Eerie encounters

Ο Φρουρός των Ριζών - 

Αλέξανδρος Λειβαδιώτης

«Φυγέτε από εδώ, κωλόπαιδα!» φώναξε και πέταξε την πέτρα που κρατούσε. Τα μασκαρεμένα παιδιά το έβαλαν στα πόδια, καθώς μια δεύτερη πέτρα έσκαγε μερικά μέτρα μακριά τους στο χώμα.

«Πότε θα ψοφήσεις να ησυχάσουμε;» άκουσε να φωνάζει το ντυμένο σαν σκελετός αγόρι χωρίς, όμως, να ελαττώσει στιγμή τον διασκελισμό του.

«Βρε ουστ!» απάντησε και στηρίχθηκε από την κάσα της πόρτας της εισόδου του για να μη σωριαστεί. «Έχω ακόμα χρόνια μπροστά μου…» τη φράση του διέκοψε ο συνηθισμένος υγρός, επίμονος βήχας. Βήχας που σταματούσε μόνο όταν γέμιζε την παλάμη του σάλια, βλέννες και αίμα.

Σήκωσε το βλέμμα του προς τον ομιχλιασμένο δρόμο για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε άλλους παρείσακτους μασκαράδες, σκούπισε το χέρι του στο παντελόνι του και έβγαλε το στραπατσαρισμένο πακέτο από τη τσέπη τού ξεχειλωμένου πουκαμίσου του. Τράβηξε από μέσα έναν παλιό αναπτήρα και κουνώντας απότομα τον καρπό του, έβαλε στο στόμα του το τσιγάρο που ξεχώρισε από τη στοίβα. Το άναψε βλαστημώντας, με την τρίτη προσπάθεια, εισέπνευσε μια γερή ρουφηξιά και κράτησε την ανάσα του. Ο καπνός έκαιγε τα πνευμόνια του, αλλά ταυτόχρονα, με έναν περίεργο τρόπο, απάλυνε τον πόνο του.

Τελικά, ο βήχας τον έκανε να εκπνεύσει και, φτύνοντας το γνώριμο πορφυροπράσινο μείγμα, έκλεισε δύσκολα την πόρτα και την κλείδωσε. Στη συνέχεια, έβαλε τη βαριά, μεταλλική αμπάρα και την ασφάλισε με τα τρία λουκέτα. Έβγαλε ένα γυάλινο μπουκαλάκι από τη ξεβαμμένη μπανάνα της μέση του και έρανε με το διάφανο υγρό τρεις φορές την πόρτα. Έπειτα έκανε το ίδιο σε κάθε παράθυρο του ετοιμόρροπου σπιτιού του, αφού πρώτα σιγουρευόταν για τη σταθερότητα των κάγκελων που τα έφραζαν.

Μόλις βεβαιώθηκε για την ασφάλεια της οικίας του, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, όπου έβγαλε από το ξεχαρβαλωμένο ντουλάπι το σακί με το αλάτι. Το έσυρε μέχρι το σαλόνι και άρχισε να σχηματίζει με αυτό κύκλους κάτω από τις τρεις σκοτεινές τρύπες του ταβανιού.

Τελειώνοντας, πήγε βήχοντας στον παλιό μπουφέ, πήρε το μισοάδειο μπουκάλι ουισκιού κι έκατσε στην ταλαιπωρημένη πολυθρόνα, μπροστά από τα αλλόκοσμα σχήματα και σύμβολα αλατιού. Βεβαιώθηκε ότι το τσαντάκι στη μέση του ήταν γεμάτο με ό,τι χρειαζόταν, έκλεισε, αμέσως μόλις ξεκίνησε, την υπενθύμιση του παλιού του κινητού, ήπιε μια καλή γουλιά αλκοόλ και έκλεισε τα μάτια του, γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω, πάνω στο ξεφτισμένο δέρμα του προσκέφαλου.

Ακόμη ένιωθε το υγρό να κατεβαίνει στον οισοφάγο του όταν άρχισαν οι ξύλινοι ήχοι, σαν να σπάγανε κλαδιά. Δεν άνοιξε τα μάτια του. Ήξερε ότι οι ρίζες που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού του ζωντάνευαν αυτό το βράδυ. Προσπαθούσαν να μπουν στο εσωτερικό, αλλά ο αγιασμός τις σταματούσε. Παρ' όλα αυτά, ο ήχος δυνάμωσε, πλησιάζοντάς τον.

«Καλό Χάλογουιν, αγαπητές μου» είπε κι άνοιξε τα μάτια του. Μπροστά του, μέσα από τις τρύπες του ταβανιού, κατέβαιναν πλέον τρεις δέσμες, πλεγμένες με ρίζες, που κατέληγαν στο κέντρο από τους κύκλους του αλατιού. Μέσα σε αυτά τα συνονθυλεύματα, τρεις μορφές ξεπρόβαλλαν. Τρεις μαυροφορεμένες, πανέμορφες γυναίκες.

«Ακόμα ζεις, καταραμένε;»

«Δε θα με ξεφορτωθείτε εύκολα, καλή μου Οφελία» απάντησε και γύρισε το βλέμμα του στην ακριανή μάγισσα, η οποία είχε εξέλθει τελείως από τις ρίζες και ερευνούσε μάταια τον λευκό κύκλο που την περιέβαλλε, για κάποιο κενό. Εκείνος ήπιε μια ακόμα γερή γουλιά ουισκιού και μόλις τέλειωσε με τους νοητούς υπολογισμούς του, είπε «Τετρακόσια ογδόντα δύο χρόνια, πλέον, λες να μην έμαθα να κάνω έναν απλό κύκλο από άλας;»

«Θα έρθει η φορά» άκουσε την απειλητική φωνή από την αντίπερα αρμαθιά των ριζών, «που θα κάνεις κάποιο λάθος. Και, τότε, θα ελευθερωθούμε και θα προσφέρουμε την ψυχή σου στον άρχοντά μας, για να τη βασανίζει στην αιωνιότητα».

«Δεν έχεις βαρεθεί τις ίδιες απειλές κάθε χρόνο, Θεοδώρα;» της απάντησε κι έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του. Προσπάθησε να το ανάψει, αλλά ο αναπτήρας απλά σπινθηροβολούσε χωρίς να γεννά φλόγα.

Σηκώθηκε, βλαστημώντας, και πλησίασε τον κεντρικό κύκλο άλατος. Πρότασσε το χέρι με το τσιγάρο, έτσι ώστε η άκρη του να περάσει ίσα ίσα τα νοητά σύνορα του ιερού, λευκού δαχτυλιδιού, και κοίταξε τη γυναίκα με βλέμμα γεμάτο νόημα. Ξαφνικά, φωτιά γέμισε τον αόρατο κύλινδρο που περιόριζε τη μεσαία μάγισσα και τράβηξε αμέσως το χέρι του. Ρούφηξε γρήγορα τον καπνό για να ανάψει καλά το τσιγάρο κι έπειτα φύσηξε και έτριψε τις καψαλισμένες τρίχες των δαχτύλων του.

«Σε ευχαριστώ, αγάπη μου» είπε και γύρισε να φύγει.

«Γιατί μας το κάνεις αυτό;» παραπονέθηκε εκείνη με απαλή, γεμάτο παράπονο, φωνή. «Δε μ' αγαπάς πια;»

Σταμάτησε κι άνοιξε το τσαντάκι της μέσης του. Έβγαλε το γυάλινο μπουκαλάκι και έριξε λίγο από το περιεχόμενό του στο πρόσωπό της. Εκείνη ούρλιαξε και η σαγηνευτική της μορφή άλλαξε σε ένα αποκρουστικό πλάσμα με ζαρωμένο δέρμα. Το πλατύ στόμα της ήταν γεμάτο μυτερά, κιτρινισμένα δόντια, ενώ τα καστανά μάτια της έδωσαν τη θέση τους σε δύο σκοτεινές, κενές κόγχες. Η κελαρυστή φωνή της μετατράπηκε σε έναν απόκοσμο βρυχηθμό και τα καλοσχηματισμένα δάχτυλά της μάκρυναν, καθώς κοφτερά νύχια βγαίνανε μέσα από τη σάπια σάρκα της.

Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση και έκατσε στην πολυθρόνα. «Όπως κάθε χρόνο» είπε και εξέπνευσε άλλη μια μεγάλη ποσότητα καπνού από τη νέα ρουφηξιά, «θα παρακαλέσω για λίγη ησυχία μέχρι να έρθει η αυγή και να επιστρέψετε από εκεί που ήρθατε».

Οι τρεις μάγισσες άρχισαν να τον καταριούνται και να τον απειλούν, αλλά εκείνος έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά του, πάτησε να ξεκινήσει η αγαπημένη του λίστα τραγουδιών και κάρφωσε τη ματιά του στη μεσαία γυναίκα, την Αιλία. Την έβλεπε να κουνά το στόμα της οργισμένα, καθώς έπαιρνε και πάλι την παλιά, γλυκιά μορφή της. Τη μορφή με την οποία την είχε γνωρίσει, το 1536 μ.Χ. Χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια του.

Ξύπνησε από τη νέα υπενθύμιση του κινητού του. Κοίταξε προς το παράθυρο και είδε φωτεινές χαραματιές να σχίζουν τον σκοτεινό ουρανό της Ανατολής.

«Θεοδώρα και Οφελία, χάρηκα που σας είδα» είπε καθώς σηκωνόταν, ενώ οι περίεργες δέσμες ριζών άρχισαν να καταπίνουν τις γυναικείες μορφές που τον καταριόνταν. Πλησίασε την Αιλία. «Θα σε περιμένω του χρόνου να σε ξαναδώ, έστω κι έτσι, αγάπη μου».

«Δεν έχει φιλί φέτος;» του είπε με νάζι.

Εκείνος ξεφύσησε, έβγαλε τον ασημένιο σταυρό από τον λαιμό του και έσκυψε μέσα στο ιερό κύκλο που την περιόριζε. Τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της κι ένιωσε τη ζωή του να ξεγλιστρά μέσα από το στόμα του. Δεν τον ένοιαζε όμως. Του έφτανε που ξαναφιλούσε τη γυναίκα του, την Αιλία, προτού προσφέρει την ψυχή της στον Σατανά. Τη φιλούσε με πάθος κι ας ήξερε ότι ήταν η αιτία που ο καρκίνος κατέκλυζε το αθάνατο κορμί του. Δεν τον ένοιαζε. Απλά συνέχιζε να τη φιλά, ώσπου ξημέρωσε και οι ρίζες την έπνιξαν και την τράβηξαν στη ζοφερή διάστασή της.

«Αντίο, αγάπη μου» ψέλλισε μόλις σταμάτησε να βήχει κι έκλεισε τα μάτια του, χωρίς να γνωρίζει αν θα τα ξανάνοιγε ποτέ…



Εκδίκηση - Αλέξανδρος Ρασκόλνικ

Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες φταίμε, έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου μέχρι που κατανίκησα την απέχθεια για τα ζαρωμένα κορμιά με τα μαραμένα στήθια. Αριστούχος της Αρχιτεκτονικής με διδακτορικό στα δομικά υλικά της ελληνιστικής περιόδου –αν ήθελα να επιβιώσω, μόνο ως θηριοδαμαστής θα μπορούσα να δουλέψω, που λέει το γνωστό ανέκδοτο.

Επειδή όμως, στα τριάντα μου, είμαι ένα ομορφόπαιδο με ευγενικούς τρόπους, μου ήρθε βολικότερο να γίνω καβαλιέρος ώριμων κυριών. Η Αριάδνη, μια καλοσιτεμένη κληρονόμος κάποιας ναυτιλιακής που δούλευε ρολόι, ήταν η τελευταία μου κατάκτηση. Όταν με πρωτοείδε, της κόπηκαν τα πόδια, όπως μου εξομολογήθηκε αργότερα, μετά τον τρίτο της οργασμό, ανάβοντας τσιγάρο.

«Έχω σχέδια για σένανε, αγόρι μου»,γουργούρισε, φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό μου.

***

Ο καθρέφτης μού έλεγε μονότονα ότι ο χρόνος δεν αστειεύεται, αλλά εγώ το είχα βάλει γινάτι να του βγάζω κοροϊδευτικά τη γλώσσα με κάθε αφορμή. Όπως και να 'χει, όμως, δεν το περίμενα με τίποτα αυτό που έπαθα μαζί του.

Απ' το κρεβάτι μου έχουνε περάσει τόσοι και τόσοι επιβήτορες, οι καλύτεροι της πιάτσας αλλά ετούτος εδώ ο Κούρος με το πανώριό του παράστημα, τους κορακίσιους βόστρυχους απλωμένους στους φαρδείς του ώμους και τα αμυγδαλωτά μάτια, έβαλε φωτιά στα τόπια· σαν δεκαεπτάχρονη παιδούλα ένιωθα μέσα στην αγκαλιά του.

Καθόλου δεν μ' ένοιαζε η διαφορά της ηλικίας μας ούτε τα ταπεινά του κίνητρα. Όταν με χάιδευε ψιθυρίζοντας γλυκόλογα, το μόνο που μ' ενδιέφερε ήταν οι ίμεροι που πλημμύριζαν το μαραγκιασμένο μου κορμί.

***

Ο πρώτος καιρός ήτανε ανέφελος· αργότερα άρχισε η γκρίνια. Η ζήλεια της, που στην αρχή μου φαινόταν σχεδόν χαριτωμένη, άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται αφόρητη.

«Θα σε διώξω» μου έλεγε μέσα από τα δόντια της όποτε μ' έπιανε να τρώγω με τα μάτια καμιά ομορφούλα. Δε λέω, με αποζημίωνε με τη γενναιοδωρία της, αλλά άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω τις αδυναμίες μου.

Πώς συνέβησαν τα πράγματα, εκείνο το βράδυ, ούτε που κατάλαβα. Είχαμε γυρίσει από νυχτερινή έξοδο –εγώ αρκετά πιωμένος, εκείνη σε έξαλλη κατάσταση επειδή, τάχα μου, φλέρταρα κάποια πιτσιρίκα στο μπουζουξίδικο που διασκεδάζαμε νωρίτερα.

Λίγο το αλκοόλ, λίγο που αισθάνθηκα προσβεβλημένος από την άδικη επίθεση, άρχισα να λέω πράγματα που κανένας ζιγκολό, ο οποίος σέβεται τον εαυτό του, δε θα ξεστόμιζε.

***

Ο ελεεινός, ήθελε και τα ρέστα! Να τον προσκυνώ λες κι ήταν ο Θεός ο ίδιος, να κρέμομαι απ' τα χείλη του, να ζω για τα χάδια του, να τον γεμίζω πανάκριβα δώρα κι αυτός, ο πουτάνας γιος, να κορτάρει το βρομοθήλυκο που στρογγυλοκαθόταν στο διπλανό τραπέζι, σαν να μην ήμουνα εκεί.

Δεν ήταν τόσο η αυθάδειά του μπροστά στον καλό κόσμο, που χωρίς εμένα ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δε θα είχε συναναστραφεί. Ήταν τα μεθυσμένα λόγια του –όχι για τη σκληρότητα, μα για την αλήθεια τους. Παλιόγρια, με αποκάλεσε. Τέτοια δεν ήμουνα; Μα πώς μπορούσα να το ανεχτώ;

Η καρδιά μου σφίχτηκε ξεστομίζοντάς το, μα δεν είχα άλλη επιλογή· του ζήτησα χωρίς περιστροφές να μου αδειάζει τη γωνιά.

***

Θα κόντευε μεσημέρι πια όταν ξύπνησα. Με το κεφάλι βαρύ, έμεινα για λίγες στιγμές άπραγος να παρατηρώ, πίσω απ' το παράθυρο με τις ολάνοιχτες κουρτίνες, έναν ήλιο μίζερο, τη μια να κρύβεται την άλλη να ξεμυτίζει πίσω από τα γκρίζα σύννεφα που σαν αφηνιασμένα άλογα, κάλπαζαν στον ουρανό.

Ο μεταμεσονύκτιος καυγάς, άρχισε να ζωντανεύει μέσα μου, καρέ-καρέ. Τινάχτηκα απάνω σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός ελπίζοντας ότι κοιμόμουν ακόμη, ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν απαίσιο εφιάλτη, αυτό που με ταλάνιζε. Οι εικόνες τρομακτικές κι η φωνή της λογικής να τις απορρίπτει ορθά-κοφτά.

«Δεν μπορεί» ψέλλισα πανικόβλητος. Έριξα βιαστικά κάτι απάνω μου κι έτρεξα στο καθιστικό, στην κουζίνα, στο μπάνιο· παντού έψαξα. Άφαντη, λες και την είχε καταπιεί η γη.

***

Τα μάτια του, τόσο αγριεμένα, ποτέ μου δεν τα είχα ξαναδεί· σκοτεινά, θολωμένα απ' το ουίσκι, πραγματικά με τρόμαζαν. Μα δεν είχα σκοπό να υποχωρήσω, δεν ήμουνα εγώ απ' αυτές.

«Εξαφανίσου από τη ζωή μου, αποτυχημένο κάθαρμα» του πέταξα κατάμουτρα, δείχνοντας την εξώπορτα.

Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Η ξινίλα του αλκοόλ στην ανάσα του μου ανακάτευε το στομάχι. Έβαλα όση δύναμη είχα και τον απώθησα με λύσσα. Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε φαρδύς-πλατύς πεσμένος στα πόδια μου, μα πετάχτηκε αμέσως απάνω σαν αίλουρος, έτοιμος να μου χιμήξει.

Την επόμενη στιγμή, τα δυνατά του δάχτυλα τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό μου κι έσφιγγαν, όλο έσφιγγαν. Ξεψυχώντας, άκουγα τον ήχο των μαργαριταριών του περιδέραιού μου που χοροπηδούσαν στους έβενους του πατώματος.

***

Δεν ήξερα τι να σκεφτώ, κόντευα να τρελαθώ. Περνούσε η ώρα, βραδιαζε, μα το ρολόι στον τοίχο έμοιαζε σταματημένο κι ας ήταν ο ρυθμός του το μόνο πράγμα που έσπαγε τη νεκρική σιγή.

Τότε την άκουσα. Περισσότερο την αισθάνθηκα, δηλαδή· είπα ότι ήταν ιδέα μου. Ήταν πολύ νωρίς για μένα, αλλά σέρβιρα δυο-τρία δάχτυλα ουίσκι σ'ένα ποτήρι και το κατέβασα μονοκοπανιάς.

«Θέλω κι εγώ» τάραξε τον νου μου η προσταγή.

Γύρισα και την είδα. Το πρόσωπό της κρυβόταν στις σκιές. Μόνο δυο πυρετικά μάτια έλαμπαν στο σκοτάδι, αλλά η βραχνή φωνή ήταν η δική της. Με πλησίασε με δυο δρασκελιές, κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά μου και βύθισε τη γλώσσα της στο στόμα μου, ρουφώντας την ψυχή μου. 



Ένα καλά κρυμμένο μυστικό - 

Ελένη Ζερβοπούλου

Η εμμονή του χριστιανισμού να βρίσκει τον κόσμο άσχημο

και κακό, έχει κάνει τον κόσμο άσχημο και κακό.

(Φρίντριχ Νίτσε, Γερμανός φιλόσοφος 1844-1900)

1 Νοεμβρίου 2023

Ο Τάκης μπήκε στο γραφείο της Ιφιγένειας, κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της, άνοιξε το συρτάρι και πήρε τον φάκελο που αφορούσε τους φόνους των τελευταίων πέντε χρόνων. ΥΠΟΘΕΣΗ ΧΑΛΟΓΟΥΙΝ. Στην πρώτη σελίδα, ήταν γραμμένη η φράση ΦΑΡΣΑ Ή ΚΕΡΑΣΜΑ;

Κοίταξε τη φωτογραφία της γυναίκας, της οποίας την περιγραφή είχαν δώσει μάρτυρες. Δεν έμοιαζε με αυτήν παρόλο που το κινητό της τηλέφωνο βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος, εκεί που είχε βρεθεί και η αδελφή της νεκρή μετά τον βιασμό της από πέντε άντρες, στο πανάρχαιο σπήλαιο της Ειλειθυίας.

«Πού έχεις μπλέξει, βρε Ιφιγένεια;» είπε ψιθυριστά.

31 Οκτωβρίου 2023

«Σε ξέρω από κάπου;» ρώτησε ο μπάρμαν τη μυστηριώδη γυναίκα που καθόταν μόνη της στο μπαρ, εδώ και καμιά ώρα. Δεν του απάντησε. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον νεαρό που καθόταν παρέα με μια κοπέλα, τρία τραπέζια πιο πέρα.

Το μαγαζί ήταν στολισμένο με κολοκύθες, καπέλα μαγισσών, καζάνια και ό,τι άλλο ταίριαζε για αυτή τη νύχτα. Η μουσική έπαιζε δυνατά. Η κοπέλα σηκώθηκε και πήγε προς την τουαλέτα. Τότε, βρήκε την ευκαιρία εκείνος και έριξε στο ποτό της το χάπι που είχε στην τσέπη του. Κανείς δεν τον είδε. Κανείς, εκτός από τη μυστηριώδη γυναίκα.

Ψιθύρισε σε άγνωστη γλώσσα και φύσηξε προς τα εκεί. Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Την πλησίασε με αργά βήματα.

«Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοια γυναικεία ομορφιά. Αν τα μαλλιά σου έχουν το χρώμα της κόλασης, τότε το κορμί σου πρέπει να είναι το καζάνι στο οποίο θα ήθελα να πέσω μέσα» της είπε.

«Φάρσα ή κέρασμα;» τον ρώτησε εκείνη.

«Κέρασμα!» Απαντάει και όλα σκοτείνιασαν.

***

Άνοιξε τα μάτια του και την είδε να στέκεται από πάνω του με μια δάδα φωτιάς. Τα μαλλιά της έπεφταν μπροστά στο στήθος. Τα μάτια της ήταν περίεργα. Τι μάτια είναι αυτά; Το ένα πράσινο και το άλλο γαλάζιο; Μα πώς; Προσπάθησε να μιλήσει, όμως δεν μπορούσε, δεν έβγαζε ήχο.

«Κοίτα, σκελετούλη, ο καλεσμένος μας θέλει να μιλήσει. Τι λες, να του κάνουμε τη χάρη, μιας και είναι ο τελευταίος μας;»

Ο νεαρός κοίταξε δίπλα του, εκεί από όπου ερχόταν ένας ήχος κροταλίσματος. Δεν μπορεί… Ένιωσε την υγρασία ανάμεσα στα πόδια του. Τίναζε χέρια πόδια, μήπως και απελευθερωθεί.

«Μην κουράζεσαι. Στην ουσία, άμα προσέξεις, δεν είσαι καν δεμένος. Νιώθεις, όμως, πως είσαι. Ναι, είναι μαγεία. Όμως, κάνε μου τη χάρη και μπες στο καζάνι. Είναι αυτό που ζήτησες. Έχω μια ιστορία να σου πω».

Έβλεπε τον εαυτό του να πηγαίνει οικειοθελώς, ενώ μέσα του φώναζε και αντιστεκόταν. Μπήκε στο καυτό νερό, καιγόταν, τα μάτια του δάκρυζαν, όμως δεν επέβαλε καμία αντίσταση. Ο σκελετός είχε πάρει μια βούρτσα και χτένιζε τα μαλλιά του. Ο πόνος του ήταν αφορητος. Θεέ, ας τελειώσει αυτό το μαρτύριο…

«Στη Σκωτία, λοιπόν, ένα βράδυ με πανσέληνο, στον μακρινό μεσαίωνα, ο διωγμός των μαγισσών, ανάγκασε μια οικογένεια να φύγει μακριά. Η γυναίκα του αγρότη, αν και έγκυος, κατηγορήθηκε για μαγεία. Θα την καίγανε μαζί με άλλες είκοσι κοπέλες. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά.

Όταν έφτασαν στο νησί, την έπιασαν πόνοι γέννας. »Βρήκαν εκείνη τη σπηλιά. Τη σπηλιά της Θεάς Ειλειθυίας, που προστατεύει τις εγκύους. Εκείνη ήταν που τη βοήθησε να γεννήσει. Γέννησε δίδυμα κορίτσια. Λένε πως η θεά Αφροδίτη ζήλεψε την ομορφιά τους και την αφαίρεσε από τη μία αδελφή.

»Τα κορίτσια μεγάλωσαν με πολλή αγάπη η μία για την άλλη και ποτέ η ασχήμια δεν μπήκε ανάμεσά τους. Ήταν και οι δύο μάγισσες. Κάθε τι άδικο το τιμωρούσαν. Η όμορφη αδελφή, που μπορούσε να δει το μέλλον, δεν πρόλαβε το κακό που θα γινόταν. Ο έρωτας δεν την άφηνε να δει καθαρά.

»Μια ομάδα νεαρών παρακολούθησε την αδελφή της που μπήκε στη σπηλιά. Κόρη του διαβόλου. Έτσι την φώναζαν. Την ακινητοποίησαν και την βίασαν με τον πιο άσχημο τρόπο. Η αδελφή της, που ήταν στην αγορά, ένιωσε ότι κάτι κακό συνέβη και έτρεξε προς το μέρος.

»Το θέαμα που αντίκρισε την έκανε να βγάλει μια αφόρητη κραυγή. Κοίταξε και τους πέντε κατάματα. Ο ένας ήταν ο άντρας που πίστευε πως την αγαπούσε και έκανε όνειρα μαζί της. Αφαίρεσε την κουκούλα από το κεφάλι και τα κόκκινα μαλλιά της πύρωσαν. Η φωτιά έκαψε ευθύς και τους πέντε.

»Άμα ρίξεις μια γρήγορη ματιά, θα δεις κρανία γύρω από τη σπηλιά. Εκεί κάπου, είναι και οι φίλοι σου. Αυτοί που μαζί σου βίασαν την αδελφή μου». Συγγνώμη, συγγνώμη… Σε παρακαλώ, άφησέ με… «Όσο και να με παρακαλάς, το μόνο που θα μείνει από σένα, θα είναι το κρανίο σου. Ο σκελετός που βλέπεις, είναι η αδελφή μου. Κάθε Χάλογουιν, το πνεύμα της ξυπνάει και ψάχνει δικαίωση. Θα απορείς ποιες είμαστε!

»Η γυναίκα που βιάστηκε δεν ήταν άλλη από την ίδια τη μάγισσα Ούρσουλα κι εμείς είμαστε οι απόγονοί της. Η αδελφή μου δε θα σας πείραζε. Το μόνο της ψεγάδι ήταν η ασχήμια».

Ο νεαρός είχε ήδη λιώσει –δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει όλη την ιστορία. Κοίταξε την αδελφή της, που είχε πάρει τώρα την κανονική της μορφή.

Άπλωσε το χέρι της και τη χάιδεψε στο γεμάτο από βαθουλώματα πρόσωπό της. Πήρε το στέμμα από την τσάντα της και της το φόρεσε.

«Για μένα είσαι το πιο όμορφο πλάσμα. Πλέον, η ψυχή σου μπορεί να αναπαυτεί» έκλεισε τα μάτια της και όταν τα άνοιξε, η αδελφή της δεν ήταν εκεί. Άφησε τα δάκρυά της ελεύθερα.

***

Η Ιφιγένεια μπήκε στο γραφείο της κρατώντας την κούπα με τον καφέ της.

«Δε χρειάζεται να κρύβεσαι πίσω από την ντουλάπα. Ξέρω ότι είσαι εδώ».

«Ιφιγένεια, πού έχεις μπλέξει;

«Φάρσα ή κέρασμα;»

Ο Τάκης την παρατήρησε για μια στιγμή. Αυτή η γυναίκα τού ξυπνούσε συναισθήματα που είχε θάψει μετά τον άγριο θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του.

«Φάρσα» απάντησε.



Γιορτάζουνε στο χωριό τους Χαλοβίν -

 Έλενα Στεργιοπούλου

Μέσα από τις τρύπες στο λευκό σεντόνι, ο Ιάκωβος βλέπει τα κιτρινοκαφεκόκκινα φύλλα. Είναι πεσμένα στον δρόμο, νοτισμένα. Γλιστράει πάνω τους και το μακρύ ύφασμα φεύγει από τη θέση του. Τώρα, προχωράει στα τυφλά, ακολουθώντας τις φωνές των παιδιών που προπορεύονται.

«Δηλαδή είναι το πρώτο σας Χαλοβίν;» ακούει μια φωνή. Είναι ο Σίμος, κοντά στα δεκατέσσερα. Τους ξεναγεί στο χωριό.

«Χάλογουίν εννοείς;» η φωνή της αδερφής του. Η Ρίτα είναι δεκατριών, τρία χρόνια μεγαλύτερη από τον Ιάκωβο. Μαζί το έσκασαν από το ορφανοτροφείο. «Ναι, δεν ξέραμε καν ότι υπάρχει χωριό στην Ελλάδα που το γιορτάζει».

«Χαλοβίν, έτσι το λέμε εδώ. Το γιορτάζουμε από όταν ιδρύθηκε το χωριό μας. Πηγαίνουμε από πόρτα σε πόρτα και λέμε "Κέρασμα ή Σκανταλιά"» λέει ο Σίμος. «Οι περισσότεροι μάς δίνουν Κέρασμα, αλλά την πιο πολλή πλάκα την έχει η Σκανταλιά».

Ο Ιάκωβος έχει στον νου του πολλές σκανταλιές, αλλά τώρα του τρέχουν τα σάλια για τα κεράσματα. Προσπαθεί να φτιάξει το σεντόνι, μπουρδουκλώνεται και πέφτει.

«Έλα, πιάσε το χέρι μου, θα σε βοηθήσω» η κοριτσίστικη φωνή είναι πολύ απαλή. Δεν την αναγνωρίζει.

Επιτέλους, καταφέρνει να ευθυγραμμίσει τις τρύπες με τα μάτια του. Τα παιδιά δε φαίνονται πουθενά. Μαζί του είναι μόνο μια ισχνή φιγούρα, ντυμένη φάντασμα κι αυτή.

«Έλα μαζί μου» του λέει.

«Η αδερφή μου… Τα παιδιά… Πού πήγαν;»

«Θα τους βρεις αργότερα. Έλα, το σπίτι μου είναι κοντά, η μαμά μου θα μας φιλέψει!» Το στομάχι του γουργουρίζει.

«Πάμε» της λέει.

Ακολουθούν ένα στενό μονοπάτι μέσα στο δάσος. Σύντομα φτάνουν σε ένα ξέφωτο. Μπροστά τους, ξεφυτρώνει ένα ξύλινο σπιτάκι με ένα τεράστιο, οβάλ παράθυρο. Το παρτέρι του γεμάτο με κολοκύθες, το εσωτερικό του με αναμμένα κεριά και ευωδίες. Μια φιγούρα στέκεται στην είσοδο και τους περιμένει˙ η μητέρα του κοριτσιού. Είναι κι αυτή ντυμένη φάντασμα. Παρ' ότι δε βλέπει το πρόσωπό της, ο Ιάκωβος συναισθάνεται ένα μελαγχολικό χαμόγελο.

«Καλώς ήρθες, Ιάκωβε» λέει η γυναίκα. Οι τρίχες στον αυχένα του ορθώνονται. Πώς ξέρει το όνομά του; «Οι ξένοι στο χωριό μας είναι σπάνιοι» συνεχίζει η γυναίκα σαν να διάβασε τις σκέψεις του.

«Πες την ατάκα» λέει το κορίτσι. Ο Ιάκωβος ξεροκαταπίνει. Η ανυπομονησία του κοριτσιού κολλάει σαν υγρασία πάνω του.

«Κέρασμα ή Σκανταλιά;»

«Μα Κέρασμα, φυσικά! Δεν έφτιαξα τόσα καλούδια για να μη φαγωθούν».

Μέσα από την πόρτα, φαίνεται ένα τραπέζι βαρυφορτωμένο. Αναδίδει διάφορες μυρωδιές˙ κολοκυθόσουπα, κρεατόπιτα, λουκουμάδες με μέλι και κανέλα. Το στομάχι του πανηγυρίζει. Μπαίνει δίχως δισταγμό. Κάθεται και γεμίζει τα πιάτα που βρίσκονται μπροστά του.

Όμως το σεντόνι βρίσκεται ανάμεσα στο πιρούνι και το στόμα του. Κάνει κίνηση για να το βγάλει.

«Μη!» φωνάζει το κορίτσι. «Δεν κάνει να βγάλουμε τις στολές μας πριν τελειώσει το Χαλοβίν».

«Έχει δίκιο η Βίτα» συμφωνεί η μητέρα της, μελαγχολικά.

Ο Ιάκωβος σαστίζει, αλλά η πείνα μονοπωλεί το μυαλό του. Βάζει το πιάτο στα γόνατά του, κάτω από το σεντόνι. Αυτό του επιτρέπει να γεμίσει και τις τσέπες του κρυφά με όσο φαγητό δεν μπορεί να φάει.

«Θέλεις λίγη πίτα ακόμα;»

«Όχι, έχω σκάσει. Ευχαριστώ» προσθέτει. «Ήταν όλα τέλεια».

«Χαίρομαι που σου άρεσαν. Δεν έχουμε συχνά επισκέπτες» ψιθυρίζει η γυναίκα.

«Γιατί;»

«Δεν έχει σημασία…» Μια γλυκιά νύστα χαϊδεύει το μέτωπό και τους ώμους του. «Ώρα να πας πίσω στο χωριό» λέει τότε η γυναίκα. Τον οδηγεί στην πόρτα και του δείχνει το παρτέρι με τις κολοκύθες. «Πάρε όποια θέλεις, είναι Κέρασμα».

Ο Ιάκωβος τυλίγει τα χέρια του τυχαία γύρω από μία κολοκύθα.

«Αυτή είναι άφτιαχτη. Δε θέλεις να πάρεις κάποια από τις σκαλιστές;» λέει το κορίτσι. Του δείχνει διάφορες κολοκύθες, με τρομακτικά ή αστεία πρόσωπα, ακόμα και με ολόκληρες σκηνές.

«Είναι εντάξει» λέει ο Ιάκωβος. Το μυαλό του περιστρέφεται γύρω από ένα κρεβάτι˙ οποιοδήποτε, αρκεί να είναι στεγνό.

Το κορίτσι τον τραβάει από το σεντόνι και ο Ιάκωβος ακολουθεί σαν υπνωτισμένος. Σύντομα, φτάνουν στον κεντρικό δρόμο, με την κολοκύθα του πάντα αγκαλιά.

«Ευχαριστώ που ήρθες» του λέει.

Πάει να την ευχαριστήσει, αλλά το κορίτσι δεν είναι πια εκεί. Ακούει από μακριά μια γνώριμη φωνή.

«Ιάκωβε! Ιάκωβεεεε!»

Από το βάθος του δρόμου, τον πλησιάζει μια κουστωδία από λευκοντυμένα φαντάσματα. Η μπροστινή φιγούρα κρατάει μια σκαλισμένη κολοκύθα, γεμάτη ως απάνω με λιχουδιές. Μια άλλη φιγούρα την προσπερνάει, σταματάει μπροστά του.

«Πού χάθηκες; Ανησύχησα». Είναι η αδερφή του.

«Πήγα για Κέρασμα και Σκανταλιά! Να, μου έδωσαν και κολοκύθα». Η Ρίτα την παίρνει αγκαλιά.

«Είναι βαριά. Τι είναι αυτό το σκάλισμα;»

«Δεν έχει σκά-»

«Μοιάζει με φλόγες. Κάτι σαν φωτιά…» συνεχίζει η Ρίτα.

«Είπατε για φωτιά; Εκεί πάμε! Στη φωτιά του Χαλοβίν, στην κεντρική πλατεία» λέει ο Σίμος και προχωράει.

Ο Ιάκωβος ακολουθεί αφηρημένος. Κρατάει το σεντόνι ψηλά και με τα δυο του χέρια για να μην ξανασκοντάψει. Η Ρίτα περπατάει δίπλα του. Εξακολουθεί να κρατά την κολοκύθα και να την κοιτά, σαν υπνωτισμένη.

«Από πού την πήρες;» του ψιθυρίζει.

«Μου την έδωσαν εκεί που πήγα, σε ένα σπιτάκι στο δάσος, γεμάτο κολοκύθες».

«Η Κουκουρβίτα θα ήταν» αναφωνεί η Ρίτα και πετάει την κολοκύθα κάτω. «Το κορίτσι που κανείς δεν κάνει παρέα γιατί είναι πραγματικό φάντασμα. Λένε πως οι κολοκύθες της προβλέπουν το μέλλον».

Ο Ιάκωβος ανατριχιάζει. Βρίσκονται πια στην κεντρική πλατεία. Πίσω από τη φωτιά, ορθώνεται ένας ναός. Πάνω από την πόρτα του, κρεμασμένο ένα σμήνος νυχτερίδες. Δίπλα τους σκαλισμένα γράμματα: «ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ».

«Ω, δεν ήξερα ότι η εκκλησία έχει το όνομά μου» αναφωνεί.

«Μα ναι» λέει ο Σίμος. «Το χωριό μας είναι συνδεδεμένο με εσένα. Και με όλες τις μετενσαρκώσεις του Τζακ».

Ξαφνικά, το πρόσωπο του Ιάκωβου καίει. Η φωτιά θεριεύει και ένα κορίτσι φωνάζει μέσα της. Η αδερφή του. Την έσπρωξαν μέσα τα φαντάσματα, οι χωριανοί. Τρέχει προς το μέρος της, αλλά σκοντάφτει. Το κεφάλι του χτυπάει επάνω στην πεσμένη κολοκύθα. Κάνει να σηκωθεί, ζαλίζεται. Οι χωριανοί τον περικυκλώνουν. Οι νυχτερίδες πετούν από πάνω του. Το τελευταίο πράγμα που βλέπει είναι η πραγματική ονομασία του ναού: «ΑΝΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ».

Δε νιώθει πια το σώμα του.

Αισθάνεται, τώρα, τον κόσμο μέσα από ένα πορτοκαλί φάσμα. Κάποιος τον σηκώνει, χαϊδεύει την στρογγυλάδα του. Μια οικεία φωνή του μιλάει, μια φωνή που λίγο πριν ήταν δική του.

«Μπράβο, Τζακ ο' Λάντερν. Τα κατάφερες για άλλη μια φορά!»



Μετά θάνατον αγάπη - Αλεξάνδρα Τσότσου

Κοίταζε βουβά τις μαύρες ίριδές των ματιών του. Είχαν διασταλεί και με σχολαστικότητα παρατηρούσαν κάθε βουβή της έκφραση. Είχε γείρει ολόκληρος πάνω της. Το χρώμα του δέρματός του ήταν ωχρό κι η ενέργειά του έκδηλη, γεμάτη ένταση και έλξη.

Αδαμάντινα σφιχταγκαλιασμένοι. Χορευτές συναισθημάτων, ψυχής και έρωτα.

Παρέμενε στην αγκαλιά του και ρούφαγε κάθε λεπτό ζωής μαζί του. Συνέχιζε να τον κρατάει σφιχτά από τα δυο του μπράτσα ενώ τον κοιτούσε σταθερά στα μάτια. Αναζητούσε την αιτία, αυτό που δεν ήταν εμφανές και δεν εφυσηχαζόταν η ψυχή της.

Την ένιωθε! Κάθε δικός της χτύπος καρδιάς τον χτυπούσε έντονα στα μηνίγγια του κροτάφου του. Ελαφρά μειδίασε το πρόσωπό του και προσπάθησε να το κρύψει.

Αγχώθηκε και το βλέμμα της κατέτρεξε να συναντήσει τις μαύρες ίριδες, εκείνες που την είχαν κόψει σαν λεπίδα από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε. Εκείνες που ευθύνονταν για τον ακανόνιστο ρυθμό του ζωτικού οργάνου που χτυπούσε στο στέρνο και αναζητούσε το δικό του έναυσμα να την καθησυχάσει.

Η καρδιά της χτυπούσε μόνο για εκείνον. Τα νύχια της είχαν εισχωρήσει στη σάρκα του και ελαφρά σημάδια γεννούσαν κόκκινες εξασθενημένες λωρίδες που κυλούσαν με φόρα προς τα κάτω.

Η ένταση κλιμακωνόταν, η πίεση τον τρέλαινε. Το πρόσωπό του γύριζε με ταχύτητα και από τις δυο πλευρές, να φύγει, να ξεφύγει από τη δική της ενέργεια. Να την αφήσει, να την προφυλάξει αλλά αδύνατον.

Παραδομένος, άρχισε να αιωρείται.

Τα χέρια του την άφησαν και σαν μαριονέτα αιωρούταν στην πίσσα του σκοταδιού. Το κορμί του τεντώθηκε, ενώ εκείνο το τράβηγμα τον έφερε σε άμυνα. Αντιστεκόταν, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να απομακρύνει και να αποτρέψει τη σφοδρότητα του πόνου που τον είχε κυριεύσει.

Το πρόσωπό του μόρφασε κι οι ρυτίδες γέμισαν τις γωνιές από τις σπήλινες κόγχες των ματιών. Πονούσε, πάλευε στη δική του μάχη με τον εαυτό του.

Τα σφαλισμένα βλέφαρα άνοιξαν μεμιάς διάπλατα και το γαλάζιο στοιχείο φώτισε κάθε σκούρο κόκκο σκοταδιού. Την κοίταξε έντονα και διαπεραστικά, η ενέργεια του την αναρίγησε και χιλιάδες τσιμπήματα είχαν εμφανιστεί στο δέρμα της.

Κοίταξε το χέρι της και σταμάτησε. Καθηλωμένη στη δική του εικόνα, άρχισε να αιωρείται και να τον ακολουθεί στο αέρινο ταξίδι. Τα μάτια τους συντονισμένα, η έξαψη αναζωπυρώθηκε και μια κραυγή υψηλής έντασης έσεισε στον απύθμενο βυθό. Η κραυγή του επισκίασε κάθε ήχο ζωντανής ύπαρξης. Ο λαιμός του είχε γεμίσει φίδια, απ' τις φλέβες που είχαν πεταχτεί, και περίτεχνα είχαν αγκαλιάσει το δέρμα του.

Τα αυτιά της έτρεχαν αίμα, τα μάτια της υπερχειλισμένες λίμνες και το πρόσωπό της κόκκινο.

Εκείνος πάλευε με τον αόρατο εχθρό. Συνέχισε να κινείται έντονα και παράξενα. Το δέρμα του σείστηκε, το πρόσωπό του άλλαξε, χιλιάδες κοφτερά δόντια εμφανίστηκαν, ένα πελώριο κρανίο ορθώθηκε μπροστά της και η σωματική του διάπλαση άλλαξε άρδήν.

Τα μάτια, εκείνοι οι γαλάζιοι φανοί, είχαν παραμείνει ακόμη να λαμπυρίζουν και ολοένα να χάνουν την έντασή τους. Το μαύρο στοιχείο τα είχε πλημμυρίσει και εκείνα είχαν συρρικνωθεί, μέχρι την τελική τους εξάλειψη.

Η μεταμόρφωσή του ολοκληρωνόταν ενώ εκείνη παρέμενε βουβή να κοιτάει με εκείνες τις πλούσιες υγρές γραμμές που είχαν πλαισιώσει τα μαγουλά της. Όσο τον κοίταζε, τόσο το στέρνο της ανασηκωνόταν, σαν ένα μπαλόνι που γέμιζε ολοένα αέρα και η πίεση από τα μόρια ολοένα ενισχυόταν μέχρι να ξεσπάσει.

Πλησίασε να τον αγκαλιάσει και εκείνος έκανε ένα βήμα πιο πίσω. Ξανά προσπάθησε και μια κίνηση προς τα πίσω την έπεισε να παραμείνει σταθερή.

Το γαλάζιο χρώμα δεν υπήρχε, δυο σκοτεινές σπηλιές που την κοιτούσαν απροσδιόριστα, χωρίς ψυχή. Γύρισε το κεφάλι του αντίθετα και μετατόπισε τον κορμό του για να φύγει.

Ήταν το τέλος! Το δικό τους τέλος, που δε χωρούσε κουβέντες και αγκαλιές. Ένα σιωπηρό αντίο, ένας καταδικασμένος έρωτας.

Η συσσωρευμένη ένταση από το στέρνο της βρήκε διαφυγή να ξεσπάσει σε εκείνη την αγκαλιά που της αρνήθηκε. Έπεσε πάνω του με ορμή και άρχισε να κλαίει γοερά.

«Δε θα σε αφήσω ποτέ, εδώ ανήκω».

Αρνήθηκε την αγκαλιά της και εκείνη ξέσπασε σε λυγμούς, όταν ξαφνικά το λευκό της δέρμα άρχισε να ρυτιδιάζει, να αλλάζει και να σκεβρώνει. Έχανε την ζωντάνια του, έχανε την σφριγηλότητα, έχανε ζωή!

Το άγγιγμά του ήταν θανατηφόρο. Ήταν ο ίδιος ο θάνατος και ό,τι άγγιζε τον ακολουθούσε.

Είχε κάνει τη δική της επιλογή. Μια επιλογή εν άγνοιά της, που η ψυχή της την ήθελε. Του τη χάρισε. Την ψυχή της.

Σκελετωμένη, τον κρατούσε αγκαλιά και γλυκά χορεύανε. Ένας ανεξάντλητος χορός που κανείς δε θα τους χώριζε ποτέ. Εκείνες οι ψυχές τούς τραβούσαν, ανίκανες όμως να τους σταματήσουν.

Νικήσαν τον θάνατο. Ήταν ο θάνατος και η αγάπη τους, θα ζούσε –θανάσιμα αιώνια!



Οι Άνθρωποι με τις Μάσκες - 

Ελπίδα Πέτροβα

Η Κάρολ ένοιωθε ενθουσιασμένη, αναγεννημένη. Όρθια πάνω από το ματωμένο σώμα, γελούσε με την ψυχή της. Μετά από τόσο κόπο, τα είχε καταφέρει. Ποτέ από δω και στο εξής δε θα την κορόιδευαν, δε θα ήταν στο περιθώριο, ούτε στο σχολείο, ούτε πουθενά –της το είχαν υποσχεθεί και οι Άνθρωποι με τις Μάσκες.

Δυσκολεύτηκε να πείσει την αδερφή της να την ακολουθήσει στο δάσος, οι δυο τους το βράδυ, όμως τα είχε καταφέρει. Η αδερφή της, η λατρεμένη Λούσυ, που όλοι τη θαύμαζαν για τα όμορφα, ξανθά μαλλιά, τα γαλανά μάτια, η γλυκιά αυτή μικρή πριγκίπισσα. Αυτή που ντρεπόταν να συστήνει την Κάρολ ως μικρότερη αδερφή της.

Οι Άνθρωποι με τις Μάσκες περιέγραψαν ξεκάθαρα αυτό που αναζητούσαν· μια κοπέλα δεκαπέντε χρόνων, με γενέθλια στις 31 Οκτωβρίου, αγνή και παρθένα. Όσα ακριβώς είχε η αδερφή της. Της είχε υποσχεθεί να επιστρέψουν εγκαίρως στο σπίτι ώστε να σβήσει την τούρτα και να τρέξει κι εκείνη στα σπίτια της γειτονιάς για το καθιερωμένο trick or treat.

Η ασφαλής, όμως, επιστροφή στο σπίτι δεν ήταν στο πλάνο της. Οι Άνθρωποι με τις Μάσκες τής υποσχέθηκαν όσα ονειρευόταν· αναγνώριση, ομορφιά, φίλους, αγάπη από τους γύρω της. Η αδερφή της τα αγκάλιαζε όλα, χρόνια τώρα. Είχε έρθει η σειρά της.

Μέσα στο σκοτάδι, περικυκλωμένη από τα τεράστια δέντρα που σκέπαζαν κάθε σπιθαμή του μέρους, έτοιμα να αρπάξουν και να κατασπαράξουν οτιδήποτε ζωντανό τολμούσε να κυκλοφορήσει ανάμεσά τους, χάζευε σχεδόν μαγεμένη το άψυχο, πλέον, σώμα της Λούσυ. Οι Άνθρωποι με τις Μάσκες γύρω τους σε σχήμα κύκλου, παρέμεναν ακούνητοι κι αμίλητοι σαν αγάλματα. Το μαχαίρι στο χέρι της Κάρολ έσταζε αίμα πάνω στο πόδι της. Το αίμα της αδερφής της.

Η νύχτα άπλωνε όλο και περισσότερο το μαύρο της πέπλο πάνω από τα κεφάλια τους, μέχρι που κάθε πλάσμα σιώπησε, κάθε ήχος χάθηκε και η νεκρική σιγή του θανάτου σύρθηκε σαν το φίδι ανάμεσά τους και τους τύλιξε σφιχτά. Η Κάρολ ανατρίχιασε θαρρείς και ο ίδιος ο Δαίμονας του Σκότους άγγιζε το κορμί της. Κοίταξε τους Ανθρώπους με τις Μάσκες χωρίς να μπορεί να διακρίνει αν ένιωθαν ευχαριστημένοι από την εξέλιξη. Αν ήταν περήφανοι για το κατόρθωμά της.

«Λοιπόν; Τα πήγα καλά;» ρώτησε με δισταγμό. Εκείνοι παρέμεναν αμίλητοι. «Μου χρωστάτε όσα υποσχεθήκατε». Σιωπή. «Τη μαχαίρωσα. Είναι νεκρή. Δε με πιστεύετε; Θέλετε κι άλλο;» φώναξε η Κάρολ και, στη στιγμή, γονάτισε πάνω από το πτώμα της αδερφής της μπήγοντας το μαχαίρι άλλες δέκα φορές στο σώμα, στα μάτια, στον λαιμό.

Με οργή και μανία έχωνε το εργαλείο του φόνου ξανά και ξανά στο κατακρεουργημένο κορμί της Λούσυ ουρλιάζοντας. Στο τέλος, βουτηγμένη και η ίδια στο αίμα, από πάνω μέχρι κάτω, σηκώθηκε ζαλισμένη, τρέμοντας.

«Τώρα να μου δώσετε όσα μου υποσχεθήκατε» τόνισε αποφασισμένα.

Ο πιο ψηλός από τους Ανθρώπους με τις Μάσκες πλησίασε αργά το πτώμα. Έσκυψε από πάνω του και το μύρισε. Βούτηξε το δάχτυλό του σε μια πληγή και στη συνέχεια το έγλειψε με λαχτάρα. Τότε, η Κάρολ συνειδητοποίησε ότι δε φορούσε μάσκα. Αυτό ήταν το πρόσωπό του. Σώμα κανονικού ανθρώπου και πρόσωπο λαγού. Οπισθοχώρησε άθελά της. Δεν είναι άνθρωποι, σκέφτηκε χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη από τον ξαφνικό τρόμο που την κατέκλυσε.

Ο ψηλός την άρπαξε από τον ώμο και της πρότεινε το δάχτυλό του από το οποίο έσταζε το αίμα της αδερφής της. Οι υπόλοιποι είχαν στενέψει τον κλοιό γύρω της και την άγγιζαν παντού ωθώντας τη να το γλείψει. Η Κάρολ, για πρώτη φορά όλο αυτό το διάστημα, φοβήθηκε και σφίγγοντας τα χέρια γεύτηκε για πρώτη φορά το αίμα της αδερφής της. Δεν ήξερε τι να περιμένει όμως η γεύση του τη γλύκανε. Ένιωσε μια ζεστασιά να θερμαίνει το κορμί της, το κρύο εκείνο βράδυ, και χωρίς να το καταλάβει έγλειψε και δεύτερη και τρίτη φορά.

Τότε, όλοι οι Άνθρωποι με τις Μάσκες γονάτισαν πάνω από το πτώμα της Λούσυ και ρούφηξαν με μανία από κάθε τρύπα το κόκκινο υγρό μουγκρίζοντας. Ο ψηλός πήρε από το χέρι την Κάρολ, που ίδια με μαριονέτα, ακολουθούσε κάθε οδηγία του. Μαζί, γονάτισαν και με το χέρι του στο κεφάλι της, της υπέδειξε από πού μπορούσε να πιει. Η Κάρολ, πλέον, μια ζωντανή νεκρή, έπινε το αίμα της αδερφής της με μανία. Ένα μαγικό ποτό που και η ίδια απορούσε πώς τόσο καιρό δεν είχε δοκιμάσει. Ένιωσε ανανεωμένη, δυνατή, θαρραλέα. Η δίψα της δεν είχε τέλος.

Όταν σταμάτησε, έβγαλε ένα ουρλιαχτό αναγέννησης, ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό που τα κλαδιά των δέντρων σείστηκαν και η σιωπή της νύχτας ράγισε από ανατριχίλα. Οι Άνθρωποι με τις Μάσκες χειροκρότησαν, ενώ, για πρώτη φορά, διέκρινε ένα παγωμένο χαμόγελο στα πρόσωπά τους, που κόκκινα από το αίμα έμοιαζαν με κρεμασμένα κεφάλια σφαγμένων λαγών. Μιμήθηκαν το ουρλιαχτό της ξανά και ξανά χωρίς να σταματάνε το χειροκρότημα. Μια νεκρική συναυλία δαιμόνων με πρωταγωνίστρια την Κάρολ. Της είχαν δώσει όσα υποσχέθηκαν. Το ένιωθε στο πετσί της. Αυτοί ήταν οι δικοί της Άνθρωποι.

Ξαφνικά, της γύρισαν την πλάτη, έτοιμοι ν' αποχωρήσουν από τη μικρή αυτή γιορτή. Η Κάρολ, δίχως να το συνειδητοποιήσει, έβαλε τα κλάματα. Δεν ήθελε να τους χάσει. Αυτοί την εκτιμούσαν, τη θαύμαζαν. Τότε, ο ψηλός τής έτεινε το χέρι να τους ακολουθήσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Κάρολ το έδωσε με ευγνωμοσύνη, χαρούμενη για την καινούρια της ζωή. Σιγά σιγά, απομακρύνθηκαν προς τα βάθη του δάσους, στον δικό τους σκοτεινό, αιματηρό κόσμο των Ανθρώπων με τις Μάσκες.



ΚριΧιρΚ - Βασίλης Μέγας

Η Ονάρτια κλείδωσε τρεις φορές την πόρτα και απομακρύνθηκε αργά ασθμαίνοντας. Ένας αδιανόητος τρόμος, η απύθμενη καρδιά του εφιάλτη έχασκε τώρα ολόγυρά της. Πισωπατώντας σαν λαβωμένο αγρίμι έφτασε στο κέντρο του καθιστικού, και ευχήθηκε δυνατά από μέσα της να μην έβλεπε ξανά εκείνα... εκείνα τα νοσηρά δημιουργήματα.

Ωστόσο, ο φόβος ήταν δυσθεώρητος και δεν την άφησε ούτε για μια στιγμή να ηρεμήσει. Όρθια, με τις σταγόνες του παγωμένου ιδρώτα να κυλάνε σαν ξυράφια στο μέτωπό της, μαργωμένη και αβοήθητη μέσα στην υποτιθέμενη ασφάλεια του σπιτιού της, στεκόταν εκεί και περίμενε. Περίμενε για τις μακάβριες στήλες να αποκαλυφτούν, για τα φρικαλέα εκείνα κατασκευάσματα να εμφανιστούν ξαφνικά και να την περικυκλώσουν, ραγδαία να φουντώσουν, να κατακλύσουν τον χώρο σαν σφοδρό κύμα θανάτου και να τη συνθλίψουν μέσα στην κοκάλινη αγκαλιά τους.

Ευτυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δε συνέβη αυτή τη φορά. Η Μοίρα φάνηκε να τη λυπάται και το φοβερό – και τόσο ζωντανό – όραμα που τη στοίχειωνε, για αρκετές μέρες, δεν εκδηλώθηκε.

«Δόξα τω Θεώ» είπε μέσα απ' τα δόντια της τρέμοντας ακόμα απ' την αγωνία των έντονων στιγμών που μόλις είχαν παρέλθει. Κατευθύνθηκε με κόπο προς τον καναπέ. Αισθανόταν το σώμα της βαρύ, σαν να κουβαλούσε κάποιο αόρατο φορτίο στους ώμους της. «Ίσως, τελικά, πρέπει να βγω έξω και να ζητήσω βοήθεια» σκέφτηκε φωναχτά και, προτού προλάβει να καθίσει, με την άκρη του ματιού της είδε τις απόκοσμες στήλες να αστράφτουν όλες μαζί μπροστά από την εξώπορτα. Η νεαρή κοπέλα πάγωσε. Άρχισε πάλι να κάνει πίσω. «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό» μουρμούρισε με την ψυχή στο στόμα και τότε άκουσε μια παραμορφωμένη γυναικεία φωνή να της λέει αργά και καθαρά:

«Ομολόγησε το έγκλημά σου. Παραδέξου τι έκανες και αποδέξου την τιμωρία σου». Η Ονάρτια τινάχτηκε και στριφογύρισε κάμποσες φορές γύρω από τον εαυτό της, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά με ορθάνοιχτα και γυαλιστερά μάτια γεμάτα τρόμο και απόγνωση.

«Ποιος; Ποιος είναι;» ψέλλισε νιώθοντας να της κόβονται τα γόνατα. Η ασφάλεια – το εσωτερικό του σπιτιού της – βυθίστηκε ραγδαία σ' ένα χαλεπό ημίφως· όπως τα μαύρα σύννεφα που κρύβουν τον ήλιο προμηνύοντας καταιγίδα και καταστροφή.

Η κοπέλα ήταν εντελώς μόνη και αβοήθητη δίχως καμία ελπίδα σωτηρίας μέσα σ' αυτόν τον στυγερό κυκεώνα, τον καμωμένο από ένα μειωσθενικό στύγος. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της στάζοντας δάκρυα από αίμα και μέσα απ' το πορφυρό πέπλο της καταδίκης της τα είδε: Δεκάδες γυμνά κρανία πάνω σε ανατριχιαστικά συμπλέγματα να την έχουν κυκλώσει.

«Όχι!» άφησε μια κραυγή και παραλίγο να λιποθυμήσει. Παρόλη τη φρίκη, όμως, δεν έχασε τις αισθήσεις της και παρέμεινε όρθια, αντικρίζοντας με πανικό τις μακάβριες στήλες να πέφτουν σαν μαγνήτης πάνω στο κορμί της και αργά, βασανιστικά αργά, να τη συνθλίβουν.

Η Ονάρτια ούρλιαξε ακούγοντας τα κόκκαλα της να σπάνε και να γίνονται ένα με τα οστά των νεκρών. Τα σωθικά της άρχισαν να διαλύονται, το κρανίο της να ραγίζει και ο εγκέφαλός της να λιώνει και να κυλάει απ' το στόμα της σαν εμετός.

Κι όμως, μια μοχθηρή δύναμη την κρατούσε ακόμα στη ζωή, να υπομένει αυτό το αποκρουστικό μαρτύριο όντας εγκλωβισμένη και καταπλακωμένη σ' έναν σωρό άψυχων και τρομερών μνημάτων που δίχως έλεος πίεζαν το άτυχο σώμα της ανάμεσά τους και το αφομοίωναν σαν να 'ταν δικό τους.

Κι εκείνη, η αθέατη και σαδιστική παρουσία, εκείνη η ψυχρή φωνή απαίτησε απ' την Ονάρτια να ομολογήσει το απάνθρωπο έγκλημα που είχε διαπράξει. «Παραδέξου τι έκανες!» έλεγε επιτακτικά ξανά και ξανά. Η κοπέλα, με την ύπαρξη της να έχει εκμηδενιστεί σ' έναν απαίσιο πολτό από κρέας και κόκκαλα – μια ρημαγμένη συνείδηση που 'χε απομείνει πια να πεταρίζει σαν κόκκος σκόνης σ' ένα απέραντο κενό – στρίγκλισε με μανία την ειδεχθή της πράξη:

«Ναι, εγώ τους σκότωσα! Εγώ έβαλα φωτιά στην αποθήκη και τους έκαψα ζωντανούς! Όλους! Εφτά οικογένειες! Εγώ! Εγώ τους σκότωσα! Μου αρέσει να σκοτώνω και γι' αυτό το έκανα!»

Τα λόγια της σάρωσαν τα πάντα και ο πόνος που αισθανόταν – που 'χε ξεπεράσει αρκετά το επίπεδο της ύλης – πενταπλασιάστηκε. Αν είχε φωνή να ουρλιάξει, δε θα ακουγόταν τίποτα, αν είχε σώμα να χτυπήσει, δε θα σάλευε τίποτα. Η Ονάρτια ήταν υπέρ το δέον, πέρα από κάθε φανταστικό χώρο και χρόνο, νεκρή.

Υψώθηκε και κοίταξε την αγνή και τέλεια όψη του Άγνωστου, του Υπέρτατου Κακού. Είδε το πρόσωπο που κανείς δεν πρέπει να δει ποτέ, και άκουσε σ' έναν ανεπαίσθητο ψίθυρο το φοβερό του όνομα, το όνομα που κανείς δεν πρέπει να ακούσει ποτέ και, ακόμα χειρότερα, να ξεστομίσει γιατί αλλιώς τα πάντα θα καταρρεύσουν σε μία ασύλληπτη και κατακλυσμίαια κοσμική παράνοια.

Το ανθρώπινο πλάσμα που κάποτε ονομαζόταν Ονάρτια ανοιγόκλεισε, τώρα, τα αιθέρια βλέφαρά του και είδε ότι βρισκόταν στο σπίτι της, στο καθιστικό της. Ήταν κάθιδρη και χλωμή και ένας απροσδιόριστος τρόμος την κρατούσε καθηλωμένη μπροστά από την εξώπορτα.

Μα η αλλαγή είχε ήδη ξεκινήσει. Το σκοτάδι επέστρεψε και πάλι, οι μακάβριες στήλες που ήταν τα αθώα θύματά της άστραψαν ολόγυρά της και, εν μέσω μιας τρομακτικής ψαλμωδίας που επαναλάμβανε μια ακαταλαβίστικη λέξη «Κριχιρκ», μια αδίστακτη φωνή της ψιθύρισε:

«Παραδέξου τι έκανες».



Ο τελευταίος ιππότης της στρογγυλής τραπέζης - Σωκράτης Μπουζούκας

Περπατούσε αργά μέσα στη νύχτα. Είχε χωθεί μέσα στο δάσος όπου θα έπρεπε να βρίσκεται, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, στο ξέφωτο. Τα αργά βήματά του βούλιαζαν στο υγρό έδαφος εξαιτίας της πανοπλίας που φορούσε.

Στον ώμο του, είχε κρεμασμένο έναν σάκο, τον οποίο κρατούσε και με τα δυο του χέρια. Φοβόταν που κυκλοφορούσε έξω μια τέτοια νύχτα. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Γιόρταζαν οι παγανιστές που είχαν απομείνει στο Βρετανικό νησί την πρωτοχρονιά τους, που εορταζόταν τέλη Οκτωβρίου, γνωστή ως Samhain.

Αυτή τη βραδιά, οι πύλες του κάτω κόσμου ήταν ανοικτές και οι ψυχές των νεκρών τριγυρνούσαν στον κόσμο των ζωντανών. Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν στο σπίτι του ή σε κανένα καπηλειό αγκαλιά με καμιά ομορφούλα, μακριά από τους νυχτερινούς κινδύνους που επιφύλασσε μια τέτοια νύχτα. Αλλά το μεγάλο του στόμα και το ξερό του το κεφάλι τον έφεραν σε αυτή την κατάσταση.

«Πόσο βλάκας είσαι, Μπέντβιρ; Δεν έμαθες να κρατάς το βρωμόστομα σου κλειστό» έλεγε συνέχεια στον εαυτό του.

Όποτε μεθούσε στο καπηλειό, πάντα υπερηφανευόταν ότι ήταν ο μοναδικός επιζών και μάρτυρας της τελευταίας μάχης που έδωσε ο βασιλιάς Αρθούρος ενάντια στον σφετεριστή του θρόνου του, Μόρντρεντ, ο οποίος ήταν καρπός της αμαρτωλής – παρά τη θέλησή του – ένωσης του βασιλιά με την ετεροθαλή αδελφή του και μάγισσα, Μοργκάνα.

Στα νιάτα του, ήταν ένας από τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης στο Κάμελοτ. Μαζί με τον Αρθούρο, πήρε μέρος στην τελευταία μάχη. Ήταν τόσο μεγάλη η σύγκρουση που δεν έφυγε κανένας ζωντανός από το πεδίο. Ούτε ο ίδιος ο βασιλιάς Αρθούρος, μιας και πέθανε από το τραύμα που του είχε προκαλέσει ο Μόρντρεντ πριν σκοτωθεί από το μαγικό σπαθί του βασιλιά.

Λίγο πριν πεθάνει ο Αρθούρος, έδωσε το σπαθί του στον Μπέντβιρ και του ζήτησε να το πετάξει στην πρώτη λίμνη που θα συναντούσε μπροστά του. Αυτός προσποιήθηκε δυο φορές ότι το έκανε, όμως ο Αρθούρος κατάλαβε ότι έλεγε ψέματα και επέμενε.

Στο τέλος, ο Μπέντβιρ υπάκουσε και το πέταξε. Από τα νερά της λίμνης, εμφανίστηκε η κυρά της λίμνης και το πήρε για πάντα μαζί της. Έτσι, κανένας δε γνώριζε που βρισκόταν το Εξκάλιμπερ –εκτός από τον ίδιο.

Η Μοργκάνα το αναζήτησε αλλά μάταια. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, γέννησε ένα παιδί. Καλύτερα θα λέγαμε ότι γέννησε ένα τέρας. Πατέρας του παιδιού λένε ότι ήταν κάποιο κακό πνεύμα.

Το παιδί όταν γεννήθηκε, ήταν κακάσχημο. Με τον καιρό, όσο μεγάλωνε έγινε ψηλό σαν γίγαντας και η όψη του γέμιζε τρόμο και φόβο. Κυκλοφορούσε τις νύχτες και χόρταινε το στομάχι του από την ακόρεστη πείνα που ένιωθε με ανθρώπινη σάρκα.

Όταν ενηλικιώθηκε, η Μοργκάνα τού αποκάλυψε ότι για να γίνει βασιλιάς στην Αγγλία, θα έπρεπε να βρει το Εξκάλιμπερ. Και με αυτό το σπαθί θα ήταν ακατανίκητος. Έτσι, το τέρας άρχισε να αναζητάει το αντικείμενο που θα το οδηγούσε στον θρόνο της χώρας. Μάταια.

Κάποιος σπιούνος, όμως, άκουσε τον Μπέντβιρ, ένα βράδυ βροχερό, να λέει με περηφάνεια μέσα στο καπηλειό για την τελευταία μάχη του Αρθούρο, πόσο γενναία πολέμησε αυτός και οι σύντροφοί του και πως γνώριζε πού ήταν το Εξκάλιμπερ.

Τριγύρω του, ήταν και άλλοι μεθυσμένοι που γελούσαν με όσα τους έλεγε. Δεν τον πίστευαν όπως τον έβλεπαν. Του έλεγαν ότι δεν ήταν άξιος να ήταν ιππότης του Αρθούρου αφού έπινε πολύ. Εκείνοι ήταν γενναίοι και εγκρατείς στις απολαύσεις και πέθαναν με δόξα. Τα λόγια τους τον πλήγωσαν πολύ. Αλλά είχαν δίκιο. Τα χρόνια είχαν περάσει και ο γενναίος Μπέντβιρ είχε μετατραπεί σε έναν άθλιο μέθυσο.

Μια νύχτα, καθώς επέστρεφε μεθυσμένος σπίτι του, έπεσε επάνω στον γιο της Μοργκάνα. Τον έπιασε με τα μεγάλα χέρια, που ήταν σαν τανάλιες, και τον έσφιξε δυνατά. Παλιά θα πάλευε μέχρι θανάτου. Τώρα, απλά έτρεμε σαν το ψάρι. Με την άγρια φωνή του, ζήτησε να του πει σε ποια λίμνη είχε ρίξει το σπαθί.

Ο Μπέντβιρ τού είπε τα πάντα –ακόμα και για την κυρά της λίμνης. Το τέρας σκέφτηκε ότι ίσως να μην μπορούσε να νικήσει την κυρά της λίμνης και, έτσι, δεν ήθελε να ριψοκινδυνέψει.

«Θα πας να μου το φέρεις, ανθρωπάριο. Και αλίμονο σου αν δεν το κάνεις. Μέχρι το Samhain έχεις διορία. Αλλιώς, θα σε βρω και θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια και μετά θα σε φάω» του είπε και ο κακόμοιρος ο Μπέντβιρ δέχθηκε τρέμοντας. Ένιωθε άσχημα μιας και πρόδιδε τους ιππότες και τον Αρθούρο. Μίσησε τον εαυτό του.

Μήνες αργότερα, βρέθηκε στη λίμνη και βούτηξε για να το βρει. Για μέρες, έπεφτε μέσα στα παγωμένα νερά ώσπου μια μέρα είδε κάτι να γυαλίζει στον πάτο. Πλησίασε και τότε είδε το Εξκάλιμπερ. Το πήρε και βγήκε στην επιφάνεια γρήγορα.

Η νύχτα που τελείωνε η διορία έφτασε. Είχε το Εξκάλιμπερ μέσα στον σάκο και η πλάτη του ένιωθε το βάρος του. Η συνείδησή του φώναζε να μην παραδώσει το σπαθί. Λίγα λεπτά από την στιγμή που μπήκε στο δάσος έφτασε στο ξέφωτο. Εκεί τον περίμενε το τέρας όρθιο.

«Μπράβο. Δεν το περίμενα ότι θα τα καταφέρεις, ιππότη» ακούστηκε η τρομακτική φωνή του.

Ο Μπέντβιρ έβγαλε φοβισμένα από τον σάκο το σπαθί, γονάτισε και, αφού το έβαλε στα δυο του χέρια, το προσέφερε στο μοχθηρό τέρας, με σκυμμένο το κεφάλι.

Εκείνη τη στιγμή, άκουσε μια φωνή μέσα του. Ήταν η φωνή του βασιλιά Αρθούρου:

«Μη δώσεις το Εξκάλιμπερ, αλλιώς το νησί θα χαθεί. Είσαι ο τελευταίος ιππότης της στρογγυλής τραπέζης. Πολέμα τον, πιστέ μου ιππότη, μην τον φοβάσαι».

Για δευτερόλεπτα, ο φόβος του χάθηκε. Ένιωσε δυνατός όπως τότε, πριν την τελευταία μάχη. Έπιασε τη λαβή του σπαθιού σφιχτά και, με μια κίνηση, σηκώθηκε γρήγορα και κάρφωσε δυνατά το σπαθί στο στήθος του τέρατος. Εκείνο, αφού έβγαλε μια κραυγή πόνου, έπεσε νεκρό μπροστά στα πόδια του ιππότη Μπέντβιρ. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Βιαστικά, αποκεφάλισε το τέρας και το άφησε εκεί ώστε να φαγωθεί από τα όρνεα το πρωί.

Έφυγε τρέχοντας από το ξέφωτο και έριξε το Εξκάλιμπερ πίσω στη λίμνη. Έκανε να φύγει, αλλά σταμάτησε για μια στιγμή. Διέκρινε στην επιφάνεια της λίμνης τα φαντάσματα των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης και του Αρθούρου που τον επευφημούσαν για το κατόρθωμα του.



Το αρχοντικό - Κατερίνα Κρυστάλλη

Αυτό που αντίκρυσα όταν μπήκα μέσα στο αρχοντικό ήταν πέρα των προσδοκιών μου· επιπλωμένο και πεντακάθαρο, σκόνη δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Το ξύλινο πάτωμα έτριζε καθώς περπάταγα επάνω του καθώς έσταζα ολόκληρη από τη βαριά βροχή. Άφησα τις βαλίτσες μου στην είσοδο γιατί με βάραιναν υπερβολικά.

Ας όψεται ο ταξιτζής που με άφησε τρία στενά πιο κάτω. Δεν ξέρω γιατί τρόμαξε και χλόμιασε τόσο όταν του είπα πως μετακόμισα στο παλιό αρχοντικό. Κανονικά έπρεπε να του κάνω καταγγελία, αλλά ήθελα να ξεκινήσω την καινούργια μου ζωή χωρίς παρατράγουδα.

Στο σαλόνι, υπήρχε ένας βαθυκόκκινος, βελούδινος καναπές. Πάνω του, δέσποζε ο πιο παράξενος πίνακας που έχω δει στη ζωή μου. Μια γυναικεία κούκλα, ένα μανεκέν, ντυμένο στα μαύρα χωρίς κεφάλι, μιας και αυτό βρισκόταν ακουμπισμένο δίπλα, σε ένα τραπεζάκι.

Η ιδέα και μόνο να πέσω πάνω στον καναπέ έμοιαζε απίστευτα χαλαρωτική, όμως κάτι μέσα μου φώναζε. Όσο τον πλησίαζα τόσο ένιωθα να μου σηκώνεται η τρίχα. Το απέδωσα στο κρύο και στο ότι είχα γίνει μουσκίδι. Παρατήρησα πως το τζάκι έκαιγε. Στάθηκα μπροστά του όμως, για κάποιον παράξενο λόγο, δεν παρήγαγε θερμότητα. Ήταν λες και η φωτιά δεν έκαιγε. Σίγουρα έφταιγε η κούραση μου. Έτσι αποφάσισα να πάω στον επάνω όροφο που βρισκόταν η κρεβατοκάμαρα.

Πήγα να σηκώσω την πιο μεγάλη από τις δύο βαλίτσες μου, όμως σκίστηκε η χειρολαβή. Βλαστήμησα την τύχη μου και την κράτησα πάνω στο στήθος μου. Ήταν αρκετά βαριά και ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται. Ανέβηκα με δυσκολία τη σκάλα και στάθηκα στην κορυφή της.

Το κρύο στον πάνω όροφο με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη. Το πάτωμα ήταν ντυμένο με ένα βαθυκόκκινο, παχύ χαλί. Κοίταξα δεξιά και αριστερά στον διάδρομο· μόνο κλειστές πόρτες. Ένιωθα τα πόδια μου να με τραβάνε μπροστά –από μόνα τους. Μέσα μου, αν κι ένιωθα αγωνία, είχα καρφώσει το βλέμμα σε μια πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Μια κόκκινη πόρτα.

Στην αρχή, νόμιζα ότι ήταν μπογιά, όμως καθώς πλησίαζα είχα την αίσθηση πως επρόκειτο για αίμα. Ποιανού το αίμα όμως; Του προηγουμένου ιδιοκτήτη; Ποτέ δεν έμαθα την ιστορία του αρχοντικού. Κάθε φορά που ρωτούσα τον μεσίτη, μου αράδιαζε διάφορες δικαιολογίες και πως μέχρι να γίνει η αγοραπωλησία δεν μπορεί να μου πει γιατί επρόκειτο για ευαίσθητα, προσωπικά δεδομένα.

Να τα χέσω και αυτά και τον μεσίτη! Είχα αγοράσει ένα αρχοντικό του τρόμου και ένιωθα… ένιωθα κάτι να με τραβάει σαν μαγνήτης προς αυτή την πόρτα. Μέσα μου, βλαστήμαγα και ούρλιαζα: Όχι, όχι, όχι!, όμως τα πόδια μου είχαν αποκτήσει δική τους θέληση. Έκανα προσπάθειες να μην ανοίξω την πόρτα, το χέρι μου όμως με πρόδωσε. Με μεγάλη ευκολία, έστριψα το πόμολο. Μπήκα μέσα.

Το κρύο σε αυτό το δωμάτιο ήταν τρομακτικό. Παγετώνας. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, οι λευκές κουρτίνες ανέμιζαν και η βροχή έμπαινε μέσα. Τα πόδια μου με έσυραν μέχρι την κάσα του παραθύρου. Κοίταξα κάτω. Ήταν αρκετά μέτρα μέχρι το έδαφος. Το βλέμμα μου έμεινε καθηλωμένο εκεί, στο έδαφος. Για πόση ώρα δε γνώριζα. Σαν να ήμουν υπνωτισμένη.

Τριάντα, εικοσιεννιά, νομίζω τόσα είναι… Δεν ήταν τελικά πολλά μέτρα κάτω. Εγώ τα είχα υπολογίσει λάθος. Να ήταν γύρω στα είκοσι; Μπα… Ήταν δεκαέξι, δεκαπέντε… δέκα. Και τι είναι δέκα μέτρα από εδώ που είμαι; Μπορώ να πηδήξω και να φύγω… Ναι, αυτό θα κάνω… Σιγά μην πάθω κάτι στα τρία μέτρα. Δεν είμαι γάτα αλλά μπορώ να πηδήξω και να μην πάθω τίποτα…

Τις μακάβριες σκέψεις μου, διέκοψε, για καλή μου τύχη, μια αστραπή που έπεσε εκεί κοντά και με τύφλωσε με το φως της. Τινάχτηκα ολόκληρη. Απομακρύνθηκα αρκετά από το παράθυρο, χωρίς να το κλείσω, και πήρα βαθιές ανάσες, όπως έκανα με την αδερφή μου όταν την έπιανε κρίση πανικού.

Έμεινα ώρα στο βρεγμένο πάτωμα. Χρειαζόμουν χρόνο. Παρατήρησα καλύτερα το δωμάτιο. Υπήρχε κι εδώ ένας πίνακας με το γυναικείο μανεκέν, μόνο που ήταν όρθιο και έλειπαν το τραπεζάκι και το κεφάλι. Ακόμα και έτσι ήταν μακάβριο.

Βγήκα στον διάδρομο και, δειλά δειλά, άρχισα να κατεβαίνω στον κάτω όροφο. Εκεί, με περίμενε μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη· ο λαιμός μου πιάστηκε σε κάτι. Κάτι με έπνιγε, κάτι αόρατο, σαν νήμα από αγκίστρι. Και το χειρότερο; Όσο πιο πολύ πάλευα να ξεφύγω τόσο περισσότερο αυτό με έπνιγε. Άκουσα ένα σαρδόνιο γέλιο και το νήμα σταμάτησε αυτόματα να με πνίγει. Έβαλα τα χέρια μου στον πρησμένο λαιμό μου. Έβηξα αρκετές φορές προσπαθώντας να καταπιώ.

Ή κάποιος μου έκανε πλάκα ή κάτι το σατανικό υπήρχε σε αυτό το σπίτι. Κάτι που με χαρακτήριζε πάντα στη ζωή μου ήταν το πείσμα μου. Και η ξεροκεφαλιά μου. Οι γονείς μου δεν ήθελαν ποτέ να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο γιατί δεν είναι «γυναικείο» σπορ. Έγινα παγκόσμια πρωταθλήτρια. Ο πρώην αρραβωνιαστικός μου δε με άφηνε να κάνω πλαστική στο στήθος μου, που το έκοψα λόγω καρκίνου. Έκανα και πρόσθεσα και ένα νούμερο παραπάνω. Δε θα άφηνα, λοιπόν, το οτιδήποτε υπήρχε σε αυτό το σπίτι, είτε άνθρωπο, είτε πνεύμα, να με διώξει.

Έβγαλα από τη βαλίτσα μου ένα κουτί με δώδεκα κεράκια ρεσώ. Τα έστησα σε έναν κύκλο γύρω μου και τα άναψα. Έλυσα από το χέρι μου ένα πράσινο βραχιόλι που φορούσα και το κράτησα όρθιο σαν εκκρεμές, μιας και δεν είχα χαρτί για να φτιάξω ένα Ouija board –έτσι είχε κάνει και ο πρωταγωνιστής σε μια ταινία που είχα δει.

Με δυνατή φωνή, έκανα την κλασική ερώτηση: «Ποιος είναι εδώ;» Τα κεριά τρεμόπαιξαν και άκουσα ξανά το σαρδόνιο γέλιο να έρχεται από κάπου, πολύ κοντά μου. Ρώτησα ξανά και αισθάνθηκα ένα κρύο αεράκι στο αριστερό αυτί μου, σαν κάποιος να βαριανάσαινε. Δεν πτοήθηκα, δε γύρισα να κοιτάξω.

Επανέλαβα την ερώτηση. Άνοιξε η πόρτα του αρχοντικού και ο αέρας έσβησε τα κεριά. Ευτυχώς, είχα το φως του πολυέλαιου για να βλέπω. Σηκώθηκα όρθια για να κλείσω την πόρτα. Έπρεπε να τελειώσω αυτό που ξεκίνησα.

Το βλέμμα μου έπεσε στιγμιαία στον καταραμένο πίνακα. Το τραπεζάκι με το κεφάλι έλειπαν. Παραξενεύτηκα, αλλά κατάλαβα. Ήταν το φάντασμα του που έπαιζε παιχνίδια μαζί μου. Έκλεισα την πόρτα και πλησίασα κοντά του. Άρχισα να τον περιεργάζομαι.

Κάτι άστραψε μέσα στο ημίφως. Δεν πρόλαβα να φωνάξω. Ένας οξύς πόνος. Έβαλα τα χέρια μου στον λαιμό μου, όμως δεν προλάβαινα να σταματήσω το αίμα. Η τελευταία εικόνα που είδα ήταν το ακέφαλο μανεκέν. Βρισκόταν μπροστά μου. Προσπάθησα να ρωτήσω το γιατί, αλλά πνιγόμουν μέσα στο ίδιο μου το αίμα.

Ανοίγω τα μάτια μου. Δεν μπορώ να κοιτάξω δεξιά ή αριστερά, μόνο ευθεία. Δε νιώθω το σώμα μου, αλλά το βλέπω. Κείτεται στο πάτωμα, μόνο του, ματωμένο και παγωμένο.



Η θυσία - Γιώτα Χουλιάρα

Μυρωδιά υγρασίας και σαπισμένης σάρκας ήταν το πρώτο που ένιωσε. Άπλωσε τα χέρια της σε μια προσπάθεια να βγει από το σκοτεινό κουκούλι που την κρατούσε φυλακισμένη σ'αυτό το περίεργο όραμα. Απροσδιόριστοι ψίθυροι και τριξίματα την αποσυντόνιζαν. Με τα χέρια της, άγγιζε κάτι παγωμένο και λείο. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά η φωνή είχε κολλήσει στο λαιμό της.

«Κάθε επιτυχία απαιτεί μια θυσία» είπε η μάντισσα και οι λέξεις αυτές τάραξαν την Έμιλυ. Δίπλα της, η Αμέλια έμοιαζε ακόμη ζαλισμένη από το δικό της όραμα. Άραγε τι είχε δει; «Ποια από τις δυο είναι διατεθειμένη να κάνει την μεγαλύτερη θυσία;»

Τα λόγια της μάντισσας ήταν ξεκάθαρα. Είχε καταλάβει. Η Έμιλυ το είδε στο βλέμμα της, την ώρα που τους έριχνε τα ταρώ. Ήξερε! Άραγε ήξερε και η Αμέλια;

«Εγώ.... » η φωνή ακούστηκε δυνατή και καθαρή χαράσσοντας τον αποπνικτικό αέρα που είχε απλωθεί μέσα στην κάμαρα. Η μάντισσα χαμογέλασε.

«Ήμουν σίγουρη πως θα ήσουν εσύ» είπε όλο νόημα και άπλωσε τις παλάμες της. Κρατούσε ένα φιαλίδιο.

***

Η Έμιλυ πετάχτηκε ιδρωμένη. Ο λαιμός της έκαιγε και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Το ίδιο όνειρο την ταλαιπωρούσε συνεχώς, τα τελευταία βράδια, και τάραζε τις νύχτες της.

Βρισκόταν σε ένα περίεργο μέρος που δεν αναγνώριζε, αλλά είχε την αίσθηση πως είχε ξαναβρεθεί εκεί στο παρελθόν. Το έδαφος ήταν γεμάτο κρανία και κόκκαλα και, πίσω από τα δέντρα, στο φως της πανσελήνου, ξεπρόβαλλε μια σκελετωμένη φιγούρα που ερχόταν απειλητικά προς το μέρος της. Η Έμιλυ ξυπνούσε κάθε φορά λίγο πριν την αρπάξει.

Δίπλα της, ο Σάμιουελ κοιμόταν ήρεμος. Πόσο όμορφος ήταν! Τον είχε ερωτευθεί από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Ένιωθε τυχερή που την αγαπούσε. Μήπως όμως δεν άξιζε την αγάπη του; Μήπως δεν ήταν τύχη αυτό που ζούσε αλλά κάτι άλλο;

«Μη λες ανοησίες», μάλωσε τον εαυτό της. «Ο Σάμιουελ σε διάλεξε. Δε φταις εσύ για ό,τι έγινε» επανέλαβε ήρεμα.

Έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε στο απαλό μαξιλάρι. Σήμερα, ήταν η επέτειος τους και εκείνη έπρεπε να είναι φρέσκια και λαμπερή.

***

«Πάμε στη μάντισσα;» της είχε πει η Αμέλια εκείνο το βράδυ. «Να μάθουμε το μέλλον μας» είπε χαμογελώντας πονηρά, ενώ χτένιζε τα υπέροχα μαύρα μαλλιά της.

Η Αμέλια ήταν πανέμορφη. Όλοι την ποθούσαν, όμως εκείνη είχε ξελογιαστεί με τον Σάμιουελ, τον νέο δάσκαλο που είχε έρθει στη πόλη τους με μετάθεση. Απόψε, στο πάρτυ που διοργάνωνε η κοινότητα για το Χάλογουιν, θα φρόντιζε να τραβήξει την προσοχή του.

Η Έμιλυ ήξερε πως η αδερφή της είχε πάντα την ικανότητα να σαγηνεύει όποιον πλησίαζε. Από παιδί ακόμη ήταν η αγαπημένη των γονιών τους, η εκλεκτή στο σχολείο και η πιο δημοφιλής στις παρέες. Την Έμιλυ δεν την ενοχλούσε γιατί η αγάπη που μοιραζόταν μεταξύ τους ήταν μοναδική. Η Αμέλια δεν την είχε κάνει ποτέ να αισθανθεί άσχημα και οι δυο αδερφές ήταν αχώριστες. Ή τουλάχιστον ήταν μέχρι να έρθει ο Σάμιουελ.

«Μια καρδιά ερωτευμένη και μια καρδιά πληγωμένη» είχε πει η μάντισσα καθώς άπλωνε την τράπουλα στο τραπέζι. Η Έμιλυ είχε νιώσει τις παλάμες της να ιδρώνουν.

«Μπορείς να κάνεις έναν άντρα να με αγαπήσει για πάντα;» η φωνή της ερωτευμένης Αμέλιας είχε κάνει την Έμιλυ να τιναχθεί. Αυτή η πιθανότητα θα μπορούσε ίσως να της δώσει ελπίδες.

«Εξαρτάται» είχε πει η μάντισσα. «Είσαι διατεθειμένη να θυσιάσεις κάτι γι' αυτό;»

***

Το ουρλιαχτό της ξύπνησε τον Σάμιουελ. Αυτή τη φορά, το όνειρο της ήταν πιο ζωντανό. Η σκελετωμένη φιγούρα την είχε πλησιάσει κι άλλο. Είχε νιώσει το παγωμένο χέρι της να αγγίζει τον λαιμό της και να κόβει την ανάσα της.

«Πρέπει να συμβουλευτούμε έναν ειδικό» της είπε ήρεμα ο Σάμιουελ, λίγο πριν φύγει για το σχολείο όπου δίδασκε και αφού πρώτα της έφτιαξε μια ζεστή κούπα με γάλα. «Θα τα πούμε στο δείπνο το βράδυ» της χαμογέλασε και της έστειλε ένα πεταχτό φιλί.

Η Έμιλυ τυλίχθηκε με το πάπλωμα και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της. Για μια ακόμα φορά, του είχε πει ψέμματα για τα όνειρά της. Όταν ξυπνούσε τρομαγμένη ισχυριζόταν πως δε θυμόταν το όνειρο που την είχε ταράξει. Δεν τολμούσε να πει στον άντρα της πως έβλεπε μια σκελετωμένη φιγούρα με μαύρα μακριά μαλλιά να απλώνει απειλητικά τα δάχτυλά της προς το μέρος της.

Αυτά τα όνειρα είχαν εμφανιστεί ξαφνικά, πριν μερικά χρόνια. Συνήθως η Έμιλυ τα έβλεπε κοντά στην επέτειό τους, τις ημέρες πριν από το Χάλογουιν. Αρχικά, τα είχε δικαιολογήσει λόγω του τραγικού δυστυχήματος της αδερφής της.

Εκείνο το μοιραίο βράδυ, στο πάρτυ του Χάλογουιν, η Αμέλια είχε βρεθεί στο κενό, πέφτοντας από το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου της βιβλιοθήκης. Όλα έγιναν τη στιγμή που η Έμιλυ στον κήπο αντάλλασε ένα παθιασμένο φιλί με τον Σάμιουελ. Προφανώς, η αδερφή της τους είχε δει και γλίστρησε ή... Όχι, δεν ήθελε να σκέφτεται εκείνες τις στιγμές. Είχε φροντίσει να τις διαγράψει από τη μνήμη της. Το παρελθόν έμοιαζε θολό στο μυαλό της.

Ευτυχώς όλοι είχαν δείξει μεγάλη κατανόηση και είχαν σταθεί στο πλευρό της καθώς θρηνούσε την αδερφή της. Ειδικά ο Σάμιουελ, ο οποίος μετά από εκείνο το φιλί, την είχε ερωτευθεί παράφορα. Με τη σκέψη της αγάπης του, η Έμιλυ αποκοιμήθηκε.

***

«Είμαι διατεθειμένη να θυσιάσω τα πάντα». Η Έμιλυ ήταν ξεκάθαρη αρκεί να έκανε τον Σάμιουελ να την ερωτευθεί. Να διαλέξει αυτήν και όχι την αδερφή της. Αυτήν!

«Βάλτο στα χείλη σου και φίλησε τον απόψε, κάτω από το φως του φεγγαριού» είπε η μάντισσα δίνοντας της το φιαλίδιο με το μαγικό ξόρκι.

***

Το σκελετωμένο χέρι άρπαξε την Έμιλυ από τον λαιμό. Η αφή των παγωμένων δαχτύλων την έκανε να ανατριχιάσει, ειδικά όταν είδε στον καρπό του μια ταυτότητα που έγραφε Αμέλια.

«Δεν υπάρχει επιτυχία χωρίς θυσία» ακούστηκε η φωνή της μάντισσας. Όμως η Έμιλυ είχε κάνει τη δική της θυσία. Θυσίασε την αγαπημένη της αδερφή. Ευχήθηκε να πεθάνει η Αμέλια και ως αντάλλαγμα να πάρει αυτή το πολυπόθητο ερωτικό ξόρκι. Ήταν το τίμημα που θα πλήρωνε για την αγάπη του Σάμιουελ.

Όταν εκείνο το βράδυ έφυγε τρέχοντας από τη μάντισσα, δε γνώριζε πως η Αμέλια στο δικό της όραμα έκανε μια άλλη, μεγαλύτερη θυσία. Θυσίασε δέκα χρόνια από την ίδια της τη ζωή και, τώρα, ήταν η ώρα να επιστρέψει για την καρδιά του Σάμιουελ…



Τη μουσική - Μαρία Α. Καρμίρη

Η Μάνα τραντάζεται και ταρακουνιέται. Τη φαντάζομαι να χορεύει σε κάποιον ρυθμό που δε γνωρίζω, σε κάποια μουσική που δεν έχω ακούσει ποτέ. Τι ειναι η μουσική; Δεν ξέρω, δεν έχω αφτιά, δεν έχω ακοή. Όσα ξέρω είναι από Εκείνη και όταν μου ψιθυρίζει, σχέδια με σχήματα και γραμμές σχηματίζονται στο μυαλό μου. Δεν ξέρω πώς. Τίποτα δεν ξέρω.

Μονάχα Εκείνη. Εκείνη μπορώ να την ακούσω. Τη φωνή της- Όχι· τις σκέψεις της, τους παλμούς του σώματός της γύρω μου. Είμαι μέσα της, μέρος της, στη μήτρα και τα υγρά της. Είμαι η κόρη της. Και κάθε που τραντάζεται κι εγώ τη φαντάζομαι να λικνίζεται, Εκείνη με μαλώνει.

Οι χοροί κι η μουσική μιλούν της καρδιάς τη γλώσσα. Δεν έχουμε καρδιά. Εσύ δεν έχεις καρδιά. Δε θα έχεις ποτέ. Τι είναι η καρδιά; Συναίσθημα και ζωή. Τι είναι η ζωή; Και τι συναίσθημα; Πράγματα για τους ανθρώπους. Κι εγώ δεν είμαι άνθρωπος; Όχι. Τι είμαι; Σκοτάδι και σαπίλα και όλεθρος και οργασμός και βρώμα κι η αρχή του τέλος και το τέλος των πάντων. Η μέρα πλησιάζει.

Σιωπώ και αφήνω την κενότητα της κοιλιάς της να με γεμίσει. Αυτά τα ξέρω, όμως μ' αρέσει να την ακούω να μιλά. Η χροιά της θα ήταν βραχνή και ίσως φλεγματική αν υπήρχε έξω από εμένα. Απλώνω την ύπαρξή μου και αγγίζω την κοιλότητά της, τη χαϊδεύω και, ενώ της ανήκω κι ενώ κάθε σπιθαμή της είναι γνώση κι οικειότητά μου, μερικές φορές, κάτι μέσα μου πονά. Θέλει κι άλλο.

Μα η Μάνα δεν έχει άλλο να δώσει· από τη δημιουργία μου, δεν έχει αλλάξει ποτέ. Είναι ένστικτο, η Μάνα. Ένστικτο για καταστροφή. Έχει αυτή την απήθμενη ανάγκη να φέρει το τέλος. Την έχω πιάσει να ψελλίζει τη λέξη μίσος, να συρίζει και να κινείται γρηγορότερα, πετώντας με δεξιά κι αριστέρα μέσα της.

Δεξιά κι αριστερά και μίσος. Λέξεις που σκέφτομαι, μα δεν καταλαβαίνω. Κι αν μ' ακούσει ποτέ να το παραδέχομαι, συρίζει ότι δε χρειάζεται να καταλάβω, να ξέρω ή να σκέφτομαι. Μόνο να κάνω αυτό που μου έχει μάθει από τότε που οι σκέψεις άρχισαν να βγάζουν νόημα. Κάποιες στιγμές, το επαναλαμβάνω και το μυαλό αποκοιμιέται ακολουθώντας εκείνα τα σχήματα και τις σκιές που μου έχει κληροδοτήσει –αν είχα γεύση, ίσως γευόμουν κι εκείνο το μίσος που την κρατά αέναα ενεργή.

Σκότωσε. Ξεκοίλιασε. Θέρισε. Όλοι πρέπει να πεθάνουν. Η μέρα πλησιάζει, είχε πει. Τι είναι η μέρα;

***

Η ανησυχία στον Κύκλο των Γερόντων εντεινόταν όσο πιο κοντά ερχόταν η 31η Οκτωβρίου. Φέτος έλεγαν οι Γραφές· φέτος ξεκινούσε το τέλος του Κόσμου. Οι ώρες έμοιαζαν να ξεγλιστρούν ταχύτερα κι ο ουρανός είχε ήδη καλυφθεί απ' την καταχνιά. Ο ήλιος ίσα που κατάφερνε να διαπεράσει τον πυκνό όγκο των συννέφων και έλουζε, όπου έφτανε το μάτι, με μία ώχρα ξινισμένη, μουντή, άρρωστη. Έκανε τους χωριανούς να κλείνονται στα σπίτια τους και να μουρμουρίζουν υποθέσεις, κατάρες κι ευλογίες για ό,τι μελλόταν να συμβεί.

Ο Γέροντας Ναζιήλ ζούληξε το νεκρό ψάρι και το πέταξε στην όχθη του λασπωμένου ποταμού. Η Νάζλα, η δίχρονη τρισέγγονή του, τράβηξε με όλη της τη δύναμη τον μανδύα του. Το πρόσωπό της έλαμψε και κακάρισε με το επίτευγμά της όταν εκείνος την κοίταξε. Το δέρμα του Γέροντα μαλάκωσε κι ένιωσε τους μυς του προσώπου του να συσπώνται σε χαμόγελο –πόσο περίεργη αίσθηση. Για όλους. Εδώ και τρεις δεκατίες.

Η Τζέννια, η φουρνάρισσα του χωριού, όσο πλησίαζε η 31η μαραινόταν όλο και περισσότερο. Φυσικά, δεν πίστευε στο τέλος ούτε την απασχολούσε ο ουρανός κι ότι πια δεν είχε φούρνο ν' ανοίξει. Η 31η, για εκείνη, ήταν ημέρα ευτυχίας και πένθους μαζί. Ήταν η αρχή και το τέλος μαζί. Και καθώς τα παιδιά έπαιζαν πιο κάτω στον δρομίσκο, εκείνη καθόταν στον κομμένο κορμό στην αυλή και σιγοτραγουδούσε.

«Τη Ζαντέννια μου την πήρανε και μονάχη έχω μείνει. Τη Ζαντέννια μου εκλέψανε, κείνο το δειλινό. Με βία την αρπάξανε, την πνοή της δεν πρόλαβε να βγάνει. Ήτανε Μεγάλη κι εκείνη τόσο δα μικρή και μέσα την πετάξανε δίχως μιλιά, δίχως ζωή. Τη Ζαντέννια μου επήρανε σαν απ' τα σωθικά μου εβγήκε κι έχω να την ειδώ κοντά τριάντα χρόνια. Κι όση αγάπη έχω ποτέ δε θα της δώσω γιατί τη Ζαντέννια μου την πήρανε και μονάχη έχω μείνει».

***

Σκοτάδι. Η Μάνα με λέει τέτοιο, μα δεν ήξερα τι ήταν μέχρι τώρα –τώρα που βλέπω το φως. Δεν είναι πολύ, μια κουκίδα μόνο. Κι έπειτα ακόμα μία. Κι άλλες τρεις και τέσσερις. Και μεγαλώνουν, σιγά σιγά, σαν να ακολουθούν την εισπνοή κι εκπνοή μου. Την ποια; Και καθώς στρέφομαι από κουκίδα σε κουκίδα, κάτι με χτυπάει. Κατεβάζω το κεφάλι και βλέπω χέρια. Το ποιο; Τα ποια; Και στέρνο. Έχω στέρνο. Και κοιλιά. Έχω κοιλιά! Και πόδια και δάχτυλα και μαλλιά!

«Έχω δάχτυλα και πόδια και μαλλιά!» Και φωνή! «Έχω και φωνή!» Κάτι ανεβαίνει απ' το στομάχι μου σαν φούσκα και σκάει –γέλιο. Μόλις γέλασα. Και

ξαναγελάω. Και πιο δυνατά. Και πιο δυνατά! Και νιώθω το στέρνο σαν έτοιμο να εκραγεί! Χαρά. Ίσως… Ίσως κι ευτυχία! «Μάνα;» κοιτάζω και την ψάχνω.

Είμαι σε έναν χώρο, με παράθυρα και πόρτα ανοιχτή και ιστούς και σκόνη. Ο χώρος κινείται μαζί με το σκουροκίτρινο τοπίο και όταν βρίσκει κάποιο εμπόδιο στο χώμα ταρακουνιέται και αρπάζομαι από τον κοκάλινο σκελετό του, που μου θυμίζει-

Έρημος. Βγάζω το κεφάλι από το παράθυρο και κοιτάζω κάτω συνεπαρμένη από την ξαφνική μυρωδιά της υγρασίας. Ω, ρόδες. Άμαξα. Είμαι σε άμαξα! Και άλογα. Όχι –σκελετοί αλόγων, με κόκαλα και βρυχυθμούς απόκοσμους και ανατριχιαστικούς.

Μια σκιά – μια εικόνα – εμφανίζεται και βλέπω μέσα από τα μάτια της Μάνας μια σιλουέτα σε μαύρο χιτώνα.

«Φτάνουμε. Δωσ' της τα υπόλοιπα» η βαριά φωνή διατάζει και η Εκείνη τον ακολουθεί με το βλέμμα περνώντας δίπλα από το σκελετωμένο άλογο. Τώρα, βλέπω μέσα από τα δικά του μάτια κι ενός τρίτου αλόγου. Τι;

Εστιάζω στο πλαίσιο της άμαξας, που τα δάχτυλά μου έχουν τυλίξει, και η αίσθηση είναι τόσο γνώριμη όσο… Προτού προλάβω να δώσω όνομα στην αλήθεια, πλημμύρα σκάνε οι σκέψεις και μου παίρνουν την ανάσα:

Σαν φυλαχτό, κρυμμένο μυστικό, μαγεία ρέει στην υπαρξή μου όλη. Παιδί της άμαξας αυτής, τέκνο του θανάτου κι ερωμένη του θεριστή ζωής, είμαι εδώ τον κόσμο να τελειώσω. Δίχως λόγο και γιατί, το ένστικτο οδηγεί, ανθρώπους να σκοτώσω. Τριάντα χρόνια νεκροζώ, τριάντα θα σκοτώνω. Τον Κόσμο θα τελειώσω εγώ, τη Χώρα των Νεκρών εδώ θα φέρω.

Θυμάμαι να ουρλιάζω, τον λαιμό μου να γδέρνεται και να πονά. Δεν είμαι εγώ αυτή, δε θέλω να είμαι αυτή! Και όσο εύκολα η «Μάνα» μοιράστηκε όσα ήθελε, τόσο εύκολα σπάω τα τοίχη του μυαλού της και ρουφάω μανιασμένα όλη της τη γνώση, βίαια και παραβιαστικά, δίχως ίχνος ενοχής, μόνο με οργή, απτή, πολύχρωμη οργή για όσα μου έκλεψαν, για όσα θα μπορούσα και δεν μπορώ.

Και η δίψα γίνεται πείνα και η πείνα μανία και τα χέρια λάμπουν καθώς ξεσκίζω κι σπάζω και ριμάζω την άμαξα, καθώς ορμώ κι η ασπίδα της φιγούρας δεν είναι παρά χαρτί σε κυκλώνα και το κεφάλι της κείτεται παραπέρα, δίπλα στα ψόφια άλογα που ούτε η μαγεία δεν τα κρατά πλέον ζωντανά. Αντίο, Μάνα, σκέφτηκα και έτρεξα στο χωριό. Το δικό μου χωριό.

Η ευθυμία, η ανυπομονησία και κι ο ενθουσιασμός έκαναν την καρδιά μου να βαρά σαν τύμπανο παρέλασης. Και, ω, πόσο ανυπομονούσα ν' ακούσω τη γλώσσα των ανθρώπων! Τη μουσική τους! Κι όταν έπιασα τ' όνομα, που η άμαξα με είχε αποκαλέσει, στα χείλη και στον ρυθμό μία γυναίκας που μοιρολογούσε, σε μια στιγμή ήμουν εκεί. Τα μάτια της δυσκολεύτηκαν, όμως τα δευτερόλεπτα τη βοήθησαν να με νιώσει, να με καταλάβει. Μαμά…

Σαν σηκώνεται να με αγκαλιάσει, θέλω τόσα να της δώσω, τόσα να της πω και τόσα να ζητήσω, να μάθω, να τη μυρίσω, τη ζεστασιά της να νιώσω και το τραγούδι της καρδιάς της ν' ακούσω! Μα σαν κρατώ το ματωμένο όργανο στ' αφτί μου, ο ανεπαίσθητος χτύπος που έβγαλε μια στιγμή πριν έπαψε και η μαμά σωριάζεται στο έδαφος. Τι συνέβη; Τι έκανα λάθος; Πώς θ' ακούσω τη μουσική;

Πάνε τρία χρόνια από εκείνη την ημέρα, εκείνο το Χάλογουιν, όπως οι άνθρωποι τ' ονομάζουν. Μα όσες καρδιές κι αν κρατώ, ρυθμός δεν παίζει. Χωριά και πόλεις άδειες με ανοιχτά τα στήθη, όμως ούτε μία νότα από τις καρδιές τους δεν έχω πιάσει. Η ελπίδα μου δε φθείνει. Έχω έναν ολόκληρο κόσμο να ψάξω.



Το κουδούνι - Μιχάλης Poe

Nτριιιιιιν.

Το κουδούνι χτυπάει συνήθως σε Μι και Ντο. Το Ντο έχει χαλάσει εδώ και καιρό και η εναπομείνουσα ουρλιάζει για βοήθεια –έστω αποσύνδεση.

Το μόνο διάστημα που κανείς δεν αποφεύγει να προσπεράσει γρήγορα το σπίτι είναι τον Οκτώβρη. Για 31 μέρες, αυθυποβάλλονται ότι αυτά που βλέπουν είναι κομμάτι του μάρκετινγκ της εποχής. Μερικά παιδιά ίσως και να χαμογελούν, ενώ σίγουρα περισσότεροι του ενός ενήλικες πηγαίνοντας και γυρίζοντας από τις δουλειές τους έχουν εύθυμες σκέψεις.

Οι σανίδες του φράχτη κάποτε ήταν λευκές, αλλά αυτό, εδώ και χρόνια, ακούγεται σαν ανέκδοτο. Πλέον, κυριαρχεί το χρώμα γκρι –σε μερικά σημεία, που οι τερμίτες έχουν επικρατήσει, το καφέ εξαπλώνεται. Ο Τζορτζ θα το έλεγε το αποτέλεσμα ενός μεταμεσονύκτιου μπουρίτο, αλλά δε νιώθει εδώ και καιρό ιδιαίτερα ομιλητικός, πράγμα λογικό αν σου λείπει το μισό σαγόνι.

Nτριιιιιιν.

Η αυλή είχε από ό,τι ακούω δέντρα και γκαζόν όταν ακόμα κάτι τέτοιο ήταν δείκτης ευμάρειας, ενώ τώρα την καλύπτουν ασύμμετρες πέτρες και πλάκες για να γλιτώνεις τη λάσπη. Είναι και ένας πρακτικός τρόπος να γνωρίζει κανείς ότι έχεις επισκέψεις πολύ πριν φτάσουν στην πόρτα.

Συμβαίνει όλο και πιο σπάνια αυτό –αν εξαιρέσει κανείς κανέναν νέο και αφηρημένο ταχυδρόμο ή τους μεσήλικες Λατίνους της κομητείας Γουντ: αυτοί οι τελευταίοι μπαίνουν γρήγορα με το ροζάριο ανα χείρας και ένα βαζάκι Vicks. Υποτίθεται πως η μυρωδιά θα ήταν απωθητική για κάθε είδους μεταφυσικό ον, αν και πιάσαμε τον Μπράιαν να αλείβει τη Μεγκ πριν μερικές μέρες για να της κάνει μασαζ. Οι μεταμορφώσεις της πανσέληνου επιβαρύνουν τρομερά τις αρθρώσεις –ή τουλάχιστον αυτή ήταν η δικαιολογία τους.

Εξωτερικά, αν και το σπίτι βρίσκεται στην κεντρική οδό της μικρής πόλης, δεν τραβάει ιδιαίτερα το βλέμμα. Ευτυχώς, είχαμε ήδη σκεφτεί παλιότερα – παρά τις συμβουλές του Ιβάν, που έχει αρκετά ευρωπαϊκό γούστο – ότι το μαύρο χρώμα θα ήταν πολύ εκκεντρικό.

Έτσι, κατά το 1870 και έκτοτε, το βάφουμε λευκο-γκρι, κρατώντας κόκκινες και μαύρες πινελιές σε παράθυρα, παντζούρια και την πόρτα. Ο Ιβαν επιμένει ότι το σπίτι μοιάζει συνεχώς να αιμορραγεί και ίσως να έχει δίκιο –από την άλλη, και γω όταν πεινάω βλέπω τον φούρνο σαν μια μεγάλη μηλόπιτα με μια μπάλα παγωτό πάνω.

Nτριιιιιιν.

Το σπίτι, πριν πολλά χρόνια, ήταν μέρος του δικτύου του Υπόγειου Σιδηροδρόμου. Ήξερες πάντα ότι το σπίτι ήταν ασφαλές από το πράσινο φως στο παράθυρο του σαλονιού που κοίταζε τον δρόμο. Αν κάποιος κοίταζε πολύ επίμονα, ίσως να παρατηρούσε ότι το φως στην πραγματικότητα έμοιζε με φλόγα, με δυο κατακκόκινα μάτια.

Κατάκοποι μαύροι από το Κεντάκι και τη Δυτική Βιρτζίνια έβρισκαν ένα ζεστό κρεβάτι και ένα πιάτο σούπα κοτόπουλου στο τραπέζι της κουζίνας –μαύρο μασίφ ξύλο καρυδιάς. Αρκετά βαρύ για να το σηκώσεις, αρκετά ελαφρύ για να το σύρεις και να ανοίξεις την καταπακτή για το μικρό δωμάτιο που μπορούσε να κρυφτεί κανείς όταν οι κυνηγοί κεφαλών τολμούσαν να μπούν μέσα.

Τις επαφές με οποιονδήποτε ήταν ανεπιθύμητος στους ενοίκους τις είχε αναλάβει η Τζίλντα. Εντυπωσιακή, πληθωρική, ντυμένη στα μαύρα πάντα και με το διαπεραστικό βλέμμα των μελί ματιών της προκαλούσε θαυμασμό και μια αίσθηση αποπροσανατολισμού σε κάθε άντρα και γυναίκα που περνούσε το κατώφλι.

Πολύ συχνά, η παγερή ευγένεια της ήταν από μόνη της αποτρεπτικός παράγοντας παραμονής των αρχών, είτε οι τελευταίοι φορούσαν το μπλε της αστυνομίας είτε το άσπρο της Κου Κλουξ Κλαν. Και αν οι τρόποι της δεν αρκούσαν, τότε όλως τυχαίως, ξαφνικά, κάποιοι θυμόντουσαν ότι είχαν ξεχάσει να κλείσουν τον θερμοσίφωνα ή ότι είχαν αφήσει το ψητό στον φούρνο.

Τα πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά της σχεδόν χορεύουν κάθε φορά που συνοδεύει κάποιο άτομο έξω –αν και, από όσο γνωρίζω, σκέφτεται να τα βάψει. Υπάρχουν και πιο διακριτικοί τρόποι να δηλώσεις ότι είσαι μάγισσα σύμφωνα με έναν λογαριασμό που ακολουθεί στο Τικ-Τοκ.

Nτριιιιιιν.

Νταν.

Ο Ανταμ άρχισε σιγά σιγά να προσθέτει τη νότα που λείπει και είναι το σήμα για την Άντριαν να πάει να ανοίξει στα παιδιά και να δώσει τα γλυκά που τους αναλογούν. Είναι τα μόνα πλασματάκια που η άγνοια κινδύνου τους της προκαλεί ένα γλυκό συναίσθημα. Τα αφήνει να διαλέξουν ό,τι θέλουν από την κολοκύθα γεμάτη Snickers, Mars, Haribo – και ό,τι άλλο φανταστεί κανείς σε κανονικό μέγεθος – και τα αποχαιρετά με χαμόγελο από την πόρτα.

Πολλές φορές, άλλαζει λίγο την εμφάνισή της και το ντύσιμο της, όχι τόσο για να τα τρομάξει, όσο για το βλέμμα απορίας και μπερδέματος που τα κυριεύει για μερικά δευτερόλεπτα –ο μπουκωμένος με ζάχαρη εγκέφαλος τους πασχίζει να θυμηθεί αν η χαρούμενη κυρία είχε λευκό ή σταρένιο δέρμα, αν φορούσε δερμάτινα παπούτσια ή παντόφλες.

Κάθε χρόνο, εδώ και καιρό, όταν η έξοδος των παιδιών κοπάσει και φτάνει η ώρα των νέων να γυρίσουν από τα πάρτι της ημέρα τους Χάλογουιν, ο Ανταμ θα βγει στην αυλή και θα δώσει μια μουσική παράσταση. Οι νότες θα ταξιδέψουν στον αέρα και θα μπουν στα αυτιά των περίοικων περαστικών. Για μερικούς, θα είναι το ξύπνημα που χρειάζονται για να φτάσουν σώοι σπίτι, για άλλους θα είναι η στιγμή που θα αποσπαστεί η προσοχή τους και το παρ' ολίγον θύμα θα αποφύγει την κακοποίηση ή τον θανάτό του.

Για εμάς, οι νότες του Άνταμ θυμίζουν ότι, για τον Οκτώβρη, είμαστε ενεργά μέλη του κόσμου γύρω μας, μας γιορτάζουν και μας τιμούν όπως μας αξίζει. Και ας ζούμε τους υπόλοιπους μήνες στην αφάνεια και τη θλίψη. Αυτός ο μήνας μάς ανήκει.

Ντιν.

Νταν.



Νεκρή αλκυόνη - Μιχάλης Σαββίδης

Ο άνεμος λυσσομανούσε και η βροχή μαστίγωνε την ανταριασμένη θάλασσα. Κανένα ψαροκάικο σε ακτίνα μιλίων δεν τολμούσε να ξανοιχτεί στη φουρτούνα. Μόνο ο Μανολιός θαλασσόδερνε –το γιατί εκείνος μόνο το ήξερε.

«Μωρέ τα έχασες τα λογικά σου; Τι κάμεις αυτού στην κοσμοχαλασιά; Γύρνα πίσω στο νησί».

Η κυρά-Βαγγελιώ αφού φώναξε, περίμενε με αγωνία τον Μανολιό να δέσει στο λιμανάκι. Ο ψαράς με χίλια ζόρια κατάφερνε να ισορροπήσει. Όταν πάτησε χώμα, αναστέναξε βαθιά και, τρέχοντας πίσω στο σπίτι της, άνοιξε με φόρα την ξύλινη πόρτα και σφούγγισε με την ποδιά το βρεγμένο από τη βροχή πρόσωπό της».

«Μάνα, γύρισε ο Μανολιός;»

«Ναι Φρόσω μου… Γύρισε ο απολωλός».

Η Φρόσω έτρεξε στο παράθυρο και, προσπαθώντας να το καθαρίσει με την παλάμη της, κοίταξε προς το λιμανάκι. Ο ψαράς δεν είχε έρθει μόνος του. Αφού έδεσε το καΐκι, επέστρεψε και, με το αφρισμένο νερό σχεδόν να τον σκεπάζει, πότε κουβαλώντας και πότε σέρνοντας, μετέφερε μαζί του μια μεγαλόσωμη σκιά.

Ήταν μεσημέρι και οι τρείς τους κάθονταν στο μικρό στρογγυλό τραπέζι.

«Κυρά Βαγγελιώ, θαύμα η κακαβιά». Ο άντρας μέτρησε τη σύντομη παύση για να μιλήσει κι επέστρεψε λαίμαργα στη σούπα.

«Μανολιο μου, τα λεφτά που σου χρωστώ για τα ψάρια...»

«Θα τα βρούμε, κυρά Βαγγελιώ, μη σκιάζεσαι».

Κοίταξε τη Φρόσω και χαμογέλασε αδέξια με τη σούπα να στάζει ακόμη από το μούσι του. Η κοπέλα ανταπόδωσε το χαμόγελο ντροπαλά και εκείνη χαμηλώνοντας γοργά το βλέμμα της, νιώθοντας τα μάγουλα της να ροδίζουνε.

Σύντομα, ο ψαράς τελείωσε το φαγητό και έγειρε πίσω στην ξύλινη καρέκλα.

«Ψες, στη φουρτούνα, βρήκα έναν άντρα. Τον πήγα στον γιατρό να τον εξετάσει και, κατά πως φαίνεται, δεν έχει το χτικιό… Σήμερα το πρωί, τον πήρα στον Αϊ-Νικόλα να μας πει ο παπάς σε πιο σπίτι να τον βάνουμε. Προς το παρόν, μένει στου γιατρού».

Ο Μανολιος έγειρε μπροστά και χαμήλωσε την φωνή του.

«Εμένα, αν θέλετε την γνώμη μου, φαίνεται σκιαχτικός… Είναι μουγκός, αλλά ακούει και καταλαβαίνει τα πάντα. Όταν τον βρήκα να θαλασσοδέρνεται, κρατιόταν με το ένα χέρι από μια σανίδα και, στο άλλο χέρι, κρατούσε σφιχτά έναν μικρό μπαλτά τυλιγμένο σε ένα πανί». Ο άντρας έκανε παύση και όταν κατάλαβε ότι οι γυναίκες τον άκουγαν με ιερή προσήλωσή, συνέχισε.

»Στο καφενείο άκουσα ότι μάλλον θα τον πάνε να μείνει στο χαμόσπιτο του συχωρεμένου του Κυρ Φανούρη –εξάλλου χρειαζόμαστε κάποιον γεροδεμένο να γδέρνει και να κόβει τα κατσίκια και τους χοίρους. Ο μουγκός δείχνει να ξέρει από τέτοιες δουλειές γιατί η λάμα του μαχαιριού του φάνηκε ακονισμένη… Εκτός αν την είχε περιποιημένη για άλλους… λόγους» τελείωσε την πρότασή του κοιτάζοντας με νόημα.

Οι γυναίκες γούρλωσαν τα μάτια τους και αρχίσαν να σταυροκοπιούνται. Η αντίδραση τους έκανε τον Μανολιο να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια.

***

Είχε μπει για τα καλά ο Οκτώβρης και βαριά συννεφιά είχαν σκεπάσει, για μέρες τώρα, τον ουράνιο θόλο. Το κρώξιμο των θαλασσοπουλιών, με σύμμαχο τον δυνατό πουνέντη, παράσερνε το τραγούδι των παιδιών συνθλίβοντας το στους βράχους της ακροθαλασσιάς.

Αρχικά, ήταν δυσδιάκριτο για τη νέα και όμορφη γυναίκα που έκανε τις καθημερινές καθαριότητες του σπιτιού. Όσο περνούσε, όμως, η ώρα οι άναρθρες κραυγές και τα γέλια έγιναν λέξεις:

Πάρε τον μπαλτά σου

και τα λειψά προικιά σου

και γύρνα πίσω

στη θάλασσα.


Πάρε τον μπαλτά σου,

ψάξε τη λαλιά σου

και γύρνα πίσω

στη θάλασσα.

Σαν υπνωτισμένη, ακολουθώντας τη μελωδία, η Φρόσω παράτησε την μπουγάδα και, αρχικά με αργό βήμα το οποίο σταδιακά επιτάχυνε, διάβηκε τα πέτρινα στενοσόκακά του χωριού.

Μόλις την αντιλήφθηκαν τα παιδιά, σταμάτησαν απότομα το τραγούδι και τράπηκαν σε φυγή. Μόνο μια ογκώδη μορφή έμεινε ακούνητη, κουλουριασμένη από τον πόνο και, με αφετηρία τα λυγισμένα της ποδιά, ένα μικρό ρυάκι αίμα σαν φλέβα έτρεχε και διακλαδιζόταν ανάμεσα στο πλακόστρωτο.

Πλησίασε τον πληγωμένο γαργαντούα και, αφού απομάκρυνε τις πέτρες που βρίσκονταν ολούθε, σκούπισε το αίμα από τις πληγές του και, στην συνέχεια, απαλά τον οδήγησε στο σπίτι της για τον περιποιηθεί περαιτέρω. Ευτυχώς ,η μάνα της θα πήγαινε στην πλατεία, οπότε θα καθυστερούσε να επιστρέψει.

Αφού έφυγε από το σπίτι της Φρόσως και πάτησε το κατώφλι του δικού του σπιτιού, έπεσε σχεδόν ευθύς σε βαθύ ύπνο. Όταν ξύπνησε, ήταν νύχτα και το ολόγιομο φεγγάρι έριχνε το χλωμό φως του στο κρεβάτι. Ο άνεμος είχε διαλύσει τη συννεφιά. Κοίταξε την αντανάκλασή του στο νερό του ξύλινου

κουβά. Οι πληγές είχαν κλείσει. Έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς. Θα πήγαινε ευθύς αμέσως να ευχαριστήσει τη σωτήρα του.

***

Η καρδιά της γυναίκας σφυροκοπούσε μέσα στο στήθος της από την αγωνία. Βρισκόταν σχεδόν στην άκρη ενός ψηλού βράχου πάνω από τη θάλασσα και, κάθε τρεις και λίγο, γύριζε να δει προς το σπίτι αν η μάνα της, η κυρά-Βαγγελιώ, θα την έπαιρνε χαμπάρι.

Τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν αιώνες. Δεν μπορούσε να πάει από το λιμανάκι γιατί θα τραβούσε ανεπιθύμητα βλέμματα. Σχεδίαζε αυτήν την έξοδο στην πόλη εδώ και καιρό και ο Μανολιος ήταν ο μοναδικός με πλεούμενο που εμπιστευόταν.

Μια φορά, τόλμησε να πει τη σκέψη της στην μάνα της και εκείνη έκανε σαν ταύρος εν υαλοπωλείο. Την είχε κουράσει ο φόβος του χτικιού –σάμπως και με το που πάταγε το πόδι της στην πόλη, ευθύς θα κολλούσε την αρρώστια. Το φεγγάρι δε βοηθούσε καθόλου, έλαμπε ξεδιάντροπά. Ο μουγγός καθώς όδευε προς το σπίτι παρατήρησε τη γυναίκα στον βράχο. Ήταν η τέλεια ευκαιρία.

Τα χεριά του κινήθηκαν για να την πιάσουν. Γύρισε το κεφάλι της έκπληκτη και, στη συνέχεια, παραπάτησε. Στο πρόσωπό της, φανερώθηκε ο απόλυτος τρόμος καθώς η σκιά του θανάτου την τράβηξε στα βάθη της αβύσσου. Το λουλούδι που είχε κόψει για να της προσφέρει χάθηκε και εκείνο μαζί της. Χωρίς δεύτερη σκέψη, βούτηξε για να τη σώσει.

Ο Μανολιος εμβρόντητος τούς αντίκρισε λίγη ώρα μετά. Εκείνος… ο μουγκός γίγαντας να κλαίει γοερά κρατώντας τη Φρόσω με τα βρεγμένα ρούχα του να κρέμονται γύρω από το σώμα της άψυχης γυναίκας σαν σάβανο.

Το χωριό μαζεύτηκε στο νεκροταφείο του μικρού νησιού για το τελευταίο αντίο στην αδικοχαμένη Φρόσω. Η χωροφυλακή θα ερχόταν σε λίγες μέρες από την πόλη για να κάμει την έρευνα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θρήνος της μάνας και το μοιρολόι των γλάρων υπό τον πένθιμο χτύπο της καμπάνας.

***

Ήταν νύχτα και το ημερολόγιο έδειχνε 31 Οκτωβριου όταν η κυρά- Βαγγελιώ ορκίστηκε σε θεούς και δαίμονες να πάρει εκδίκηση. Ο δολοφόνος δεν είχε φανεί καθόλου από εκείνη την αποφράδα νυχτιά.

Η γιαγιά της της είχε μάθει ολίγα πράγματα από μαγεία πριν της δώκει το Βιβλίο. Πρώτα, όμως, την έβαλε να της υποσχεθεί ότι θα το βγάλει από τον νου της. Κράτησε τον λόγο της για πάνω από μισό αιώνα.

Τα τρεμάμενα δάχτυλά της χάιδεψαν της κιτρινισμένες σελίδες. Με μοναδικό φως εκείνο του κεριού, ξεκίνησε να ψάχνει και να μαζεύει βαζάκια με φριχτά βοτάνια και, στη συνέχεια, να τα αδειάζει μέσα στο ξύλινο γουδί μουρμουρίζοντας αποτρόπαιες προσευχές.

Όταν σχεδόν τελείωσε, πήρε μια μεγάλη ασημένια βελόνα και κίνησε να πάρει το τελευταίο συστατικό. Ο καημένος χοίρος στρίγκλισε από τον πόνο και, στην συνέχεια, άφησε την τελευταία του πνοή με την καρδιά του να έχει σταματήσει από τον φόβο. Προσεκτικά, άφησε το αίμα από τη μύτη της βελόνας να ποτίσει ένα ξέφτι από το πετραχήλι του Αΐ-Νίκολα και, στη συνέχεια, επέστρεψε στο σπίτι όπου το έβαλε μαζί με τα υπόλοιπα βοτάνια.

Λαίμαργες γλώσσες φωτιάς, θεριεμένες από το μίσος, ξεπηδήσαν μέσα από το γουδί καθώς η γυναίκα πλησίασε το κερί. Τη στιγμή που καπνός ξεχύθηκε στον χώρο, η κυρά-Βαγγελιώ έπεσε στο πάτωμα σαν να τη χτύπησε κεραυνός.

 Την ίδια στιγμή, ο γίγαντας που παρέμενε κλεισμένος στο σπίτι του με την ψυχή του καθημερινά ολοένα να βουλιάζει στη θλίψη, ούρλιαξε. Το ουρλιαχτό όμως που ξεχύθηκε δεν ήταν από άνθρωπο μήτε από ζώο. Θύμιζε το πονεμένο γρύλισμα του άτυχου χοίρου.



Φανάρια στη σκιά - Σταμάτης Οικονόμου

Βαθιά στην καρδιά του άναρχου δάσους των Αγίων Πάντων, όπου το σκότος έπεφτε σαν φασματικό σάβανο, επιζούσε μια αλλόκοτη παράδοση. Κάθε χρόνο, στην παραμονή των Αγίων Πάντων, οι κάτοικοι της πόλης τολμούσαν να μπουν στο δάσος για να κρεμάσουν φαναράκια από τα παραμορφωμένα και ροζιασμένα κλαδιά των αρχαίων δέντρων. Φανάρια τα οποία, λέγεται, ότι έδιωχναν τα κακόβουλα πνεύματα και προστάτευαν τους ζωντανούς τη νύχτα όπου τα όρια μεταξύ του κόσμου των νεκρών και των ζωντανών είναι πιο λεπτά.

Ωστόσο, με το πέρασμα των αιώνων, αυτή η παράδοση έγινε απλά μια τυπικότητα. Τα περισσότερα φανάρια παρέμεναν σβηστά, ξεχασμένα από τον χρόνο και παραμελημένα από τους ανθρώπους. Μόνο λίγοι από τους κατοίκους της πόλης θυμούνταν τον αληθινό τους σκοπό. Πίσεταυν ότι εκείνα τα φανάρια μπορούσαν να κρατήσουν μακριά το σκοτάδι που εισέβαλε.

Τη νύχτα του μοιραίου Χάλογουιν, όταν το φεγγάρι ήταν χαμήλά στον ουρανό και ο άνεμος ψιθύριζε απόκοσμα μυστικά, η Σάρα, μια τολμηρή έφηβη με μακριές, πυρόξανθες μπούκλες που χόρευαν σαν φλόγες στον άνεμο, ελκύθηκε από το δάσος για έναν προσωπικό λόγο. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που είχε χάσει την αγαπημένη της γιαγιά, την πιο στενή της έμπιστη.

Την παραμονή, καθώς οι ψίθυροι του δάσους της έγνεφαν στα όνειρά της, ένιωσε μια επιτακτική ανάγκη να μπει στο δάσος των Αγίων Πάντων, πιστεύοντας ότι το πνεύμα της γιαγιάς της ίσως προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της από το επέκεινα. Έχοντας ακούσει τις ιστορίες για τη δύναμη των φαναριών, αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ελέγξει τον μύθο τους.

Καθώς η Σάρα έμπαινε στο δάσος, μπορούσε να νιώσει το βάρος από υις αναμνήσεις αιώνων και την παγερή αύρα που είχε διαποτίσει το μέρος. Το φεγγαρόφωτο πάσχιζε να διαπεράσει το πυκνό φύλλωμα ρίχνοντας ανατριχιαστικές, μετακινούμενες σκιές που χόρευαν με τα εναπομείναντα φθινοπωρινά φύλλα στο έδαφος.

Το φαναράκι της Σάρα τρεμόπαιξε με μια απαλή, ζεστή λάμψη καθώς επέλεξε προσεκτικά ένα από τα ελάχιστα αναμμένα φανάρια των δέντρων. Κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά της, επιχείρησε να μπει βαθύτερα στο δάσος. Το σκοτάδι ήταν αποπνικτικό και η σιωπή εκκωφαντική αν εξαιρέσει κανείς το τρίξιμο των φύλλων κάτω από τα πόδια της.

Σύντομα, εντόπισε τα φανάρια για τα οποία είχε διαβάσει ─δεκάδες από αυτά, κρεμασμένα σε σειρές σαν φύλακες. Ωστόσο, τα περισσότερα ήταν σβηστά, με τις δυνατότητές τους ανεκμετάλλευτες. Η καρδιά της Σάρα χτυπούσε δυνατά καθώς πλησίασε ένα από τα αφώτιστα φανάρια, με το γυαλί

του σκονισμένο και καλυμμένο με ιστούς αράχνης. Με τρεμάμενα χέρια, άναψε το κερί του.

Καθώς η φλόγα ζωντάνεψε, το δάσος φάνηκε να αναστατώνεται. Τα δέντρα ψιθύριζαν μυστικά και οι σκιές σαν να υποχώρησαν λίγο. Η Σάρα ένιωσε να ριγεί ολόκληρη, αλλά συνέχισε. Έπρεπε να αποδείξει ότι τα φανάρια είχαν δύναμη, ότι μπορούσαν να προστατεύσουν τους ζωντανούς από ό,τι καραδοκούσε στα βάθη του δάσους των Αγίων Πάντων.

Οι ώρες περνούσαν καθώς η Σάρα συνέχιζε να ανάβει το ένα φανάρι μετά το άλλο και το μονοπάτι της φωτιζόταν από το ζεστό, τρεμάμενο φως τους. Ωστόσο, καθώς προχωρούσε όλο και πιο βαθιά, αντιλήφθηκε μια παρουσία, μια διακριτική παρουσία που έμοιαζε να την παρακολουθεί σε κάθε της κίνηση.

Επιτάχυνε τον βηματισμό της, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στο στήθος της και η αναπνοή της έβγαινε με σύντομες, τρομαγμένες αναπνοές. Τα φανάρια σαν να μην προσέφεραν πλέον παρηγοριά. Το φως τους, ενώ στην αρχή ήταν ανακουφιστικό, τώρα έριχνε απόκοσμες και τερατόμορφες σκιές που χόρευαν απειλητικά στις άκρες της όρασής της.

Το μονοπάτι της Σάρα γινόταν ολοένα και πιο διεστραμμένο, αβέβαιο και συνειδητοποίησε ότι το ίδιο το δάσος άλλαζε, τα δέντρα του γίνονταν παραμορφωμένα και στρεβλά, με τα κλαδιά τους να απλώνονται σαν σκελετωμένα δάχτυλα. Τα φανάρια, κάποτε σύμβολα προστασίας, τώρα έμοιαζαν με προάγγελο της καταδίκης της.

Ξαφνικά, η Σάρα ένιωσε ένα κρύο, οστέινο χέρι να ακουμπά τον ώμο της. Κοκκάλωσε, με την καρδιά της να σφίγγεται από τον τρόμο. Αργά, γύρισε για να αντικρίσει την πηγή του αγγίγματος και το αίμα της έγινε πάγος.

Μπροστά της, στεκόταν η σκιώδης φιγούρα που είχε δει νωρίτερα στο μάτι του νου της, μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα. Τα χαρακτηριστικά της ήταν καλυμμένα από το αμυδρό φως, αλλά τα μάτια της έλαμπαν με μια αλλόκοσμη μοχθηρία.

Καθώς η φιγούρα άπλωσε το χέρι της προς τη Σάρα, η κραυγή του κοριτσιού διαπέρασε τη σιωπή του δάσους. Σε απόγνωση, πέταξε το φανάρι της στο σκιερό φάντασμα. Το φανάρι χτύπησε τη φιγούρα, κάνοντάς την να διαλυθεί σαν καπνός, αφήνοντας στο πέρασμά της μόνο ένα γέλιο που αντηχούσε και θα στοίχειωνε για πάντα το μυαλό της Σάρα.

Εκείνη πισωπάτησε, με το φανάρι της να τρεμοπαίζει ακόμα στο σκοτάδι. Άρχισε να τρέχει και συνέχισε χωρίς να ξέρει πού πήγαινε, ώσπου, επιτέλους, βγήκε από το δάσος, πίσω στην ασφάλεια της φεγγαρόφωτης νύχτας.

Οι κάτοικοι της πόλης βρήκαν τη Σάρα, το επόμενο πρωί, ταραγμένη και τρομοκρατημένη αλλά ζωντανή. Τους είπε για τη συνάντησή της και για τα

φανάρια που την προστάτευσαν, αλλά και την πρόδωσαν. Από εκείνη την ημέρα, ο θρύλος για τα φανάρια του δάσους των Αγίων Πάντων απέκτησε μία νέα, δυσοίωνη τροπή και οι κάτοικοι της πόλης δεν ξαναπήγαν στο δάσος.

Επειδή στο Δάσος των Αγίων Πάντων τα φανάρια δεν ήταν απλά οι φύλακες των ζωντανών αλλά και οι αγωγοί για τα πνεύματα των λησμονημένων· μία δύναμη την οποία η Σάρα απελευθέρωσε ακούσια, αλλάζοντας για πάντα τον ρου της ζωής της.

Έτσι, κάθε Χάλογουιν, το δάσος στεκόταν σαν μια σκοτεινή υπενθύμιση του αγνώστου που ενέδρευε στα βάθη του, περιμένοντας τους φιλοπερίεργους και τους γενναίους να ανακαλύψουν τα μυστικά του.



Το Τέρας του Halloween - Ερωδίτη Παπαποστόλου

Παραμονές Halloween

Ο δεκαπεντάχρονος Lance διέσχισε το μασκαρεμένο πλήθος. Τα τραγούδια ηχούσαν στα αυτιά του σαν ξεθωριασμένες μελωδίες ενώ οι δυνατές φωνές τους έμοιαζαν με μακρινούς ψιθύρους. Κανείς δεν έδωσε σημασία στο καχεκτικό αγόρι που ήταν λουσμένο με αίμα. Ένας μεταμφιεσμένος βασιλιάς, έτεινε το ποτήρι προς το μέρος του χασκογελώντας. Κόκκινο κρασί χύθηκε πάνω του κι ανακατεύτηκε με το πορφυρό χρώμα του θανάτου.

«Ωραία στολή, μικρέ!» του φώναξε καθώς απομακρυνόταν.

Ο Lance τον αγνόησε. Όταν το τρελό πανηγύρι του χωριού είχε μείνει πλέον πίσω του, βρέθηκε να περιπλανιέται κοντά στο νεκροταφείο. Διέσχισε ένα στενό πέτρινο μονοπάτι, πλαισιωμένο με ψηλά δέντρα. Τα ξερά φύλλα στο έδαφος, που οποιαδήποτε άλλη μέρα θα έμεναν ανέπαφα, τώρα έτριζαν κάτω από τα βήματά του. Γιατί αυτή, δεν ήταν μια συνηθισμένη νύχτα. Αυτή τη νύχτα, οι νεκροί περπατούν ανάμεσα στους ζωντανούς. Αφήνουν χνάρια που αν τα ακολουθήσουμε, οι συνέπειες, μπορεί να αποβούν ολέθριες ή… σωτήριες για τη ζωή μας.

Μια κουκουβάγια πέταξε κρώζοντας και κούρνιασε σε ένα ψηλό κλαδί. Τα γουρλωτά κίτρινα μάτια της έμοιαζαν τρομακτικά μέσα στο σκοτάδι. Όμως ο Lance δεν τη φοβόταν. Για την ακρίβεια, δε φοβήθηκε ποτέ τα τέρατα, εκείνα που στοίχειωναν τα παραμύθια και τους εφιάλτες. Αυτό που φοβόταν ήταν… Με μια απαξιωτική κίνηση του χεριού, αποδίωξε αυτές τις σκέψεις. Και μαζί με αυτές, τα δέντρα και το μονοπάτι έμειναν πίσω του.

Βρέθηκε σε μια θάλασσα από πέτρινες πλάκες με ονόματα και ημερομηνίες χαραγμένα πάνω τους. Στο βάθος, φαίνονταν τρεις σιλουέτες: δυο μικρές που έπαιζαν και μια άλλη, τρομακτική, μεγαλόπρεπη. Πλησίασε αποφασιστικά για να αντικρίσει ένα μελαχρινό, μικρό κορίτσι με μπούκλες, όχι πάνω από τεσσάρων ετών, ένα άλλο μεγαλύτερο, με λευκές, μακριές πλεξούδες, χλωμό δέρμα και καταγάλανα μάτια κι έναν τερατόμορφο άντρα.

Το «τέρας» στράφηκε προς το μέρος του και ο Lance παρατήρησε, γι' ακόμα μια φορά, τα τέσσερα κέρατα που ξεπηδούσαν από την κορυφή του κεφαλιού του, τα μυτερά αυτιά του, τη μαύρη καλύπτρα που έκρυβε την απόκοσμη τρύπα στο σημείο του αριστερού του ματιού και τον χαλκά που ήταν περασμένος στα ρουθούνια του.

Μόλις ο νεαρός στάθηκε απέναντί τους, η μικρή τού χαμογέλασε. Έκανε να τρέξει προς το μέρος του για να τον αγκαλιάσει, μα ο τερατόμορφος άντρας την έπιασε απαλά από τον ώμο. Το κορίτσι σταμάτησε. Το πλάσμα, κοίταξε τον Lance με προσμονή.

«Τελείωσε» αποκρίθηκε ήρεμα ο νεαρός, ξετρύπωσε ένα ματωμένο μαχαίρι από την τσέπη του και το έτεινε προς το μέρος του. Εκείνος το πλησίασε στη γλώσσα του και το έγλειψε. Χαμογέλασε.

***

Λίγες ώρες νωρίτερα…

Φωτισμένες κολοκύθες ήταν διάσπαρτες στην αυλή της οικογένειας Bones. Ένας άντρας με χλωμό δέρμα, λευκά μαλλιά και καταγάλανα μάτια, ντυμένος στα μαύρα, τη διέσχισε. Ανέβηκε τρία σκαλιά και χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Stephanie Bones φάνηκε στο άνοιγμα, ελαφρώς ταλαιπωρημένη, με μάτια κόκκινα, πρησμένα, σαν να έκλαιγε. Ο άντρας γνώριζε πως όντως έκλαιγε.

«Καλησπέρα, κυρία Bones».

«Καλησπέρα. Είστε ο κύριος…»

«Ήρθα να πάρω τη Millie».

«Τη…»

«Την κόρη σας».

«Πώς…» Την κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Την κόρη μου» επανέλαβε σαν υπνωτισμένη. Ο άντρας εξακολουθούσε να την κοιτά στα μάτια. «Millie!» φώναξε η Stephanie. Αμέσως, ένα μικρό κορίτσι με μαύρα, σγουρά μαλλιά, ήρθε δίπλα της. Ο άντρας έσκυψε για να βρίσκεται στο ίδιο ύψος μαζί της.

«Γεια σου, Millie. Είμαι ο Damon. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;»

Η μικρή ένευσε. Την έπιασε από το χέρι κι απομακρύνθηκαν με τη μητέρα της να τους παρακολουθεί απαθής.

Το ίδιο βράδυ, κραυγές ακούγονταν από το σπίτι των Bones· κραυγές που γίνονταν ένα με τις ξέφρενες φωνές και τα γέλια των μασκαράδων. Κραυγές που ακούγονταν κάθε μέρα, μα όλοι προσποιούνταν πως δεν υπήρχαν.

Μόνο ο Lance τις άκουγε πραγματικά. Κρυβόταν κάθε φορά κάτω από το κρεβάτι του και υπέμενε τις μαρτυρικές ικεσίες της μητέρας του. Μέχρι που κάποια φορά, οι κραυγές της αντικαταστάθηκαν από τις δικές του.

Ο νεαρός διέσχισε την αυλή κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Άνοιξε με ευκολία την εξώπορτα και γλίστρησε στο σαλόνι. Στάθηκε πίσω από τον πατέρα του που έσφιγγε με θυμό τον λαιμό της γυναίκας του και τον μαχαίρωσε. Ξανά και ξανά και ξανά. Το αίμα που ξεπήδησε έλουσε όλο το κορμί του. Ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα στη μητέρα του, που τον κοιτούσε τρομοκρατημένη λες και αντίκριζε φάντασμα, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε.

***

Τώρα…

Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Ο Lance στάθηκε δίπλα στην πέτρινη πλάκα και διάβασε το χαραγμένο όνομα πάνω της: Lance Bones 2008-2023

Ένα απαλό φτερούγισμα δίπλα του τον έκανε να αναπηδήσει. Ο ίδιος άντρας με τα λευκά μαλλιά, το χλωμό δέρμα και τα καταγάλανα μάτια έτεινε το χέρι προς το μέρος του. Ο νεαρός ήξερε πως έπρεπε να τηρήσει τη συμφωνία που είχε κάνει μαζί του.

Damon HellWay, αυτό ήταν το όνομά του και καταλάβαινε πολύ καλά τη σημασία του. Σε λίγο, θα ξημέρωνε Χάλογουιν. Κι εκείνος θα έπρεπε να επιστρέψει στο σκοτάδι που τον είχαν βυθίσει. Μόνο που, αυτή τη φορά, θα έπαιρνε μαζί και εκείνον που τον είχε καταδικάσει: τον πατέρα του.

Κοίταξε το «τέρας» που στεκόταν παραπέρα. Κρατούσε μια μάσκα κι ετοιμαζόταν να τη φορέσει. Τώρα που η νύχτα θανάτου θα τελείωνε και όλοι θα πετούσαν τις μάσκες τους, εκείνος θα έκρυβε την πραγματική του μορφή και θα κυκλοφορούσε ανάμεσά τους φορώντας το ανθρώπινο προσωπείο του.

Το επόμενο πρωί, ο Damon, στεκόταν δίπλα στη Millie, έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Η μικρή που κρατούσε σφιχτά μια κούκλα με λευκές πλεξούδες, ολόιδια με το χλωμό κορίτσι που έπαιζε μαζί του το προηγούμενο βράδι, χτύπησε τρεις φορές. Τότε, εμφανίστηκε ανήσυχη η Stephanie. Έσφιξε αμέσως το κορίτσι στην αγκαλιά της και τον κοίταξε ανακουφισμένη.

«Μπορείτε να τη φροντίσετε σωστά από εδώ και πέρα» της είπε με νόημα. «Καλή σας ημέρα, κυρία Bones».

Φεύγοντας, ένας άντρας τον προσπέρασε. Μια υποψία κέρατου ξεπρόβαλε από τα μαλλιά του. Ο χλωμός άντρας με τα λευκά μαλλιά και τα καταγάλανα μάτια ξερόβηξε. Το «τέρας» της προηγούμενης νύχτας, που τώρα ήταν μεταμφιεσμένος σε άνθρωπο, ανακάτεψε αμέσως τις τρίχες κι εκείνο εξαφανίστηκε. Ο Damon έσφιξε τα χείλη με επιδοκιμασία.



Οι μάγισσες της Θεσσαλίας - 

Αγγελική Βιδάλη

Έπιασαν σφιχτά τα χέρια η μια της άλλης σχηματίζοντας κύκλο.

«Sororibus … Potentia… Socius» επαναλάμβαναν ψιθυριστά έχοντας τα μάτια τους κλειστά. «Sororibus … Potentia… Socius».

Ούτε νυχτοπούλι, ούτε έντομο, ούτε καν το θρόισμα των φύλλων ακουγόταν εκείνη τη νύχτα· επικρατούσε άπνοια –μόνο το μουρμουρητό των γυναικών έσπαγε την εκκωφαντική σιωπή. Σαν ολόκληρη η φύση να κρατούσε την αναπνοή της.

Όταν όμως η Πανσέληνος ξεπρόβαλε πίσω από το βουνό, η γη άρχισε να σείεται και ένας ισχυρός ανεμοστρόβιλος δημιουργήθηκε στο εσωτερικό της σύναξης. Τα μακριά τους μαλλιά ανέμιζαν μανιασμένα μαστιγώνοντας τα πρόσωπα τους.

Σε μια στιγμή όλα σώπασαν ξανά· το έδαφος κάτω από τα πόδια τους ηρέμησε, ο ανεμοστρόβιλος κόπασε και εξαφανίστηκε μέσα σε μια πορτοκαλί λάμψη. Μια κουκουβάγια έκρωξε κάπου μακριά. Τότε, οι γυναίκες άφησαν τα χέρια τους και άνοιξαν τα μάτια σαν να έβγαιναν από όνειρο. Οι κόρες των ματιών τους ήταν κατακόκκινες σαν τη φωτιά.

***

31 Οκτωβρίου 2023

Το αυτοκίνητο έφτασε ασθμαίνοντας έξω από το πανδοχείο. «Οι μάγισσες της Θεσσαλίας» όπως ονομαζόταν, βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο του χωριού.

Η Ελεονώρα, φοιτήτρια ανθρωπολογίας στο εκεί πανεπιστήμιο, βγήκε από το μικρό πορτοκαλί Fiat, φανερά ανακουφισμένη που κατάφερε να φτάσει ως εκεί χωρίς να χρειαστεί να κάνει ωτοστόπ στις ερημιές, μια τέτοια νύχτα… H ομίχλη, άλλωστε, είχε ήδη καλύψει τα πάντα εκεί έξω.

Έσυρε τη βαλίτσα της στο πλακόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στο πανδοχείο. Στη μεγάλη ξύλινη πόρτα της εισόδου ήταν σκαλισμένα περίτεχνα αστρονομικά σύμβολα. Tην έσπρωξε ελαφρά και μπήκε. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας.

Στον χώρο υποδοχής, την περίμενε μια πρόσχαρη κοπέλα γύρω στα δεκαέξι. Φορούσε ένα μπεζ μπάγκι παντελόνι και ένα μακρυμάνικο πορτοκαλί πλεχτό κροπ τοπ. Από τα αυτιά της κρέμονταν διαφόρων μεγεθών χρυσοί κρίκοι και μια μωβ ημισέληνος κοσμούσε το εσωτερικό του αριστερού της καρπού.

Της συστήθηκε ως Τέμη – από Άρτεμη – και τη βοήθησε με τις αποσκευές της, μέχρι το δωμάτιο της, ενημερώνοντας την πως θα σέρβιραν το δείπνο σε μισή ώρα ακριβώς. Η Ελεονώρα την ευχαρίστησε και τη διαβεβαίωσε πως θα κατέβαινε στην ώρα της.

Τακτοποίησε τα λιγοστά της πράγματα και άρχισε να ντύνεται. Το βελούδινο βαθύ πράσινο φόρεμα έκανε ωραία αντίθεση με τα κατάξανθα μαλλιά της που αποφάσισε να πιάσει σε ένα χαλαρό κότσο. Έριξε το κινητό της σε ένα μικρό βελούδινο πουγκί, ίδιου χρώματος με το φόρεμά της και κατέβηκε τρέχοντας προς την τραπεζαρία.

Τα τραπέζια ήταν ήδη στρωμένα με λογής εδέσματα και γλυκά, πίτες κολοκύθας, κρέας στη γάστρα με αποξηραμένα φρούτα, πλούσιες σαλάτες με φρέσκα λαχανικά, μέλι και ξηρούς καρπούς.

Μια γυναίκα, γύρω στα 40, με ίσια, μακριά, καστανά μαλλιά και μελί μάτια δε σταματούσε να φέρνει πιατέλες από την κουζίνα. Η Ελεονώρα τη συμπάθησε αμέσως –της έβγαζε μια απίστευτη γλυκύτητα με τον τρόπο που κοιτούσε τους ανθρώπους γύρω της, με τις προσεγμένες της κινήσεις, με το χλωμό της πρόσωπο που ακτινοβολούσε με μια απόκοσμη λάμψη.

Ήταν και η Τέμη εκεί –βοηθούσε τη γυναίκα με το σερβίρισμα.

Κοίταξε διακριτικά την οθόνη του κινητού της· κανένα μήνυμα… Μα τι στο καλό;

«Σελένη!» μια βροντερή γυναικεία φωνή την έβγαλε από τις σκέψεις της. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, γύρω στα 70, βγήκε κουτσαίνοντας από την κουζίνα. Είχε λευκά, μακριά μαλλιά πλεγμένα σε μια κοτσίδα που έφτανε μέχρι τη μέση της, φορούσε ένα γκρι φόρεμα και πολλά ασημένια κοσμήματα.

Η νεότερη γυναίκα άφησε την πιατέλα που κρατούσε και την πλησίασε παίρνοντας από το χέρι και τη μικρή Τέμη. Οι τρεις γυναίκες στάθηκαν η μια δίπλα στην άλλη.

«Οι μάγισσες της Θεσσαλίας σάς εύχονται καλή διαμονή!» είπαν και οι τρεις με μια φωνή. «Άρτεμης. Σελένη. Εκάτη». Υποκλίθηκαν αφού πρόφεραν με στόμφο τα ονόματά τους η μια μετά την άλλη. Οι συνδαιτημόνες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.

Εκτός από την Ελεονώρα, στο πανδοχείο, είχαν καταλύσει μια παρέα νεαρών emo – αυτοί, σίγουρα, θα περνούσαν το βράδυ στο νεκροταφείο – ένας εμπορικός αντιπρόσωπος που συνεχώς κοιτούσε το κινητό του και κάτι σημείωνε σε μια ατζέντα, ακόμη και την ώρα του φαγητού, και μια παρέα γυναικών, γύρω στα 60, που το άλλο πρωί θα έφευγαν για το επόμενο χωριό –κανόνιζαν ήδη, αρκετά φωναχτά, το πρόγραμμα της επόμενης μέρας.

Το δείπνο τελείωσε στις 10. Έτσι, ο ένας μετά τον άλλον, σιγά σιγά, εγκατέλειψαν την υπέροχη τραπεζαρία με τις αντίκες.

Η Ελεονώρα ανέβηκε γρήγορα στο δωμάτιό της. Άνοιξε την πόρτα και η ανάσα της κόπηκε στη θέα μιας ανδρικής, ψιλόλιγνης φιγούρας που την περίμενε στο μισοσκόταδο. Με τρεμάμενο χέρι, άναψε το φως.

«Στέφανε, εσύ είσαι;» είπε ξέπνοα. «Επιτέλους!» Η πόρτα έκλεισε πίσω της τρίζοντας.

«Ακόμη απορώ γιατί σε άφησα να με πείσεις …» είπε ο νεαρός δημοσιογράφος ψιθυριστά.

«Ακόμα και τα ονόματά τους ταιριάζουν: Άρτεμης, Εκάτη, Σελένη… Ποτέ δε σταμάτησαν να γίνονται τέτοιου είδους τελετές στην περιοχή. Οι γυναίκες συνεχίζουν την παράδοση της μαγείας…» η Ελεονώρα έσβησε το φως και άναψε ένα μικρό κερί. «Από τις πρωτόγονες κοινωνίες, οι γυναίκες απειλούνταν…» συνέχισε να μιλά σιγανά.

»Γίνονταν βρεφοκτονίες για να ξεφορτωθούν τα θηλυκά, που δεν μπορούσαν να κυνηγήσουν και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Από πάντα, ο κόσμος ήταν εχθρικός για τις γυναίκες. Για να μην πω για την εκμετάλλευση και την καταπίεση ανά τους αιώνες. Είχαν μόνο η μια την άλλη».

Ο Στέφανος κοίταξε το ρολόι του –ήταν ώρα να φύγουν. Κατέβηκαν τη στριφογυριστή σκάλα και μπήκαν αθόρυβα στο μικρό Fiat. Η ομίχλη είχε πυκνώσει ακόμα περισσότερο, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Η Πανσέληνος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει. Οδηγούσαν με πολύ μικρή ταχύτητα. Το ξέφωτο που είχαν πληροφορίες πως γίνονταν, ακόμη και σήμερα, τελετές δεν ήταν μακριά.

Ο Στέφανος πάγωσε όταν, ξαφνικά, στο τζάμι στα δεξιά του, εμφανίστηκε μια αλλόκοτη φιγούρα με ανάκατα μαλλιά και κατακόκκινα μάτια. Όταν γύρισε προς τη φίλη του, διαπίστωσε με τρόμο πως η φιγούρα αυτή ήταν η αντανάκλασή της στο τζάμι.

«Sororibus … Potentia… Socius*» ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν χάσει τις αισθήσεις του.


*«αδελφές … δύναμη …. μοίρασμα»



Η κυρία του δάσους - Χρήστος Μαργέτας


Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια έχουν σβήσει από την ημέρα της εξαφάνισης της μικρής Χέλγκα. Για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, οι κάτοικοι του Λάρβικ δεν έχουν σταματήσει να ψάχνουν το κορίτσι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς την ημέρα του Χάλογουιν.

Κάνοντας βόλτα στα σκοτεινά και παγερά σοκάκια της πόλης, μπορεί κανείς να αντικρίσει ένα σωρό σελίδες, άλλες μισοσχισμένες κι άλλες πληγωμένες από τον καιρό. Εκείνες που παραμένουν κολλημένες στα παράθυρα των καπηλειών είναι συνήθως μουτζουρωμένες στα μάτια και το στόμα της ξανθιάς Χέλγκα.

Υπάρχει αυτή η μικρή μερίδα των ντόπιων Νορβηγών που πιστεύει πως η μικρή έχει απηχθεί από μια Χούλντρα που έχει ρουφήξει τη ζωή της για να πάρει τη μορφή της και να κατέβει στον κόσμο των θνητών, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία της μεταμόρφωσης, προκειμένου να κατακτήσει τους άντρες και να σπείρει τον τρόμο, μέσα από τις αποκρουστικές και φοβερές μελωδίες της φωνής της. Όλα αυτά, όμως, υπό το πρίσμα των φανατικών ντόπιων.

Τα δίδυμα αγόρια, αδέλφια της Χέλγκα, γεννήθηκαν την επόμενη χρονιά της εξαφάνισης. Γνωρίζουν για την αδελφή τους, όμως. όσο κι αν τους περιγράφουν οι γονείς τους την ιστορία, δε θα μπορέσουν ποτέ πραγματικά να ασχοληθούν συναισθηματικά με αυτήν. Φέτος, είναι η πρώτη χρονιά που το Λάρβικ θα ζήσει ξανά τη νύχτα του Χάλογουιν.

Ένα σωρό εκδηλώσεις ετοιμάζονται για αυτή την πολυαναμενόμενη νύχτα που θα δώσει ξανά ζωή στους κατοίκους. Ο Όλε και ο Σβεν δεν πρόκειται να κατέβουν στις εκδηλώσεις. Θα προτιμήσουν να πάνε με την παρέα τους γύρω από τα σπίτια και να παίξουν κρυφτό. Οι γονείς τους μένουν σπίτι. Όπως κάθε βράδυ του Χάλογουιν, έτσι κι απόψε, ετοιμάζουν ένα πλούσιο δείπνο, με ένα επιπλέον σερβίτσιο για τη μικρή Χέλγκα, με την ελπίδα πως θα γυρίσει και θα βρει το φαγητό στο πιάτο της.

«Να γυρίσετε νωρίς! Πριν τις δώδεκα να είστε πίσω!»

«Ναι μητέρα, μην ανησυχείς!»

Είναι μονίμως με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι, βρεγμένο από τα δάκρυα που τρέχουν σαν καταρράκτης από τα γαλάζια μάτια της και κάθεται απάνω στο πόδι της, σε εκείνη την πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο, που κοιτάζει το δρόμο.

Παρόλη την τραγωδία, γνωρίζει και η ίδια πως δε θα ήταν πρέπον να στερήσει τη χαρά και τη διασκέδαση από τα παιδιά της, γι' αυτό και προτιμά να πνίγεται στον πόνο και τη θλίψη που πλημμυρίζουν τα σωθικά της και να σιγοτραγουδά προσευχές στα αρχαία νορβηγικά, αναφερόμενη στον πατέρα Όδινν, προκειμένου να έχει καλά τα παιδιά της και να τη βοηθήσει να βρει την μικρή Χέλγκα.

«Φάρσα ή κέρασμα;»

«Κέρασμα!» απαντά μελαγχολικά κάθε φορά που της χτυπάνε την πόρτα. Τα περισσότερα παιδιά φεύγουν με σκυφτό το κεφάλι, όταν βλέπουν τη μητέρα

της Χέλγκα να είναι μονίμως με αυτή την απέραντη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

Ο Σβεν και ο Όλε έχουν κι αυτοί ένα πάνινο πουγκί γεμάτο γλυκίσματα. Είναι τόσο μεγάλο που θα μπορούσε να χωρέσει μια ποδοσφαιρική μπάλα. Τρέχουν ο ένας γύρω από τον άλλον και τα πετούν στον αέρα, γιορτάζοντας το γεγονός της χρονιάς.

Σε εκείνο το σημείο, είναι η σειρά τους να μετρήσουν αντίστροφα. Τα υπόλοιπα παιδιά τρέχουν προς το δάσος που βρίσκεται πίσω από τις οικίες. Όταν φτάνουν να ανοίξουν τα μάτια τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με το απόλυτο σκοτάδι. Κοιτιούνται μεταξύ τους και χαμογελούν ο ένας στον άλλον. Είναι σίγουροι πως κατέφυγαν στο δάσος. Ο Σβεν κάνει το πρώτο προσεκτικό βήμα. Πατάει ένα κλαδάκι που σπάει και η ηχώ που δημιουργείται εξαπλώνεται τρομακτικά σε διάφορους τόνους κατά μήκος του δάσους.

«Ψιτ!» του ψιθυρίζει ο Όλε. «Σταμάτα! Πάμε πίσω».

«Τι λες μωρέ; Πάμε, σιγά! Φοβιτσιάρη!» σμίγει τα φρύδια του με δυσανασχέτηση και συνεχίζει να βηματίζει προς το εσωτερικό.

Ο Όλε κοιτάζει τριγύρω του για να δει αν έχει πάρει κανείς χαμπάρι πως κατευθύνονται προς το δάσος, μην τυχόν και το μαρτυρήσει στους γονείς του και γίνουν έξω φρενών. Όμως η νύχτα είναι μεγάλη, το φεγγάρι είναι θολό και γεμάτο. Ένα από τα παιδιά της παρέας έχει κρυφτεί πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών. Παρακολουθεί τις κινήσεις των διδύμων αδελφών που χάνονται στο σκοτάδι. Ασθμαίνει από τρόμο και δεν το κουνάει ρούπι από το σημείο εκείνο.

«Ελάτε, ξέρουμε ότι είστε εδώ!» φωνάζει ο Σβεν με τα χέρια του να είναι κολλημένα γύρω από το στόμα του προκειμένου να κάνει τη φωνή του να εξαπλωθεί με μεγαλύτερη ένταση. Αντ' αυτού, τον καλύπτουν οι εκκωφαντικοί ήχοι της φύσης. Μελωδίες ανατριχιαστικές σε τόνους διαβολικούς δραπετεύουν από τους κορμούς των πανύψηλων δέντρων.

«Κοιτά, Σβεν!» τον ενοχλεί ο Όλε. Πατημασιές βρίσκονται μπροστά τους και όσο τις ακολουθούν εκείνες χωρίζονται σε μονοπάτια.

«Πήγαινε εσύ από εκεί, να πάω εγώ από εδώ» του δείχνει.

«ΣΒΕΝ!» του φωνάζει δυνατά. «Δεν πάω μόνος μου προς τα εκεί! Ξέχασέ το!» Ο Σβεν χασκογελάει.

«Τι θέλεις, Όλε; Να πάμε πίσω και να κάτσουμε με τη μαμά; Να πνιγούμε στο μυρολόι για όλη τη νύχτα μέχρι να ξημερώσει πρώτη του Νοέμβρη; Ζήσε τη ζωή, αδελφέ!» Αφουγκράζεται ξαφνικά και απλώνει τα χέρια του δήθεν για να σιωπήσει. «Ω, ένα Φόσγκριμ!» Κοιτιούνται για μια στιγμή και ξεκινούν να χασκογελάνε.

«Χαζέ! Μην κάνεις τέτοιες πλάκες».

«Έλα μωρέ, πάμε! Κάπου εδώ τριγύρω θα είναι».

Κι έτσι συνεχίζουν να περπατούν στο δάσος του Μποκεσκόγκεν. Το μεγαλύτερο δάσος της Νορβηγίας που ανοίγεται διάπλατα όσο προχωρούν βαθύτερα σε αυτό. Έχουν ακούσει και έχουν διαβάσει τόσες τρομακτικές

ιστορίες που οι ήχοι που ξεφυτρώνουν γύρω τους δεν ενοχλούν τη λογική τους. Ώσπου βρίσκονται αντιμέτωποι με εκείνη την ξύλινη καλύβα. Είναι φτιαγμένη από κόκαλα. Εκεί, ο Σβεν κάνει μισό βήμα πίσω.

«Τι έγινε, αδελφέ; Το μετάνιωσες; Έλα, εδώ μέσα θα είναι!» Παίρνει, τώρα, ο Όλε τον ρόλο που είχε προηγουμένως ο Σβεν.

«Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα, Όλε!» Ο Όλε έχει ήδη φτάσει στην πόρτα, σε εκείνο το σημείο. Το φως του φεγγαριού φέγγει δυνατά. Ο Σβεν τρέχει για να τον ακολουθήσει.

Στο εσωτερικό, υπάρχουν κεριά αναμμένα, αίμα στους τοίχους και η φιγούρα μιας κοπέλας στα άσπρα, που φορά σαν μάσκα το πρόσωπο ενός ελαφιού, με τα κέρατά του να πλαισιώνουν ιδανικά το διαβολικό της παρουσίας της. Στέκεται και τους κοιτάζει από το βάθος του δωματίου.

«Σας περίμενα, αδέλφια μου. Απόψε, επιστρέφω κι εσείς πεθαίνετε. Φάρσα ή κέρασμα;»



Πιάσε τον διάβολο από τα κέρατα - 

Μάουρα Ρομπέσκου

Σκοτάδι.

Βρίσκομαι στρυμωγμένη ανάμεσα στις στοίβες των υγρών και πνιγηρών υλικών της σπηλιάς, ώρες ολόκληρες, μέρες. Ούτε ξέρω πόσο. Ακούω αμυδρές φωνές, άγνωστων ανθρώπων, από μακριά. Εδώ είμαι, θέλω να φωνάξω. Η φωνή κολλά στο βάθος του λαιμού. Τα μάτια μου λερά. Τα πνευμόνια πιέζονται ασταμάτητα. Δεν υπάρχει φως. Δεν υπάρχει αέρας.

ΒΟΗΘΕΙΑ. Βοήθεια. Βοή…

Χέρια απλώνονται και με αρπάζουν, χέρια σκληρά σαν ξερόκλαδα. Νύχια γαμψά χαράζουν την πλάτη μου. Κοιτάζω γύρω τις σκιώδεις μορφές που αχνοφαίνονται. Πρόσωπα απρόσωπα, μάτια όμοια με αναμμένα κάρβουνα, στόματα ανοιχτά που δείχνουν δόντια σουβλερά. Πηχτά, σαν βλέννες, σάλια χύνονται επάνω μου. Στα αδυσώπητα μάτια, βλέπω την πείνα. Κλείνω τα μάτια σφιχτά να μην βλέπω, λίγο πριν νιώσω ένα απότομο τράβηγμα που με παίρνει μακριά από τα χέρια των πλασμάτων.

Με χτυπούν στην πλάτη, πονάω, αλλά δεν κινούμαι.

«Είναι νεκρό!» ψιθυρίζει κάποιος.

«Μη σταματάς!» λέει κάποιος άλλος.

Ένα δεύτερο, τρίτο, πέμπτο χτύπημα και ανοίγω το στόμα. Βήχω, ξερνώ τη λάσπη που έχει φράξει τον λαιμό μου. Ανοίγω τα μάτια. Ποιοι είναι αυτοί που είναι μαζεμένοι πάνω μου και με κοιτούν με έγνοια; Λευκές στολές, καθαρά χέρια, πρόσωπα καλυμμένα με μάσκες. Στα ρουθούνια μου φτάνει η δριμεία οσμή του απολυμαντικού.

***

Οι εφιάλτες με βασάνιζαν από μικρή. Σκιές απλώνονταν από τις γωνιές του δωματίου. Άπλωναν άυλα χέρια και με άρπαζαν. Ήταν φορές που σαν να αιωρούμουν, σχεδόν άγγιζα το ταβάνι. Έβλεπα το σώμα μου ξαπλωμένο, ακίνητο σαν νεκρό. Φοβόμουν πως θα χανόμουν, μα έπειτα έβλεπα εκείνο το χρυσαφένιο κορδόνι που με ένωνε με τον υπόλοιπο εαυτό μου.

Οι σκιές κύκλωναν το ξαπλωμένο σώμα, το μύριζαν, το ζουλούσαν κι έπειτα αδιαφορούσαν. Εκείνο που τους ένοιαζε περισσότερο ήταν το λαμπερό κορδόνι, εκείνο που οδηγούσε στο κομμάτι μου που ταξίδευε στον χώρο. Εκείνο αποζητούσαν. Εκείνο γράπωναν. Με χέρια, νύχια, στόματα και δόντια, προσπαθούσαν να το αποκόψουν από την υλική υπόστασή του. Είχαν πάρει μια γεύση από την ουσία του αστρικού μου σώματος, γνώριζαν τη μυρωδιά του, με θεωρούσαν δική τους. Κάποια που ξέφυγε από τον σκιώδη κόσμο τους. Το νεκρό μωρό που ζωντάνεψε.

Δεν μου ήταν εύκολο να αποδιώχνω τις σκιές. Τις έβλεπα συνεχώς. Αντίκρυζα τις πύλες που άνοιγαν ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών κι

εκείνων των θλιβερών πνευμάτων. Αναγνώριζα τις σκιώδεις μορφές που περνούσαν εκείνο το αόρατο για τους άλλους πέπλο και με πλησίαζαν. Τη μέρα, ήταν εύκολο να τους ξεφεύγω, Αρκούσε μόνο να αποφεύγω τις σκοτεινές γωνιές. Να μένω στο φως. Μα τις νύχτες… τις νύχτες ήταν δύσκολο. Παραμόνευαν υπομονετικά και περίμεναν να κοιμηθώ. Τότε, ήμουν πιο ευάλωτη. Πιο κοντά στον κόσμο τους.

Πίεζα το άλλο κομμάτι μου να ξυπνήσει. Ούρλιαζα στο κεφάλι μου, σαν συναγερμός. Πόσο επίπονο ήταν! Εκείνο το σάρκινο δοχείο μου ήταν τόσο αδύναμο όταν έλειπε το φωτεινό κομμάτι του. Δυσκολευόταν να κινήσει χέρια, να ανοίξει μάτια, να βγάλει μια κραυγή. Ήταν ξύπνιο μα αδύνατο να αντιδράσει.

Με μεγάλο κόπο, πίεζε τα δόντια πάνω στην γλώσσα, στο μέσα μέρος από το μάγουλο και τότε ο πόνος, ο σωματικός πόνος, κατάφερε να τραβήξει το αστρικό κομμάτι μέσα στο σάρκινο. Τα μάτια άνοιγαν, η φωνή ελευθερωνόταν και κατάφερνα να φωνάξω. Στην αρχή, ήταν ένα κλάμα, έπειτα από καιρό μια λέξη, μια κραυγή και κάποιος ερχόταν. Το φως άναβε, ένα ζεστό σώμα με αγκάλιαζε, οι σκιές αποτραβιόντουσαν και οι πύλες έκλειναν καθώς το πέπλο έπεφτε πάλι και χώριζε τους δύο κόσμους.

Ένιωθα πως δεν είχα κοιμηθεί καλά όλα εκείνα τα χρόνια που πέρασαν. Πως ξεκουραζόμουν σαν τον στρατιώτη στη μάχη. Πάντα ανάλαφρα. Έτοιμη να ξυπνήσω στον πρώτο ήχο, στην κάθε υποψία. Με το δάκτυλο στην σκανδάλη, να υπερασπιστώ τον εαυτό μου από τους εισβολείς. Δύσκολος ήταν ο εχθρός μου που συνεχώς δυνάμωνε, επινοούσε τρόπους για να με καθησυχάσει, να με αποκοιμίσει κι έπειτα…

Τη μέρα του γάμου μου, σκεφτόμουν πως δίπλα σε ένα ζεστό κορμί, σε μια ζωντανή καρδιά που θα χτυπάει ρυθμικά, σε δυο χέρια που θα με αγκάλιαζαν θα μπορούσα να νιώσω ασφαλής. Να κοιμηθώ δίχως φόβο. Ο πόλεμος που αντιμετώπιζα τόσα χρόνια θα τελείωνε. Και πράγματι.

Χαλάρωσα. Ένιωσα πως ο κίνδυνος απομακρύνθηκε. Έριξα τις άμυνές μου, μέχρι τη στιγμή που αισθάνθηκα το πρώτο μου παιδί να σκιρτάει μέσα μου. Τότε, οι σκιές ξαναγύρισαν πιο δυνατές, πιο πεινασμένες, πιο αποφασιστικές. Κι έφεραν και κάτι άλλο μαζί τους. Σκοτεινό, ύπουλο, τρομακτικό.

Δε με πλησίασε από την αρχή. Άφηνε τις σκιές να κάνουν τη δουλειά αντί για εκείνο. Σαν στρατηγός, κατεύθυνε τους στρατιώτες του. Με κούραζε. Με αποδυνάμωνε, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα έκανε ο ίδιος την επίθεσή του. Κι εγώ έστηνα φράγματα, οχυρώματα, σχεδίαζα άμυνες που κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι. Κάθε βράδυ.

Είχα γίνει μια σάρκινη μπάλα. Δυσκολευόμουν να κινηθώ, να γυρίσω, και η ώρα της γέννας πλησίαζε. Μαζί πλησίαζε και η ώρα της τελικής μάχης. Όσο και αν πίστευα πως είχα καταφέρει να τιθασεύσω το αστρικό μου σώμα, εκείνο γινόταν πιο αδύναμο, πιο ανυπάκουο. Πετιόταν έξω από το υλικό κουκούλι του δίχως τη δική μου έγκριση.

Εκείνη η σκιά, που αρκούταν να παραμένει κολλημένη στη γωνιά όσο οι στρατιώτες της εκτελούσαν τις διαταγές της, άρχισε να κινείται. Νύχτα με τη νύχτα, πλησίαζε περισσότερο. Έπαιρνε μορφή. Θέριευε. Μακριά μέλη ξεχώριζαν, κέρατα υψώνονταν, μαδημένα φτερά σέρνονταν, κατακόκκινα μάτια έλαμπαν στο σκοτάδι και η φωνή που μου μουρμούριζε διαρκώς μέσα στο κεφάλι μου άρχισε να γίνεται λέξεις ξεκάθαρες.

«Δώσε μου την ψυχή που κουβαλάς μέσα σου και θα σε αφήσω ήσυχη!»

Αν θαρρούσε πως αυτό θα ήταν δέλεαρ για μένα, έπεφτε έξω. Ήταν το κίνητρο για να δυναμώσω, να πεισμώσω, να γίνω πιο δυνατή. Μια άλλη φωνή θέριευε ολοένα μέσα στο κεφάλι μου, αλλά ακόμη δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις λέξεις.

Πίστευα πως είχα χρόνο να προετοιμαστώ, μα εκείνη η δαιμονική σκιά δε με άφησε. Το επόμενο κιόλας βράδυ, στάθηκε από πάνω μου, άπλωσε τα σκελετωμένα χέρια της και τράβηξε το αστρικό μου σώμα με βία.

«Θα σας πάρω και τους δυο» είπε και γέλασε σίγουρος για τη νίκη του. Μα υπολόγιζε χωρίς εμένα.

«Πιάσε τον διάβολο από τα κέρατα!» με ορμήνευσε η εσωτερική μου φωνή.

Χωρίς δισταγμό, υπάκουσα. Άρπαξα εκείνα τα σκιώδη κέρατα. Τα τελευταία «χέρια» μου κάηκαν. Εκείνη η λάβα της κόλασης απλώθηκε πάνω μου, μα δε δείλιασα. Δε φοβήθηκα για μένα αλλά για εκείνο το πλασματάκι που κουβαλούσα μέσα μου. Ή εκείνος ή αυτό, σκέφτηκα και πήρα δύναμη.

Ένιωσα το «σώμα» μου, να εκτείνεται να μεγαλώνει. Και όσο εγώ μεγάλωνα, ο διάβολος μίκραινε. Τη δύναμη που κατακτούσα, την έχανε εκείνος. Μέχρι που έγινε μικρός, ελάχιστος, όμοιος με ποντίκι. Με μια σπρωξιά, τον έστειλα στο σκοτεινό βασίλειό του.

Ύστερα χάθηκα.

Σαν άνοιξα τα μάτια, είδα δίπλα μου τον φασκιωμένο μπόγο και τον αγκάλιασα.

Για χρόνια, το πέπλο ανάμεσα από τους κόσμους ήταν κλειστό, έτσι που πίστεψα πως πλέον είχα γλυτώσει. Μα είναι κάτι νύχτες, τώρα τελευταία, που βλέπω τα σκοτάδια στις γωνιές να ανασαλεύουν και μάτια σαν πυρωμένα κάρβουνα να με κοιτούν.



Χτύπημα στην πόρτα - Κώστας Γιαβής

Βράδυ Παρασκευής. Άλλη μία δύσκολη εβδομάδα πέρασε. Οι απαιτήσεις στη δουλειά είχαν αυξηθεί. Μπήκε στο σπίτι εξαντλημένος, ζέστανε ένα έτοιμο γεύμα στον φούρνο μικροκυμάτων και άλλαξε ρούχα. Ένα ζεστό μπάνιο, ένα φλιτζάνι ακόμα πιο ζεστού καφέ και ήρθε η ώρα να χαλαρώσει στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Η βραδιά ήταν δική του και θα την αφιέρωνε στο διάβασμα.

Έβγαλε από την τσάντα του το βιβλίο που αγόρασε το απόγευμα επιστρέφοντας από τη δουλειά. Πλησίαζε το Χάλογουιν, οπότε είχε διαλέξει κάτι ανάλογο. Καιρό είχε να διαβάσει ένα καλό θρίλερ. Αρκεί η πρόταση του κολλητού του να άξιζε και να μην τον απογοήτευε. Τετρακόσιες πενήντα σελίδες –πόσο τρόμο θα έκρυβαν;

Ξεκίνησε να διαβάζει. Οι πρώτες ογδόντα σελίδες κύλησαν γρήγορα, αλλά τελείωσε ο καφές. Σηκώθηκε βαριεστημένα, πήγε στην κουζίνα και σε δέκα λεπτά μία κανάτα με καφέ φίλτρου με άρωμα βανίλιας μαζί και ένα κέικ σοκολάτας βοήθησαν να συνεχίσει το διάβασμα.

Η υπόθεση είχε να κάνει με έναν μανιακό που έκοβε χέρια από τα θύματά του και τα κρατούσε ως τρόπαιο. Συγκεκριμένα, έκοβε το δεξί χέρι του κάθε θύματος με χειρουργική – σχεδόν αναίμακτη τεχνική – στη συνέχεια, το βουτούσε σε λιωμένο κερί και το φυλούσε στο υπόγειο του σπιτιού του.

Ο κολλητός του, φανατικός βιβλιοφάγος, είχε μιλήσει με τα καλύτερα για το βιβλίο αυτό. Του είχε πει ότι διαβάζοντάς το, θα ήταν σαν να το ζούσε –όπως πάντα, υπερβολικός και πολύ ενθουσιώδης στις αντιδράσεις και στις κρίσεις του.

Είχε φτάσει στη μέση του βιβλίου και, παρά τον καφέ, τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν. Όλη η κούραση της εβδομάδας άρχισε να βγαίνει. Ήθελε να συνεχίσει το διάβασμα, να τελειώσει το βιβλίο απόψε αλλά δεν άντεχε. Τα γράμματα στο βιβλίο άρχισαν να θολώνουν μέχρι που τον πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα.

Γύρω στα μεσάνυχτα, ξύπνησε απότομα λόγω άβολης θέσης στην πολυθρόνα. Με μισόκλειστα μάτια πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Μέσα στη νύχτα, παρότι κοιμόταν βαριά, ξύπνησε από χτύπημα στην πόρτα –όχι την κεντρική αλλά του δωματίου του. Του φάνηκε περίεργο γιατί ποτέ δεν την έκλεινε και ποιος θα μπορούσε να βρίσκεται μέσα στο σπίτι του; Μέσα στο μισοσκόταδο, κοίταξε προς την πόρτα και είδε ένα χέρι πάνω της.

«Τι στο καλό συμβαίνει;» αναρωτήθηκε και σηκώθηκε.

Καθώς πλησίασε κοντά στην πόρτα, απόρησε –κάτι δεν πήγαινε καλά· είδε ένα δεξί χέρι κομμένο και καρφωμένο στην πόρτα. Γύρισε να ανάψει το φως με τον διακόπτη στα δεξιά του, αλλά δεν μπόρεσε. Τρομαγμένος, διαπίστωσε ότι του έλειπε το δεξί χέρι. Με το αριστερό, άναψε το φως και διαπίστωσε ότι το καρφωμένο χέρι στην πόρτα ήταν το δικό του.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Το κρεβάτι δεν είχε καθόλου αίματα κι αυτός δεν είχε νιώσει τίποτα στον ύπνο του. Κι όμως, κάποιος είχε μπει στο σπίτι του, του είχε κόψει το δεξί χέρι ενώ κοιμόταν και το είχε καρφώσει στην πόρτα του.

Έριξε μια ματιά στο σαλόνι. Το βιβλίο βρισκόταν πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας, δίπλα στα υπολείμματα του κρύου πλέον καφέ. Πουθενά αίμα, πουθενά κάποιο στοιχείο που να τον βοηθήσει να καταλάβει. Μόνο ένας ανεπαίσθητος θόρυβος από την κουζίνα σαν κάποιος να ζέσταινε κάτι. Πάνω στο μάτι της κουζίνας υπήρχε μία κατσαρόλα μπεν-μαρί, σε χαμηλή φωτιά, και μέσα λιωμένο κερί. Άρχισε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Προσπάθησε να καταλάβει αν όντως αυτό συνέβαινε ή έβλεπε όνειρο.

Έψαξε να βρει το κινητό του, να καλέσει για βοήθεια, να ειδοποιήσει την αστυνομία. Δεν το έβρισκε πουθενά. Πήγε να ανοίξει την πόρτα να χτυπήσει στους γείτονες. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και τα κλειδιά άφαντα. Δεν ήταν δυνατόν. Παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι.

Σωριάστηκε κατάκοπος στην πολυθρόνα. Προσπαθώντας να δώσει μια λογική εξήγηση σε όσα συνέβαιναν, παρατήρησε ότι και το βιβλίο είχε, τώρα, εξαφανιστεί από την πολυθρόνα.

«Δεν το χρειάζεσαι πλέον. Το ζεις στην πραγματικότητα» άκουσε μια ψυχρή φωνή πίσω του. Με το που γύρισε να κοιτάξει, πάγωσε·ο κολλητός του. Ανακάτευε το λιωμένο κερί υπομονετικά. Ο μανιακός ήταν μπροστά του ολοζώντανος και είχε τη μορφή του φίλου του. Του φίλου του που είχε κόψει το χέρι του. Προσπάθησε να φωνάξει. Η φωνή δεν έβγαινε, όσο κι αν προσπάθησε.

Πετάχτηκε ιδρωμένος από το κρεβάτι και τρομοκρατημένος. Μερικά δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να ρίξει σφυγμούς και να συνέλθει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μόλις είχε ξημερώσει και η ησυχία ήταν τρομακτική.

Ευτυχώς, όνειρο ήταν. Και μάλιστα κακό, πολύ κακό, σκέφτηκε και ξεφύσηξε. Αποφάσισε να μην ξαναδιαβάσει τόσο αργά και μάλιστα ενώ ήταν κουρασμένος.

Χρειαζόταν μια γερή δόση καφέ. Αλλά πρώτα, έπρεπε να πάρει τηλέφωνο τον κολλητό του. Έπρεπε να μοιραστεί μαζί του αυτή την παράξενη εμπειρία. Το κινητό ήταν στο κομοδίνο δεξιά του. Άπλωσε το χέρι να το πιάσει αλλά δεν μπόρεσε. Κι όμως, ένιωθε την κίνηση του άκρου του. Προσπάθησε πάλι αλλά κανένα αποτέλεσμα. Σήκωσε την κουβέρτα και το θέαμα τον τάραξε· το δεξί του χέρι ήταν κομμένο. Και ούτε μία σταγόνα αίμα.

Έπιασε μια περίεργη μυρωδιά στον αέρα, γνώριμη κι όχι ευχάριστη. Λιωμένο κερί. Και τότε, άκουσε χτύπημα στην πόρτα.



Πλοκάμια - Βασίλης Δ. Πεσλής

Ο Γκορν βάδισε προσεκτικά στο κακοτράχαλο μονοπάτι. Ένα σκοτεινό δάσος εκτεινόταν στο βάθος, όμως για να φτάσει εκεί έπρεπε να διασχίσει πρώτα ένα χέρσο πλάτωμα. Ο Γέρος τον είχε προειδοποιήσει για όταν θα έφτανε σε εκείνο το σημείο. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή και απόλυτη ησυχία. Γι' αυτό και όταν εκείνο το ξερό κλαράκι έσπασε κάτω από το πέλμα του, διαλύοντας τη νεκρική σιγή, κατάλαβε ότι είχε κάνει το μοιραίο λάθος.

Ακινητοποιήθηκε και αφουγκράστηκε τον αέρα, ενώ ταυτόχρονα έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του. Ίσως όλα ήταν καλά; Δεν μπορούσε να αντιληφθεί κάποια κίνηση. Σύντομα, όμως, αυτό άλλαξε· ένιωσε κάτω από τις σόλες των σανδαλιών του το τρέμουλο της γης. Και ξαφνικά, το έδαφος άρχισε να σείεται. Κάτι αναδευόταν κάτω από το χώμα. Κάτι είχε ξυπνήσει. Εντελώς απροσδόκητα, ένα μακρύ αντικείμενο πετάχτηκε δίπλα του και υψώθηκε στον ουρανό, κοντεύοντας να τον χτυπήσει. Έμοιαζε με πλοκάμι! Άλλο ένα πετάχτηκε από πίσω του. Κι άλλο, κι άλλο…

Τα τεράστια πλοκάμια, που ήταν καλυμμένα από φολίδες που εκτείνονταν σαν αγκάθια, πετάγονταν από το χώμα και μαστίγωναν τον αέρα προσπαθώντας να αρπάξουν τη λεία τους. Ο Γκορν ζύγιασε το μεγάλο σπαθί του για μια στιγμή. Στη συνέχεια, με αποφασιστικότητα, το σήκωσε ψηλά κι έδωσε ένα δυνατό χτύπημα σε ένα πλοκάμι που κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Ο ήχος που ακούστηκε ήταν ανατριχιαστικός –σαν μέταλλο να βρίσκει σε μέταλλο. Μέσα από ένα σύννεφο από σπίθες, είδε τη σπασμένη λάμα του σπαθιού να εκτοξεύεται μακριά.

Το έδαφος κάτω από τα πόδια του άρχισε να υποχωρεί, καθώς το χώμα έμοιαζε να βράζει. Και τότε, η γη φούσκωσε απότομα και ένας πίδακας από λάσπη και πέτρες εκτοξεύτηκε στον αέρα, καθώς το πλάσμα έκανε την θεαματική εμφάνισή του. Έμοιαζε με χταπόδι –αν εξαιρούσε κανείς τις αγκαθωτές φολίδες και το ορθάνοιχτο στόμα, το οποίο κοσμούσαν τρεις σειρές από κοφτερά δόντια. Ένα και μοναδικό, κατακόκκινο μάτι τον κοιτούσε βλοσυρά. Ένα αλλόκοτο, φρικιαστικό πλάσμα που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Ένα ανοσιούργημα της φύσης!

«Μια στιγμή!» φώναξε η Λίντα. «Χταπόδι; Δε βγάζει κανένα νόημα από εξελικτικής πλευράς. Πώς επιβιώνει κάτω από το έδαφος; Πώς κινείται με τα πλοκάμια μέσα στο χώμα; Πώς ζει; Τι τρώει;» Όλα τα πρόσωπα γύρω από τη φωτιά στράφηκαν προς τον Τεντ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν απορροφημένος στην ιστορία που έλεγε.

«Δεν ξέρω, Λίντα. Το Σάρλακ, στον Πόλεμο των Άστρων, πώς ζει χιλιάδες χρόνια μέσα στην έρημο, χωρίς φαγητό;» αντιρώτησε εκείνος εκνευρισμένος.

«Τώρα συγκρίνεις και τον εαυτό σου με τον Τζορτζ Λούκας!» είπε εκείνη γελώντας.

«Διηγούμαι μια απλή ιστορία τρόμου γύρω από τη φωτιά, δε χρειάζεται να έχει και τόσο μεγάλο βάθος ή να βγάζει νόημα».

«Οι ιστορίες τρόμου έχουν φαντάσματα, ζόμπι και ψυχωτικούς δολοφόνους, όχι κακέκτυπα του Κόναν και χταπόδια στο υπέδαφος».

«Γιατί δε μας λες εσύ τότε μια τρομακτική ιστορία, Λίντα;» ρώτησε πάλι ο Τεντ, που, αν ήταν ημέρα, θα έβλεπαν όλοι ότι το κεφάλι του είχε γίνει κατακόκκινο από τα νεύρα.

«Προτιμώ να γυρίσω στη σκηνή μου και να κοιμηθώ» είπε εκείνη και σηκώθηκε επιδεικτικά. «Από την αρχή ήξερα ότι το κάμπινγκ μαζί σου θα ήταν κακή ιδέα».

«Μαλάκω» γρύλισε ο Τεντ μέσα από τα δόντια του.

Η Λίντα άναψε τον φακό του κινητού της και κινήθηκε προς τις σκηνές. Πριν φτάσει εκεί, όμως, έκανε μια γρήγορη στροφή και χώθηκε ανάμεσα στα δέντρα. Την καλούσε η Φύση. Έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω της κι ύστερα έσβησε τον φακό για να μη δίνει στίγμα. Δεν είχε καμία όρεξη να την ακολουθήσει κανένας από τους ηλίθιους φίλους του Τεντ.

Περπατούσε στα τυφλά, σχεδόν, όταν κοκκάλωσε τρομαγμένη. Κάτι είχε μπλεχτεί στο παπούτσι της. Τράβηξε απότομα το πόδι της για να το ελευθερώσει κι ένιωσε σαν εκείνο το κάτι να ανταπέδωσε το τράβηγμα. Έσκυψε και άπλωσε το χέρι για να ξεμπλέξει ό,τι κι αν ήταν εκείνο που την είχε γραπώσει κι αμέσως άφησε μια φωνή. Κάτι την είχε κόψει στο δάχτυλο.

Πανικόβλητη, έβγαλε το κινητό από την τσέπη της, εκείνο όμως γλίστρησε κι έπεσε κάπου μπροστά της. Όπως έσκυψε να το βρει στα τυφλά, τα μαλλιά της μπλέχτηκαν κι εκείνα. Είχε πέσει σε αγκαθωτούς θάμνους και όσο πάλευε να ελευθερωθεί, τόσο παγιδευόταν και κοβόταν. Άρχισε να φωνάζει τρομαγμένη και να χτυπιέται, μέχρι που ένα φως έπεσε στο πρόσωπό της.

«Κολλήσαμε;» άκουσε μια γνώριμη φωνή.

«Τεντ;» ρώτησε αλαφιασμένη.

Έφερε το ελεύθερο χέρι μπροστά στο πρόσωπό της και προσπάθησε να δει πίσω από το φως που την τύφλωνε. Η δέσμη του φωτός χαμήλωσε προς το έδαφος και τα μάτια της άρχισαν να συνηθίζουν. Μπροστά της, στέκονταν ο Τεντ και οι φίλοι του, ντυμένοι με περίεργες μαύρες κάπες με κουκούλες.

«Τι διάολο φοράτε;»

«Τι καλή που είσαι, Λίντα! Μας έβγαλες από τον κόπο να σε κουβαλήσουμε οι ίδιοι ως εδώ!» είπε εκείνος, αγνοώντας την ερώτησή της.

«Να με κουβαλήσετε; Στους βάτους;» ρώτησε πάλι εκείνη. «Θα με βοηθήσετε να ξεμπλέξω ή θα με κοιτάζετε όλη νύχτα;»

«Δεν είναι βάτοι, ηλίθια!» είπε εκείνος χαιρέκακα κι έστρεψε πάλι τον φακό του προς τα πάνω.

Η Λίντα γούρλωσε τα μάτια καθώς το φως έπεσε πάνω σε εκείνο που, ως εκείνη τη στιγμή, νόμιζε πως ήταν αγκαθωτή κληματσίδα. Μόνο που έμοιαζε να πάλλεται και να κινείται σαν... Τράβηξε το χέρι της τρομαγμένη και το περίεργο πλοκάμι σφίχτηκε πιο γερά γύρω του, μπήγοντας τα μυτερά αγκάθια του μέσα στη σάρκα της. Ούρλιαξε από τον πόνο και στράφηκε αμέσως προς τον Τεντ, με ένα βλέμμα γεμάτο έκπληξη και ικεσία.

«Νομίζεις ότι τυχαία διάλεξα αυτό το σημείο για κάμπινγκ;» είπε εκείνος. «Κάθε χρόνο ερχόμαστε. Κάποιος πρέπει να τον ταΐζει, βλέπεις».

«Π… ποιον;» ρώτησε εκείνη, χωρίς να νιώθει τόσο σίγουρη ότι ήθελε να μάθει την απάντηση.

«Τον Αφέντη μας» απάντησε ο Τεντ και γονάτισε στο έδαφος μαζί με τους φίλους του σαν να προσκυνούσαν κάποιον ευλαβικά.

Τα πλοκάμια τεντώθηκαν βίαια, αναγκάζοντας το καθηλωμένο κορμί της Λίντα να υψωθεί στον αέρα. Εκείνη ούρλιαξε πάλι από τον πόνο κι άρχισε να καλεί σε βοήθεια.

«Αναρωτήθηκες πώς επιβιώνει ένα χταπόδι της ξηράς κάτω από το έδαφος, Λίντα!» φώναξε ο Τεντ χαιρέκακα. «Πρόκειται να το μάθεις από πρώτο χέρι!»

Οι γονατισμένοι άντρες άρχισαν έναν μονότονο, ανατριχιαστικό ψαλμό, όμως η Λίντα είχε πάψει να ακούει στο σημείο αυτό. Οι ψαλμωδίες τους πνίγονταν από τα ουρλιαχτά της καθώς ένα πελώριο στόμα, το οποίο κοσμούσαν τρεις σειρές από κοφτερά δόντια, άνοιγε διάπλατα μπροστά στο πρόσωπό της...



Ο Φάρος του Αγίου Αυγουστίνου - 

Λάζαρος Λυρώνης

Οι κόκκινες ακτίνες του ήλιου σιγά σιγά έσβηναν, καθώς η πύρινη σφαίρα βουτούσε αργά ανάμεσα από τα ξεθωριασμένα σύννεφα στη θάλασσα. Ο Απηλιώτης, αδύναμος, ξέπνοος, «δρόσιζε» ασθενικά το απομακρυσμένο ψαροχώρι του Αγίου Αυγουστίνου, μεταφέροντας μαζί του έντονες μυρωδιές σιτεμένης άλγης και φυκιών από το γειτονικό και έρειμο «Νησί των Κραυγών».

Η παρέα των τριών παιδιών κατηφόριζε χαρούμενη το πετρώδες μονοπάτι που έβγαζε στην αμμώδη παραλία του ομώνυμου νησιού. Δρασκελίζοντας προσεκτικά ανάμεσα από αμάραντους και θαλασσοδαρμένα αλμυρίκια, οι τρεις πειρατές τάραζαν με τα τραγούδια και τις φωνές τους την ηρεμία του μέρους.

«Εν δυο, εν δυο, το σπίτι μας οι θάλασσες,

εν δυο, εν δυο, εμείς οι φοβεροί πειρατές!

Εν δυο, εν δυο, το κέρασμα σου έδωσες,

εν δυο, εν δυο, στους πιο τρομερούς πειρατές!

Εν δυο, εν δυο, τα αδέρφια Πίτι, οι άρπαγες,

εν δυο, εν δυο, εμείς οι ξακουστοί πειρατές!»

Κραδαίνοντας ξύλινες σπάθες και πιστόλια, το μικρό πλήρωμα, κουβαλούσε μαζί του τον πολύτιμο θησαυρό που μόλις είχε κουρσέψει ως αντάλλαγμα για το «φάρσα ή κέρασμα» από τους κατοίκους του χωριού.

Έπειτα από αρκετά τραγούδια, γέλια και πειράγματα, οι τρεις κουρσάροι έφτασαν τελικά κουρασμένοι στον προορισμό τους.

Ο Μπεν, που προπορευόταν της ομάδας, αφού περπάτησε μερικά μέτρα προς τη θάλασσα, κοντοστάθηκε για μια στιγμή και, αφού έλεγξε διερευνητικά τον χώρο γύρω τους με το μονοκυάλι, κραύγασε αυστηρά:

«Φτάσαμε, άντρες. Επιτέλους. Σας το είπα ότι ήξερα τον δρόμο. Εδώ, μακριά από όλους, ασφαλείς, θα μοιράσουμε δίκαια τη μεγάλη μας λεία».

«Μάλιστα, καπετάνιε» ακούστηκε η παιχνιδιάρικη φωνή του Τζος.

«Ζήτωωω» ούρλιαξε με χαρά η Τζοάν.

«Ύπαρχε Τζοάν, λοστρόμε Τζος, ελάτε, αδέρφια μου. Κοπιάστε» ο Μπεν τους διέταξε περιπαιχτικά. Τα δύο μικρότερα αδέρφια υπάκουσαν πρόθυμα και πλησίασαν τον αδερφό τους.

Οι τρεις μασκαράδες πειρατές γονάτισαν στη νοτισμένη άμμο. Απίθωσαν απαλά καταγής τον ξύλινο οπλισμό τους. Στη συνέχεια, έτειναν τα ιδρωμένα χέρια τους και έπλεξαν τα ακροδάχτυλα τους, όπως συνήθιζαν να κάνουν κάθε βράδυ λίγο πριν κοιμηθούν στο δωμάτιό τους.

Όλοι μαζί έψαλλαν μαζί μια σύντομη προσευχή. Παρέμειναν σιωπηροί για λίγες στιγμές ανταλλάζοντας πλατιά χαμόγελα και ζωηρές ματιές. Συνέχισαν σέρνοντας ανάμεσά τους το σκαλιστό δρύινο σεντούκι και έβγαλαν από μέσα τα λάφυρά τους.

Ο Μπεν, ως καπετάνιος, ανέλαβε να διανείμει το κούρσος. Ο Τζος και η Τζοάν κράτησαν ανάποδα τα τρίκερα καπέλα τους περιμένοντάς τον ανυπόμονα. Μετά από λίγα λεπτά, σοκολάτες, καραμέλες και άλλα λαχταριστά γλυκίσματα γέμισαν ασφυκτικά το δερμάτινο εσωτερικό τους.

«Και, τώρα, τρώμε, άντρες» πρόσταξε ο Μπεν.

«Μάλιστα, Κάπτεν» ανταπάντησαν με μια φωνή οι δύο κατώτεροι αξιωματικοί.

Σαν πεινασμένοι καρχαρίες έπεσαν και οι τρεις – κυριολεκτικά – με τα μούτρα στα αβοήθητα θηράματά τους. Ήχοι απόλαυσης και ευχαρίστησης βγήκαν από τα δυνατά σαγόνια τους καθώς κατασπάραζαν με μανία ένα ένα τα κεράσματα.

Όταν η μάχη τελείωσε, σίμωσαν πιο κοντά και ξάπλωσαν ανάσκελα βάζοντας τα καπέλα τους για προσκεφάλι. Ο ουρανός είχε φορέσει τα μαύρα του πέπλα. Αποκαμωμένοι ξεκίνησαν δειλά δειλά να ψάχνουν να εντοπίσουν αστέρια και αστερισμούς.

«Τζος, Τζοάν, το Αστέρι του Βορρά, κοιτάξτε» ο Μπεν υπέδειξε με περίσσια σιγουριά.

«Και εσύ πού το ξέρεις αυτό, Μπεν;» ρώτησε σοβαρά η Τζοάν.

«Ακολούθα το δάχτυλο μου, μικρή, και μέτρα μαζί μου». Το μικροκαμωμένο κορίτσι έσυρε το σώμα του αριστερά και κόλλησε πάνω του. «Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά αστέρια. Βλέπεις που μοιάζει σαν τσουκάλι;» Η Τζοάν κατένευσε. «Τώρα, αν τραβήξουμε μια ευθεία με το δάχτυλο μας βόρειο-ανατολικά από το κεφάλι του τσουκαλιού, πάμε πάλι να δούμε τι άλλο θα βρούμε… Το βλέπεις;»

«Άλλο ένα τσουκάλι, πολύ μικρότερο όμως» αποκρίθηκε ενθουσιασμένη.

«Σωστά, μικρή. Η ουρά, λοιπόν, στο μικρό αυτό τσουκάλι είναι ο Πολικός Αστέρας ή το Αστέρι του Βορρά, όπως το λένε οι ναυτικοί. Είναι το πιο σημαντικό αστέρι από όλα αυτά εκεί πάνω. Είναι ο σύντροφός τους. Η πυξίδα τους. Αυτό που τους οδηγεί στα ταξίδια τους. Ο πατέρας μού το είχε μάθει, Τζοάν, πριν οχτώ μήνες, το βράδυ πριν φύγει για το τελευταίο του ταξίδι».

«Μου λείπει πολύ…» μονολόγησε παραπονιάρικα ο Τζος καθώς κούρνιασε στη δεξιά πλευρά του αδερφού του.

«Και μένα» συμφώνησε η Τζοάν. Ο Μπεν χαμογέλασε καθώς διέκρινε ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή της.

«Μικρέ μου Τζος, καλή μου Τζοάν, και μένα μου λείπει πολύ. Και στη μαμά λείπει πολύ. Θα γυρίσει όμως. Όπως γυρίζει μετά από κάθε του ταξίδι και μας φέρνει δώρα από τα όμορφα μέρη που πάει».

«Πότε, Μπεν; Πότε επιτέλους θα-» Εκείνος τη διέκοψε. Τα μάτια του έφεξαν αχνά καθώς εστίασαν στον Πολικό Αστέρα.

«Σύντομα. Με τη βοήθεια του Αστεριού του Βορρά. Έχετε πίστη. Σύντομα, θα είναι κοντά μας. Σας το υπόσχομαι».

Η Τζοάν ένιωσε έντονα σκιρτήματα στην καρδιά της καθώς δάκρυα κύλισαν στο μάγουλό της. Σφάλισε τα βλέφαρά της. Σιγά σιγά, γαλήνεψε. Ο μικρός αγκάλιασε σφιχτά το στέρνο του αδερφού του και, μετά από λίγο, αποκοιμήθηκε. Ο Μπεν παρέμεινε αμίλητος. Εισέπνευσε βαθιά και ένιωσε το σώμα του να ηρεμεί. Αγκάλιασε ζεστά τα αδέρφια του και βυθίστηκε.

Το απαλό φύσημα του ανέμου τον ξύπνησε. Μέσα στην παραζάλη του, άκουσε ποδοβολητό και φωνές.

«Ποιος είναι εκεί;» φώναξε ανήσυχα.

Δεν πήρε απάντηση. Οι παλμοί της καρδιάς του ανέβηκαν. Ανασηκώθηκε βιαστικά βάζοντας δύναμη στα γόνατα του. Κοίταξε ολόγυρα και η καρδιά του πάγωσε. Τα δύο του αδέρφια δεν ήταν εκεί.

«Τζοάν, Τζος;» τραύλισε. Σιωπή. Ο Μπεν ξεροκατάπιε νιώθοντας τον φόβο να τον κυριεύει. Σάστισε.

Μία δέσμη φωτός αχνοφάνηκε μέσα στο σκοτάδι. Πήρε μια κοφτή ανάσα, σήκωσε τρομαγμένα τα μάτια του και την ακολούθησε. «Αδύνατον» μονολόγησε, κοιτώντας με ορθάνοικτα τα μάτια τον εγκαταλελειμμένο φάρο που έφεγγε μακριά στον λόφο. «Μα πώς;» Αναρωτήθηκε.

Ένας στριγκός ήχος ακούστηκε. Κάτι βαρύ σέρνονταν βίαια πάνω σε μέταλλο, μέχρι που έσβησε.

Τρέξε, πρέπει να τους σώσεις, σκέφτηκε.

Ο φόβος για τα αδέρφια του ξύπνησε μέσα του το αδελφικό του ένστικτο. Την ανάγκη να τα προστατεύσει. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος. Αυτός ήταν ο καπετάνιος τους, όπως τον έλεγε χαριτολογώντας ο πατέρας τους. Άρπαξε το ξύλινο σπαθί του και ξεκίνησε να τρέχει αλαφιασμένος.

Βρήκε τις παλιές ράγες και τις ακολούθησε. Δρασκέλισε γρήγορα ανάμεσα σε ξεχαρβαλωμένα σίδερα και σάπια ξύλα. Ανηφόρισε τον λόφο και έφτασε λαχανιασμένος μπροστά στον πέτρινο φάρο.

Δεν έχασε στιγμή· έπεσε με δύναμη πάνω στην πολυκαιρισμένη πόρτα και αυτή υποχώρησε. Με μια ανάσα, ανέβηκε την πέτρινη φιδογυριστή σκάλα μέχρι που έφτασε στον τρίτο όροφο.

Προχώρησε αβέβαια τείνοντας μπροστά την ξύλινη σπάθα του. Ένα τρομακτικό πέπλο από ιστούς κάλυπτε τον χώρο από άκρη σε άκρη. Βλεφάρισε. Τα μάτια του προσπαθούσαν να συνηθίσουν το ωχρό ασθενικό φως που έφεγγε στο δωμάτιο.

Μια παιδική φωνή τον τάραξε.

«Μαίρη, Κάρρι, Ελίζα, ανεβείτε στο βαγόνι, είναι σειρά του Έντουαρτ να σας σπρώξει στις ράγες».

Ο Μπεν σιγοστάθηκε. Ο ιδρώτας αυλάκωνε το πρόσωπό του. Κέντριζε τα μάτια του. Άκουσε παιδικά γέλια. Βημάτισε.

Η χαρά μετατράπηκε σε θρήνο. Κλάμα, οδύνη και κραυγές πόνου ήχησαν βίαια στα αυτιά του. Χτύπησαν συνεχόμενα τα μηνίγγια του.

Ανάμεσα από τους ιστούς και τις σκιές ξεπρόβαλλε μια γυναικεία μορφή. Μαυροφορεμένη, με ρούχα σκισμένα, πολυκαιρισμένα, πλεγμένα με ιστούς όπως και τα λευκά, μακριά, κατσαρά μαλλιά της.

Ο Μπεν γούρλωσε. Η ατμόσφαιρα βάρυνε. Μια έντονη μυρωδιά σήψης επικράτησε στον χώρο. Ανακατεύτηκε και έβηξε δυνατά. Η μαυροντυμένη φιγούρα γύρισε προς το μέρος του. Άδειες κόγχες τον κοίταξαν επίμονα. Έτεινε το χέρι της και μια πεντάλφα διαγράφηκε πορφυρά στην παλάμη της.

«Εσύ φταις, Έντουαρτ. Εσύ φταις που χάθηκαν τα κορίτσια. Εσύ τα σκότωσες. Ήρθε η ώρα να το πληρώσεις, γιε μου».

Ο Μπεν πήρε μια βαθιά αναπνοή, έκλεισε τα μάτια του, σκέφτηκε τον Πολικό Αστέρα και έσφιξε το ξύλινο σπαθί στη γροθιά του.

«Για σένα, πατέρα» μονολόγησε.



Νύχτα των μασκαρεμένων ψυχών - 

Δήμητρα Πανταζή

«Νιώθω μια τεράστια φωλιά γεμάτη με θυμό μέσα μου» σκέφτηκε αστραπιαία ο Αγάθωνας. «Θα πάω στη γιορτή, φέτος, οπωσδήποτε» είπε δυνατά, κοιτώντας το είδωλό του στον καθρέφτη σαν να δινε όρκο βαρυ.

Δεν ήθελε ποτέ να πάει στη γιορτή. Ολοι κρύβονταν μέσα σε κορμιά «άλλων», έπιναν, χόρευαν, χασκογελούσαν χωρίς λόγο –τι λόγος άλλωστε να υπήρχε; Αφου όλα αυτά τα έκαναν κάποιοι άλλοι, όχι οι ίδιοι! Αυτή τη φορά, όμως, αποφάσισε να κάνει το ίδιο με όλους αυτούς!

Η γιορτή γινόταν στο Δάσος. Εκεί, μπορουσαν να φιλοξενηθούν όλα αυτά που ένας κλειστός χώρος δε θα μπορούσε· δέντρα ψηλά με φυλλωσιές φιδίσιες και φαναράκια λαμπερά να δίνουν ζωή στις πιο κρυφές σκιές. Γρασίδια απαλά να περπατουν ξυπόλυτοι όλοι αυτοι που εγκλώβιζαν τα πόδια τους σε φόρμες σκληρές, στενές σαν αλυσίδες. Λίμνες με νουφαρα να κολυμπούν καλώντας με τη ευωδιά τους να αράξουν στην ακτή σώματα και άκρα κουρασμένα, να πέσουν στο νερό και να χαθούν μέσα σ'αυτό, μεθυσμένα κι ευτυχισμένα για εκείνη τη νυχτα μόνο. Τη νύχτα των μασκαρεμένων ψυχών.

Ο Αγάθωνας πλησίασε στο Δάσος σέρνοντας τα πόδια του κάτω απ'το τεράστιο γούνινο κοστούμι του. Φρόντισε να μην μπει από το κεντρικό μονοπάτι που έβγαζε κατευθείαν στη γιορτή. Περπάτησε γύρω γύρω, χαζεύοντας τα αχνά, γλυκά φώτα που πρόδιδαν την παρουσία του.

Σταμάτησε πίσω από έναν θάμνο –όχι τυχαία. Αισθανθηκε να τον καλεί. Ήταν το άρωμά του. Ο άρχοντας ήταν η όσφρησή του και απλά υπάκουσε. Το φώναζαν «τριαντάφυλλο του Δάσους» και δεν υπήρχε πουθενά έξω απ' αυτό. Στάθηκε δίπλα του. Ταιριάζουμε τόσο πολύ μαζί, σκέφτηκε ο Αγάθωνας και πλησίασε τη μύτη του τόσο κοντά, ν'αρπάξει ακόμα λίγη από εκείνη τη μυρωδιά, να την κρύψει μες στην ψυχή του τη συννεφιασμένη και να φύγει γρήγορα από κει. Κοίταξε το άνθος κατάματα. Και τότε, είδε τον εαυτό του.

Υπέροχα, μεγάλα λουλούδια που χάριζαν μεθυστική ευωδιά σε όποιον τα προσπερνούσε, μα μαραμένα φάνταζαν μ' ένα γκριζόλευκο χρώμα να τα περιβάλλει, σαν σύρμα από κελί. Την ίδια εικόνα χαιρέτησε πριν λίγο, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη. Μία γκριζόλευκη τραχιά γούνα λύκου, τελείωνε στην κορυφή της, με δύο κοκκάλινα κέρατα και, κάτω απ' αυτά, στο κέντρο, δυο κατάμαυρα θυμωμένα μάτια. Αυτή τη στολή διάλεξε να φορέσει τη νύχτα του Χάλογουιν στο Δάσος.

Εβλεπε πίσω απ' τον θάμνο, την κεντρική ξύλινη πίστα χορού. Ζώα, φυτά, αντικείμενα, πλάσματα φανταστικά, όλοι διασκέδαζαν παριστάνοντας κάτι άλλο. Ένιωθε μόνος και θυμωμένος. Δεν ήθελε να βγει παραέξω. Αλλωστε, θα 'ταν ακόμα πιο τρομακτικός απ' ό,τι πίσω απ' τους θάμνους. Βέβαια, αυτό ήταν και το ζητούμενο της βραδιάς· η έκπληξη!

Αλλά δεν τον ένοιαζε. Ηθελε απλά να κρατήσει μέσα του εκείνο το άρωμα για πάντα. Σαν έναν σύντροφο ζωής που επέλεγε να ζει μαζί του για αυτό που πραγματικά ήταν. Το άσχημο, το θυμωμένο, το δασύτριχο μονόχνωτο ζώο που ούτε φωνή μπορούσε να βγάλει.

Ξάφνου, ένα θρόισμα τον τρόμαξε. Με ανακάλυψαν, σκέφτηκε αμέσως και κρύος ιδρώτας ύγρανε όλο του το κορμί απ' άκρη σ' άκρη. Ήθελε να πηδήξει έξω απ' τη στολή, αλλά έμεινε 'κει, ακίνητος, βουβός κι απελπισμένος. Μία μορφή σχεδόν διάφανη στεκόταν μπροστά του, σαν να πετούσε πάνω απ' τη γη τού φανηκε, αιωρούταν και τον πλησίαζε όλο και περισσότερο. Εκανε να φύγει. Μα τον σταμάτησε μια γυναικεία φωνή.

«Μη φεύγεις, δε θέλεις να με γνωρίσεις πρώτα;» σιγοτραγούδησε.

«Γιατί να θέλω;» απάντησε απότομα, με φόβο.

«Γιατί εσύ με κάλεσες» είπε η φωνή.

«Εγώ;» απάντησε έκπληκτος.

«Ακριβώς, όταν έκλεψες το άρωμά μου» συνέχισε η φωνή.

«Δεν έκλεψα τίποτα» απάντησε αμυντικά ο Αγάθωνας.

«Κι όμως, θέλησες να με κλέψεις για πάντα, τουλάχιστον έτσι σε άκουσα να λες» ειπε η φωνή.

Ο Αγάθωνας δεν ήξερε τι άλλο να πει. Τόλμησε να κάνει ένα βήμα μπροστά. Ήθελε να δει τουλάχιστον ποια ήταν η μορφή αυτή που του μιλούσε σαν να τον γνώριζε από κάπου –δεν ήξερε κι ο ίδιος από πού. Το φως των φαναριών χάιδεψε την αιωρούμενη σιλουέτα, που ως εκ θαύματος, βρισκόταν ακριβώς δίπλα του πρόσωπο με πρόσωπο.

Δύο λεπτά, ψηλά κέρατα, σχεδόν σαν τα δικά του, διακλαδίζονταν φτάνοντας στην κορυφή ενός λευκόξανθου γυναικείου κεφαλιού. Κοίταξε ευθύς αμέσως τα μάτια. Μα δε φαίνονταν. Στη θεση τους υπήρχε μεταξωτό μαύρο μαντήλι δεμένο στα απαλά μαλλιά της. Στο μέτωπο ψηλά, ένα στεφάνι από κλαδιά του Δάσους στόλιζε το κεφάλι.

Μα αυτό που τον εξέπληξε δεν ήταν τούτη η μορφή. Καθώς κοίταζε το πλάσμα αυτό, ένιωσε ξανά εκείνη 'κει τη μυρωδιά που ήθελε να κρύψει στο κορμί του μέσα και να το σκάσει μες τη νύχτα αφήνοντας τους μασκαράδες να κάνουν ότι χαίρονται κι αυτός να κάνει ότι σώζεται. Ήταν η ευωδιά του άνθους!

«Μη φοβάσαι, είμαι δω για να σε δω από κοντά, το όνομά μου είναι Μελιώνια*» είπε η φωνή και άπλωσε απαλά το χέρι της προς το άγριο πηγούνι του.

Και η ευωδιά απ' το λευκό της δέρμα διαχύθηκε γύρω τους σαν ανάσα. Το βλέμμα του Αγάθωνα μαλάκωσε, κοίταξε χαμηλά το φόρεμά της, το τούλι στο χρώμα των χειλιών της να πέφτει απαλά στη γη. Τα χνώτα τους μπερδεύτηκαν σ' έναν χορό μέθης κι απελπισίας, όπως αυτός που χόρευαν τα μασκαρεμμένα πλάσματα στην πίστα. Όλοι γύρευαν αυτή τη μαγική στιγμή ελευθερίας, μέσα από τις στολές αν και στην πραγματικότητα ήθελαν να τις πετάξουν και να φανούν γυμνοί ο ένας μπρος στον άλλο, απλά να κοιταχτούν, να μη μιλούν, ν' αποδεχτούν.

Έτσι κι ο Αγάθωνας, είχε ντυθεί τον θυμό του, είχε πιστέψει ότι αυτόν ήθελε να δείξει σ' όλους εκεί και, χωρίς λόγο, να τους αφήσει σύξυλους και να φύγει, για ακόμα μια φορά, μέσα στους βρυχηθμούς του –αυτό είχε μάθει να κάνει, να δέχεται. Να όμως που φώναξε τη Μελιώνια, βουβά, μέσα από την ψυχή του κι αυτή τον άκουσε! Ήρθε κι αυτή μασκαρεμένη, για να μοιάζουνε, μόνο που εκείνη δεν είχε φόβο.

Δίπλα τους, καθώς χόρευαν τη μουσική της ευωδιάς εκείνης, το άνθος του Δάσους άρχισε ξάφνου ν' αλλάζει χρώμα· άφησε το άχαρο γκριζόλευκο να χαθεί σαν τον χειμώνα και ένα βαθύ πορφυρό άρχισε να ντύνει το κορμί του. Αυτό ήταν η παιώνια του Δάσους που, από 'κείνη τη γιορτή, σταμάτησε να γεννιέται γκρι. Ο Αγάθωνας και η Μελιώνια έφυγαν εκείνο το βράδυ μαζί, μασκαρεμένοι με άρωμα. Γιατι η στολή τους δεν τους έφερε κοντά, η μυρωδιά τους όμως η αληθινή, διάλεξε τις ψυχές τους.

Ευλογημένο το Χάλογουιν του Δάσους, μια γιορτή που φέρνει τις ψυχές κοντά.


*Μελιώνια όνομα από το Μέλι και Παιώνια



Ο θρύλος της Jane Woodhand - 

Αφροδίτη Μπαρλάμπα

Κι ενώ όλοι γιόρταζαν τη νύχτα των ζωντανών νεκρών, λίγα χιλιόμετρα μακριά και μπροστά από ένα ειδυλλιακό βραδινό τοπίο με θέα τη θάλασσα, η Emily ένιωσε να ζωντανεύει στην αγκαλιά του Kevin.

Τι κι αν έλεγαν πως το μέρος εκείνο ήταν στοιχειωμένο; Δεκάρα δεν έδιναν και περισσότερο εκείνος που ήθελε κάτι ρομαντικό για την συγκεκριμένη περίσταση αφού, επιτέλους, είχε γίνει δική του. Εδώ και ώρα, αντάλλαζαν καυτά φιλιά και μόνο ένα τράνταγμα του αυτοκινήτου ήταν ικανό να τους διακόψει.

«Τι ήταν αυτό;» αναρωτήθηκε η Emily.

«Μια γάτα μάλλον. Έχει πολλές εδώ γύρω» απάντησε ο Kevin συνεχίζοντας να τη φιλάει. Ακολούθησε ακόμα ένα τράνταγμα, πιο δυνατό. Η κοπέλα αναδεύτηκε ανήσυχη.

«Έχω αρχίσει και αγριεύομαι λίγο. Μήπως να πάμε σπίτι μου;»

Εκείνος συμφώνησε και αφού της έδωσε ένα τελευταίο φιλί, σηκώθηκε ανόρεχτα από πάνω της και επέστρεψε στη θέση του οδηγού. Το βλέμμα της Emily πλανήθηκε έξω από το παράθυρο. Ένα στρώμα ομίχλης είχε καλύψει το μέρος που, πριν από λίγο, φωτιζόταν από το φεγγάρι, κάνοντάς τη να απορήσει με το ξαφνικό φαινόμενο.

Την προσοχή της τράβηξε μια σκοτεινή, απροσδιόριστη σκιά, ακριβώς απέναντί τους. Ο Kevin σάστισε με την παγωμένη έκφρασή της και ακολούθησε το βλέμμα της έξω από το αυτοκίνητο. Μην μπορώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπαν, γύρισε λίγο το κλειδί στη μίζα και άναψε τους προβολείς. Η κραυγή της κοπέλας σχεδόν τον κούφανε.

«Είναι αυτή… Είναι αυτή…» ψέλλισε κάμποσες φορές τρέμοντας.

Προσπαθώντας πάντα να διατηρήσει την ψυχραιμία του και χωρίς να τραβήξει το χέρι του από το κλειδί, παρατήρησε καλύτερα τη γυναικεία φιγούρα· ψηλή, γεμάτη, φορούσε μακριά μαύρα, χοντρά και σκοροφαγωμένα ρούχα, ενώ η κουκούλα έκρυβε το μισό πρόσωπό της. Το πιο τρομακτικό, όμως, πάνω της ήταν τα χέρια της… Τα πολλά χέρια της… Έβγαιναν από διάφορα σημεία του κορμιού της… Χέρια μακριά, σχεδόν σκελετωμένα, που έφταναν μέχρι το έδαφος.

«Δεν μπορεί» μουρμούρισε ο Kevin μόλις αντιλήφθηκε για ποια πρόκειται. Είχε ακούσει μικρός ιστορίες γι' αυτήν, αλλά δεν τις πίστεψε ποτέ…

Η γυναίκα κινήθηκε. Πίσω από την πλάτη της, εμφανίστηκε ένα χέρι, το έφερε μπροστά στο στόμα και με το ένα δάχτυλο τούς έκανε νόημα να σωπάσουν. Ο Kevin έστριψε το κλειδί στη μίζα και η μηχανή πήρε αμέσως μπροστά. Δύο χέρια χτύπησαν με δύναμη πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, τρομάζοντάς τους.

«Κάνε κάτι!» φώναξε η Emily.

Ο Kevin έβαλε όπισθεν, πάτησε δυνατά το γκάζι, αλλά η μηχανή έσβησε, οι πόρτες κλείδωσαν και τα ηλεκτρικά σταμάτησαν να λειτουργούν. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε για να πάρει πάλι μπροστά το αυτοκίνητο στάθηκαν άκαρπες. Η κοπέλα άρχισε να ουρλιάζει χτυπώντας σαν μανιασμένη τα χέρια της στα παράθυρα για να σπάσουν.

Η γυναίκα κινήθηκε ξανά. Με τη βοήθεια των υπόλοιπων χεριών της, σκαρφάλωσε στο καπό. Ο Kevin πρόλαβε και μέτρησε δέκα από αυτά πριν εκείνη σπάσει με δύναμη το παρμπρίζ και τον αρπάξει από την μπλούζα. Τον τράβηξε έξω κρατώντας τον για λίγο μπροστά της. Εκείνος δοκίμασε να απαγκιστρωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε αφού τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω του. Το πρόσωπό της πλησίασε κι άλλο το δικό του, μέχρι που τα στυφά της χείλη άγγιξαν τα δικά του δίνοντάς του ένα παρατεταμένο φιλί στο στόμα.

Η Emily, δίπλα, παρακολουθούσε, με μάτια διάπλατα ανοιχτά από το σοκ, την απόκοσμη αυτή γυναίκα να ρουφάει την ψυχή του αγαπημένου της. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει όταν συνέβη το ίδιο και σε εκείνη. Λίγα μόλις δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να νιώσει το μέσα της να στερεύει από ζωή.

Μόλις η γυναίκα τελείωσε και με αυτή, την άφησε να πέσει σαν άψυχη κούκλα δίπλα στο αντρικό σώμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα σκουπίζοντας με ένα χέρι το στόμα της, με άλλα δύο έστρωσε τα ρούχα της, ενώ με ακόμα δύο ίσιωσε καλύτερα την κουκούλα της.

Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και προχώρησε προς το δάσος. Τα χέρια της απλώθηκαν σαν πλοκάμια στο έδαφος. Τα έσερνε πίσω της σχηματίζοντας με τα δάχτυλά της λωρίδες πάνω στο χώμα, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο τα ίχνη της. Εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι τόσο γρήγορα, όσο εμφανίστηκε μέσα από αυτό…

Οι δύο μαύρες γάτες που ήταν μάρτυρες του σκηνικού κοίταξαν ψηλά τον ουρανό και έβγαλαν μια κραυγή, δυνατή και εκκωφαντική, όμοια με αλύχτισμα. Την ίδια κραυγή ακολούθησαν όλες οι γάτες του χωριού, σταματώντας με αυτόν τον τρόπο τη γιορτινή διάθεση των κατοίκων.

Νιώθοντας τις τρίχες τους σηκωμένες, παρακολούθησαν όλοι με φόβο το φεγγάρι να βάφεται κόκκινο. Το ομοίωμα της μάγισσας που είχαν έθιμο να καίνε κάθε χρόνο άρπαξε από μόνο του φωτιά. Ήλπιζαν πως αυτή η κατάρα είχε πάψει με τα χρόνια, αλλά απ' ό,τι φαίνεται, είχαν κάνει λάθος…

Χάλογουιν και πανσέληνος, ένα πράγμα σήμαινε… Η Jane Woodhand είχε επιστρέψει, για ακόμα μία φορά, από τους νεκρούς για να πάρει την εκδίκησή της.

Η Brittany Smith, η μεγαλύτερη σε ηλικία κάτοικος του χωριού, έκλεισε τα μάτια της ψιθυρίζοντας μια προσευχή για την ψυχή της Jane. Οι μνήμες ξύπνησαν μέσα στο μυαλό της.

Ήταν μικρό κορίτσι τότε και με αγωνία έβλεπε τους αγριεμένους συγχωριανούς της να σέρνουν με τη βία τη Jane, μέχρι το κέντρο της πλατείας, και να τη δένουν σε έναν πάσσαλο που είχε τοποθετηθεί ανάμεσα σε δύο δέντρα. Πέντε άντρες χρειάστηκαν για να τιθασεύσουν τα χέρια της μέχρι να τα δέσουν και αυτά από χοντρά κλαδιά. Κανένας, τότε, δεν αποδέχτηκε ότι ήταν απλά μια γενετική ανωμαλία.

Ήταν η Μάγισσα… Η καταραμένη… Και έπρεπε να πεθάνει.

Η ματωμένη λάμα του τσεκουριού έλαμπε στο φως της πανσελήνου κάθε φορά που υψωνόταν ψηλά πριν κόψει το κάθε ένα χέρι από τη ρίζα του. Η Jane ούρλιαζε δυνατά από τον πόνο, ενώ το αίμα της έβαφε την πλατεία.

Όταν τελείωσαν με τον ακρωτηριασμό της, άναψαν φωτιά στη βάση του πασσάλου. Λίγο πριν η Jane τυλιχτεί στις φλόγες, κοίταξε το φεγγάρι και ορκίστηκε σε αυτό για την εκδίκηση που θα έπαιρνε.

Μόλις όλα σώπασαν, άρχισαν οι γάτες να αλυχτούν δυνατά. Ήταν ένας θρήνος που όμοιο δεν είχαν ξανακούσει, τόσο δυνατός και ανατριχιαστικός που όλοι αναγκάστηκαν να κλείσουν τα αφτιά τους.

Έτσι, κάθε φορά που έχει πανσέληνο τη νύχτα των ζωντανών νεκρών, οι γάτες θρηνούν για την ψυχή που έφυγε από τα χέρια της Jane.



Πρόσκληση σε δείπνο - Μαρία Διαμαντή

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια άλλη εποχή, πίσω από τον ήλιο, εκεί που δεν ξημέρωνε ποτέ, υπήρχε μια μικρή πόλη με παράξενους ανθρώπους, οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά και μόνο με το κυνήγι και τη συλλογή, κάθε λογής τροφής.

Οι περισσότεροι από αυτούς, ήταν παραμορφωμένοι, σε μια ημιάγρια κατάσταση, ακοινώνητοι, φοβισμένοι, με ευαισθησία στο φως αλλά με αυξημένη ακοή και όσφρηση, λόγω επιβίωσης. Έτσι, κάθε μεσάνυχτα και για μια ώρα μόνο, έβγαιναν στο φως του φεγγαριού για να συλλέξουν και βυθίζονταν ξανά στο απόλυτο σκοτάδι.

Όλοι τους ανεξαιρέτως πίστευαν σε κάποια υπέρτατη δύναμη, η οποία έδινε ζωή σε καθετί που ήταν ήδη νεκρό, αλλά για το χρονικό διάστημα της μιάς ημέρας μόνο. Αναγεννιόταν τα μεσάνυχτα και, μέχρι τα επόμενα, ήταν σε πλήρη αποσύνθεση.

Γνώριζαν τη φύση όλων των πνευμάτων, των νεκρών αλλά και το μέλλον των αγέννητων και είχαν μεγάλη αδυναμία στα πνεύματα του αέρα, μιας και η πόλη Lugga ήταν περιτριγυρισμένη από πυκνό δάσος και όλη την ημέρα ακούγονταν μόνο οι ανάσες και τα ψιθυρίσματα των νεκρών, που κούρνιαζαν ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων.

Εκεί, λοιπόν, είχα κάποιους ξεχασμένους συγγενείς. Και η αλήθεια είναι πως κρατούσα μια καλή σχέση και επικοινωνία μαζί τους, πολύ πριν ρίξει την τότε κατάρα ο δαίμονας και τους αιχμαλωτίσει στο σκοτάδι. Σκεφτόμουν κάποια στιγμή να τους επισκεφτώ, για να δω τη συνέχισή τους.

Έτσι, ένα βράδυ, πήρα τη μεγάλη απόφαση να πάω, ώστε μέχρι τα μεσάνυχτα να βρίσκομαι εκεί. Έβγαλα το πιο δυνατό και νέο άλογο μέσα από τον αχυρώνα και ξεκίνησα για την άκρη των βουνών. Όσο πλησίαζα, ένιωθα την οσμή του αέρα, να μου τρυπάει τα ρουθούνια και ένα κάλεσμα θανάτου βουτηγμένο μέσα σε αποσυνθεμένες σάρκες να με καλεί…

Μετά από 3 ώρες δρόμο, έφτασα τελικά στην πόλη, λίγο μετά από τα μεσάνυχτα. Με το φεγγάρι οδηγό μου, άκουγα μόνο τα πέλματα των παπουτσιών του αλόγου, στο πέρασμα μου. Όλοι έλειπαν και σκέφτηκα ότι θα ήταν για κυνήγι. Μέχρι που, μπροστά μου, πετάχτηκε ξαφνικά ένας άντρας και σταμάτησε την είσοδό μου, λίγο πριν μπω στα πρώτα σπίτια της Lugga. Ήταν αέρινος σαν πνεύμα, δίχως μορφή, ψηλόλιγνος, με βαριά αναπνοή, σαν να ξεψυχούσε μπροστά μου.

«Ποια είσαι και τι γυρεύεις στη βασιλεία των κυνηγών μου; Δε γνωρίζεις πως εδώ εισέρχεσαι με δική σου ευθύνη; Δεν πρόσεξες την πινακίδα εκεί στο ποτάμι του αίματος που πέρασες;»

«Συγνώμη! Μα δεν είδα κάποια πινακίδα, ούτε και κάποιο ποτάμι, που λέτε, πέρασα... Έρχομαι από μακριά, από την πόλη Alabaal, εκεί που ο ουρανός μας ενώνεται με τον δικό σας και ήρθα απλά να μάθω νέα κάποιων μακρινών μου συγγενών και αν άφησαν πίσω τους απογόνους. Μέχρι τα επόμενα μεσάνυχτα, θα έχω φύγει! Είμαι η Myriam και ψάχνω την οικογένεια Daiamond.

Με τα πολλά, τον έπεισα. Με άφησε και πέρασα στην είσοδο των πρώτων σπιτιών, αλλά με τον όρο να με οδηγήσει αυτός ως εκεί, για δική μου ασφάλεια μη τυχών και με έβλεπαν απροστάτευτη οι «κυνηγοί». Δεν είχα άλλη επιλογή, παρά να το δεχτώ. Συμφώνησα και ξεκινήσαμε.

Τα σπίτια όλα ερειπωμένα, λες και κατοικούσαν μόνο φαντάσματα εκεί. Μα αυτή η δυσωδία φρέσκου αίματος ήταν πάνω από τις δυνατότητες μου για αντοχή.

Λίγο πιο πέρα, αναγνώρισα το σπίτι. Ήταν ακριβώς όπως το θυμόμουν. Με τη μεγάλη αυλή και την καγκελόπορτα που έτριζε σαν πόρτα νεκροταφείου.

«Σε αφήνω ως την είσοδο» μου είπε «είναι αγένεια να μπαίνω στις αυλές των σπιτιών χωρίς την πρόσκληση τους και ιδίως όταν όλοι ετοιμάζονται για το βραδινό τους γεύμα, που είναι ιερό γι αυτούς. Αλλά μην ξεχάσεις την επιστροφή σου. Ως τα επόμενα μεσάνυχτα να έχεις φύγει». Του έδωσα τον λόγο μου και τον είδα να χάνεται στη λάμψη του φεγγαριού.

Κατέβηκα από το άλογο και πλησίασα προς την εξώπορτα του σπιτιού, όπου λίγο αριστερά, έβγαινε το φώς από το παράθυρο της κουζίνας. Κοίταξα φευγαλέα και η άκρη των ματιών μου αντίκρυσε μια γυναίκα να ετοιμάζει λογής φαγητά. Και είχα μια πείνα, δεν έβλεπα μπροστά μου!

Έκανα ένα βήμα και χτύπησα το μπρούτζινο ρόπτρο της πόρτας. Πριν καλά καλά το χτυπήσω, άνοιξε αργά τρίζοντας, με μια φωνή να λέει «Πέρνα μέσα, Myriam, σε περιμέναμε. Ο άνεμος μας ενημέρωσε, μυρίζοντας τον ότι θα μας επισκεφτείς. Μεγάλη μας χαρά, που έκανες αυτόν τον κόπο και την απόσταση, για εμάς. Έλα, ήρθες και επάνω στην ώρα του φαγητού».

Κάθισα κι εγώ, λοιπόν, στο τραπέζι, μιας και με περίμεναν. Η Gilma, έτσι την έλεγαν – συγγενής μου, λογικά, και μικρό κορίτσι – μου έφερε ένα πορσελάνινο σερβίτσιο, το τοποθέτησε μπροστά μου και περίμενα με αγωνία το φαγητό.

Μετά από λίγο, ήρθε η υπηρέτρια του σπιτιού και άρχισε να σερβίρει το μενού της ημέρας: κεφάλια ελαφιών, πόδια απο κοτόπουλα, συκώτια και εντόσθια λογής, κουφάρια με πολτοποιημένους εγκεφάλους και μάτια διαμελισμένων κάθε λογής οργανισμών… Όλα τους ωμά. Να μυρίζουν και να στάζουν θάνατο…

«Είχαμε ωραίο κυνήγι σήμερα, Myriam. Χορταστικό! Τυχερή ήσουν! Φάε όμως κάτι, διότι είναι μεγάλη προσβολή και αγένεια για την οικογένειά μας. Πρέπει να πάρεις κάτι οπωσδήποτε!»

Δεν έβγαλα κουβέντα. Σήκωσα απλά το ποτήρι μου αηδιασμένη να πιω μια γουλιά κρασί, αλλά, στην πρώτη ρουφηξιά, ένιωσα το αίμα όλων αυτών των πτωμάτων να κατευθύνεται προς το στομάχι μου… Γύρισα στο πλάι και έκανα εμετό.

«Συγνώμη!» αυτό είπα μόνο και έφυγα τρέχοντας για να επιστρέψω πίσω στην Alabaal.

Η ώρα, όμως, πέρασε γρήγορα και δίχως να το καταλάβω ήρθαν τα επόμενα μεσάνυχτα – λες και ο χρόνος εκεί, περνούσε σε δευτερόλεπτα.

Έπρεπε να φύγω, είχα δώσει και μια υπόσχεση σε εκείνη την απόκοσμη «σκιά» καθοδήγησης.

Ανέβηκα στο άλογό μου και έτρεξα να ξεφύγω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ευτυχώς, επικρατούσε πλήρης ησυχία, μιας και όλοι κοιμόντουσαν από τα πλούσια φαγοπότια. Μέχρι που κατά την έξοδο από την πόλη, με σταμάτησε πάλι η ίδια φιγούρα.

«Myriam» μου λέει, «Άργησες! Δεν μπορείς να ξεφύγεις εύκολα από την ίδια σου τη μοίρα! Όλοι όσοι βρίσκονται εδώ, έρχονται και ψάχνουν για πεθαμένους συγγενείς και όποιος περνάει στο δικό μου βασίλειο, με υπηρετεί. Εγώ τρέφομαι μέσα από αυτούς και αυτοί μέσα από εμένα».

Η τελευταία απόγονος εν ζωή, είμαι εγώ… Εγώ, η Myriam Daiamond της φωτογραφίας, και σας προσκαλώ για ένα δείπνο!



Η μέρα των κρεμασμένων - 

Μπάμπης Δρουκόπουλος

«Πατέρα, τι του είπες πάλι του εγγονού σου; Άρχισες πάλι τις ιστορίες; Πόσες φορές σου έχω πει να προσέχεις τι λες στα παιδιά; Ιδιαίτερα στον Στέλιο, που έχει και το όνομά σου. Ξέρεις ότι είναι ευαίσθητος» είπε έντονα με μια ανάσα ο άντρας στον ηλικιωμένο που καθόταν μπροστά στο τζάκι.

Ο Οκτώβρης έφτανε στο τέλος του και έκανε αρκετό κρύο ώστε το τζάκι να τριζοβολάει από το απόγευμα και μέχρι να πέσει η οικογένεια για ύπνο. Η υγρασία τσάκιζε κόκκαλα κι ο γέροντας φορούσε μάλλινη ζακέτα πάνω από τις πιτζάμες του.

Το τεράστιο σπίτι, που χρονολογούταν από τον δέκατο ένατο αιώνα, βρισκόταν σε ένα ύψωμα ανάμεσα στο Στεφανοβίκειο και τον Ριζόμυλο.

Ο νεότερος άντρας, φορώντας ένα απλό μαύρο κοντομάνικο, τον κοιτούσε έντονα. Το πόδι του χτυπούσε το ξύλινο πάτωμα ρυθμικά.

Ο γέρος γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τον γιο του διαπερνώντας τον. Αυτός έκανε ένα βήμα πίσω.

«Ξέρεις ότι αναστατώνεται, ότι τα πιστεύει, ρε γωμώτο» μαλάκωσε τον τόνο ο ψηλός μυώδης άντρας.

«Γι' αυτό του είπα την ιστορία. Για να έχει τον νου του» απάντησε ο πατέρας του με βραχνή, φλεγματώδη φωνή που υποδήλωνε δεκαετίες καπνίσματος.

«Έτρεμε από τον φόβο του, βρε πατέρα. Τον πέτυχα κουκουλωμένο στο κρεβάτι του».

«Είδα πάλι το όνειρο».

«Το όνειρο;»

«Ήμουν μικρός και έκανα ποδήλατο. Ελάχιστοι είχαμε τότε. Ήταν μεσημέρι. Έφτασα στην ξύλινη αποβάθρα. Από κει, ξεκινούσε μια ξύλινη γέφυρα για την άλλη άκρη της λίμνης. Είχε ομίχλη. Τους είδα. Ξύπνησα».

Ο νεότερος άντρας κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Πού στο καλό το θυμήθηκες, τώρα, αυτό; Σου 'χω πει ότι όλα αυτά είναι δεισιδαιμονίες».

«Πλησιάζει η τριανταμία Οκτώβρη. Θυμάσαι» είπε με βεβαιότητα ο γέρος.

«Η μέρα των κρεμασμένων» ψιθύρισε ο άντρας νιώθοντας σύγκρυο.

Συνήλθε.

«Ανοησίες και το ξέρεις» είπε κοφτά.

Ο γέρος συνέχισε να τον κοιτάζει.

Ο νεότερος άντρας ξεροκατάπιε. Θυμήθηκε τις ιστορίες που είχε ακούσει από μικρό παιδί για το μακάβριο αυτό γεγονός. Τις είχε ακούσει από τον δικό του παππού. Έναν παππού θηριώδη και άγριο που είχε τις βρισιές και τις βλαστήμιες ψωμοτύρι. Έναν παππού που έκοψε τον λαιμό του με το ίδιο του το κλαδευτήρι ένα απομεσήμερο. Μια τριακοστή πρώτη Οκτώβρη.

Το σόι τους βρισκόταν στον θεσσαλικό κάμπο αιώνες. Ανέκαθεν είχαν πολλά κτήματα. Και προνόμια, ιδιαίτερα την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ήταν τσιφλικάδες. Όποιος σήκωνε κεφάλι αντιμετωπιζόταν με βάναυσο τρόπο. Αφού βασανιζόταν, σειρά είχε η κρεμάλα.

Ο άντρας γνώριζε για την εξέγερση στο Κιλελέρ. Επίσης, γνώριζε και κάτι που ελάχιστοι είχαν υπόψη. Ότι ο προπάππους του είχε αιχμαλωτίσει αρκετούς επαναστάτες και τους είχε κρεμάσει στις ιτιές δίπλα από τις όχθες της λίμνης Βοιβηίδας. Κάρλα την ήξεραν οι ντόπιοι.

Καταραμένη λίμνη. Το φρικτό γεγονός είχε λάβει χώρα δίπλα σε μια ξύλινη πλατφόρμα που αποτελούσε την αρχή μιας γέφυρας για το απέναντι μέρος της λίμνης, όπου μετέφεραν τα προϊόντα τους. Ένα πέρασμα που οδηγούσε στο λιμάνι της Αγχιάλου. Τα θύματα είχαν μαρτυρήσει τριανταμία Οκτωβρίου.

«Είπα την ιστορία στον Στελάκο» είπε ο παππούς. «Για να προσέχει. Να μην πλησιάζει εκεί».

«Σίγουρα δε θα έχει μείνει τίποτα, βρε πατέρα. Άδικα ανησυχείς».

«Έχεις πάει από κει;»

«Έχω χρόνια να πάω. Κάτι τάβλες μέσα στην ξεραΐλα ήταν. Σχεδόν ολότελα καλυμμένες από αγριόχορτα. Η λίμνη δεν υπάρχει πια εδώ και…»

«Η λίμνη ξαναήρθε» τον διέκοψε ο πατέρας του.

Ο άντρας έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Οι πρόσφατες καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις και πλημμύρες είχαν σαν συνέπεια την επανεμφάνιση της λίμνης. Μιας λίμνης που είχε αποξηρανθεί. Μιας λίμνης που ένα ελάχιστο κομμάτι είχε επανέλθει τα τελευταία χρόνια σαν αποταμιευτήρας νερού για το πότισμα.

«Αυτό δε σημαίνει τίποτα».

«Σημαίνει πολλά» επέμεινε ο γέροντας. «Πήγα. Προχτές. Το μέρος είναι όπως το θυμόμουν από μικρό παιδί. Η πλατφόρμα, η ξύλινη γέφυρα. Το νερό ξερίζωσε τη βλάστηση. Αλλά η κατασκευή για κάποιον παράξενο λόγο όχι μόνο δεν καταστράφηκε, αλλά μοιάζει ίδια όπως και πριν εβδομήντα πέντε χρόνια. Ενώνει τις δύο όχθες».

«Εντάξει» ξεφύσησε ο γιος του. «Πες ότι όντως ισχύουν αυτά που λες. Όπως είπα και πριν, δε σημαίνει τίποτα».

«Είδα τους κρεμασμένους» είπε χαμηλόφωνα ο γέροντας.

«Σοβαρά τώρα; Με δουλεύεις; Είδες κρεμασμένους, καταμεσήμερο στη λίμνη;» ειρωνεύτηκε ο γιος του.

«Είδα. Ήταν κατοχή. Το '43, πριν φύγουν οι γερμαναράδες. Τους οδήγησαν στη λίμνη. Με το ζόρι περπατούσαν. Άντρες, γυναίκες, δύσκολα ξεχώριζες ποιος ήταν ποιος. Μόνο τη δασκάλα μου γνώρισα. Είχα πάει βόλτα με το ποδήλατο. Κυριακή ήταν και δεν είχαμε σχολειό. Πάντα πήγαινα στη λίμνη, μπας και χτυπήσω τίποτα με τη σφεντόνα. Όχι ότι είχα ανάγκη. Το φαγητό ποτέ δε μας έλειψε. Ό,τι χτυπούσα το έδινα στον Γιώργη, τον αδερφό της συγχωρεμένης της μάνας σου. Ψωμολυσσούσαν όπως όλοι οι άλλοι. Εκτός από εμάς. Τους κρέμασαν όλους».

«Συγγνώμη, τι είναι αυτά που λες; Το έχεις χάσει τελείως;»

«Γιε μου, ποτέ δε σου το παραδέχτηκα και σίγουρα θα έχεις ακούσει φήμες. Αλλά οι φήμες δε λένε κάτι και τα στόματα βουλώνουν σάματις τα χέρια χρυσωθούν. Ο παππούς σου, ο πατέρας μου, τους κατάδωσε. Και τη δασκάλα.

Δεν του καθόταν και την εκδικήθηκε. Τους κρέμασαν στο ίδιο μέρος όπου ο δικός μου παππούς είχε κρεμάσει τους εξεγερμένους την εποχή του Κιλελέρ».

«Γιατί δε μου τα είπες ποτέ αυτά;»

«Δεν αναρωτήθηκες γιατί ενώ είχαμε τόσα λεφτά, ποτέ δε σου πήρα ποδήλατο;»

«Ναι, ξέρω. Για να μη χτυπήσω. Γιατί ήμουν ζωηρός. Γιατί ήσουν ξεροκέφαλος και δε γούσταρες».

«Σκατά ξέρεις. Για να μην πας στη λίμνη με το ποδήλατο. Γι' αυτό το έκανα. Γιατί τους είδα να τους κρεμάνε και δεν έκανα τίποτα. Γιατί έκατσα ανάμεσα στους θάμνους χεσμένος από τον φόβο. Γιατί μόλις φύγανε, οι Γερμανοί κι ο πατέρας μου, πήγα με το ποδήλατο και τους έβλεπα να κρέμονται από τις θηλιές. Να με κοιτούν με μάτια γουρλωμένα. Να ξεκολλούν. Να ανεβαίνουν ψηλά και να χάνονται στην ομίχλη. Να ακούω τη δασκάλα μου να μου υπόσχεται ότι θα με βρει. Και από τότε, να το βλέπω στον ύπνο μου ξανά και ξανά. Γι' αυτό είπα την ιστορία στο εγγόνι. Να έχει τον νου του, έτσι όπως γυρίζει όλη μέρα με το ποδήλατο. Το αίμα ζητάει εκδίκηση».

«Πατέρα, ηρέμησε. Βρισκόμαστε στο 2023. Δεν υπάρχουν φαντάσματα»


Απόσπασμα από την ιστοσελίδα thessalia.gr 1-11-2023

 Τραγικό θάνατο βρήκε ο μικρός Στέλιος, γιος γνωστού γαιοκτήμονα της περιοχής, στις όχθες της επενεμφανισθήσας λίμνης Κάρλα. Οι πληροφορίες μιλούν για ένα φρικτό ατύχημα. Ο νεαρός, κάνοντας βόλτα με το ποδήλατό του, προσέγγισε ένα σημείο όπου βρίσκεται μια παμπάλαια ξύλινη πλατφόρμα και μια γέφυρα για την απέναντι όχθη. Προσπαθώντας να διασχίσει τον σανιδένιο διάδρομο, προφανώς έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη λίμνη. Εκεί, μπλέχτηκε σε σχοινιά που μάλλον είχαν παρασυρθεί από τις πρόσφατες πλημμύρες και βρήκε ασφυκτικό θάνατο, μέρα μεσημέρι. Κάτοικοι της περιοχής δηλώνουν πως την ώρα εκείνη πυκνή ομίχλη είχε σχηματιστεί στη λίμνη. 



Νεραϊδοευχές - Ηλίας Σελλούντος

«Φάρσα ή κέρασμα;»

«Φάρσα! Φάρσα!» απαντούσαν πάντοτε οι ανόητοι, λες και έτσι θα γλύτωναν τα χειρότερα.

Η γριά που κοιμόταν στα αιωρούμενα παγκάκια της Πλατείας Εξαρχείων ήταν η μόνη που θα έλεγε «κέρασμα», αλλά δεν είχε να της δώσει κάτι. Κι έτσι, η Αερατώ, θέλοντας και μη, της έκανε φάρσα· πέρσι, της είχε δώσει ένα κουπόνι διαρκείας για το «Κολοκυθέ Τσουκάλι», που θα εξαφανιζόταν εν μία νυκτί. Αρκετό για να φάει μια φορά, αλλά την είχαν σταμπάρει οι βουνομύτες εκεί και, το επόμενο πρωί, θα την έβρισκαν και θα την έβαζαν να πλύνει πιάτα. Η κυρά Καλλιόπη δεν κράταγε κακία. Η Αερατώ ήθελε πραγματικά να τη βοηθήσει, να την κεράσει μια ευχή, αλλά η γριά γυναίκα έπρεπε πρώτα να της δώσει κάτι εκείνη. Και δεν είχε τίποτα.

Εκείνο το βράδυ της 31ης Οκτωβρίου, Πέμπτης, του 2137, η Αερατώ καθόταν στο τελευταίο παραδοσιακό παγκάκι της πλατείας και χάζευε μια πολυκαιρισμένη αφίσα, τουλάχιστον εκατό ετών, που έδειχνε μια γυναίκα γονατισμένη σε ένα καμένο δάσος γεμάτο ξερά φύλλα. Xέρια-κλαδιά άγγιζαν τον ουρανό. Mόνο ένα μικροσκοπικό δεντράκι είχε βλάστηση. Mια γούβα με πράσινο νερό ήταν το σπιτάκι ενός σχεδόν αόρατου δράκου –μπορούσε να τον δει μόνο εξαιτίας των νεραϊδοματιών της. Πολλές λεπτομέρειες της αφίσας ήταν αόρατες χωρίς αυτά, όπως οι σμαραγδένιες λειχήνες, το κοράκι με το τεράστιο ράμφος, το αλλοιθωρίζον στόμα που ούρλιαζε.

Θα μπορούσε να είναι νύφη, σκέφτηκε, κοιτάζοντας το λευκό φόρεμα που είτε ήταν κουρελιασμένο, είτε γεμάτο εβένινες πτυχές, είτε και τα δύο. Kάθε χρόνο, το Χάλογουιν, έβρισκε μια αφίσα στο παγκάκι της, που σήμαινε δύο πράγματα: πρώτον, ξεκινούσαν οι γύροι της, και δεύτερον, απαγορευόταν να πετάξει προτού δώσει έστω ένα κέρασμα.

«Κάθε χρόνο τα ίδια!» γκρίνιαξε και κοίταξε τα μακριά μαλλιά της άγνωστης στην αφίσα πιάνοντας παράλληλα τα δικά της. Oι υπέροχες, γαλαζοπράσινες μπούκλες της είχαν γίνει – όπως κάθε χρόνο, τέτοια νύχτα – ένα γκρι που θύμιζε φακές με σαρδέλα και τόφου ή κάποια άλλη ανάλογη «γαστρονομιά» της πολυπολιτισμικής Αθήνας. Δε γινόταν να έμοιαζε το μαλλί μου με μπέργκερ φραουλίνης ή με Αρειανά μανιτάρια σωτέ; Αυτά τουλάχιστον φωσφορίζουν στο σκοτάδι, ταιριάζουν με το Χάλογουιν.

Έφτασε μουρμουρίζοντας στην πρώτη πόρτα. Χμ. Μια αφίσα με τη Λιβ Τάιλερ ως Άργουεν –κάποιος είχε δει Άρχοντα των Δαχτυλιδιών εδώ. Όχι, όχι, δεν θέλω να έχω ελπίδες.

«Φάρσα ή κέρασμα;» είπε βαριεστημένα. Η κοπελιά που της άνοιξε είχε ένα ύφος κάπου ανάμεσα στον πέμπτο μπάφο με σεληνόχορτο και ένα κοκτέηλ με φωσφορίζοντα μανιτάρια. Το πρόσωπό της έμοιαζε με ξεραμένη λάσπη.

«ΚΕΕΡΑΣΣΜΑΑΑΑ!» φώναξε η κοπελιά με πλατύ χαμόγελο και η Αερατώ, αφού αναπήδησε, έμεινε να την κοιτάει – και την σακούλα με τα σοκολατένια κρανία - σαν χαζή. Κέρασμα. Είναι δυνατόν; Κέρασμα!

«Έχεις μια ευχή!» της είπε με ενθουσιασμό. «Τι θέλεις;»

«ΜΠΙΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ!» βροντοφώναξε κάποιος μες από το σπίτι.

«Τι μπανάλας που είσαι!» του έκανε η λασπόφατσα, «Θέλω, θέλωωω… Φτερά νεράιδας!»

Φτου σου, το ήξερα! Τα φτερά νεράιδας ήταν η χειρότερη ευχή –η νεράιδα που την πραγματοποιούσε ουσιαστικά χάριζε τα φτερά της μέχρι τα μεσάνυχτα ή τον ύπνο και ήταν υπεύθυνη για ό,τι μπαρούφα έκανες. Θα κυνηγάω, εγώ, μια Νεράιδα της Εκάτης, έναν άνθρωπο… με τα πόδια! Ωχ, χάθηκε κιόλας!

Η Αερατώ πέρασε τις επόμενες τρεις ώρες κυνηγώντας την αεροβατούσα κοπέλα από γειτονιά σε γειτονιά, πράγμα καθόλου εύκολο, μιας και πετούσε αλλάζοντας συνέχεια κατεύθυνση. Οι νεράιδες μπορούν να τρέξουν πολύ πιο γρήγορα από τους ανθρώπους και να κάνουν εκπληκτικά άλματα, αλλά μετά από τριακόσιες εξήντα ταράτσες, επτά προσγειώσεις σε ιπτάμενες πισίνες, και μια μετωπική – ΑΟΥΤΣ! – σύγκρουση με ένα απορριμματοφόρο που πετούσε χαμηλά, η Αερατώ τα είχε δει όλα.

«Αστέρια μου, επιτέλους σταμάτησε!» ξεφύσησε όταν τη βρήκε στην κορφή του Πύργου Αθηνών, του μικρότερου ουρανοξύστη της Αθήνας. Την πρόλαβε στο τσακ δηλαδή –είχε αποκοιμηθεί και ροχάλιζε, στην άκρη της ταράτσας. Ευτυχώς, η Αερατώ πρόλαβε – με τα φτερά της πλέον – να τη μαζέψει πριν πέσει στο κενό.

Κοίταξε την ώρα: 23:23. Πήρε την «ωραία κοιμωμένη» στα μπράτσα της και πέταξε από τους Αμπελοκήπους πίσω στα Εξάρχεια. Να 'χα λίγο κρασάκι από τα αμπέλια εδώ, μονολόγησε μέσα της προτού προσγειωθεί κοντά στο σπίτι της κοπέλας. Αμάν, οι φάπες. Τι κάνουν εδώ αυτοί;

Τρεις φαπίνες που φορούσαν μάσκες δαιμόνων – έλεος – είχαν μόλις κλουβιάσει τον γκόμενο της αλληνής για κατοχή σεληνόχορτου. Τι μπανάλας, δίκιο είχε αυτή! Σεληνόχορτο! Τριακόσιες επτά νόμιμες ουσίες κι αυτός πήγε και παρήγγειλε αυτό! Δεν επιτρέπεται ακόμα να την αφήσω μόνη σπίτι της, αλλά είναι και πολύ νωρίς για να τα παρατήσω. Εκτός και αν-

«Έϊ!» φώναξε στις φαπίνες, «Φάρσα ή κέρασμα;»

«Ακίνητες!» φώναξε η μία, «απαγορεύονται τα τζετ-πακ εδώ!»

Ε βέβαια, αφού όλα τα ψώνια έχουν μαζευτεί εδώ. Δε γινόταν να μου δώσουν μια πιο προσγειωμένη γειτονιά, καμιά Κηφισιά, καμιά Γλυφάδα; Ουφ!

«ΦΑΡΣΑ Ή ΚΕΡΑΣΜΑ!» ξαναφώναξε και κούνησε τα φτερά της στο φεγγαρόφωτο.

«Κέρασμα;» ρώτησε μια που η στολή της ήταν πασαλειμμένη με κέτσαπ –και της πέταξε ένα αφάγωτο χοτ ντογκ σκαραβαίων. Μπλουχ! Τι ζεχνίλα ειν' αυτή!

«Έχεις μια ευχή!» φώναξε στη φαπίνα.

«Μμμμμ, θέλω να πηγαίνω δωρεάν εφ' όρου ζωής στο-»

Οι δυο άλλες φαπίνες της έκλεισαν το στόμα.

«Μωρώ ζακοκεφάλω! Σου λένε "ευχή" και σκέφτεσαι "φαΐ";!» «Αρειασμένη, ε αρειασμένη!»

«ΑΚ, ΑΚ! Θέλωωω… Να έχω το καλύτερο μαθηματικό μυαλό του κόσμου!»

Πριν προλάβει καλά καλά η Αερατώ να απαντήσει, η εκστασιασμένη φαπίνα ήδη έγραφε στον αέρα με την ολογραφική της πένα υπερδιαστημικές εξισώσεις. Αν προλάβει, στο επόμενο μισάωρο, να τις λύσει, θα πάνε οι άνθρωποι παντού. Με βλέπω εξορία στον Μπετελγκέζ!

Η Αερατώ πέταξε λίγο ψηλότερα μιας και τώρα είχε αρχίσει να μαζεύεται πλήθος. «Φάρσα ή κέρασμα!» ξαναρώτησε.

«ΚΕΡΑΣΜΑ!» απάντησε το πλήθος και φαγώσιμα εκσφενδονίστηκαν βροχή.

Είκοσι-εννέα λεπτά μετά, εξουθενωμένη αλλά παράδοξα ευχαριστημένη, η Αερατώ ξάπλωσε στο παγκάκι της. Τριαντά-μία ευχές. Τα κατάφερα. Άπλωσε πάνω στο κορμί της την αφίσα σαν απόκοσμη κουβέρτα. Μακάρι να είχα πραγματοποιήσει και μία ευχή στην Καλλιόπη, σκέφτηκε και φώναξε «Φάρσα ή κέρασμα;» με τα μάτια κλειστά.

«Κέρ…!» απάντησε η φωνή της γριάς, που έμεινε εμβρόντητη ενώ της πετούσε μια καραμέλα.

«Βρήκες το σπίτι μου! Το σπίτι μου!» της είπε. Και, μονομιάς, έριξε ένα άλμα μέσα στην αφίσα. Η φιγούρα της υψώθηκε από το φυλλοσκεπασμένο έδαφος, χάιδεψε τον μικρό δράκο που γουργούρισε φωτιά και έγινε τεράστιος. Φίλησε το δεντράκι – και αυτό άνθησε! – πήρε αγκαλιά το αλλοιθωρίζον πρόσωπο και το μεταμόρφωσε και αυτό με ένα φιλί.

Η Αερατώ είδε τις δύο, πλέον, γυναίκες να περπατάνε χεράκι-χεράκι μέσα στο δάσος, να ανεβαίνουν στη πλάτη του δράκου, και να χάνονται. Η αφίσα εξαφανίστηκε. Το Χαλοουίν είχε τελειώσει.



Λίκνισμα - Έφη Γεωργάκη

Οι περιπλανώμενοι στο Λύκαιο δάσος είχαν πολλές φορές αφηγηθεί – και τούτο αποτελεί κοινό πειστήριο σε πάμπολα περιπατητικά ημερολόγια – την, κατά την ανατολή, εμφάνιση ενός κοριτσιού με ένα πάλευκο φόρεμα που λικνίζονταν σε μια κούνια με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο.

Είναι καταγεγραμμένες και μαρτυρίες για τα τραγούδια της, τα οποία ήταν σε μια αρχαία γλώσσα, αλλά περιλάμβαναν λέξεις που ακούγονταν σαν «λύκος» ή «χαρά». Σε όλα τα συγγράμματα, το κορίτσι εμφανίζονταν την ώρα ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, τότε που τελειώνει ο χρόνος και υπάρχει η αβεβαιότητα της συνέχειας.

Το δάσος ήταν σε έναν λόφο, πάνω από την Κόκκινη Θάλασσα. Στο ψηλότερο μέρος του λόφου, ήταν σχισμένη η γη στα δυο και μια αχανής στενή χαράδρα έκρυβε μέσα της τα μυστικά της. Αετοφωλιά, λέγανε οι γέροντες, πως ήταν.

Πάντως, καμιά φορά, το τραγούδι του κοριτσιού τρύπωνε στη χαράδρα και, τότε, το τραγουδούσαν τα ρυάκια και ο άνεμος και κατέκλυζε τη γη και τον αιθέρα. Υπάρχουν καταγραφές του τραγουδιού της σε όλη τη Γη.

Ο Βωμός ήταν πέτρινος και, στην μπροστινή όψη, είχε δύο κίονες με δυο τεράστιους αετούς που κοίταζαν μέσα στο άνοιγμα του δάσους, που οδηγούσε εκεί όπου ανέτειλε η ήλιος.

Ο Μεγάλος ιερέας έστεκε στη μέση του βωμού και έψελνε ακατάληπτους ύμνους προερχόμενους από τα έγκατα της γης.

Ο Δίας απαιτούσε μόνο κόρες έχοντας τεράστια αδυναμία στις παρθένες, στις όμορφες, στα φωτεινά πρόσωπα, αστραφτερά χαμόγελα, αλαβάστρινα κορμιά.

Κάθε λειτουργεία της γης αναστέλλονταν δίχως θυσία: Δεν καρποφορούσε η γη, δεν έπνεαν άνεμοι, δεν άντεχαν γιοφύρια και κτίσματα.

Οι μανάδες 'φέρναν τα κορίτσια στον βωμό με δόλο· ντυμένες στα άσπρα, με λεπτά στέφανα στα μαλλιά, προορισμένες για ερωμένες του θεού.

Τα κορίτσια περίμεναν στις σχοινένιες κούνιες, συζητώντας για κάποιον Αχιλλέα ή άλλον ήρωα που προορίζονταν για άντρας τους. Το δάσος και οι κούνιες μαγεμένες. Λούζονταν από μια πάχνη κατασκευασμένη από τον Έρωτα, από αρώματα της Αφροδίτης και μαντζούνια της Εστίας για να γίνουν το ειδικό εκμαγείο για τη θυσία. Να είναι ερωτικές, εκθαμβωτικές, προσηνείς, στοργικές και πιστές. Τούτα ο Θεός επιθυμούσε, τούτα ο νόμος των ανθρώπων ακολουθούσε, σε αυτά η μαγεία συντελούσε.

Περνούσε ένας Ιερέας στα μαύρα με την τρόικα να τις παραλάβει. Τα κορίτσια με έναν οβολό στο στόμα ανέβαιναν στην τρόικα και καθώς έφταναν έξω από τον βωμό, κατέβαιναν χορεύοντας και οδηγούνταν στον Μεγάλο Ιερέα. Εκείνος τις έχριζε αθάνατες και τους έκοβε τον λαιμό με ένα λεπτό λεπίδι σαν τρίχα. Στην πίσω μεριά του ναού, έτρεχε ποτάμι το αίμα των κοριτσιών κι έφτανε στη θάλασσα. Έπειτα, ο Μεγάλος Ιερέας άπλωνε τα ματωμένα ρούχα τους ανάμεσα στους κίονες, απόδειξη της θυσίας.

Την παρέδωσε η μάνα της στο δάσος. Είχε πειστεί ότι προοριζοόταν για δώρο στον ίδιο τον Θεό και πως θα κέρδιζε την Αθανασία. Πήγε χωρίς δάκρυα τινάζοντας τα μακριά μαλλιά της σαν γυναίκα που φλερτάρει και ξέρει να τα παίζει όλα για όλα.

Στις μαγγανείες του δάσους, τον ερωτεύτηκε. Χωρίς να τον δει, χωρίς να τον μυρίσει, χωρίς να τον ακούσει. Φορούσε το λευκό της φόρεμα και περίμενε στην κούνια με υπομονή την τρόικα. Ανυπομονούσε τη στιγμή που το δικό της φόρεμα θ΄ανέμιζε έξω από τον ναό.

Όταν σταμάτησε ο Χάρος με την τρόικα, μαγεύτηκε από την ομορφιά της και την τράβηξε απόμερα στο δάσος. Δεν ήξερε το κορίτσι.

«Εσύ είσαι;» του είπε.

«Εγώ» της απάντησε.

«Σε περίμενα».

Αυτός έβγαλε από το στόμα της τον οβολό και την αποπλάνησε ανάμεσα στα δέντρα. Όμως η συνουσία τους δεν είχε φως. Είχε κραυγές από μυθικά ζώα, σπαράγματα πουλιών, αποσυνθεμένα λουλούδια και κάκοσμα θαλασσινά.

«Δεν είσαι το φως» του είπε.

«Είμαι το σκοτάδι» της απάντησε γελώντας.

Έπειτα, την άφησε πάλι στην κούνια, βιασμένη παρθένα, ανέραστη ερωμένη. Μετά από τη θυσία, κάθε κοριτσιού εκείνος γυρνούσε σε αυτή και γινόταν το ίδιο. Μέρα και νύχτα χωρίς σταματημό.

Τέτοια ήταν η ομορφιά της που ο κακοποιητής της δυνάμωνε και, κάθε φορά, γινόταν και χειρότερος μαζί της. Κι όμως, αυτή ήλπιζε κάθε φορά και περισσότερο στο φως. Δεν είχε φωνή να φωνάξει, δεν είχε κάποιον να τη συντρέξει και ήλπιζε πως Αυτός που περίμενε, το Φως του Φωτός, θα την έβγαζε από αυτόν τον εφιάλτη.

Κάποτε, χορτασμένος ο Δίας από τα ματωμένα φορέματα, αλλά πάντα αχόρταγος, πρόσεξε το κορίτσι και κατάλαβε την κατεργαριά του Χάροντα. Θύμωσε και έστειλε έναν κεραυνό κι έναν σεισμό που άνοιξε τον βωμό στα δύο και κατέστρεψε τους κίονες για να μην έχει ο Χάρος καμιά δουλειά εκεί. Άφησε και τους αετούς του να παραφυλούν. Τσακισμένος ο Χάρος, παράτησε το κορίτσι στην κούνια και εξαφανίστηκε με την εβένινη τρόικα.

Όμως ποιος θέλει αυτή που την έχει μαγαρίσει το σκοτάδι;

Έτσι, το κορίτσι ξεχάστηκε εκεί να κάνει κούνια και να περιμένει το φως. Νύφη με τα νυχτολούλουδα στο στόμα, εξαντλημένη αιώνες, δίχως δύναμη να τινάξει θελκτικά τα μαλλιά της, λικνίζεται σε μια κούνια, την ώρα ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, τότε που τελειώνει ο χρόνος, και υπάρχει η αβεβαιότητα της συνέχειας. Κι άλλοτε κλαίει και άλλοτε γελά, τραγουδώντας για τον θάνατο και τον έρωτα.



Οι Φύλακες - Έλενα Καλογεροπούλου

Είμαστε οι φύλακες… Οι φύλακες των ζωντανών νεκρών. Οι φύλακες των βασανισμένων ψυχών. Οι φρουροί των παγιδευμένων.

Είμαστε εκείνοι που τους ανοίγουμε την πόρτα για την αιώνια περιπλάνηση στο πουθενά. Σε εκείνο το μέρος που η ψυχή δεν αναπάυεται ούτε και τιμωρείται. Μένει μόνο στην αναζήτηση του γιατί, επειδή δεν μπόρεσε να ακολουθήσει κανέναν παράδεισο και καμία κόλαση παρά μόνο το αβυσσαλέο κενό που αφήνει η αδράνεια.

Ζούμε σε ένα δάσος. Ένα δάσος σκοτεινό, θλιβερό. Θαρρείς κι όλες οι μαύρες σκιές του κόσμου έχουν μαζευτεί επάνω από τα ξεγυμνωμένα δέντρα, μην αφήνοντας καμία αχτίδα φωτός να φτάσει σε εμάς και να αγγίξει τα ανύπαρκτα φύλλα τους.

Έχουμε πάρει την αποκρουστική μορφή των άσχημων σκέψεων, των βάναυσων πράξεων και του πόνου. Έχουμε μετατραπεί σε τέρατα που περιμένουμε ανυπόμονα το νέο αίμα που θα ποτίσουμε με μαύρο. Όχι, δε δίνουμε ευκαιρίες να δραπετεύσει κάποιος απο εδώ. Εκτός από αυτή τη μοναδική.

Την ημέρα που οι ζωντανοί γιορτάζουν, φορώντας τις φανταχτερές στολές τους, τους απελευθερώνουμε ανάμεσά τους. Εκείνοι το λένε Χάλογουιν, εμείς το λέμε Αναζήτηση.

Ψάχνουν να βρουν ψυχές. Ψυχές που θα παγιδεύσουν ώστε να πάρουν τη θέση τους εδώ. Και, τότε, θα είναι ελεύθεροι. Η ταλαιπωρημένη ψυχή τους θα αποδεσμευτεί από την καταδίκη του να μη ζεις αλλά και ούτε να πεθαίνεις.

Αρκεί να μην τρομάξουν όταν τους πλησιάσουν. Κανείς δεν πρέπει να καταλάβει πως οι εφιαλτικές μορφές τους δεν είναι κοστούμια. Κι υπάρχει ένας όρος! Απαράβατος. Δεν μπορούν να τους μιλήσουν. Επιτρέπεται να πουν μόνο μια φράση: Φάρσα ή κέρασμα; Κάθε άλλη προσπάθεια να επικοινωνήσουν θα τους στερήσει, για πάντα, αυτό που αποζητούν.

Στο ένα χέρι τους κρατούν ένα κλειδί και στο άλλο ένα εβένινο κουτί. Φάρσα ή κέρασμα; Μόνο… Μόνο που, εδώ, δεν υπάρχει φάρσα ούτε κέρασμα. Εάν επιλέξεις να ανοίξεις το κουτί, θα βρεις μέσα του διπλωμένο ένα κομμάτι χαρτί. Εκεί, είναι γραμμένη η ιστορία του καθενός για το πώς βρέθηκε στον κόσμο των σκιών.

Όταν το ξεδιπλώσεις, θα ζωντανέψουν μπροστά σου τραγικοί θάνατοι, βασανιστικές στιγμές και μαρτυρικές ζωές. Θα νιώσεις πόνο.. .Αβάσταχτο πόνο κι αποτροπιασμό.Θα σφραγίσεις τα αυτιά σου για να μην ακούς τα ουρλιαχτά τους, θα βιώσεις τον τρόμο τους. Θα σου είναι δύσκολο να πιστέψεις πόσα μπορεί να υποφέρει μια ανθρώπινη ψυχή πριν καταλήξει εδώ. Όπως η δική μου…

Σήμερα είναι Χάλογουιν. Είμαι μία από τους φύλακες. Όμως, πριν, ήμουν ένα κορίτσι. Μόλις 12 ετών. Μέχρι τότε, είχα όνειρα. Τόσα όνειρα. Ζούσα αναπνέοντας αγάπη…

Κι ήρθε ο θάνατος. Εκείνος μου τα στέρησε όλα, εκείνος μου τους πήρε όλους. Σε μια νύχτα, σε μια στιγμή. Παρακαλούσα να ήμουν κι εγώ μαζί τους στο αυτοκίνητο, να μπορούσα να γυρίσω πίσω τη στιγμή. Παρακαλούσα να μην με είχε αφήσει πίσω. Όμως ο χρόνος είναι αμείλικτος όταν αφορά τη συμφωνία που έχει κάνει με το πεπρωμένο. Το ίδιο και οι πράξεις των ανθρώπων.

Βρέθηκα μόνη να αντιμετωπίσω τον σαδισμό που κατοικεί σε διεστραμμένα μυαλά. Να γίνω ένα πείραμα στα χέρια τους. Ζούσα ή πέθαινα; Ή μήπως ικέτευα να πεθάνω.

Ήμουν ήδη έναν χρόνο σε αυτό το σπίτι. Εδώ που με ξεφορτώθηκε η πρόνοια όταν έχασα τους γονείς και τα δύο αδέρφια μου. Κι αν η ελπίδα διαδέχτηκε την αρχική θλίψη, ότι κάπου υπήρχε ένα μέλλον να με περιμένει, φρόντισαν να τη θάψουν κι αυτή στέλνοντας με στο κολαστήριο της ανάδοχης οικογένειας.

Τίποτα δεν ήταν εύκολο.Τίποτα απολύτως. Ξεχάσα να είμαι παιδί ξαφνικά. Δεν ξέρω τι χειρότερο υπάρχει από το να σκοτώνεις μια παιδική ψυχή. Ξανά… και ξανά… Δεν άργησε πολύ η ώρα να γνωρίσω τον εφιάλτη. Στην αποθήκη, σε εκείνο το μισοσκόταδο που κατάπινε κάθε αξιοπρέπεια.

Το τελευταίο που φέρνω στο μυαλό μου όταν γυρίσω πίσω εκεί… είναι ο πόνος. Ο αφόρητος πόνος. Είναι ένα μεταλλικό αντικείμενο να χαράζει το κορμί μου, η μυρωδιά του αίματος που χυνόταν απ' το δέρμα μου. Η οσμή της καμμένης σάρκας μου. Το χοντρό σχοινί που έσφιγγε τα χέρια και τα πόδια μου, τα σκισμένα ρούχα που αποκάλυπταν τη γύμνια μου, τον φιόγκο που είχαν στολίσει στα μαλλιά μου. Πόσο ειρωνικό να σε ντύνουν όμορφα, να σε φροντίζουν και να σε περιποιούνται μόνο για να υποφέρεις.

Θυμάμαι τον χρόνο που έμοιαζε ακίνητος. Κι έπειτα τα χέρια. Εκείνα τα βρώμικα χέρια και τα μουγκρητά. Κι άλλα χέρια. Και γέλια διεστραμένης ικανοποίησης.

Κι έπειτα επιστρέφει στο μυαλό μου η εικόνα της τεράστιας βελόνας με τη συρμάτινη κλωστή να πλησιάζουν το πρόσωπο μου. Ακούμπησε, τρυπησε και πέρασε από τη μια μεριά του χείλους μου μέχρι την άλλη… Κι ύστερα, κενό.

Ο πόνος και η ακατάσχετη αιμορραγία δεν κατάφεραν να με κρατήσουν ζωντανή ώστε να υποστώ κι άλλα μαρτύρια. Βρήκαν το σώμα μου σε προχωρημένη σήψη, όμως εγώ ήμουν ακόμη εκεί. Πλάι μου. Η ψυχή μου αρνιόταν να εγκαταλείψει το βεβηλωμένο κορμί μου. Λες κι ο ίδιος ο θάνατος δεν ήθελε να μου κάνει τη χάρη να λυτρωθώ σε καμία ζωή.

Περιπλανιέμαι στο δάσος των σκιών άγνωστο πόσο. Ένα κορίτσι με φιόγκο στα μαλλιά και στόμα ραμμένο με συρμάτινη κλωστή. Δεν μπορώ να μιλήσω… Είμαι φύλακας...

Εσύ κρατάς στα χέρια σου το δικό μου χαρτί. Με πιστεύεις; Είναι Halloween… Φάρσα ή κέρασμα;



Ο Λόρδος - Νίκη Μουσούλη

Τα βράδια του χειμώνα, που η μέρα δίνει γρηγορότερα τη θέση της στη νύχτα, ξυπνάνε οι πιο αλλόκοτες μορφές. Πλάσματα απ' τους πιο σκοτεινούς εφιάλτες εμφανίζονται τούτες τις νύχτες.

Τις πιο σκοτεινές απ' αυτές, λέγεται, πως εμφανιζόταν και ο Λόρδος. Ο θρύλος, λέει, πως, σαν ήταν νέος, ήταν πολύ όμορφος. Λεπτός, ψηλός, μελαχρινός με περιποιημένα γένια κι ένα βλέμμα που δεν άφηνε καμιά καρδιά ασυγκίνητη, σε ολάκερη τη Γαλλία. Πάντα κυκλοφορούσε με τα πιο κομψά σύνολα. Χειροποίητα κοστούμια και πανάκριβα ημίψηλα καπέλα.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, είδε μια λευκή τρίχα στα μαύρα γένια του. Αμέσως ξυρίστηκε για να μην τη βλέπει. Όμως, παρότι δεν ήταν πια εκεί, χαράχτηκε στη σκέψη του. Μεγάλωνε. Δεν του άρεσε αυτό.

Άρχισε να ψάχνει, να διαβάζει και να ερευνά πώς θα μπορούσε να πάψει τον χρόνο. Έτσι, έφτασε στα χέρια του ένα βιβλίο με ξόρκια ισχυρά και άρχισε να διαβάζει και να διαβάζει ώσπου εντρύφησε τόσο στον αποκρυφισμό που τα βιβλία έγιναν το είναι του. Σε μια σημείωση κάποιου μεσαιωνικού μάγου, ανακάλυψε αυτό που έψαχνε. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν, σε νύχτα χωρίς φεγγάρι, να πει τα κατάλληλα λόγια.

Μερικές βραδιές αργότερα, είχε φτάσει η νύχτα που η καρδιά του ζητούσε να ζήσει. Βγήκε από το σπίτι του, χάθηκε στα σκοτάδια και, στιγμές αργότερα, είχε φτάσει σε ένα χωράφι. Έβγαλε το βιβλίο του και άρχισε να διαβάζει δυνατά το ξόρκι. «La vie pour la vie», ζωή για ζωή, άκουσε μια φωνή να αντηχεί μες στο κεφάλι του, στην αρχή σιγανά, σαν ανάσα. Όσο όμως περνούσε η ώρα, η φωνή όλο και δυνάμωνε. Και δυνάμωνε. Και δυνάμωνε. Μέχρι που έμοιαζε σαν κάποιος να ούρλιαζε.

Ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να του χαριστεί – ή μάλλον για να κερδίσει – την αιώνια ζωή. Και το έκανε. Σε κάθε νύχτα σκοτεινή, κέρδιζε λίγη ζωή ακόμα. Λίγα νιάτα ακόμα. Λίγη ψευδαίσθηση χρόνου ακόμα. Και πέρασαν πολλά φεγγάρια από τότε κι ακόμα πιο πολλές νύχτες χωρίς φεγγάρια.

Και όλοι συζητούσαν κατά καιρούς για πτώματα που έμοιαζε η απόχρωση τους μωβοπράσινη, μιας κι άλλο τέτοιο χρώμα δεν είχαν ξανά αντικρύσει. Και πέρασε κι άλλος καιρός και τα πτώματα λιγόστεψαν και τα στόματα σώπασαν και η ιστορία του Λόρδου έγινε θρύλος απ' αυτές που λένε τα παιδιά γύρω από τις φωτιές, τα καλοκαιρινά βράδια. Μόλο τις αφέγγαρες νύχτες του Φλεβάρη, ο θρύλος έμοιαζε να παίρνει ξανά ζωή. Στις μέρες κοντά στο Χάλογουιν, που η μαγεία μοιάζει σαν να ξεπηδάει απ' τα παραμύθια και να τριγυρνά στους δρόμους.

Μια τέτοια αφέγγαρη νύχτα ήταν και η σημερινή, μα η λυγερή μορφή που άκουγε στο όνομα Ελίζα δεν πίστευε σε τέτοια «παραμύθια». Αυτές οι ιστορίες είναι για παιδάκια, έλεγε. Και πώς αλλιώς θα γινόταν από μια φοιτήτρια των θετικών επιστημών; Τετράγωνη η σκέψη της. Απόψε, είχε μείνει τελευταία στο πανεπιστήμιο καθώς είχε χαθεί στις σελίδες της διατριβής ενός πολύ γνωστού στον κλάδο της καθηγητή.

Τα βήματά της αντηχούσαν στα σοκάκια δημιουργώντας μια περίεργη μελωδία με τις στάλες που έσταζαν απ' τα κεραμίδια, απόρροια της καταιγίδας των προηγούμενων ημερών.

Σε ένα στενό, άκουσε κάτι παράξενο. Ένα ακόμα ζευγάρι βήματα την ακολουθούσαν. Ασυναίσθητα έστρεψε το βλέμμα πάνω από τον ώμο της και τότε τον είδε· πάγωσε στη θέα του. Τα μαύρα μαλλιά του. Η κορμοστασιά του. Ανέτρεξε γρήγορα στη μνήμη της. Τόσο όμορφο άντρα δεν πρέπει να είχε ξανά συναντήσει. Το βλέμμα του άγγιξε την ψυχή της. Το στυλ του της έμοιαζε σαν από άλλη εποχή φερμένο. Μα δεν της έκανε εντύπωση, πολλοί άνθρωποι, νέοι κατά κύριο λόγο, γιόρταζαν τη σημερινή βραδιά. Τη νύχτα του Χάλογουιν.

«Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείτε μόνη σας τέτοια ώρα, δεσποινίς μου» αποκρίθηκε πρώτος εκείνος καθώς έφτασε δίπλα της στο φανάρι. Τα φώτα απ' τα διερχόμενα αυτοκίνητα τη ζάλιζαν. Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του.

«Ω, μα θαρρώ πως δεν είναι και τόσο αργά» του ανταπάντησε περιπαίζοντάς τον στο ίδιο ύφος. Έστρεψε το βλέμμα του στον κόκκινο σηματοδότη. «La vie pour la vie» ψιθύρισε η φωνή στο κεφάλι του. Τόσους αιώνες μετά, η φωνή ήταν ακόμη εκεί, πιο ζωντανή από ποτέ. Του προκαλούσε πονοκέφαλο. Έφερε το χέρι του στο κεφάλι του.

«Είστε καλά;» τον ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον εκείνη.

«Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείτε μόνη σας τέτοια ώρα» επανέλαβε, σαν να μην άκουσε την ερώτηση της.

Το φανάρι άναψε πράσινο και η κοπέλα απομακρύνθηκε από κοντά του. Σχεδόν είχε φτάσει στο σπίτι της όταν, από το πουθενά, εμφανίστηκε μπροστά της.

«Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείτε μόνη σας τέτοια ώρα» είπε για ακόμα μια φορά.

«La vie pour la vie» η φωνή είχε γίνει πιο δυνατή από ποτέ. Τόσο δυνατή που η κοπέλα την άκουσε.

«Ζωή για ζωή; Τι θα πει αυτό;» ρώτησε.

«Η απάντηση στην αιώνια ζωή», απάντησε. Η κοπέλα έμεινε να τον παρατηρεί, έμοιαζε σαν να πάλευε μέσα του. Ακούμπησε το χέρι της πάνω του. Το άγγιγμά της ένιωσε το σκοτάδι μέσα του. Εκείνος ένιωσε την αγνή ψυχή της.

«Αιώνια ζωή σού χαρίζει μόνο ο θάνατος, μόνο αυτός μπορεί να φυλακίσει τη νεανική όψη και την ομορφιά» μονολόγησε εκείνη.

Προσπάθησε να αντισταθεί, να μην την πειράξει, όμως το κακό μέσα του ήταν πιο ισχυρό.

«La vie pour la vie!» φώναξε, έβγαλε το καπέλο του και τότε ο τρόμος κατέκλεισε την κοπέλα. Ο θρύλος ήταν αληθινός. Ο Λόρδος ήταν μπροστά της. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν ένας ψίθυρος, ένα «συγγνώμη» που ξέφυγε από μέσα του σαν οι δυο εαυτοί του να πάλευαν.

«Bonne nuit et fais de beaux rêves chérie», καληνύχτα και όνειρα γλυκά, γλυκιά μου, ψιθύρισε καθώς άφηνε το άψυχο σώμα της Ελίζας πίσω του. 

Την επόμενη ημέρα, όλοι μιλούσαν για τη νεαρή φοιτήτρια που βρέθηκε νεκρή, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, και κυρίως την μωβοπράσινη απόχρωση που είχε το σώμα της. Κανένας επιστήμονας ποτέ δεν κατάφερε να αποφανθεί στο τι είχε συμβεί στην κοπέλα.

Οι αστυνομικοί που ερεύνησαν την υπόθεσή της βρήκαν στο διαμέρισμά της, ανάμεσα σε ατελείς εργασίες και σημειώσεις, ένα χαρτάκι με λίγες λέξεις πάνω: Ίσως σε μια άλλη ζωή.

Έναν μήνα μετά, οι αρχές εντόπισαν ένα πτώμα ανάμεσα στα βράχια. Ένας όμορφος άντρας με μαύρα μαλλιά και γένια με μόλις μια λευκή τρίχα πάνω τους.



Μέδουσα - Γιώργος Γιώτσας

Ένα εκκλησάκι! σκέφτομαι. Από τα μικρά του παράθυρα, φέγγουν λάμψεις. Ο άντρας μου γελάει.

«Καλά, ποιος μαλάκας, έχει ανάψει κερί τέτοια ώρα;»

«Μη βρίζεις» του λέω με σιγανή φωνή.

«Γιατί; Ο μικρός κοιμάται!» Ασυναίσθητα γυρίζω.

Το αγοράκι μας έχει κουλουριαστεί στο πίσω κάθισμα –ακούω το ελαφρύ ροχαλητό. Στρέφω το βλέμμα μπροστά καθώς πλησιάζουμε στην μικρή εκκλησία. Και ξαφνικά, δε ξέρω γιατί, το λέω:

«Μπορείς να σταματήσεις σε παρακαλώ;»

Περιμένω πως θα μου φέρει αντίρρηση, θα ξεφυσήξει περιφρονητικά – πάντα με κοροιδεύει για την πίστη μου – αλλά τον βλέπω, το ίδιο αιφνίδια, να βγάζει αλάρμ. Σταματάει το αυτοκίνητο δεξιά.

Ανοίγω την πόρτα, βγαίνω· με τυλίγει η νυχτερινή δροσιά του Σκυριανού κάμπου. Κλείνω απαλά. Βαδίζω προς το ξωκλήσι. Ένα σκιάχτρο, πιο κάτω, για να διώχνει τα κοράκια μού παγώνει το αίμα. Μοιάζει με αληθινό άνθρωπο παγιδευμένο στα ρούχα του σκιάχτρου.

Μόλις μπαίνω στον ναό, αντικρίζω ένα μανουάλι γεμάτο αναμμένα κεριά. Οι φλόγες υψώνονται σχεδον υπνωτιστικά. Ακούω τα βήματα μου. Μπροστά, ο διάδρομος, τα στασίδια και το ιερό είναι βυθισμένα στο σκοτάδι. Στα στασίδια... Σταματώ. Η ανάσα μου χάνεται.

Βλέπω στο τελευταίο στασίδι να κάθεται μια μορφή με μαύρη κουκούλα. Είναι στα αλήθεια εκεί. Αισθάνομαι κρύο το αίμα στις φλέβες μου γιατί βλεπω την κουκούλα να αναδεύεται. Η άγνωστη μορφή σηκώνεται αργά, μου έχει πλάτη ακόμη, αλλά στρέφει ελαφρά το κεφάλι και η κουκούλα...

Η κουκούλα γλιστρά. Αντικρίζω φολιδωτά φίδια στο κεφάλι της! Φίδια γυαλιστερά να συστρέφονται, να αντανακλά στο σώμα τους η άρρωστη λάμψη των κεριών! Μου έρχεται να ουρλιάξω, να κλάψω, ακόμα και να γελάσω! Δεν είναι δυνατόν αυτό που βλέπω μπροστά μου!

Τα φίδια ανοίγουν τα στόματά τους. Πισωπατώ και φωνάζω καθώς τα φίδια ουρλιάζουν σαν άνθρωποι. Θεέ μου! Να φύγω! Τα μάτια τους... Ω, Παναγία! Ξέρεις πως είναι το κάρβουνο που αναβοσβήνει; Mια πυρώνει και μια χάνεται; Έτσι είναι αυτά τα μάτια! Έτσι! Καίνε κολασμένα! Σκέφτομαι: Δε θέλω να αντικρίσω τα μάτια του πλάσματος. Δε θέλω να γυρίσει το κεφάλι. Δε θέλω!

Ακούω τη φωνή της ύπαρξης, μέσα από τα στόματα τους –μια φωνή εξώκοσμη, φριχτή και ταυτόχρονα κρυστάλλινη:

«Η χαρά γίνεται λύπη... Ο γονιός που απογοητεύει. Τα όνειρα που γκρεμίζονται. H δουλειά που χάνεις. Το παιδί μες την κοιλιά σου που είναι νεκρό».

Χλομιάζω. Είναι δυνατόν να τα ξέρει όλα αυτά για εμένα. Για εμάς; Δεν είναι... Δεν μπορεί να είναι... Μα εγώ...

«Η χάρα γίνεται λύπη!» ακούω το ουρλιαχτό τους με μια φωνή που μοιάζει να γδέρνεται άγρια πάνω σε κάτι που δε βλέπω. Τα φίδια συστρέφονται, επαναλαμβάνουν την ίδια απαίσια φράση. Κλείνω τα αυτιά μου.

«Σταμάτα!» φωνάζω, «Σταμάτα!»

Τα φίδια κουλουριάζονται στο κεφάλι της μορφής, εκεί στα σκοτεινά, μένουν ήσυχα· αλλά τα μάτια τους λάμπουν, κοιτούν ακόμη τα δικά μου. Παίρνω δισταχτικά τα χέρια από τα αυτιά μου και, ενώ τρέμω ολόκληρη, η φωνή του πλάσματος, φτάνει σε εμένα, απαλή σαν κύμα που χαϊδεύει την αμμουδιά μια ανέφελη νύχτα –και η φωνή αυτή, η ησυχη λέει:

«Πριν έρθετε στο νησί με το παιδί σας, ο άντρας σου ατίμασε κάθε υπόσχεση αγάπης που σου έδωσε ποτέ. Βρέθηκε με μια γυναίκα που δε θα ξαναδεί στη ζωή του. Η γυναίκα αυτή γδύθηκε, έβγαλε το παντελόνι του άντρα σου και άνοιξε το στόμα της. Μετά, όσο έτρεμε εκείνος, όπως τρέμεις τώρα εσύ, η γυναίκα έπεσε στα τέσσερα, γύρισε τους γυμνούς της γλουτούς και αποκάλυψε το λουλούδι που έχει εκεί. Κούνησε το σώμα της προκλητικά, ανέμελα, σαν να χόρευε.

»Και ο άντρας σου έχωσε τη γλώσσα του μέσα της. Έχωσε τα δάχτυλα του... Και στο τέλος, έχωσε το πουλί του. Χωρίς τύψεις ή δυσάρεστες σκέψεις –ο άντρας σου έκανε το κέφι του όσο εσύ έβαζες για ύπνο το παιδί. Και εκείνη, πριν φύγει, γύρισε και του έδωσε ένα γεμάτο φιλί στο στεγνό του στόμα. Το ίδιο στόμα που φιλάει εσένα. Που φιλάει το παιδί σας. Στο στόμα αυτό που λέει τόσα ψέματα! Η χαρά γίνεται λύπη. Πάντα».

«Όχι» ψελλίζω –έχω ήδη σηκωθεί όρθια με τρόμο. «Όχι!» Πισωπατώ.

«Ναι!» ουρλιάζει το πλάσμα και τα φίδια ξεσπούν σε τσιρίδες.

Ανοίγω την πόρτα με όλη μου τη δύναμη. Ξεχύνομαι έξω. Κλαίω. Τρέχω. Αντικρίζω για μια στιγμή τον ουρανό που δεν έχει ούτε ένα αστέρι. Μπερδεύομαι. Σωριάζομαι με δύναμη στο έδαφος.

Το πρόσωπό μου γεμάτο δάκρυα και χώμα. Νιώθω ένα χέρι να με ακουμπάει.

«Τι έπαθες;» συρίζει σχεδόν ο άντρας μου, λες και ανησυχεί μην τον κάνω ρεζίλι μέσα στην άγρια ερημιά. Ανασηκώνομαι με δυσκολια. Τρέμω ολόκληρη.

«Βοήθεια!» ψιθυρίζω, αλλά δε ξέρω αν απευθύνομαι σε εκείνον. «Υπάρχει... Υπάρχει κάποιος εκεί μέσα!» Φοβάμαι ακόμα και να κουνηθώ. Η ενόχληση και ο θυμός αλλοιώνουν για ακόμα μια φορά το πρόσωπο του.

«Πας καλά;» μου λέει, «Να ανάψεις κερί μπήκες ή να τα σβήσεις;» Γυρίζω έντρομη και βλέπω το εκκλησάκι σκοτεινό –δεν υπάρχουν αναμμένα κεριά, όλα τα φώτα είναι σβηστά.

Αισθάνομαι έναν φόβο και μια χαοτική απορία που είχα να νιώσω από τότε που έχασα το πρώτο μας παιδί, που έβλεπα ανήμπορη στο πάτωμα το αίμα να τρέχει ανάμεσα στα πόδια μου. Ένιωθα εκείνες τις στιγμές λες και είχα μυτερά κάρβουνα πάνω στα μάγουλα, πάνω στο μέτωπο, μέσα στα αυτιά. Ένιωθα παγωμένες βελόνες να τρυπάνε τις κόρες των ματιών μου.

Και όταν αρρώστησε για πρώτη φορά ο μικρός μας που ήρθε αργότερα, όταν έπαθε πνευμονία και η ανάσα του δεν έβγαινε και ο παιδίατρος μας είπε να τον πάμε γρήγορα στα επείγοντα, εκεί ένιωσα πάλι αυτό τον απαίσιο φόβο και την απορία να ζεματάει σαν μελάσα λιωμένη πάνω στους πόρους του δέρματός μου. Το παιδί έμεινε στο νοσοκομείο για πέντε μερόνυχτα – και καιγόταν – ενώ εγώ εκεί· το έβλεπα σιωπηλό και τρομαγμένο στο κρεβάτι του σαν σημαδούρα σχεδόν ακίνητη στην ανοιχτή θάλασσα.

Και, τώρα, νιώθω ξανά ανήμπορη και φοβισμένη. Μόνο που είναι χειρότερο. Γιατί νιώθω μπερδεμένη. Αισθάνομαι κουρασμένη. Μέσα μου, είμαι έξαλλη. Είναι λες και σου ξεριζώνει κάποιος με το έτσι θέλω την ταπετσαρία της ζωής που γνωρίζεις. Ακούω τον άντρα μου να λέει ότι ήπια πολύ. Μόνο που δεν είναι αλήθεια.

Καθώς επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο σκέφτομαι: Tο χέρι του. Την ημέρα του γάμου μας, το άπλωσε και μου έστρωσε μια τούφα από τα κόκκινα μαλλιά μου. Το ίδιο αυτό χέρι άπλωσε ξανά πριν έρθουμε στο νησί. Εκείνη άνοιξε τα πόδια. Και εκείνος είδε το λουλούδι μπροστά του. Και το χέρι που χάιδευε τα μαλλιά μου άγγιξε το λουλούδι αυτό –μπήκε μέσα του. Τα δάχτυλα που κάποτε χάριζαν ζεστασιά στο μάγουλο μου. Αυτά τα δάχτυλα. Αυτό το χέρι. Πώς μου το έκανε αυτό χωρίς να φρικιάσει; Πώς μου το έκανε αυτό;

'Ενα σαμαράκι με επαναφέρει στο τώρα. Φτάνουμε στο ξενοδοχείο. Πηγαίνω στο μπάνιο, ανοίγω το ζεστό νερό. Μήπως βίωσα μια ισχυρή ψευδαίσθηση;

Μια φωνή μού ψιθυρίζει αιφνής στο αυτί:

«Οι ψευδαισθήσεις είναι και αυτές γεγονότα!»

Σηκώνω έντρομη το βλέμμα στον καθρέφτη που ευτυχώς έχει θολώσει από τους υδρατμούς... Αλλά καθώς οι ατμοί χάνονται και ο καθρέφτης αρχίζει να καθαρίζει, εγώ γυρίζω προς την πόρτα και σηκώνω αργά τα χέρια μου ψηλά –στα μαλλιά μου. Γιατί νιώθω την αλλαγή που συντελείται.

Αισθάνομαι τον πόνο, το κάψιμο, τη φωτιά που ξεφλουδίζει το δέρμα μου, που καίει σαν ηλεκτρική εκκένωση κάθε ίνα του σώματος που χάνω. Επιτέλους, τα ακροδάχτυλα μου φτάνουν εκεί που πρέπει. Και αγγίζω το κρύο δέρμα που πάλλεται. Ακουμπάω τα φίδια. Κάτι που μοιάζει με βρυχηθμός κλωθογυρίζει σαν καταιγίδα στο στομάχι μου. Καίγομαι. Παρ' όλα αυτά, όταν μιλάω η φωνή μου είναι απαλή:

«Αγάπη μου;» ψιθυρίζω. «Αγάπη μου;» λέω λίγο πιο δυνατά. «Αγάπη μου!» επαναλαμβάνω με τη φωνή μου να ανεβαίνει μια ακόμα οκτάβα και επιτέλους με ακούει.

«Τι θέλεις;» ρωτάει.

«Αγάπη μου, έλα να δεις!» του λέω.

Η πόρτα τρίζει ενώ εγώ σηκώνω το βλέμμα.



Το Δάσος των Κροταλισμών - 

Βάσω Διαμαντή

Όλοι μου το είχαν πει: «Μην περάσεις από τον βάλτο… Μην περάσεις καν από το Δάσος των Κροταλισμών».

Είχα ακούσει για το Δάσος και για τον βάλτο που υπήρχε βαθιά μέσα του, αλλά λίγοι από όσους το διέσχισαν έζησαν για να εξιστορήσουν τι είδαν και όσοι έζησαν, παραμιλούσαν κάτι ακαταλαβίστικα για ξωτικά, πνεύματα της λάσπης και πολεμιστές. Μα όλοι συμφωνούσαν για έναν απόκοσμο ήχο, ένα κροτάλισμα και ψίθυρους που είχαν συνέχεια από τότε στα αυτιά τους.

Ήμουν, όμως, τόσο κουρασμένος αλλά και τόσο ατρόμητος που αποφάσισα να περάσω μέσα από το παράξενο και ομολογουμένως μικρό δασάκι. Υπολόγισα να χρειαστώ τρεις-τέσσερις ώρες για να το διασχίσω, γλυτώνοντας έτσι τουλάχιστον μια μέρα διαδρομής. Βιαζόμουν να φτάσω σπίτι μου.

«Σιγά, δεισιδαιμονίες… Πράσινα πνεύματα και πράσινα άλογα!»

Με αυτήν τη σκέψη και με περίσσιο θράσος, ξεκίνησα τη διαδρομή μου μέσα στο Δάσος των Κροταλισμών. Μα τι όμορφα ήταν όλα γύρω μου! Πανύψηλα δέντρα, φουντωτοί θάμνοι, πεντακάθαρα ρυάκια και ένα μονοπάτι τόσο ξεκάθαρο που και να θες, είναι αδύνατο να χαθείς. Συνέχισα την πορεία μου χαρούμενος με την επιλογή μου.

Μετά από λίγη ώρα, το τοπίο άρχισε να αλλάζει, σκοτείνιαζε ξαφνικά, τα δέντρα άπλωναν τα κλαδιά τους, ξερά, απειλητικά, σαν χέρια νεκρών απογυμνωμένα από την σάρκα που υψώνονταν μέσα από τον τάφο ζητώντας βοήθεια.

Μπρος μου, ένα δέντρο τεράστιο στεκόταν σαν φύλακας στην είσοδο ενός ξέφωτου. Έκανα δύο βήματα· αυτό που φαινόταν σαν ξέφωτο ήταν ένας τεράστιος βάλτος! Ένας βάλτος γεμάτος ξερά κλαδιά, νεκρά δέντρα και μια απόκοσμη πρασινωπή ομίχλη, λες και κάποια μάγισσα ενός παρανοϊκού παραμυθιού έφτιαχνε στο καζάνι της το πιο ανίερο φίλτρο.

Έψαξα για κάποιο πέρασμα και αφού αποφάσισα ότι ήταν ένας ρηχός βάλτος που μπορούσα να τον διασχίσω, έκατσα στη ρίζα του δέντρου-φύλακα να φάω, να ξεκουραστώ κι έπειτα να συνεχίσω την πορεία μου.

Δεν ξέρω πόσες ώρες κοιμόμουν. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, ήταν εκεί· πανέμορφη, αγέρωχη, λαμπερή, επιβλητική! Η μάγισσα του παραμυθιού; Ξωτικό του τρομακτικού δάσους; Ή απλά παιχνίδια του μουδιασμένου από τον ύπνο μυαλού μου;

Άπλωσε το χέρι της και μου έκανε νεύμα να την ακολουθήσω. Σαν υπνωτισμένος, πήγα μαζί της βαθιά μέσα στο δάσος, περπάτησα δίπλα της πάνω στον βάλτο. Γύρισε, με χάιδεψε στο πρόσωπο και, τότε, είδα ότι αντί για νύχια είχε λεπίδες.

Έμπηξε μια λεπίδα στο στήθος μου και αισθάνθηκα την ηδονή ενός ερωτευμένου που ενώνεται για πρώτη φορά με την αγαπημένη του. Την έβλεπα να ρουφάει λαίμαργα τη λαμπερή πράσινη αύρα που ξεχύθηκε από τα σωθικά μου. Και ήμουν ευτυχισμένος και γαλήνιος!

Δεν μπορούσα πια να φανταστώ τη ζωή μου μακριά από εκείνο το δάσος, εκείνο τον βάλτο, μακριά από εκείνη!

Τη μέρα, χανόταν, την έψαχνα απελπισμένα, έτσι που είχα μάθει κάθε γωνιά του αφιλόξενου μέρους που, πλέον, είχε γίνει το σπίτι μου. Αλλά τα βράδια, ερχόταν αιωρούμενη γλιστρώντας πάνω στην ομίχλη –για μένα. Με τρυπούσε, ρουφούσε ζωή, δύναμη από μέσα μου, καθόταν μαζί μου, με πρόσεχε, και μου έλεγε ιστορίες. Ιστορίες όμορφες και συνάμα ανατριχιαστικές για όσους χάθηκαν στον βάλτο που διαφέντευε.

Με τον καιρό, οι επισκέψεις της άρχισαν να μην είναι καθημερινές. Όσο πιο πολύ καθυστερούσε να έρθει, τόσο ένιωθα να καθαρίζει το μυαλό μου. Και άρχισα να παρατηρώ τον εαυτό μου! Έβλεπα όχι το δέρμα μου αλλά τους μυς, τις φλέβες, έβλεπα το αίμα μου να κυλά!

Και άρχισα να παρατηρώ γύρω μου! Έβλεπα πια όχι δέντρα αλλά κόκκαλα, έβλεπα ότι στον βάλτο δεν ήταν ξερόκλαδα αλλά οστά, και κρανία. Είδα ότι δεν υπήρχαν πουλιά, ζώα, έντομα. Και άρχισα να παρατηρώ εκείνη! Πόσο αέρινη, πόσο όμορφη.

Και, τότε, άκουσα τον ήχο που την ακολουθούσε· ένα κροτάλισμα σαν πετραδάκια να χτυπούν μεταξύ τους, σαν ξύλα ξερά και κούφια, που πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο.

Έμαθα να ακούω τον ήχο της, ήξερα πότε ερχόταν, και την περίμενα με αδημονία. Ικέτευα για ένα χάδι της, για μια αγκαλιά, και την παρακαλούσα να με τρυπήσει, να πάρει από μέσα μου ό,τι ήταν αυτό που έπαιρνε. Και κατάλαβα ότι ίσως, τελικά, ήταν ένα βαμπίρ, ένας βρικόλακας που αντί για αίμα ρουφούσε ψυχές, λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Και, σιγά σιγά, εξαφανιζόμουν, γινόμουν διάφανος, Και αυτή πιο δυνατή και όμορφη. Μέχρι που έμεινα μόνο κόκκαλα, ένα κουβάρι από οστά. Και έτσι, περιφερόμουν στον βάλτο.

Δεν ξέρω πόσο ήμουν εκεί, χαμένος στα μονοπάτια του δάσους, χαμένος στην παρουσία της. Αιώνες; Χρόνια; Μήνες; Ώρες; Έτσι αόρατος πια, βρέθηκα στο δέντρο-φύλακα του βάλτου. Και την είδα να έρχεται. Και ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά. Με πλησίασε, με χάιδεψε.

«Σε αγαπώ, πάρε με μαζί σου, μην με ξανά αφήσεις» της είπα απελπισμένος. Μου χαμογέλασε.

«Δεν μπορώ, εγώ είμαι πολεμίστρια, είμαι ένα πνεύμα της λάσπης, είμαι κυνηγός. Η ψυχή σου είναι δική μου πια, η ύπαρξη σου μου ανήκει. Αλλά τελείωσα μαζί σου, δεν έχεις τίποτα άλλο να μου δώσεις».

Και με μια κίνηση της, ένα απλό νεύμα της, τα οστά μου, αυτά που ήταν πια όλη και όλη η ύπαρξη μου, σκόρπισαν στον αέρα, και αυτή, πιο λαμπερή από ποτέ, απομακρύνθηκε με τον χαρακτηριστικό της ήχο, το κροτάλισμα, που δεν ήταν από πέτρες ή ξύλα, αλλά κροτάλισμα από τα οστών που την ακολουθούσαν, από τα κούφια κόκκαλα και κρανία, τρίξιμο από τα δόντια…

Καθώς απομακρυνόταν, την άκουσα να γελάει και να λέει «Σου είπαν, μην περάσεις από τον βάλτο… Μην περάσεις καν από το Δάσος των Κροταλισμών».

Τώρα, είμαι εδώ, περιπλανώμενα οστά, να τη βλέπω να αιωρείται, να κυνηγάει, να φέρνει καινούργια θηράματα. Εδώ, στον βάλτο που έγινε το αιώνιο σπίτι μου, στέκομαι στο δέντρο-φύλακα και προσπαθώ να προειδοποιήσω όσους δύσμοιρους θέλουν να διασχίσουν τον βάλτο.

Μα όσο και αν φωνάζω, όσο και αν εκλιπαρώ, το μόνο που ακούγεται είναι ένα κροτάλισμα! Άλλο ένα απόκοσμο θρόισμα, στο Δάσος των Κροταλισμών, στο δάσος της κυράς του βάλτου!

Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε