάλασε το σκασμένο. Ψηφιακά σου λέει».

Βγήκε μια βόλτα όταν χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο φίλος του ο Νίκος που του πρότεινε το βράδυ να βρεθούν στου Ψυρρή. Τα έχασε.

«Μα τα είπαμε εχτές, βρε Νίκο, το ξέχασες;» είπε.

«Καλά, πας καλά; Μήπως το προηγούμενο βράδυ τα έτσουξες λίγο παραπάνω και έπαθες hangover;»

Ο Σπύρος τα είχε για λίγο χαμένα. Μάλλον όνειρο θα είδε και τα μπέρδεψε. Ναι, αυτό ήταν λόγω της αηδίας που ένιωθε για την Αποκριά. Συμφώνησε να βρεθεί με τον φίλο του. Έτσι και έγινε. Ένιωθε ότι ξαναζούσε την ίδια μέρα. Όταν έφυγε από το μπαρ, έριξε μια ματιά στον δρόμο• ήταν ίδια με το χθεσινό όνειρο. Αποφάσισε να πάρει άλλο δρόμο ώστε να μην πέσει πάνω στους μασκαράδες. Έτσι και έκανε, χαρούμενος. Όμως, ξαφνικά, τον δρόμο του τον έφραξε μια ομάδα μασκαράδων με ένα γαϊτανάκι. Αν και ακολούθησε άλλο δρόμο, ξαναέπεσε πάνω τους και έζησε ό,τι και στο όνειρο του. Πήγε σπίτι του και κοιμήθηκε μουρμουρίζοντας.

Όμως ζούσε ξανά και ξανά την ίδια μέρα παρά το ότι άλλαζε τις επιλογές του. Η τελευταία του επιλογή ήταν να μην πάει στο ραντεβού. Όμως το μπουλούκι των μασκαράδων πέρασε μπροστά από το σπίτι του κάνοντας θόρυβο. Κόντευε να τρελαθεί. Μήπως τα έχανε; Ζούσε μια ατελείωτη Αποκριά.

Για άλλη μια φορά, βρέθηκε στου Ψυρρή. Για πολλοστή φορά, βρέθηκαν οι μασκαράδες μπροστά του. Αυτή τη φορά δεν τους προσπέρασε. Ενώθηκε μαζί τους και χόρεψε κρατώντας μια κορδελα από το γαϊτανάκι. Ένας μασκαράς, κάθε τόσο, του έλεγε:

«Χόρεψε, διασκέδασε, ζήσε. Οι γιορτές δίνουν χρώμα στη ζωή».

Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε, ένιωθε διαφορετικά• αισθάνονταν ζωντανός και χαρούμενος που ενώθηκε με τους μασκαράδες. Είδε το κινητό του. Ήταν επιτέλους Καθαρά Δευτέρα.


Λένορμαν 500 - Γιώργος Γιώργαρος

Ο Μπάμπης είναι χωρισμένος και κατεστραμμένος οικονομικά. Πίνει, ξενυχτάει και όλο σκέφτεται τα χρέη που τον πνίγουν από το μαγαζί που έχει πλέον παρατήσει, από τη διατροφή για τη γυναίκα του και το παιδί του και όλα τα άλλα που χρωστάει.

Έχουν φτάσει, πλέον, οι Απόκριες• χαμός σε όλα τα μαγαζιά, σε όλα τα μπαρ. Δε θέλει μια τέτοια φασαρία όταν πίνει -του τη δίνει χειρότερα. Οπότε, σκέφτεται να κάνει κάτι διαφορετικό.

Αποφασίζει να ρισκάρει τα τελευταία του ευρώ -αυτά που του έχουν μείνει αφού πούλησε το αμάξι του, στο καζίνο. Ελάχιστα λεπτά πριν φτάσει το ταξί που έχει καλέσει, ξεκινάει μια ηλεκτρική καταιγίδα που δεν είχε ξαναδεί όμοιά της.

«Ωχ» λέει. «Σήμερα και αυτό; Χάλια η μέρα...»

Φτάνει Πάρνηθα, παίζει και ξαναπαίζει διαρκώς στα ζάρια, αλλά, συνέχεια, όσα κερδίζει τα χάνει και μένει με τα λεφτά του, οπότε πάει στο 21 να δοκιμάσει και εκεί την τύχη του.

Εκεί, αποδεικνύεται δυνατός και κερδίζει.

Η τύχη τού χαμογελάει, κερδίζει ακόμα περισσότερα, όσο περνάει η βραδιά, και χαρούμενος πλέον, με ένα μεγάλο ποσό, αποχωρεί. Μπαίνει στο ταξί, το οποίο του φαίνεται το ίδιο με αυτό που ήρθε. Αλλά δεν έχει σημασία. Η μέρα πήγε πολύ καλύτερα από ό,τι φαινόταν αρχικά -αν και η καταιγίδα συνεχίζει όλη αυτή την ώρα. Κεραυνοί παντού.

«Φιλαράκι, Λενορμαν 500» λέει στον οδηγό.

Κουρασμένος, αποκοιμιέται στο ταξί -κοντεύει να ξημερώσει άλλωστε.

Τον ξυπνά ο οδηγός, κοιτάει έξω και είναι πάλι στο καζίνο!

«Ρε, με δουλεύεις;» λέει του οδηγου.

«Κατεβείτε, κύριε» του λέει με μια βαριά φωνή.

Τυχερός ήμουν, ξεκουράστηκα κιόλας στο ταξι, ας ξαναμπώ σκέφτεται. Άλλωστε, νύχτα φαίνεται ακόμα και παραμένει χάλια ο καιρός. Δεν έχει ούτε κινητό ούτε ρολόι και, στο καζίνο, δεν υπάρχουν ρολόγια ούτως ή άλλως. Ξαναπάει στα ίδια τραπέζια, στο ίδιο 21, όλα φαίνονται ίδια. Και όλα γίνονται το ίδιο• στάσιμος στη ρουλέτα -μέχρι και τα νούμερα που έρχονται του φαίνονται τα ίδια- και, στο 21, διπλασιάζει τα λεφτά του.

Τέλος. Σπίτι τώρα, σκέφτεται.

Πάλι το ίδιο ταξί. Μπαίνει μέσα.

«Φιλαράκι, Λένορμαν 500, αυτή τη φορά, οκ;» λέει στον οδηγό.

Πάλι αποκοιμιέται στη διαδρομή και πάλι όταν ξυπνά, το ταξί είναι στο καζίνο. Μπαίνει με επιφύλαξη, πλέον, με φόβο, με περιέργεια. Όλα ίδια, ξανά.

Παίζει πάλι, κερδίζει πάλι στο 21, με τα ίδια χαρτιά.

Ίδιοι συμπαίκτες, ίδια όλα.

Φεύγει τρομαγμένος. Δεν υπάρχει άλλο όχημα στο παρκιν, μόνο το ίδιο ταξί. Και η ίδια καταιγίδα με την ίδια σφοδρότητα. Φοβάται να ξαναμπεί, αλλά δεν έχει επιλογή. Προσπαθεί να καθίσει μπροστά αυτή τη φορά, αλλά δεν ανοίγει η πόρτα, οπότε πάλι κάθεται στο πίσω κάθισμα.

Απλά, ανοίγει το τζάμι.

Ο οδηγός δε μιλάει, ξεκινά κατευθείαν. Από το τζάμι, δεν μπαίνει ούτε αέρας ούτε νερό ούτε καν ακούγεται ο θόρυβος της καταιγίδας. Πάει να βγάλει το κεφάλι έξω, αλλά αποκοιμιέται.

Ξυπνάει πάλι στο καζίνο. Προσπαθεί, αλλά δεν μπορεί να αγγίξει τον οδηγό -έχει προστατευτικό πλεξιγκλάς- και δεν του απαντάει σε τίποτα, παρά μόνο του λέει: «Κατεβείτε».

Δεν έχει δει καν το πρόσωπό του. Ούτε απέξω μπορεί να δει καλά καθώς βρέχει καταρρακτωδώς. Μόνο οι κεραυνοί φωτίζουν τη φιγούρα του οδηγού.

Ακόμα μια φορά στο καζίνο, ακόμα μια επανάληψη, ακόμα περισσότερα λεφτά αλλά χωρίς καθόλου χαμόγελο, πλέον.

Θα μιλήσω σε κάποιον εδώ, σκέφτεται.

Όποια προσπάθεια επικοινωνίας με το προσωπικό του καζίνο είναι μάταιη, όμως• δεν του απαντά κανείς σε άλλο θέμα πάρα μόνο στα των παιγνίων.

Επιστροφή στο παρκιν, το ίδιο ταξί, η ίδια καταιγίδα, μεγαλύτερος ο φόβος του...

Και, τότε, παρατηρεί μια γριά να κάθεται λίγο παρακάτω από την είσοδο.

«Πες μου, πώς ήρθες εδώ;» τη ρωτάει.

«Με το ταξί» απαντά η γριά.

«Τι συμβαίνει, ξέρεις;»

«Ναι» απαντά. «Εγώ έχω έρθει χιλιάδες φορές... Ζούμε μια επανάληψη».

«Και πώς σταματάει;» ρωτάει με αγωνία ο Μπάμπης.

«Πρέπει να κάνεις ανάποδα τα βήματα που έκανες για να έρθεις εδώ».

Ο Μπάμπης σαστίζει. Πάει να τη ρωτήσει κάτι ακόμα, αλλά η γριά τον αγνοεί, μπαίνει στο ταξί και φεύγει.

Αφού το σκέφτεται κάποια ώρα, ξαναμπαίνει στο καζίνο, ξεκινά από το 21, αυτή τη φορά, και αρχίζει να χάνει ηθελημένα. Όταν του μένουν λίγα λεφτά -όσα είχε αρχικά δηλαδή- πηγαίνει στα ζάρια, όπου έχει την ίδια τύχη, αλλά οι ζαριές έρχονται, για πρώτη φορά, με διαφορετική σειρά!

Φαίνεται πως αλλάζει κάτι. Βγαίνει έξω. Δεν υπάρχει καταιγίδα, έχει ξημερώσει και η πιάτσα των ταξί είναι γεμάτη. Μπαίνει γρήγορα στο πρώτο που βλέπει, χωρίς να κοιτάξει λεπτομέρειες, και του λέει μόνο τέσσερις λέξεις: «Λένορμαν 500 και γρήγορα» και αποκοιμιέται!


Η λαϊκή στη Νέα Μάκρη - 

Κατερίνα Κρυστάλλη

Ο Στελλάρας, με το τσιγάρο στο στόμα, έβριζε από μέσα του. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και έβρεχε με τα καντάρια. Έπρεπε να μαζέψει τα τελάρα με τα απούλητα μαρούλια όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αυτή η Πέμπτη, στη λαϊκή της Νέας Μάκρης, δεν είχε πάει καλά. Και ένα γαϊτανάκι, που είχε στηθεί πιο 'κει, του είχε πάρει το μυαλό με τη φασαρία.

Στο μυαλό του, τριβέλιζε ένα στίχος από ρεμπέτικο που είχε ακούσει κάποτε: «Ευλογημένα τα πρόσωπα των νεκρών, που τα ξεπλένει η βροχή». Ο άντρας ανατρίχιασε ολόκληρος. Το βρεγμένο χώμα μύριζε σαν νεκροταφείου. Ο έμπορος έκανε τρεις κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Τελείωσε το τσιγάρο και το έσβησε με το παπούτσι του. Άνοιξε τη βαριά πόρτα του μπλε Datsun και έκανε να μπει μέσα. Μια περίεργη μυρουδιά τον χτύπησε στη μύτη. Έβρισε θεούς και δαίμονες.

Μέσα στο Datsun, καθόταν ένας ξερακιανός, μελαμψός άντρας, απροσδιόριστης ηλικίας. Φορούσε ένα γκρίζο καπέλο με γείσο, καφέ κοστούμι και κάπνιζε ένα πούρο. Ο Στελλάρας αναρωτήθηκε πώς μπήκε μέσα αφού ήταν κλειδωμένο. Ο ξερακιανός άντρας δεν έδειχνε να ενοχλείται από τον Στελλάρα. Αντιθέτως, είχε πάρει ένα τεφτέρι και έγραφε, έγραφε, έγραφε... Κάποια στιγμή, μονάχα γέλασε και φύσηξε τον καπνό από το πούρο πάνω στα μούτρα του Στελλάρα.

«Τι θα γίνει, φίλος; Θα βρωμίζεις για πολύ το Datsun του Στελλάρα;»

«Ω, να με συγχωρείς...Στελλάρα...Δεν ήρθα να σε ενοχλήσω».

«Ναι, άντε όμως, σιγά σιγά, να την κάνεις...»

«Μα φυσικά, μα φυσικά...»

«Άσε τις μαλαγανιές και πες μου τι θες!» είπε νευριασμένος ο Στελλάρας.

«Να με ακολουθήσεις» απάντησε ο ξερακιανός άντρας και έδωσε το χέρι του στον Στελλάρα, που τον κοίταζε αποσβολωμένος.

«Να...να σε ακολουθήσω; Να πάμε πού; Σήκω και φύγε, ρε, από το αμάξι μου πριν καλέσω την αστυνομία!»

«Αν θέλεις το καλό σου -τρόπος του λέγειν- θα με ακολουθήσεις».

«Τι είπες, ρε μπαγλαμά;»

Ο μελαμψός άντρας άρχισε να γελάει και η γη να σείεται.

«Σεισμός, σεισμός!» φώναζε ο Στελλάρας.

Η γη άνοιξε στα δύο. Φλόγες ξεχύθηκαν και η βροχή άρχισε να πηγαίνει ανάποδα, προς τα πάνω. Ένα τεράστιο χέρι, μέσα από ένα καφέ σακάκι, άρπαξε το μπλε Datsun, με τον Στελλάρα να μην μπορεί να κουνηθεί από τη θέση του.

«Σου είπα να με ακολουθήσεις» ακούστηκε μια φωνή σαν σπασμένο γυαλί.

Ο Στελλάρας έσκυψε και έβαλε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι.

«Θεέ μου, κάνε το θαύμα σου! Θεούλη μου, βοήθησε με!» παρακάλεσε ο άντρας.

Ένα γέλιο ύαινας έσκισε τον αέρα.

«Στέλλιο, κρίθηκες ένοχος, καταδικάστηκες και αυτή είναι η τιμωρία σου!» είπε η φωνή και το τεράστιο χέρι μέσα από το καφέ σακάκι, επέστρεψε πίσω στην τρύπα που έκλεινε, μαζί με το αυτοκίνητο και τον άντρα που δεν είχε σταματήσει να ουρλιάζει.

Ο Στελλάρας, με το τσιγάρο στο στόμα, έβριζε από μέσα του. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. Θα έβρεχε με τα καντάρια. Έπρεπε να μαζέψει τα τελάρα με τα απούλητα μαρούλια όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αυτή η Πέμπτη, στη λαϊκή της Νέας Μάκρης, δεν είχε πάει καθόλου όπως ήθελε. Και ένα γαϊτάνακι που είχε στηθεί, πιο 'κει, του είχε πάρει το μυαλό με τη φασαρία. Στο μυαλό του, τριβέλιζε ένα στίχος από ρεμπέτικο...

Όμως, την είχε ξαναζήσει αυτή τη στιγμή. Ήταν σίγουρος για αυτό. Ο Στελλάρας έσμιξε τα φρύδια του. Η μουσική από το γαϊτανάκι δεν έλεγε να σταματήσει. Τελείωσε το τσιγάρο και το έσβησε με την άκρη του παπουτσιού του. Άνοιξε την βαριά πόρτα του μπλε Datsun και...δεν μπήκε μέσα. Κάτι του έλεγε πως δεν έπρεπε να το κάνει. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Δεν πίστευε σε προλήψεις και βλακείες όπως η γυναίκα του. Μια περίεργη μυρουδιά τον χτύπησε στη μύτη. Έβρισε θεούς και δαίμονες.

Μέσα στο Datsun, καθόταν ένας ξερακιανός, μελαμψός άντρας, απροσδιόριστης ηλικίας. Κάπνιζε ένα πούρο. Κάτι του θύμιζε του Στελλάρα. Κάπου τον είχε ξαναδεί αυτόν τον άντρα και είχαν συζητήσει κιόλας...Αν- αν θυμόταν...

Ο Στελλάρας, με το τσιγάρο στο στόμα, έβριζε από μέσα του. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και έβρεχε με τα καντάρια. Έπρεπε να μαζέψει τα τελάρα με τα απούλητα μαρούλια όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αυτή η Πέμπτη, στη λαϊκή της Νέας Μάκρης, δεν είχε πάει καλά. Και ένα γαϊτανάκι που είχε στηθεί, πιο 'κει, του είχε πάρει το μυαλό με τη φασαρία.

Στο μυαλό του τριβέλιζε ένα στίχος από ρεμπέτικο που είχε ακούσει κάποτε. Ανατρίχιασε ολόκληρος. Κάτι δεν του ταίριαζε στην όλη ιστορία. Τα είχε ζήσει όλα αυτά ξανά.

Μια φωνή σαν σπασμένο γυαλί ακούστηκε:

«Θα μπεις επιτέλους μέσα; Έχουμε και άλλες δουλειές!»

«Τι...τι συμβαίνει;» ρώτησε τραυλίζοντας ο Στελλάρας.

«Στέλλιο, κρίθηκες ένοχος, καταδικάστηκες και αυτή είναι η τιμωρία σου! Πέθανες από καρδιακή προσβολή στη λαϊκή της Νέας Μάκρης και βρίσκεσαι στην κόλαση. Ζεις και ξαναζείς την τελευταία σου μέρα στη γη» είπε η φωνή.

«Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά...» είπε και κατάπιε αμάσητο ένα αντίδωρο που είχε στην τσέπη. Τότε, ένα κατάλευκο φως άνοιξε τους ουρανούς.

Ο Στελλάρας άνοιξε τα μάτια. Βρισκόταν μέσα σε ένα ΕΚΑΒ.


Εεε Μακαρένα - Νίκη Μουσούλη

Άλλη μια ημέρα στη δουλειά είχε ξεκινήσει, εδώ και κάποιες ώρες. Την αγαπούσε τη δουλειά του. Του έδινε ζωή. Ήταν το πάθος του. Χρόνια ολόκληρα ονειρευόταν τη στιγμή που θα εφαρμόσει στην πράξη αυτά που του μάθαιναν στη σχολή. Πτυχίο κι ύστερα μεταπτυχιακό κι ύστερα εύρεση εργασίας.

Το γραφείο στο οποίο εργαζόταν ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι του κι έτσι, με λίγα λεπτά περπατήματος, έφτανε στη δουλειά του. Έμπαινε μέσα. Ανέβαινε στον τρίτο κι έκλεινε την πόρτα πίσω του. Απομονωνόταν από όλους κι απ' όλα. Εκεί μέσα, ένιωθε κύριος του εαυτού του. Χανόταν ανάμεσα σε στοίβες από χαρτιά, έγγραφα και σημειώσεις επί των σημειώσεων. Ένα χάρτινο χάος, το οποίο όμως στα μάτια του έμοιαζε πλήρως οργανωμένο. Ήξερε πού ακριβώς έπρεπε να κοιτάξει για το κάθε τι.

Η ζωή του θα μπορούσε να είναι ειδυλλιακή, αν δεν υπήρχαν οι συνάδελφοί του. Απαίδευτοι, απάλευτοι και χαζοχαρούμενοι. Αυτοί ήταν κατά κύριο λόγο οι μεγάλες κατηγορίες που τους είχε χωρίσει και, φυσικά, είχε στη λεξιλογική φαρέτρα του πολλά κοσμητικά επίθετα για τον καθένα και την καθεμία συνάδελφό του.

Κοίταξε το ρολόι του• σε λίγα λεπτά, η ώρα θα έδειχνε πέντε. Η ώρα που θα έφευγε από το γραφείο, που θα γλίτωνε όσα ακόμα εγκεφαλικά κύτταρα τού είχαν μείνει απείραχτα απ' την καθημερινή τριβή με τους συναδέλφους του.

Έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω και σηκώθηκε. Μάζεψε τα πράγματα του και άνοιξε την πόρτα. Εκεί, βρέθηκε μπροστά σε μια έκπληξη• όλος ο τρίτος όροφος, μαζί με τους συναδέλφους του, είχε μεταμορφωθεί σε παιδικό πάρτι. Οπισθοχώρησε τρομαγμένος. Ωχ όχι, όχι αυτό, σκέφτηκε. Το αποκριάτικο πάρτι του γραφείου ήταν μια συνήθεια που είχαν κάθε χρόνο. Την Τσικνοπέμπτη. Μια συνήθεια που, μέσα στον φόρτο εργασίας του, είχε ξεχάσει. Μια συνήθεια που, κατά τον ίδιον σκοπό, είχε να δείξει πόσο πιο χαζοχαρούμενοι μπορούν να γίνουν όλοι.

«Πελοπίδα, άσε την τσάντα κι έλα να διασκεδάσεις» τον προέτρεψε η γραμματέας του με υπέρμετρη χαρά. Κάτι που τον έβαλε σε σκέψεις για το αν διασκέδαζε τόσο πολύ ή αν είχε επιδράσει ήδη πάνω της το αλκοόλ. Τη σκέψη του διέκοψε το τράνταγμα που του προκάλεσε η κίνηση της να του πάρει την τσάντα και να την αφήσει πάνω στο γραφείο του. «Έλα, μια μέρα τον χρόνο είναι» συνέχισε εκείνη ακάθεκτη κι αυτή η φράση της φώτισε τις σκέψεις του. Μέρα είναι θα περάσει.

Προχωρώντας προς τον χώρο που διεξαγόταν το πάρτι, είδε αρκετούς συναδέλφους του να έχουν φορέσει αποκριάτικες στολές. Είδε τη διευθύντρια δυναμικού, ντυμένη καμηλοπάρδαλη, να χορεύει μακαρένα δίπλα από έναν πιγκουίνο, που δεν ήταν άλλος από τον προϊστάμενό του. Κι αυτό το τραγούδι πια, πόσο τον εκνεύριζε;

Από παιδάκι όταν ήταν, αυτό το μόνιμο «εεεε μακαρεεεενα» τού προκαλούσε εκνευρισμό. Προσπάθησε να διώξει τον εκνευρισμό του κοιτώντας τις στολές όλων. Ο γραμματέας του προϊσταμένου του ήταν ντυμένος αστυνομικός. Τα ρούχα που φοράς, σε περίπτωση θανάτου, γίνονται το αιώνιο ένδυμά σου, το είχε διαβάσει κάπου αυτό και του είχε αποτυπωθεί. Θα ήθελε να δει τη διευθύντρια, τη συνήθως αυστηρή, ως φάντασμα να γυρνά από δω κι από 'κει ντυμένη καμηλοπάρδαλη. Γέλασε και προχώρησε προς το τραπέζι με τα ποτά.

Η επόμενη ημέρα, τον βρήκε στο γραφείο και το απόγευμα το ίδιο κουρασμένο. Την ώρα που ήταν να σχολάσει, η γραμματέας του τον ειδοποίησε για το αποκριάτικο πάρτι του γραφείου, ενώ, απ' το βάθος, ακουγόταν η μακαρένα. Προχωρώντας προς τον χώρο που διεξαγόταν το πάρτι, είδε αρκετούς συναδέλφους του να έχουν φορέσει αποκριάτικες στολές. Είδε τη διευθύντρια δυναμικού, ντυμένη καμηλοπάρδαλη, να χορεύει μακαρένα δίπλα από έναν πιγκουίνο, που δεν ήταν άλλος από τον προϊστάμενό του. Κάτι τον παραξένεψε σε όλο αυτό, μα δεν έδωσε σημασία.

Πού να ήξερε πως, το απόγευμα, στο πάρτι της δουλειά του, είχε παραπατήσει, χτυπήσει το κεφάλι του και μείνει στον τόπο; Μόνη ελπίδα για να αλλάξει όλο αυτό: να βρει και να αλλάξει τη συγκεκριμένη ημέρα, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το συγκεκριμένο δευτερόλεπτο. Το πρόβλημα, όμως, ήταν πως κάτι τον παραξένευε σε όλο αυτό, μα δεν ήξερε τι κι, έτσι, δεν έδινε σημασία -δε θα έδινε για πολύ καιρό κι αυτό γιατί κάπως είχε συνηθίσει εκείνο το τραγούδι. Έτσι, βρέθηκε να κουνάει τα χέρια και τους γοφούς του τραγουδώντας μαζί με τους άλλους: «Εεεε, μακαρένα».

Η επόμενη ημέρα, τον βρήκε στο γραφείο και το απόγευμα το ίδιο κουρασμένο. Την ώρα που ήταν να σχολάσει, η γραμματέας του τον ειδοποίησε για το αποκριάτικο πάρτι του γραφείου, απ' το βάθος ακουγόταν η μακαρένα. Είδε αρκετούς συναδέλφους του να έχουν φορέσει αποκριάτικες στολές. Αποφάσισε να μην πάει καν προς τα εκεί. Αρκετά με όλους αυτούς τους ανόητους!


Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε