CREATURES


Υπόσχεση - Γιώτα Χουλιάρα

Η Σέινα κοίταξε τα ματωμένα της δάχτυλα. Μέρες τώρα, έραβε τον καινούργιο μανδύα του Αυτοκράτορα, αυτόν που θα φορούσε στα αυριανά του γενέθλια. Ήταν η καλύτερη ράφτρα της χώρας, καθώς καταγόταν από μια γενιά εξαιρετικών ραφτρών. Ο πατέρας της παινευόταν πως η κόρη του ήταν η καλύτερη -όχι μόνο στη χώρα αλλά σε ολόκληρη την Ανατολή.

«Ακόμα και η λάμψη του Ήλιου θα υστερεί μπροστά στον μανδύα που θα ράψει η κόρη μου» είχε υποσχεθεί στον Αυτοκράτορα, ο οποίος, ακούγοντας τη βεβαιότητά του ζήτησε τον ωραιότερο μανδύα και, ως αντάλλαγμα, θα τους γέμιζε χρυσάφι.

«Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος, ένας μαγικός τρόπος να φτιάξω τον ωραιότερο μανδύα» αναστέναξε η κοπέλα καθώς τρυπήθηκε για πολλοστή φορά. Η υπόσχεση του πατέρα της έμοιαζε με αβάσταχτο φορτίο και πλήγωνε όχι μόνο τα όμορφα δάχτυλά της αλλά και την καρδιά της, καθώς αποτυχία θα σήμανε και την οικογενειακή τιμωρία τους. Ο Αυτοκράτορας Χιρότο είχε τη φήμη αυστηρού άνδρα και η Σιένα ένιωθε τον φόβο να φτερουγίζει απειλητικά σε κάθε βελονιά που έκανε.

«Μπορώ να σε βοηθήσω, αν θέλεις...» η φωνή ήρθε από το πουθενά και τάραξε την απόλυτη σιωπή του δωματίου. Η κοπέλα πετάχτηκε και το πολύτιμο ύφασμα κύλησε από τα χέρια της στο πάτωμα.

«Μπορώ να σε βοηθήσω...»

Μια τεράστια πολύχρωμη Αράχνη με χρυσές βούλες πρόβαλε πίσω από τους σωρούς μεταξιών και κλωστών και κοίταξε τη Σέινα, η οποία πάγωσε προς στιγμήν από τον φόβο της.

«Αν με φοβάσαι, θα φύγω» ψιθύρισε η Αράχνη -ένας ψίθυρος αρκετός για να τραντάξει την Σέινα και να την κάνει να ξεπεράσει την αρχική της έκπληξη, την ανάμεικτη με φόβο. Θυμήθηκε, τότε, πως οι παλαιοί έλεγαν ιστορίες για πλάσματα μαγικά που μπορούσαν να βοηθήσουν όποιον είχε ανάγκη. Η γιαγιά της μιλούσε συχνά για το Χιάκι Γιακό, όταν τα πλάσματα αυτά έκαναν την εμφάνισή τους, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η μεγάλη πανσέληνος του καλοκαιριού ήταν σε μια μέρα και φαίνεται πως η Σέινα ήταν τυχερή που, απόψε, ένα μαγικό πλάσμα την επισκέφτηκε.

«Σε παρακαλώ βοήθησε με και γω θα κάνω ό,τι ζητήσεις» είπε δείχνοντας τον μισοτελειωμένο μανδύα.

«Μου το υπόσχεσαι;» ρώτησε η Αράχνη.

«Φυσικά» απάντησε με βεβαιότητα η κοπέλα.

Η Αράχνη έβγαλε έναν περίεργο ήχο -έμοιαζε με ικανοποίηση. Η Σέινα, όμως, ήταν πολύ κουρασμένη για να σκεφτεί. Ήταν τόσο κουρασμένη που δεν αναρωτήθηκε ούτε τι θα μπορούσε να ζητήσει η Αράχνη. Καθώς την έβλεπε να δουλεύει το μετάξι με τα οκτώ της πόδια, έγειρε το κεφάλι και αποκοιμήθηκε, ενώ το Φεγγάρι φώτιζε το δωμάτιο.

Ο Ήλιος είχε φωτίσει κάθε σπιθαμή του Φουτζι-γιάμα όταν οι φωνές του πατέρα της ξύπνησαν τη Σέινα. Θαύμαζε τον μανδύα που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί και χοροπηδούσε σαν μικρό παιδί, παρά τα χρόνια του, γιατί ήταν σίγουρος πως ο Αυτοκράτορας θα τους δεχόταν με όλες τις τιμές.

Ο Ήλιος, το Φεγγάρι και όλα τα Ουράνια Σώματα κοσμούσαν το πάνω μέρος του μανδύα, που έλαμπε όπως το χρυσάφι. Στην κάτω πλευρά του, απλωνόταν η Ιαπωνία, ξαπλωμένη νωχελικά ανάμεσα στα ασημένια κύματα της Θάλασσας, ενώ τα ψάρια χόρευαν στον βυθό. Η Αράχνη είχε υφάνει ό,τι ωραιότερο είχε δει η Σέινα.

Πατέρας και κόρη βιάστηκαν να πάνε στο παλάτι, για να παραδώσουν το υπέροχο αυτό έργο τέχνης. Ο Αυτοκράτορας και όλοι οι Σύμβουλοι και οι Αυλικοί έμειναν να τον θαυμάζουν μαγεμένοι, καθώς κανείς τους δεν είχε δει κάτι παρόμοιο.

«Πώς έφτιαξες αυτόν τον μανδύα;» ρώτησε ο Αυτοκράτορας την κοπέλα.

«Τον κέντησα με κλωστή και με βελόνα» απάντησε η Σέινα.

«Ποιος σε βοήθησε;» ρώτησε ο Αυτοκράτορας

«Κανείς. Μόνη μου το έκανα» είπε με καμάρι η κοπέλα και τα μάγουλα της έγιναν κόκκινα σαν το ηλιοβασίλεμα. Όλοι χειροκροτούσαν με θαυμασμό και έλεγαν στον Αυτοκράτορα πως έπρεπε να τιμήσει τον ράφτη και την κόρη του. Μόνο μια γριά παραμάνα, με λευκά μαλλιά σαν το μπαμπάκι και χέρια σκελετωμένα σαν κλαδιά του χειμώνα, κούνησε το κεφάλι και κάτι ψιθύρισε. Όμως κανείς δεν την άκουσε.

Ο Αυτοκράτορας αποφάσισε πως έπρεπε να τιμήσει την κοπέλα κάνοντας τη γυναίκα του και οι γάμοι τελέστηκαν με επισημότητα στο τέλος του καλοκαιριού, λίγο πριν βγει το πρώτο φεγγάρι του φθινοπώρου.

Το ίδιο κιόλας βράδυ, η κοπέλα στη νυφική κάμαρα, περίμενε τον σύζυγό της, ενώ οι υπηρέτριες τη στόλιζαν με άνθη και μετάξι. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Μόνο η γριά παραμάνα, σε μια γωνιά, κοιτούσε χωρίς να χαμογελά. Γιατί ήξερε πως, αργά ή γρήγορα, για όλα έρχεται το πλήρωμα του χρόνου.

Όταν η Σέινα έμεινε μόνη, ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της και δεν πρόσεξε τη μαύρη σκιά πίσω της.

«Ήρθε η ώρα να τηρήσεις την υπόσχεσή σου».

Η φωνή πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη της. Γύρισε αργά και είδε την Αράχνη να στέκεται τεράστια απέναντι της καλύπτοντας με το σώμα και τα πόδια της κάθε έξοδο από το δωμάτιο.

«Τι θέλεις από μένα;» ψέλλισε η κοπέλα τρομαγμένη, ενώ ένιωθε τα άκρα της να παραλύουν από φόβο.

«Θέλω να γίνω εσύ» είπε η Αράχνη.

«Αυτό δε γίνεται» απάντησε η Σέινα, η οποία άρχισε σιγά σιγά να ανακαλεί τις ιστορίες της γιαγιάς της και να θυμάται πως όσοι συνάντησαν αυτά τα μαγικά πλάσματα, τα γιοκάι, δεν είχαν καλό τέλος.

Πριν προλάβει να ουρλιάξει, η Αράχνη τυλίχθηκε γύρω από το κορμί της, το οποίο τινάχθηκε καθώς δεχόταν το θανατηφόρο αγκάλιασμα. Στιγμές αργότερα, τα δυο σώματα έγιναν ένα. Δευτερόλεπτα πριν εισέλθει στο δωμάτιο ο Αυτοκράτορας, η Αράχνη είχε εξαφανιστεί, ενώ η Σέινα τον περίμενε. Τα μάτια της έλαμπαν στο σκοτάδι σαν το χρυσάφι.

«Έλα κοντά μου» του είπε κοιτάζοντας τον ερωτικά και η φωνή της έμοιαζε με ψίθυρο...



Ο μύθος της Σεχραζάντ - 

Σοφία Σταθαρού

Καλώς ήρθατε στο Melrose. Ένα από τα ιστορικά χωριά της Σκωτίας. Εδώ, οι μύθοι ζωντανεύουν και κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει την πραγματικότητα.

Τον Αύγουστο, όλο το χωριό προετοιμάζεται για την άφιξη των νεράιδων, των δράκων και των ξωτικών. Ο μύθος λέει πως όταν το φεγγάρι γίνεται κόκκινο, όλα τα πλάσματα γίνονται ορατά και βαδίζουν στα σοκάκια μαζί με τους θνητούς.

Όμως, σήμερα, είναι μια ξεχωριστή ημέρα για τον τόπο αυτόν. Σαν σήμερα, πριν ακριβώς 1000 χρόνια, εμφανίστηκε η Σεχραζαντ.

Εκείνο το βράδυ του 1860, ο Μακ, ο ξυλοκόπος, γύριζε από την ταβέρνα μαζί με τον Ροντίν, τον αδερφό του. Ξαφνικά, μια αστραπή έσκισε τον ουρανό στα δύο. Φλόγες και βρυχηθμοί ακούγονταν. Ο Μακ κρύφτηκε πίσω από το μεγάλο δέντρο και έτρεμε από τον φόβο του. Ο Ροντίν, μικρός και θερμοκεφαλος Σκωτσέζος, όπως τον αποκαλούσαν, έτρεξε προς τον φωτεινό ουρανό. Βλέπετε, δε φοβόταν τίποτα και πάντα ήταν πρώτος στις φασαρίες και στους τσακωμούς. Λίγο πριν φτάσει στο σημείο, ελάττωσε τον βηματισμό του και σχεδόν σταμάτησε να αναπνέει. Δε γνώριζε τι ακριβώς θα αντικρίσει, είχε όμως ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι που δεν το είχε νιώσει ξανά. Ήταν έτοιμος να φύγει όταν μια μελωδική φωνή άρχισε να τον καλεί:

«Ροντίν... Ροντίν.. Έλα σε μένα».

Έκλεισε τα μάτια και άφησε τη φωνή να τον φωνάζει κοντά της, δίχως να μπορεί να αντιδράσει. Άνοιξε τα μάτια του και φλόγες τον είχαν τυλίξει σε όλο του το κορμί. Άπλωσε τα χέρια και τις άγγιξε. Αυτό που ένιωσε δεν ήταν ζέστη -δεν τον πονούσαν. Όχι, ένιωσε μια θαλπωρή και ένα συναίσθημα ασφάλειας να τον έχει κυριεύσει.

Ο Μακ, βλέποντας τον αδερφό του τόσο κοντά στις φλόγες, πίστεψε πως χρειαζόταν τη βοήθεια του. Άρχισε δειλά δειλά να τον πλησιάζει ώστε να βρει έναν τρόπο να τον τραβήξει μακριά από τις φλόγες. Αυτό που δεν έβλεπε, όμως, ήταν τη Σεχραζάντ, που τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της. Άπλωσε τα χέρια του να τραβήξει τον αδερφό του, όμως εκείνη έριξε τις φλόγες πάνω στα δύο του χέρια και τα έκαψε. Εκείνος τρομαγμένος, πήγε στο χωριό να ζητήσει τη βοήθεια τους.

Όταν ο Ροντίν είδε τον αδερφό του να φλέγεται, προσπάθησε να ξεφύγει από την αγκαλιά της. Όμως εκείνη τον έσφιξε πάνω της με περισσότερη δύναμη. Του ψιθύριζε στο αυτί συνέχως «Ροντίν, Ροντίν, είσαι δικός μου...»

«ΟΧΙ» φώναξε. «Άφησε με να φύγω, δε σου ανήκω. Εγώ ανήκω στο Melrose. Γεννήθηκα και θα πεθάνω Σκωτσέζος».

«Ροντίν, Ροντίν, μου ανήκεις... Πάντα ήσουν δικός μου. Αν θες τον Μακ ελεύθερο να αφήσω, πρέπει την ψυχή σου να μου δώσεις».

«Δεν ξέρω τι μου λές. Δεν μπορώ να καταλάβω. Άσε ήσυχο τον Μακ κ εγώ θα κάνω ότι θες».

«Ροντίν, Ροντίν, είσαι δικός μου. Εγώ και εσύ θα ήμαστε για πάντα ενωμένοι. Πάντα μέσα σου το γνώριζες πως ήσουν διαφορετικός από όλους. Μέσα σου έκαιγε πάντα μια φλόγα. Είσαι η φλόγα μου. Δίχως εσένα, η φωτιά μου θα σβήσει. Εγώ και εσύ ειμαστε ενωμένοι για πάντα...»

Ο μύθος λέει πως η Σεχραζάτ μεταμόρφωσε τον Ροντίν σε πύρινο δράκο και, πάντα την ίδια μέρα, φωτίζουν το Melrose.

Το πύρινο βράδυ του Αυγούστου, οι μάνες κρατάνε σφιχτά τα παιδιά τους και προσεύχονται στη Σεχραζάντ να μη χωρίσει τα αδέρφια. Να μην τους πάρει μακριά τα παιδιά τους.

Εγώ δεν ξέρω να σας πω αν είναι μύθος ή αλήθεια.

Εγώ βρέθηκα ένα πύρινο βράδυ στη Σκωτία και ένας γέρος με καμένα χέρια μού ανέφερε τον μύθο της Σεχραζάντ.


Η Κοιλάδα των Λυγμών - Ερωδίτη Παπαποστόλου

Είχε σχεδόν νυχτώσει. Η μικρή Σόνια καθόταν στο τραχύ έδαφος αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα χέρια. Ο αέρας λυσσομανούσε. Τη στιγμή που διαπερνούσε τις καλαμιές του βάλτου, ένας εκκωφαντικός λυγμός πλημμύρισε όλη την κοιλάδα· ένας λυγμός ανάμικτος με βρυχηθμό που έκανε το κεφάλι της να σφαδάζει από τον πόνο. Το χώμα γύρω της άρχισε να στροβιλίζεται. Σήκωσε με κόπο το βλέμμα της. Ίσα που κατάφερε να διακρίνει τη σιλουέτα ενός μεγαλόπρεπου λιονταριού με χρυσαφένιο τρίχωμα και μεταξένια φτερά να την κοιτάζει από μακριά. Προσπάθησε να σηκωθεί για να το φτάσει, μα ο λυγμός έγινε δυνατότερος και ο πονοκέφαλος αφόρητος. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια, πίεσε τους κροτάφους με τα χέρια και ο χωμάτινος στρόβιλος την κύκλωσε.

***

Ο Μέισον στεκόταν στη στάση και περίμενε το λεωφορείο. Η αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού έκανε το πουκάμισο να κολλά πάνω στο σώμα του και τον ιδρώτα να τρέχει στο μέτωπό του. Ξάφνου, ένιωσε κάποιον να του τραβά το χέρι. Γύρισε απότομα. Αντίκρυσε μια γυναίκα με μακριά κατάμαυρα αχτένιστα μαλλιά, χλωμό πρόσωπο και βλέμμα γεμάτο απόγνωση. Ήταν ξυπόλητη. Φορούσε μια λευκή, μακριά ρόμπα, σκισμένη σε διάφορα σημεία. Γραπώθηκε πάνω του και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Το φτερωτό λιοντάρι...» ψιθύρισε. «Αυτό θα σου δείξει πού βρίσκεται... Μόνο αυτό μπορεί να τη σώσει από την Κοιλάδα των Λυγμών...»

Κάποιος την τράβηξε μακριά του.

«Είσαι καλά νεαρέ;»

Ο Μπαρτόλομιου Σμιθ, ο πενηντάρης γείτονάς του, στάθηκε δίπλα του. Ο Μέισον έγνεψε, τη στιγμή που δύο άντρες οδηγούσαν ήρεμα τη γυναίκα σε ένα ασθενοφόρο.

«Τους κάλεσα αμέσως μόλις την είδα. Το έσκασε από το ψυχιατρείο».

«Κανένα νέο για την κόρη της;» ρώτησε ο Μέισον, τη στιγμή που το όχημα περνούσε από δίπλα τους.

«Τίποτε. Από τότε που εξαφανίστηκε, τα ίχνη της χάθηκαν. Αυτό την τρέλανε την καψερή...»

Ο Μπαρτόλομιου κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι και απομακρύνθηκε.

***

Είχε πλέον νυχτώσει. Ο Μέισον καθόταν δίπλα στο παράθυρο του σαλονιού, στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Ξαφνικά, το είδωλό του στο τζάμι άρχισε να αλλάζει και η μορφή της Κοραλίν, της γυναίκας που συνάντησε το πρωί, πήρε τη θέση του. Προσπάθησε να σηκωθεί, μα είχε παραλύσει. Απέμεινε να την παρακολουθεί έντρομος να ξεπηδάει από το γυαλί με το πρόσωπό της να αγγίζει σχεδόν το δικό του.

«Το φτερωτό λιοντάρι...» του είπε με απόκοσμη ένρινη φωνή. «Πρέπει να το βρεις».

Ξαφνικά, λες και το παράθυρο τη ρούφηξε, απομακρύνθηκε αστραπιαία και η αντανάκλασή του πήρε ξανά τη γνώριμη μορφή του. Η αναπνοή του επανήλθε, το σώμα του χαλάρωσε κι έσκυψε μπροστά βήχοντας δυνατά. Σηκώθηκε προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί.

Ένας ήχος έσπασε τη σιωπή. Έμοιαζε με παιδικό κλάμα και δυνάμωνε όσο πλησίαζε στην εξώπορτα. Βγήκε ακροπατώντας στον σκοτεινό διάδρομο. Ακολούθησε τη φωνή, μέχρι που έφτασε στο διαμέρισμα της Κοραλίν. Το κλάμα ακουγόταν πλέον εκκωφαντικά. Εύκολα κατάφερε να διαρρήξει την πόρτα. Άναψε τα φώτα και ο λυγμός σώπασε μεμιάς. Κοίταξε γύρω του. Τα παιχνίδια της μικρής ήταν ακόμη σκορπισμένα στο πάτωμα. Έψαξε έναν έναν τους χώρους, αλλά δε βρήκε κανένα παιδί. Ετοιμάστηκε να φύγει όταν το κλάμα ακούστηκε ξανά, ακόμα πιο δυνατά. Συνοφρυώθηκε. Ήταν σίγουρος ότι προερχόταν από ένα ντουλάπι απέναντί του. Το άνοιξε απότομα. Το μόνο που βρήκε ήταν μια φωτογραφία. Απεικονιζόταν η Σόνια, η κόρη της Κοραλίν που είχε εξαφανιστεί. Στην αγκαλιά της, έσφιγγε ένα λούτρινο φτερωτό λιοντάρι. Το περιεργάστηκε. Ένα μπλε καρό μαντήλι ήταν δεμένο γύρω από τον λαιμό του, ενώ το μπροστινό πόδι του είχε σκιστεί και φαινόταν το αφρολέξ. Την άφησε πάνω στο έπιπλο, έψαξε ξανά σε όλο το σπίτι, αλλά δε βρήκε πουθενά το παιχνίδι. Ετοιμάστηκε να φύγει, μα την τελευταία στιγμή αποφάσισε να πάρει τη φωτογραφία και να τη ρίξει στην τσέπη του.

***

Το επόμενο πρωί, άργησε να ξυπνήσει. Ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε έξω τρέχοντας. Πάνω στη βιασύνη του, έσπρωξε κατά λάθος τον μικρό Τίμι, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να μπει στο σχολικό του λεωφορείο.

«Με συγχωρείς...» απολογήθηκε και γονάτισε μπροστά του.

Μάζεψε το λούτρινο κουκλάκι που του είχε πέσει κι ετοιμάστηκε να του το δώσει. Σταμάτησε όμως, την τελευταία στιγμή, και το παρατήρησε. Ήταν ένα φτερωτό λιοντάρι, με μπλε καρό μαντήλι γύρω από τον λαιμό του. Το μπροστινό του πόδι ήταν σκισμένο και το αφρολέξ ξεχείλιζε. Έβγαλε τη φωτογραφία της Σόνιας από την τσέπη του και την κοίταξε τρομοκρατημένος.


***

Το ίδιο απόγευμα, ο Μπαρτόλομιου Σμιθ, πατέρας του Τίμι, οδηγούταν στο τμήμα ως ο κύριος ύποπτος για τη δολοφονία της μικρής. Ο γιος του παραδέχτηκε πως το λούτρινο παιχνίδι τού το έκανε δώρο λίγο μετά την εξαφάνισή της.

***

Παραδέχτηκε το ειδεχθές έγκλημά του και αποκάλυψε πού είχε θάψει τη σωρό της μικρής.

Παρόντες στην κηδεία της ήταν μόνο ο Μέισον και ο κληρικός. Όταν ο νεαρός έμεινε μονάχος, γονάτισε μπροστά στο μνήμα και ακούμπησε πάνω του το λιοντάρι. Ξαφνικά, ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Γύρισε απότομα. Η Κοραλίν στεκόταν πίσω του και του χαμογελούσε. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε μια όμορφη πλεξούδα, ενώ το λευκό της φόρεμα, ήταν αψεγάδιαστο.

«Σε ευχαριστώ» του ψιθύρισε.

Τον φίλησε στο μάγουλο και προχώρησε προς το τέρμα του μικρού μονοπατιού. Η κόρη της στεκόταν ήδη εκεί και χαμογελούσε. Στράφηκαν και οι δυο προς τον νεαρό και του κούνησαν το χέρι. Και τότε, εμφανίστηκε δίπλα τους ένα φτερωτό μεγαλόπρεπο λιοντάρι. Η χρυσαφένια χαίτη έλαμπε κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού και τα φτερά του λαμπύριζαν σαν μετάξι. Χαμήλωσε τη ράχη του κι εκείνες σκαρφάλωσαν πάνω της. Πέταξαν και οι τρεις μακριά, αφήνοντας πίσω τους ένα πέπλο σκόνης. Ο Μέισον κάλυψε τα μάτια του. Όταν τελικά τα άνοιξε και κοίταξε το μνήμα, το λούτρινο φτερωτό λιοντάρι είχε εξαφανιστεί.

***

Το ίδιο βράδυ, ανακοινώθηκε ο θάνατος της Κοραλίν. Η άτυχη γυναίκα, είχε ξεψυχήσει στον ύπνο της. Ο Μέισον κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα του θανάτου της ήταν ίδια με εκείνη που την είδε να στέκεται δίπλα του στο μνήμα της κόρης της. Οι ψυχές τους είχαν ελευθερωθεί.



Σελάχια, η Κυρά της θάλασσας - Λάζαρος Λυρώνης

Πήρε μερικές κοφτές ανάσες. Λαχανιασμένος, άφησε τα χοντροπελεκημένα κουπιά να γλιστρήσουν στο νερό. Τα άκρα του έκαιγαν λες και τα είχε βυθίσει στη λάβα. Ο άνεμος, στο ίδιο κρεσέντο· θερμός, αποπνικτικός, έκαιγε τα πνευμόνια του. Το λινό του πουκάμισο είχε νοτίσει από τον ιδρώτα. Έβγαλε το ψάθινο καπέλο και σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του το μέτωπό του. Η αλμύρα κέντρισε τις πληγές από τις φουσκάλες των δαχτύλων του. Αναθεμάτισε πονεμένα.

Άρπαξε βιαστικά τη σιδερένια άγκυρα από τον κορμό της και την πέταξε στα σκοτεινά νερά. Δρασκέλισε ανάμεσα από μπόγους και πανέρια. Έφτασε στην κουπαστή. Προσεκτικά, έλυσε τα κουπιά από τους σκαρμούς φέρνοντας τα σε οριζόντια θέση και τα ασφάλισε. Περίμενε καρτερικά ελέγχοντας κάθε τόσο, μέχρι που ένιωσε πως η άγκυρα είχε πατώσει. Αισθάνθηκε την κόντρα από το βάρος της και αμόλησε ακόμα μερικά μέτρα αγκυρόσκοινο. Αφού τελείωσε με το νετάρισμα του, το έδεσε στο κοράκι της πλώρης.

«Φουντάραμε» μονολόγησε. Έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε μια μικρή προσευχή. «Δώσε μου δύναμη» κατέληξε.

Γονάτισε στο κέντρο της βάρκας. Έβγαλε από τον δερμάτινο σάκο τα τέσσερα κειμήλια που είχε φέρει μαζί του και ξεκίνησε την τελετή.

Τράβηξε το κοντό μαχαίρι από τη ζώνη. Η αριστερή του παλάμη έκλεισε και αγκάλιασε σφιχτά την οδοντωτή του λάμα. Μόρφασε από τον πόνο, καθώς χάραζε βαθιά την ίδια του τη σάρκα. Μούγκρισε βαρύθυμα. Μία παράξενη ευφορία τον κυρίευσε, καθώς κοίταζε το αίμα του να ρέει. Θηκάρωσε ξανά, πίσω από τη μέση του.

Πήρε το λευκό, κοφτερό δόντι, το έρανε με αίμα και το άφησε προσεκτικά στην επιφάνεια της θάλασσας. «Καρχαρίες για το Πρώτο Κύμα» γρύλισε. Μία αχνή, αδύναμη λάμψη, έζωσε το αντικείμενο, συνοδεύοντας το στον βυθό, έως ότου χάθηκε.

Συνέχισε. Έσυρε το τσακισμένο καβούκι μπροστά του. Με προτεταμένη σε οριζόντια θέση την παλάμη του, έσταξε αίμα από την πληγή του. Ευλαβικά, το σήκωσε και το απόθεσε στο νερό. «Θαλάσσιες χελώνες για το Δεύτερο Κύμα» επανέλαβε. Μια δεύτερη λάμψη φώτισε δυνατά το κέλυφος, σβήνοντας - αρκετά πόδια βαθύτερα - στην υδάτινη τάφρο.

Ακολούθησε το κέρας. Το κράτησε με το λαβωμένο του χέρι και, αφότου σιγουρεύτηκε πως το είχε χρωματίσει πορφυρά, το παρέδωσε και αυτό με τη σειρά του στη γαλάζια αγκαλιά. «Φάλαινες για το Τρίτο Κύμα» τόνισε. Ο οστέινος χαυλιόδοντας λούστηκε με φως και έντονες ασημί γυαλάδες, μέχρι ότου υπέκυψε και αυτός, στο πηχτό σκοτάδι της Αβύσσου

Στράφηκε στο λευκό τομάρι. Το χάιδεψε απαλά με τα χέρια του. Κόκκινες στάλες πιτσίλισαν το τρίχωμα και το λέκιασαν. Το ανασήκωσε ελαφρά και το οδήγησε στο βαθύ πέλαγος. «Φώκιες για το Τέταρτο Κύμα» βρυχήθηκε. Ξαφνικά, μια δέσμη ενέργειας έσκασε από ψηλά και ακτινοβόλησε με άπλετο χρυσαφένιο φως το δέρμα. Τυφλώθηκε. Σήκωσε το δεξί του χέρι προσπαθώντας να προφυλάξει τα μάτια του. Η λάμψη συντρόφευσε την προσφορά στο τελευταίο της ταξίδι.

Σηκώθηκε. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και εισέπνευσε. Ένιωσε τα πνευμόνια του να γεμίζουν αλμύρα. Η ευφορία του θέριεψε. Με στεντόρεια φωνή, πρόσταξε:

«Σελάχια, Κυρά της θάλασσας και όλων των πλασμάτων της. Εσύ, που βασιλεύεις στα ανάκτορα της Αβύσσου. Εγώ, το τέκνο σου, σε καλώ. Τα παιδιά σου πεθαίνουν. Τα παιδιά σου αφανίζονται. Ως πότε, Θεά μου, θα το επιτρέπεις; Ως πότε θα τους αφήνεις; Οι άνθρωποι θαρρούν πως είναι ανώτεροι σου. Νομίζουν πως έγιναν θεοί. Ξέχασαν πως σε σένα τα χρωστούν όλα. Ξέχασαν ότι πρέπει να σε τιμούν. Ξέχασαν πως πρέπει να σε σέβονται... Γι' αυτό σε καλώ, Σελάχια! Ήρθε η ώρα να ακούσεις τις προσευχές μου. Αναδύσου, αναδύσου εσύ, Βυθισμένη Κυρά! Δείξε τους τη δύναμή σου. Δείξε τους γιατί πρέπει να σε σέβονται. Με κάθε κύμα, εσύ και τα παιδιά σου, εκδικηθείτε».

Ο άνεμος κόπασε απότομα. Ένα υπόκωφο βουητό αναδύθηκε από το βυθό. Κυκλικές ρυτιδώσεις εμφανίστηκαν γύρω από τη βάρκα, η οποία άρχισε να πάλλεται όλο και δυνατότερα.

Μειδίασε και συνέχισε εκστατικά:

«Αναδύσου, αναδύσου, Σελάχια! Αναδύσου, Κυρά!»

Ο ήχος έγινε εντονότερος, πένθιμος, σαν μοιρολόι. Η θάλασσα φούσκωσε και αγρίεψε. Κάθισε βιαστικά στις ξύλινες τάβλες και γαντζώθηκε από την κουπαστή. Το αγκυρόσχοινο έσπασε βίαια και η βάρκα έγινε έρμαιο των κυμάτων που την χτύπαγαν με λύσσα.

Τότε ήταν που την είδε. Με έναν γιγάντιο παφλασμό, αναδύθηκε στην επιφάνεια. Ιχθυόμορφη και τερατώδης, η Σελάχια υψώθηκε πάνω από τα σκοτεινά νερά, λούζοντας έτσι με κρύο νερό το κορμί του.

Η ατμόσφαιρα βάρυνε. Μια έντονη μυρωδιά από φύκια και άλγη επιτέθηκε στα ρουθούνια του. Ανακατεύτηκε. Έβηξε τόσο πολύ που, στο τέλος, ξέρασε.

Προσπάθησε ενστικτωδώς να την κοιτάξει. Δύο πάλλευκες φωτεινές σφαίρες για μάτια. Οκτώ πλοκάμια για μαλλιά, γαλαζοπράσινο φολιδωτό δέρμα. Δεν άντεξε. Ανέπνεε πλέον με υπερπροσπάθεια. Η ανάσα του σφύριζε. Το στήθος του τον πίεζε. Αποκαμωμένος, χαμήλωσε το βλέμμα του.

Με την άκρη του ματιού του, είδε τη θηριώδη ουρά της να αναδύεται και να ραπίζει τέσσερις φορές την επιφάνεια πίσω της. Υποθαλάσσια ρεύματα συγκρούστηκαν βάναυσα και τέσσερα στάσιμα παλιρροιακά κύματα σηκώθηκαν, δεκάδες μέτρα ψηλά. Καρχαρίες, θαλάσσιες χελώνες, φάλαινες και φώκιες ξεπρόβαλλαν και τα πλαισίωσαν.

«Παιδιά μου, έφτασε η ώρα της εκδίκησης» άκουσε την απόκοσμη, στριγκιά φωνής της και κατέρρευσε.



Ω Νέμεση - Αγγελική Βιδάλη

Βουδαπέστη, Βασιλική Αγίου Στεφάνου, 20 Ιουλιου 2022, 10:00 π.μ.

Μπήκε σχεδόν αθόρυβα στον μεγαλόπρεπο ναό, διέσχισε τον μακρύ διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα και κάθισε το ίδιο αθόρυβα δίπλα στον μαυροφορεμένο νεαρό άνδρα, που προσεύχονταν σκυφτός. Το μήνυμα ήταν σαφές· εκείνος θα έκανε την πρώτη κίνηση. Έτσι, της δόθηκε η ευκαιρία να τον παρατηρήσει καλύτερα. Το πρόσωπο του δεν μπορούσε να το δει. Τα μαλλιά του ήταν μωβ με ασημί ανταύγειες, τα μακριά του δάχτυλα ήταν σχεδόν καλυμμένα με δαχτυλίδια που έφεραν πάνω τους αποκρυφιστικά σύμβολα. Ένα από αυτά ήταν το σύμβολο που έκαιγε την παλάμη της εδώ και ώρες. Την αιφνιδίασε γυρνώντας απότομα προς το μέρος της, τα μάτια του είχαν ακριβώς το ίδιο χρώμα με τα μαλλιά του, οι ίριδές του βιολετί μωβ και οι κόρες είχαν ένα εκτυφλωτικό ασημί χρώμα.

Ένιωσε μια έντονη ανατριχίλα και, ύστερα, όλα σκοτείνιασαν.

***

Κρήτη, 20 Ιουλίου 2002

Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ο αγαπημένος της παππούς ζήτησε να της μιλήσει -μονάχα εκείνη ήθελε δίπλα του εκείνη την ώρα. Ήταν το πρώτο τόσο κοντινό της πρόσωπο που έχανε και ήταν συντετριμμένη...

«Ίριδα, θα σου πω μια ιστορία -έπρεπε να σου την είχα διηγηθεί νωρίτερα, νόμιζα όμως πως θα είχα τον χρόνο να γίνουν τα πράγματα όπως πρέπει... Δε βαριέσαι...» σταμάτησε να πάρει ανάσα, «αφού αυτό είναι το θέλημα Του... Άκουσε με προσεχτικά...

»Όταν δημιουργήθηκε τούτος ο κόσμος, ο άνθρωπος είχε ανάγκη την πίστη στον Δημιουργό του » ένας οξύς βήχας τον έκανε να σταματήσει κι εκείνη του έσφιξε το χέρι κλαίγοντας βουβά -δεν ήθελε να τον ταράξει περισσότερο.

«Λοιπόν» συνέχισε με δυσκολία, «ήταν τόσο μεγάλη η σοφία Του και η διορατικότητα Του που προέβλεψε πως το ίδιο Του το δημιούργημα θα ερχόταν μια ώρα που θα Τον απαρνιόταν, Αυτόν και μαζί Του όλη τη σοφία τόσων αιώνων, με αποτέλεσμα να απαρνηθεί και την ίδια του την ψυχή... Και τι είναι ο άνθρωπος δίχως την ψυχή του, μωρέ;» φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω της -την τρόμαξε...

«Ούλες οι θρησκείες κρύβουν μέσα τους μεγάλη σοφία -άσε πώς καταντήσανε σαν πέσανε στα χέρια των ανθρώπων, πόσα εγκλήματα γινήκανε στο όνομα τους... Είσαι από τους εκλεκτούς Ίριδα, από τους Φύλακες» η φωνή του μαλάκωσε «Το κατάλαβα βλέποντας σε να μεγαλώνεις και ύστερα είναι και αυτό» ελευθέρωσε το χέρι του από τα δικά της και πίεσε με τον δείκτη του την παλάμη του αριστερού της χεριού. Τότε, εμφανίστηκε ένα ακατανόητο σύμβολο. «Όταν θα έρθει η ώρα, το σύμβολο θα εμφανιστεί και θα πρέπει να σηκώσεις το βαρύ φορτίο...» είπε και έκλεισε τα μάτια του για πάντα.

Τη βρήκαν ύστερα από μερικά λεπτά λιπόθυμη δίπλα στο νεκρό σώμα του παππού της.

Το θυμόταν κάποιους μήνες σαν να ήταν όνειρο. Πίστευε πως ήταν δημιούργημα της φαντασίας της από το ισχυρό σοκ που έζησε, ώσπου, με τον καιρό, καταχωνιάστηκε κάπου βαθιά στο υποσυνείδητό της. Ύστερα από 3 χρόνια, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές της στη Βουδαπέστ.η

***

Βουδαπέστη, 20 Ιουλίου 2022, 07:00, π.μ.

Το κουδούνι χτύπησε μια και μοναδική φορά. Ήταν αρκετό για να την κάνει να πεταχτεί από το κρεβάτι. Κάποιος είχε αφήσει μια καρτ-ποστάλ στο χαλάκι της εισόδου. Κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για τη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου.

Το μήνυμα ήταν γραμμένο στα ελληνικά:

Σε 3 ώρες, θα σε περιμένει στην πρώτη σειρά, ντυμένος στα μαύρα. Θα προσεύχεται. Δε θα σου φανερωθεί αμέσως. Να είσαι διακριτική, δεν πρέπει να μάθει κανείς.

Γλυκιά μου Ίριδα, έφτασε η ώρα.

Υ.Γ: Τι είναι ο άνθρωπος δίχως την ψυχή του;

Η κάρτα τής έπεσε από τα χέρια κι ένα έντονο κάψιμο, στην παλάμη του αριστερού της χεριού, της έκοψε την αναπνοή.

Κάπου στον κόσμο

Όταν η Ίριδα συνήλθε, δεν πίστευε στα μάτια της· βρισκόταν σε μια τεράστια αίθουσα, κυκλική με κίονες και περίτεχνα μαρμάρινα σκαλίσματα. Παντού, έκαιγαν πυρσοί, υπήρχαν άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, εθνοτήτων και θρησκειών καθώς και μυστηριώδεις μαυροφορεμένες φιγούρες - σαν τον άνδρα που παρατηρούσε, πριν λίγα λεπτά - με τα μοντέρνα τους ρούχα και τα περίτεχνα χτενίσματα τους να έρχονται σε αντίθεση με το επιβλητικό περιβάλλον.

Ένας από αυτούς - κατά πάσα πιθανότητα αυτός που την πήγε εκεί - χτύπησε ένα γιγάντιο γκονγκ.

«Οι φύλακες να κάνουν έναν κύκλο κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου» είπε.

Όλοι είχαν το ίδιο σύμβολο στην παλάμη του αριστερού τους χεριού.

Ο κύκλος σχηματίστηκε και οι λέξεις βγήκαν από μέσα τους σαν να τις μελετούσαν μήνες.

«Ω Νέμεση, σε επικαλούμαι, θεά, μέγιστη βασίλεια, πανδερκής, που εσοράς τον βίο των πολυφύλων θνητών. Αΐδια, πολύσεμνη, η μόνη που χαίρεσαι με τους δίκαιους, και τιμωρείς τον πολυποίκιλο λόγο, τον αιεί άστατο, εσένα που σε φοβούνται πάντες οι βροτοί που έθεσαν ζυγό στον αυχένα. Γιατί εσένα αεί σε μέλει η γνώμη πάντων, και δεν σου διαφεύγει καμία ψυχή που έχει έπαρση και αδιάκριτη ορμή των λόγων. Τα πάντα εσοράς και τα πάντα ακούς, τα πάντα βραβεύεις. Από εσένα εξαρτώνται οι δίκες των θνητών, πανυπέρτατε δαίμων. Έλθε, μακάρια, αγνή, αεί βοηθός για τους μύστες. Δώσε να έχουμε αγαθή διάνοια, παύοντας τις πανεχθείς γνώμες, τις ανόσιες, τις γεμάτες έπαρση, τις αλλοπρόσαλλες1»

Ξενοδοχείο Waldorf, Astoria Beverly Hills, 20 Ιουλίου 2022, 14:00 μ.μ.

Villa Suite

Πνευματικότητα... Φιλοσοφία... Αλτρουισμός... Έκλεισε τα μάτια του στρέφοντας το πρόσωπό του στον καυτό ήλιο και ήπιε δυο, τρεις γουλιές από το πανάκριβο κοκτέιλ του, για να καταπολεμήσει την αηδία που ένιωσε προφέροντας και μόνο τις λέξεις αυτές...

Δεν έχουν θέση στη νέα εποχή... Επιτέλους είμαστε πολύ κοντά... Ένιωσε πιο δυνατός από ποτέ.

Ξαφνικά, άρχισε να σκοτεινιάζει... Μόλις που πρόλαβε να δει το φτερωτό πλάσμα, την ώρα που έμπηγε τη μακριά λόγχη στην καρδιά του. Τα μαλλιά της ανέμιζαν και στον χιτώνα της έκρυβε ολόκληρη την άβυσσο.

«Νέμεση» ψέλλισε πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.

-------------------------------------------------------------------------------------[1] Ορφικός ύμνος Νεμέσεως



Οι Καλτσοφύλακες - 

Έλενα Στεργιοπούλου

Το Σοσονάρι δε χόρταινε το κολύμπι μέσα στο ζεστό σαπουνόνερο. Μύριζε όμορφα· καθαριότητα. Ευχάριστη αλλαγή. Ήλπιζε ότι το Παιδί θα αργούσε να το βρωμίσει ξανά με ιδρώτα και λάσπη.

Μετά την πλύση, θα στέγνωνε κάτω από τον ήλιο. Ύστερα, θα σφιχταγκαλιαζόταν με το Σοσονέλι και μαζί θα έμπαιναν στο συρτάρι. Τότε μόνο θα ήταν σίγουρο το Σοσονάρι ότι είχαν αποφύγει τον Διαχωρισμό.

Δεν ήθελε να πέσει θύμα του μάγου Διαχωριστή! Ακουγόταν πως αιχμαλώτιζε τ' αδέλφια τους, για να φτιάξει το πιο τεράστιο πάπλωμα φτιαγμένο μόνο από κάλτσες και σοσόνια, όμως το Σοσονέλι πίστευε ότι δεν ήταν παρά ένας καλτσικός μύθος για να τα τρομάζει.

Ξάφνου, το σαπουνόνερο εξαφανίστηκε.

Μαζί του, χάθηκε το ταίρι του, τα υπόλοιπα ρούχα, το ίδιο το πλυντήριο. Το Σοσονάρι δεν έβλεπε πια τη στρογγυλή πόρτα που οδηγούσε στην κόκκινη λεκάνη. Γύρω του, έβλεπε μόνο μαυρίλα και τα τοιχώματα ενός σωλήνα. Συνειδητοποίησε ότι τελικά είχε χαθεί αυτό. Και έπεφτε, έπεφτε...

«Βοήθειααααααα!» ούρλιαξε.

Μετά από λίγο, έπεσε με φόρα πάνω σε μια απαλή επιφάνεια. Οι βαμβακερές ρίγες του, μισές κόκκινες και μισές λευκές, έτρεμαν από την ταραχή.

«Το προλάβαμε, Χνουδωτό; Λίγο έλειψε...»

«Ποιος- ποιος μίλησε;» είπε το Σοσονάρι.

Ένα χέρι το σήκωσε ψηλά στον αέρα. Κατάλαβε ότι είχε πέσει πάνω στην κοιλιά ενός πλάσματος με μακρύ τρίχωμα. Είχε δυο ολοστρόγγυλα μάτια, που παρατηρούσαν το Σοσονάρι, και φρύδια λοξά. Δεν είχε καθόλου μύτη. Ένα δόντι προεξείχε από το κλειστό του στόμα και στο άλλο του χέρι κρατούσε ένα κουκλάκι με τρύπες αντί για μάτια.

«Εγώ» είπε το κουκλάκι.

«Ποιοι είστε;»

«Είμαστε οι τελευταίοι Καλτσοφύλακες. Αυτό είναι το Χνουδωτό κι εγώ είμαι το Λουτρίνι. Είναι τα μάτια μας, γιατί δε βλέπω, κι εγώ το στόμα μας, γιατί δε μιλάει». Το Σοσονάρι κοίταζε μια το Χνουδωτό και μια το Λουτρίνι.

«Πού βρίσκομαι;»

«Στους Σωλήνες του Διαχωριστή. Μόλις που σε προλάβαμε πριν σε αρπάξει και χαθείς για πάντα».

«Το 'ξερα ότι δεν ήταν μύθος!» είπε το Σοσονάρι. «Το ταίρι μου πού είναι;»

«Θα σε πάμε πίσω, θα το βρούμε».

Το Χνουδωτό φόρεσε στο πόδι του το Σοσονάρι και άρχισε να πετάει μέσα στους Σωλήνες. Σε λίγο, βρέθηκαν στο πλυντήριο. Το Σοσονάρι φώναξε το ταίρι του, όμως η φωνή του αντιλάλησε στον άδειο κάδο. Η πλύση είχε τελειώσει.

«Σοσονέλι! Σοσονέλι, πού είσαι;»

Το Χνουδωτό γλίστρησε έξω από το πλυντήριο.

«Πού μπορεί να είναι;» ρώτησε το Λουτρίνι.

«Συνήθως, μας απλώνουν στον πίσω κήπο. Στρίψε δεξιά προς την κουζίνα. Θα βγούμε από το πορτάκι της γάτας».

Διέσχισαν τον διάδρομο με τα πλακάκια και μπήκαν στην κουζίνα. Οσμές από την κλειστή κατσαρόλα γαργάλησαν τη μύτη του Σοσοναριού. Μερικές δρασκελιές ακόμα και βρέθηκαν στον καταπράσινο κήπο. Τα ρούχα ήταν απλωμένα κάτω από τον ήλιο, νωπά και μυρωδάτα.

«Τζινίνο! Ε, ψιτ! Μήπως είδες το Σοσονέλι;» ρώτησε το Σοσονάρι.

«Εσύ δεν είσαι το Σοσονέλι;»

«Εγώ είμαι το Σοσονάρι».

«Α, μοιάζετε. Όχι, δεν το είδα».

Κανένα από τα ρούχα δεν είχε δει το Σοσονέλι.

«Να ψάξουμε στα σκουπίδια» πρότεινε το Σοσονάρι. Ούτε εκεί ήταν.

«Καμιά φορά, σφηνώνεται στο λάστιχο του πλυντηρίου» είπε το Λουτρίνι. Όμως ούτε εκεί το βρήκαν, πουθενά μέσα στο σπίτι δεν το βρήκαν.

«Βοήθειαααα!»

«Το ακούτε κι εσείς αυτό;» ρώτησε το Σοσονάρι. «Ίσως είναι το Σοσονέλι. Πάμε!»

Το Χνουδωτό έκανε μια βουτιά μέσα στο πλυντήριο και βρέθηκαν μέσα στους Σωλήνες. Περιπλανήθηκαν από εδώ, περιπλανήθηκαν από εκεί, όμως δεν είδαν τίποτα.

«Δεν καταλαβαίνω πού μπορεί να είναι» είπε το Κουκλάκι ξύνοντας το κεφάλι του. «Το χάσαμε. Είναι η μία φορά στις έντεκα που δεν τα καταφέρνουμε».

«Μισό λεπτό» είπε το Σοσονάρι. «Κάτι μυρίζω. Άρωμα λεβάντας... Πάμε ευθεία!»

Με τις οδηγίες του Σοσοναριού, βρήκαν μια μαύρη κάλτσα με άσπρες βούλες. Όταν την επέστρεψαν στο πλυντήριό της και ενώθηκε με το ταίρι της, το Σοσονάρι δάκρυσε.

Εγώ γιατί δε βρήκα το ταίρι μου; αναρωτήθηκε. Τι θα κάνω χωρίς το Σοσονέλι; Ένιωθε εντελώς χαμένο.

Σαν να διάβασε τις σκέψεις του, το Λουτρίνι μίλησε: «Θέλεις να μείνεις μαζί μας; Να γίνεις κι εσύ Καλτσοφύλακας, να γίνεις η μύτη μας; Έχεις φοβερό ταλέντο!»

«Θέλω» είπε το Σοσονάρι. Κατά βάθος, είχε νιώσει ικανοποίηση όταν βοήθησε να βρεθεί εκείνη η κάλτσα. Έστω μέχρι να δω τι θα κάνω.

Μήνες περάσαν κι οι κάλτσες που έσωσαν οι τρεις Καλτσοφύλακες στους Σωλήνες ήταν αμέτρητες. Με κάθε διάσωση, το Σοσονάρι ένιωθε ακόμα πιο όμορφα. Είχε δεθεί με το Χνουδωτό και το Λουτρίνι, όμως του έλειπε ακόμα το Σοσονέλι.

Ήταν Χριστούγεννα όταν έσωσαν ένα λευκό σοσόνι, παλιά γνωριμία του Σοσοναριού. Ανήκε κι εκείνο στο Παιδί.

«Εσύ δεν είσαι το Σοσονάρι;» του είπε. «Το ταίρι σου, το Σοσονέλι, όλο για σένα μιλάει».

Οι Καλτσοφύλακες βρέθηκαν, για άλλη μια φορά στο πλυντήριο, όπου είχε χαθεί το Σοσονάρι. Το λευκό σοσόνι τα οδήγησε στο σαλόνι, που ήταν στολισμένο και ολόφωτο.

«Σοσονέλι, σε έψαξα παντού!» είπε το Σοσονάρι. «Πού ήσουν; Γιατί είσαι εκεί πάνω;»

«Το Παιδί με βρήκε πεσμένο στο γρασίδι και με φύλαξε στην κρυψώνα του. Πριν λίγες μέρες, με κρέμασε στο τζάκι για να βάζει μέσα καραμέλες και σοκολάτες ο Άγιος Βασίλης. Να δεις τι χαρά κάνει το Παιδί όταν τις βρίσκει! Χαίρομαι κι εγώ μαζί του».

«Φαίνεται! Τα χρώματά σου είναι έντονα και οι ρίγες σου τόσο καθαρές. Και μυρίζεις θεσπέσια, σαν ζάχαρη...»

«Εσύ, Σοσονάρι, πού χάθηκες;»

«Ο Διαχωριστής με τράβηξε στους Σωλήνες του. Οι Καλτσοφύλακες με έσωσαν και, τώρα, μαζί σώζουμε κι άλλες κάλτσες. Είμαι η μύτη τους».

Το Σοσονέλι γέλασε. «Πάντα ήσουν η μύτη. Συγγνώμη που δε σε πίστευα για τον Διαχωρισμό, είχες δίκιο. Μου έλειψες».

«Κι εσύ, Σοσονέλι... Θέλεις να έρθεις μαζί μας;»

«Πώς να αφήσω το Παιδί; Θα το απογοητεύσω. Γιατί δε μένεις εσύ εδώ;»

«Σκέφτομαι τις κάλτσες που δε θα βρεθούν χωρίς τη μύτη μου. Θα χαθούν και τα ταίρια τους θα κλαίνε».

«Μπορούμε να μείνουμε όλοι μαζί εδώ, με το Παιδί» είπε το Λουτρίνι. «Έτσι, και θα είστε μαζί και θα ακολουθήσετε και τα δύο το κάλεσμά σας».

«Φοβερή ιδέα!» είπε το Σοσονέλι και ξεκρεμάστηκε από το τζάκι.

«Η καλύτερη!» είπε το Σοσονάρι και βγήκε από το πόδι του Χνουδωτού.

Τα δύο σοσόνια αγκαλιάστηκαν πιο σφιχτά από ποτέ και οι ρίγες τους τρεμούλιασαν με χαρά για το νέο τους ξεκίνημα.


Ο γιος της Αίγας και του Ποσειδώνα - Δήμητρα Πανταζή

Είναι το πρώτο καλοκαίρι μετά την πανδημία, τους σεισμούς, τις εξάρσεις δολοφονιών και του πρόσφατου πολέμου, που αποφάσισα να βουτήξω πάλι στη θάλασσα, την αληθινή, αυτή που αγαπώ. Κάνω σχέδια καθημερινά, στο χαρτί και στο μυαλό μου, οραματίζομαι την «όασή μου». Οργανώνομαι - είμαι μοναχοκόρη της οργάνωσης, άλλωστε - ετοιμάζω ψυχή και σώμα να υποδεχτούμε μαζί το πέρασμα σ' έναν άλλο κόσμο, όπου η διακοπή της τετριμμένης ζωής μου θα σημάνει την αρχή του ονείρου μου.

Φτάνω στο λιμάνι, το χάραμα. Αποφασίζω ν' αφήσω το αυτοκίνητο, θέλω να περπατήσω πάνω στο νερό, να φτάσω απέναντι, να πατήσω το χώμα με πόδια αλατισμένα, να το φιλήσω, να ξεκινήσω ξυπόλητη το ταξίδι. Ανεβαίνω στο πλοίο.

Ούριος άνεμος, σκέφτομαι κι ευγνωμονώ. Ακούγεται η μηχανή, να μου σφυρίζει με φωνή δυνατή, τραχιά, αποφασιστική: «Πιάσε το πανί, τράβα την άγκυρα, κράτα γερά το σπαθί και τον φόβο σου». Κι εγώ, σαν να βλέπω τον καθρέφτη μπροστά μου, παρατάω τα πράγματά μου και σκαρφαλώνω στην πλώρη, φουσκώνω τα στήθια και προτείνω το χέρι μου σαν σε χαιρετισμό. Ναι, το βλέπω, το αγγίζω το σπαθί μου, νιώθω καυτό το μέταλλο να λάμπει στον ήλιο.

«Είμαι πανέτοιμη» λέω δυνατά και η καρδιά μου φτερουγίζει μπροστά στα μάτια μου.

Μιάμιση ώρα μόνο με χωρίζει απ' το νησί μου. Ούτε που θα το καταλάβω, σκέφτομαι και ο χάρτης ανοίγει μέσα στο μυαλό μου. Κοιτάζω τα σχέδια και τις διαδρομές μου, τα κόκκινα σημαδάκια που έβαλα, που σαν φανοστάτες μού θυμίζουν την πορεία που είχα επιλέξει με τόση φροντίδα.

Ξάφνου, ταρακουνιέμαι κι εγώ μαζί με το πλοιο. Μπα, ιδέα μου είναι, σκεφτομαι. Ένα δεύτερο κύμα περνά την κουπαστή, κάνει ένα σάλτο και βρίσκεται να δροσίζει το πρόσωπό μου, για να φύγει πάλι στη μάνα του, την απέραντη γαλάζια.

Κοιτάζω περίεργη ανάμεσα απ' τα φρεσκοβαμμένα κάγκελα του καταστρώματος, όπως όταν ήμουνα παιδί και παρακολουθούσα κρυφά ανάμεσα από χαραμάδες και δέντρα. Κάτι με σπρώχνει να ξαναδω, κάτι υπάρχει εκεί έξω. Με περιμένει, σκέφτομαι. Πριν προλάβω να γυρίσω τα μάτια μου προς την ανατολή, βλέπω το φως να κρύβεται.

«Ο ήλιος φεύγει πριν να ριξει τις αχτίδες του και να χαϊδέψει το πρωινό; Περίεργο» λέω δυνατά, αυτή τη φορά. Κι όμως, ένα σύννεφο γκρι και γρήγορο σφαλίζει το φως και ανοίγει στο κέντρο του ένας στρόβιλος, μια τεράστια χρυσή τρύπα, σαν να ανοίγει μια πόρτα για να προϋπαντήσει κάποιον. Μα ποιον;

Μένω 'κει καρφωμένη στην κουπαστή, αγκαλιά με τα κάτασπρα κάγκελα -φοβάμαι να τ' αφήσω, μήπως ο στρόβιλος με πάρει μακριά. Το πλοίο άδειο, ούτε ψυχή, μόνο τα κύματα ακούγονται παίζοντας μουσική με τις αχτίδες τις ξανθομαλλούσες. Θαμπώνομαι απ' το παράξενο φως σαν αστραπή, που προβάλλει μέσα απ' τον στρόβιλο. Γυρίζοντας το κεφάλι μου προς το σύννεφο, ξεχωρίζω μια μορφή.

Ένα πανέμορφο, νεαρό, αντρικό πρόσωπο με κοιτάζει κατάματα. Πάνω απ' τις κατάξανθες μπούκλες των μαλλιών του, προβάλλει κρυστάλλινη κορώνα που καταλήγει σε δύο ψηλά κέρατα αίγας, ενώ το υπόλοιπο κορμί του τελειώνει σε τεράστια δαιδαλώδη πόδια χταποδιού. Στο αριστερό του χέρι, κρατάει σφιχτά αγκαθωτό ραβδί, σαν όπλο μαγικό και σύντροφο πιστό συνάμα. Πισω απο τη ράχη του, φτερά πουλιού ξεπροβάλλουν, φέρνοντας το θεϊκό αυτό πλάσμα όλο και πιο κοντά μου, παρέα με τον στρόβιλο νερού κι αέρα που σηκώνει στο πέρασμά του.

Σαστισμένη όπως είμαι, νιώθω να βρίσκομαι σε κάποια άλλη διάσταση, όπου ο άνεμος με ρούφηξε στα σπλάχνα του και μ' έφερε σε κόσμο φανταστικό και πραγματικό ταυτόχρονα. Έχασα από τα μάτια μου και το νησί μου, σκέφτομαι έντρομη.

Δεν έχασες, κέρδισες το νησί σου, μη γελιέσαι, ακούγεται η φωνή του πλάσματος, σαν να ξετρυπώνει στη σκέψη μου.

«Ποιος είσαι;» τολμώ και ρωτάω με φωνή σχεδόν αποφασιστική.

Είμαι ο γιος της Αίγας και του Ποσειδώνα, γεννήθηκα στο νησί σου, απαντάει.

«Και τι θέλεις από μένα; Είσαι 'δω ή σ' άλλον κόσμο παράλληλο με τον δικό μου;» ξαναρωτώ.

Φυσικά και είμαι 'δω. Δε θέλω κάτι από σένα, ήρθα γιατί με κάλεσες, λέει.

«Εγώ; Μα πότε;» απαντώ έκπληκτη.

Όταν θέλησες, σήμερα, να περπατήσεις πάνω στο νερό, να φτάσεις απέναντι, να πατήσεις το χώμα με πόδια αλατισμένα, να το φιλήσεις και να ξεκινήσεις ξυπόλυτη το ταξίδι, φωνάζει γλυκά αυτή τη φορα, σαν να 'θελε να δώσει θάρρος και πνοή στα υγρά από τη θάλασσα αυτιά μου.

«Μα πώς τα ξερεις ολ' αυτά;» απαντάω.

Σου είπα και πριν, γεννήθηκα στο νησί σου και η δική σου η καρδιά επιθυμει ν' αρχίσει το ταξίδι της από εκεί. Μου 'δειξες και το σπαθί σου - το είδα να αστράφτει πάνω απ' τα σύννεφα - , είδα τον φόβο σου, τον νιώθω. Εκείνος μ' έφερε εδώ. Είσαι ψυχή γενναία, μα δεν το ξέρεις. Καιρός είναι να φροντίσεις το σπαθί σου, φίλος σου θα 'ναι καρδιακός, μιλάει το πλάσμα και η φωνή του σαν μουσική πλημμυρίζει το σύμπαν μου.

Καθώς, λοιπόν, κρατιέμαι ακόμα σαν υπνωτισμένη από τα υγρά κάγκελα της κουπαστής, νιώθω να μ' αγγίζει ένα τεράστιο μαλακό πλοκάμι και, σαν αγκαλιά, με σηκώνει στον αέρα και με φέρνει κοντά στο πλάσμα. Μυρίζω τα χνώτα του, ένα αλάτι γλυκό χαϊδεύει το πρόσωπό μου.

Πάρε, λέει και προτείνει το αγκαθωτό ραβδί του, όταν πατήσεις στη γη, στηρίξου σ' αυτο. Θα 'μαι 'κει για σένα. Κράτα με τ' άλλο σου χέρι το σπαθί και ξεκίνα. Ο φόβος σου είναι αδερφός και 'συ πρέπει να τον αγαπήσεις, το γνωρίζεις αυτο. Κοιτάζω τα μάτια του· βυθός απέραντος, στην άκρη του, όμως, φως, μόνο φως, αυτό της ελευθερίας. Πετάμε πάνω από τα ταραγμένα νερά, ώσπου ξαφνικά βρίσκομαι να ακουμπώ τα δάχτυλα των ποδιών μου στο νερό. Περπάτα, λέει.

«Φοβάμαι πως θα πνιγώ» απαντώ.

Κοίταξε το σπαθί και μη φοβάσαι, ξαναλέει κι εξαφανίζεται.

Βγαίνω στην ακτή. Στέκομαι όρθια, τα μαλλιά μου υγρά και δεμένα πίσω με ένα κοχύλι από φίλντισι. Βουλιάζω τα πόδια μου στο χώμα. Σκύβω και το φιλάω. Δίπλα μου, τα πράγματά μου άθικτα. Κοιτάζω γύρω μου. Η χρυσή τρύπα έχει χαθεί. Απέναντί μου, φαντάζει αγέρωχο, μα με προσκαλέι συνάμα, το αγκαθωτό ραβδί. Το πιάνω μαλακά σαν ν' αγγίζω το χέρι του συνταξιδιώτη μου, παίρνω τα πράγματά μου και ξεκινάω με το σπαθί μου πιο όμορφο, γυαλιστερό και έτοιμο από ποτέ.

Βρίσκεσαι εδώ που γεννήθηκες, στη μήτρα σου, ακούγεται η γνώριμη φωνή, Κι εγώ είμαι πλάι σου.

Δεν είμαι πια μοναχοκόρη της οργάνωσης, σκέφτομαι, έχω αδερφό και φίλο, έσκισα μόλις τους χάρτες με τα σημαδάκια τους. Είναι το πρώτο μου καλοκαίρι που ξεκινώ γυμνή κι ανάλαφρη, χωρίς τις αλυσίδες και τα βάρη τους. Είμαι ελεύθερη κι ευγνωμων. Κοιτάζω, απέναντι, το βουνό. Δύο ψηλά κέρατα προβάλλουν και το κορμί μιας άγριας αίγας, τυλιγμένο μ' ένα χρυσό πλοκάμι, σκαρφαλώνει στην κορυφή, φωτίζοντας τον δρόμο.



Η μεταμόρφωση - Βάσω Διαμαντή

«Εντάξει... Είμαι κούκλα!!!»

Καθόταν μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της και θαύμαζε τον εαυτό της. Ήταν στα καλύτερα της, μόλις 25 χρονών, όμορφη, εντυπωσιακή και με μια ακαταμάχητη προσωπικότητα.

Η Ξένια θεωρούσε ότι είχε όλον τον κόσμο στα πόδια της: μόλις έπιασε δουλειά σε μια μεγάλη χρηματιστηριακή εταιρεία, έβγαζε για πρώτη φορά τα δικά της λεφτά - και ήταν καλά λεφτά - ζούσε επιτέλους μόνη, έκανε ό,τι ήθελε και μόλις άρχιζε να συνειδητοποίει τη μεγάλη γοητεία που ασκούσε στους άντρες. Και όλα αυτά την εξιτάρανε πάρα πολύ!

Στην αρχή, δυσκολεύτηκε όταν έφυγε από τον τόπο της και βρέθηκε στη μεγάλη, πολύβουη και απρόσωπη πρωτεύουσα. Όταν έφυγε από το χωριό της, από την μικρή της πόλη και τον δικό της μικρόκοσμο, ένιωσε ότι της ξεριζώθηκε η καρδιά. Άφησε πίσω της αγαπημένους ανθρώπους, καλούς φίλους, ίσως και μια υποψία ενός υποσχόμενου έρωτα και ξαφνικά βρέθηκε μόνη της, μακριά από όλα όσα γνώριζε και εμπιστευόταν.

Το σπίτι μικρό, ακριβά τα ενοίκια, στενάχωρο και κυρίως χωρίς αυλή. Αχ πόσο της έλειπε μια αυλή. Στη δουλειά, το κλίμα εχθρικό, όλοι καχύποπτοι απέναντι της και ούτε συζήτηση για άδειες. Πρώτη φορά που έπρεπε να φροντίσει τα πάντα μόνη της: ψώνια, λογαριασμούς, καθάρισμα, μαγείρεμα....

Σιγά σιγά, η καθημερινότητα δεν της άφηνε πολλά περιθώρια: δουλειά, σπίτι, σπίτι, δουλειά.

«Ή θα εγκλιματιστώ ή θα εγκληματήσω» έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου!

Η αλλαγή ήρθε σταδιακά χωρίς να το πολυ-καταλάβει. Το σπίτι της το έφτιαξε όσο πιο ζεστό και χαρούμενο μπορούσε και επιτέλους άρχισε να το νιώθει «σπίτι της». Στη δουλειά, πόνταρε στις αδιαμφισβήτητες γνώσεις και ικανότητές της και έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος στον τομέα της. Και η πόλη δεν έμοιαζε πια τόσο απόμακρη και εχθρική. Είχε, πλέον, βρει τα πατήματά της, τους ανθρώπους και τα μέρη που της ταίριαζαν.

Η Ξένια ήταν πολύ δεμένη με την οικογένειά της και ένα πράγμα που την ευχαριστούσε και της έδινε υπομονή ήταν ότι, τώρα πλέον, μπορούσε να τους βοηθάει οικονομικά, να διορθώσει το πατρικό της, να κάνει πράγματα για αυτούς, να προσφέρει.

Και μετά, αποφάσισε πως πρέπει να κάνει πράγματα και για τον εαυτό της: Αγόραζε ρούχα, παπούτσια, καινούριο αυτοκίνητο, πήγαινε ταξίδια, ξενυχτούσε.

Και κάπως έτσι εγκλιματίστηκε.

Ένα ζεστό πρωινό, αρχές Ιούνη, η Ξένια τεντώθηκε νωχελικά στο κρεβάτι της. Είχε άδεια και σκόπευε να πάει για καφέ και ψώνια. Καθώς ντυνόταν, είδε ένα καφέ σημάδι στην πλάτη της. Κάπου θα χτύπησα, φαίνεται. Δεν έδωσε σημασία, ντύθηκε και έφυγε.

Γύρισε το μεσημεράκι κουρασμένη και ιδρωμένη αλλά ευτυχισμένη και ικανοποιημένη με τη βόλτα της. Μπήκε να κάνει ένα μπάνιο και είδε ότι η καφέ κηλίδα στην πλάτη της μεγάλωσε Τι στην ευχή;

Το πρωί, ξύπνησε από έναν έντονο πόνο, εκεί στη θέση του σημαδιού. Ψηλάφισε την πλάτη της και... Τι ήταν αυτό που άγγιξε; Έτρεξε στον καθρέφτη της και είδε να ξεπροβάλλει από την πλάτη της ένα μικρό εξόγκωμα... Γύρισε απότομα το κεφάλι της για να δει και δεν είδε τίποτα! Κοίταξε στον καθρέφτη και, να το πάλι. Ντύθηκε βιαστικά -δεν είχε χρόνο, έπρεπε να πάει στη δουλειά. Όλη την ημέρα υπέφερε, όχι τόσο από τον πόνο, αλλά πιο πολύ από την απορία για το τι συνέβαινε στο σώμα της.

Το απόγευμα, μπήκε σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι της, έβγαλε την μπλούζα της και κοίταξε· δεν έβλεπε τίποτα πέρα από το σημάδι, αλλά το ένιωθε, ήταν εκεί, παλλόταν και κάτι κινούταν... Κοίταξε στον καθρέφτη και αυτό που είδε την πάγωσε· ένα πλοκάμι. Ένα πλοκάμι χταποδιού άρχισε να σχηματίζεται και να ζει πάνω της. Κόντεψε να λιποθυμήσει.

Τι να κάνω; σκέφτηκε, να πάω σε γιατρό και τι να πω; Αποφάσισε να περιμένει λίγο να δει πώς θα εξελιχθεί και πήρε τηλέφωνο στο σπίτι της -ήθελε να μιλήσει με τους δικούς της ανθρώπους, να νιώσει λίγη σιγουριά.

«Ναι;» στην άλλη άκρη της γραμμής η μάνα της. Με τις πρώτες λέξεις, κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. «Έλα, παιδί μου. Να, ο μπαμπάς δεν παραείναι καλά. Μη στεναχωριέσαι, όμως...» ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Αλλά ένιωσε και κάτι άλλο· το πλοκάμι της μεγάλωσε βίαια και απότομα! Προσπάθησε να το αγγίξει. Το ένιωσε, αλλά δε φαινόταν παρά μόνο στον καθρέφτη. Και το είδε: ένα τέλειο σχηματισμένο πλοκάμι, μεγάλο και ζωντανό.

Δεν άργησε να καταλάβει πως αυτό το πλοκάμι την συνέδεε με το σπίτι της, πως ένιωθε τα πάντα, τα καλά και τα άσχημα, ήξερε τι γινόταν πριν την ειδοποιήσουν. Και, κάπου μέσα της, άρχισε να χαίρεται με αυτή τη σύνδεση. Δεν την ενοχλούσε πια, ίσα ίσα, που περίμενε να νιώσει τις κινήσεις του -καταλάβαινε πια, ανάλογα με τις δονήσεις του, τι γινόταν.

Όταν, ένα πρωί, είδε ένα μικρό καφέ σημάδι, δεν ανησύχησε -ήξερε! Ένα ακόμα πλοκάμι είχε αρχίσει να εμφανίζεται. Η μόνη της απορία ήταν με τι θα τη συνέδεε.

Και γίνονταν όλα με τη σειρά και η σειρά ήταν αυτή που έβαζε η ίδια: η οικογένεια, η δουλειά, ο μεγάλος έρωτας που ήρθε ξαφνικά, οι φίλοι, οι υποχρεώσεις... Και κάπως έτσι, μέρα με την μέρα, το σώμα της γέμιζε με μικρές καφέ κηλίδες.

Αυτό που άργησε να καταλάβει είναι ότι τα πλοκάμια της είχαν αμφίδρομη αλληλεπίδραση: ένιωθε και συνδεόταν με όλα όσα αγαπούσε, μισούσε, ήλπιζε, φρόντιζε, αλλά ταυτόχρονα τα πλοκάμια ρουφούσαν κάτι και από την ίδια, την ξόδευαν, την άλλαζαν.

«Εντάξει... Είμαι κούκλα!!!» Είχε αδυνατίσει, έκοψε τα μακριά, ξανθά μαλλιά της και τα έβαψε μαύρα, φορούσε μόνο μαύρα ρούχα.

Ένα καυτό βράδυ, αρχές Ιούνη, έτοιμη για έξοδο, καμάρωνε τον εαυτό της στον καθρέφτη της. Φόρεσε το μαύρο παντελόνι της, ένα απλό μαύρο μπλουζάκι, χτένισε με τα δάχτυλα το κοντά μαύρα της μαλλιά και καμάρωνε με περίσσια περηφάνια τα οκτώ πλοκάμια της. Είχε περάσει πια ένας χρόνος, τα είχε μάθει. Ήξερε τι ήθελαν να της πουν - καταλάβαινε ανάλογα με το πώς κουνιόνταν ή αν την πονούσαν - διαισθανόταν αμέσως το μήνυμά τους.

Ήταν πια ένα ολοκληρωμένο χταπόδι, όπως έλεγε και γελούσε μόνη της. Την παραξένεψε πολύ ότι είδε και μια καινούρια καφέ κηλίδα να σχηματίζεται πάνω της... Θεώρησε ότι είχε τελειώσει, πως ό,τι είχε να νοιαστεί και να προστατέψει τα είχε πια όλα κοντά της: το κάθε ένα από αυτά και ένα πλοκάμι. Ήταν χταπόδι, τέλος. Τώρα τι;

Ήθελε να πάψει να σκέφτεται. Ό,τι σκεφτόταν, ό,τι την άγχωνε έφτιαχνε και ένα νέο πλοκάμι πάνω της και δεν ήταν πια ένα χταπόδι, ήταν ένα τέρας - πώς το λέγανε να δεις, κάπου το είχε διαβάσει πριν πολύ καιρό. Α - ναι, ήταν ένα κράκεν!

Η Ξένια είχε γίνει πια μια ξένη για τον ίδιο της τον εαυτό. Ζούσε βλέποντας μόνο αυτή και μόνο στον καθρέφτη της τα πλοκάμια της να μεγαλώνουν, τα άκουγε να της ψιθυρίζουν, τα ένιωθε να την απομυζούν. Δεν άντεχε άλλο, δεν άντεχε άλλο να ζει έτσι, να ζει για τους άλλους. Χρειαζόταν μια μεγάλη αγκαλιά, αναρωτιόταν ποια αγκαλιά ήταν πιο σφιχτή: η αγκαλιά από αγάπη ή η αγκαλιά από φόβο; Και έτσι, αγκάλιασε μόνη της τον εαυτό της, τύλιξε γύρω τα πλοκάμια της. Και ήταν μια αγκαλιά πολύ σφιχτή, αγάπης και φόβου συνάμα.

Ένα βροχερό πρωί, αρχές Ιούνη, ξυπόλητη και με τα πλοκάμια της να αναδεύονται ζωντανά και ζωηρά, προχωρούσε με βήμα αποφασιστικό προς τη θάλασσα. Τι στην ευχή θαλάσσιο πλάσμα είμαι, σκέφτηκε και χαμογέλασε.

Προχωρούσε αργά, τα πλοκάμια την τραβούσαν πίσω, ακούγονταν ουρλιαχτά στα αυτιά της, δεκάδες γνώριμες φωνές να της φωνάζουν, να την παρακαλούν να σταματήσει. Έκλεισε τα μάτια και συνέχισε.

Έτσι απλά, χάθηκε κάτω από το νερό. Τα πλοκάμια της δεν τη βοήθησαν.

Και κάπως έτσι εγκλημάτισε.



Αναζήτηση του χαμένου πλάσματος - Σταύρος Πολάκης

Υπήρχε κάποτε ένας παλαιοντολόγος, ο Μαξ. Στο εργαστήριο του ανακάλυψε κάτι, κάτι περίεργο και πρωτοφανές. Του είχαν έρθει κάτι απολιθώματα για εξέταση. Έπειτα από πολλή μελέτη, βρήκε πως υπήρχε ένα ζώο που όμοιο του δεν υπήρχε. Πιθανότατα θύμιζε τους γρύπες. Πρέπει να ήταν εξωπραγματικό στην όψη.

Συγκλονισμένος από την ανακάλυψη, έβαλε λυτούς και δεμένους για να βρει από πού ήρθαν αυτά τα δείγματα. Έστω κάτι που να υποδηλώνει την τοποθεσία των δειγμάτων. Τίποτα όμως.

Δεν μπορεί. Κάπου, κάποιος θα είδε κάτι. Δια μαγείας ήρθαν τα δείγματα; Κάτι μυστήριο συμβαίνει, σκέφτηκε ο Μαξ. Οι μέρες περνούσαν και απογοητευόταν όλο και πιο πολύ. Ένα βράδυ, συνέβη κάτι αλλόκοτο:

Πωω, δεν μπορώ άλλο. Κάτσε να ξαναρίξω μια ματιά. Κάτι μου λείπει. Κάτι δε βγάζει νόημα. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Τι βλέπουν τα μάτια μου; Κάτσε να βεβαιωθώ πως δε μιλάει η κούραση. Απίστευτο! Τα απολιθώματα φωτίζουν σαν λάμπα 65 βατ. Απίστευτο!

Το επόμενο απόγευμα, ένα γράμμα ήρθε από άγνωστο αποστολέα. Το γράμμα δεν έλεγε πολλά, είχε ένα μήνυμα που έμοιαζε με γρίφο:

Αν το φως έλαμψε στο στενάκι, τότε ο δρόμος είναι γνωστός. Καταλήγει εκεί που αυτός με τα πρησμένα πόδια συνάντησε την κόρης της χίμαιρας και του όρθρου. Του έδωσε έναν γρίφο. Αυτός κατάφερε να τον λύσει. Πολλοί δεν τα είχαν καταφέρει. Σε εκείνα τα μέρη πρέπει να πας.

Διαβάζοντας το γράμμα, του ήρθαν στο μυαλό πάρα πολλές απορίες:

Ποιος μου έστειλε το γράμμα; Γιατί μου το έστειλε; Μήπως κάποιος μου κάνει πλάκα; Κάτι μέσα μου λέει πως όλο αυτό γίνεται για κάποιον λόγο. Θα τον βρω.

Τα δείγματα μου σκιαγραφούσαν ένα μαγικό πλάσμα. Ένα πλάσμα μοναδικό. Άραγε, πριν πόσα χρόνια ζούσε; Άραγε, χάθηκε όπως τα μαμούθ;

Η καρδιά του Μαξ πήγαινε να σπάσει. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Πήγαινε πανικόβλητος πάνω κάτω. Ώσπου του ήρθε μια αναλαμπή:

Αυτή η ιστορία κάτι του θυμίζει. Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μού είχε πει μια παρόμοια ιστορία για έναν βασιλιά που είχε λύσει έναν γρίφο. Πώς τον έλεγαν, άραγε; Για μισό λεπτό, θα το γκουκλάρω. Αχά, ο Οιδίποδας!, αρχίζει να διαβάζει αυτά που βρήκε. Στον μύθο του Οιδίποδα, αναφέρεται το γράμμα, συνεχίζει να διαβάζει. Πήγε στη σφίγγα που είναι στη Θήβα. Το βρήκα! Τώρα, το μόνο που μένει είναι να βρω εισιτήρια.

«Επιτέλους, έφτασα!» είπε ο Μαξ. Ωραία! Τώρα; Τι κάνω; Μήπως δεν έπρεπε να έρθω; Κάτσε να ξαναδώ το γράμμα. Στον μύθο, έλεγε πως η Σφίγγα ήταν στην είσοδο της Θήβας, ο Μαξ έλεγξε ξανά το γράμμα.

Όταν τελείωσε την ανάγνωση, μια λάμψη σαν φως εμφανίστηκε μπροστά του, η οποία κινούταν προς μια κατεύθυνση. Ο Μαξ την ακολούθησε και αυτή, σαν να κατάλαβε πως την ακολουθούσε, επιτάχυνε. Ο Μαξ έτρεξε ξοπίσω της. Το φως σαν να έγινε πιο έντονο.

Μα τι στο καλό; Πού με πάει; Ώπα -θα βρω στο δέντρο. Πού έστριψε; Μου φαίνεται το είδα. Να το! Εκεί, πίσω από αυτό τον τεράστιο πλάτανο. Αχ πού με πάει;

Έλα, Μαξ, το έχεις! Μην τα παρατάς τώρα. Ωραία, πάμε! Τώρα, πέρασα τον Πλάτανο. Ένα βήμα μπρος. Το φτάνω. Μια σπηλιά βλέπω. Τι σύμβολο είναι αυτό στην είσοδο; Θυμίζει έναν γέροντα με μπαστούνι. Ένα βήμα ακόμα. Μα γιατί δεν μπορώ να κουνήσω το πόδι μου; Μια ρίζα μού έπιασε το πόδι. Μια άλλη το άλλο. Να 'μαι στο πάτωμα, τώρα. Τι συμβαίνει επιτέλους;

Τώρα, τι κάνω; Το φώς έσβησε. Μαζί με αυτό, σκοτείνιασαν τα πάντα. Σαν να νύχτωσε η πλάση γύρω μου, ξαφνικά. Κάτι λάμπει μέσα από τη σπηλιά. Σαν ήλιος.

Ο Μαξ είχε παγώσει. Ο ήλιος κινούταν προς τον Μαξ. Ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Όταν, ξαφνικά, ο ήλιος έγινε το πλάσμα που μελετούσε στο εργαστήριο.

Πανέμορφο. Σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και να κατέβηκε αυτό το πλάσμα. Μου προκαλεί δέος.

Αυτό κούνησε τα φτερά, έκανε μια μικρή αιώρηση και προσγειώθηκε ξανά. Αυτό έγινε τρεις φορές. Τριγύρω, ανασηκώθηκαν χώματα, δημιουργώντας ένα πέπλο καπνού στην ατμόσφαιρα.

Τώρα, τι κάνω; Δεν μπορώ να κουνηθώ. Ένα περίεργο πλάσμα ετοιμάζεται να με φάει.

Αυτό άνοιξε τα φτερά του σαν να περίμενε αγκαλιά. Ξάφνου, πετάχτηκαν φλόγες από τα φτερά του. Οι φλόγες κατευθυνθήκαν στο δέντρο. Ευθύς αμέσως, κάψανε τις ρίζες.

«Είμαι ελεύθερος» φώναξε σε μια κρίση χαράς ο Μαξ.

Ένας περίεργος βρυχηθμός ακούστηκε -το μυστήριο πλάσμα ξεφύσησε. Μικρές φλογίτσες φώτισαν το σκοτάδι που υπήρχε.

«Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ. Δεν ξέρω τι είσαι. Δεν καταλαβαίνω τίποτα».

Πίσω από το πλάσμα, εμφανίστηκε ένας σκοτεινός κύριος. Κρατούσε ένα τεράστιο ραβδί με τον ουροβόρο που τρώει την ουρά του ζωγραφισμένο πάνω του. Φορούσε έναν μαύρο μανδύα. Η μορφή του οικεία, σαν να ήταν γνωστή, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει μέσα στο σκοτάδι. Ήρθε και στάθηκε πλάγια του πλάσματος.

«Καλώς όρισες, ξένε. Σε περίμενα» είπε ο Φύλακας. «Άργησες, αλλά τα κατάφερες. Βλέπεις, αυτός εδώ είναι ο τελευταίος φύλακας. Ο τελευταίος Πήγασος. Μαζί του, κρατάω την ισορροπία στον κόσμο. Ισορροπώ τις αιώνιες δυνάμεις, του καλού και του κακού. Πλέον, το κακό έχει αποκτήσει τεράστια δύναμη. Ανά 100 χρόνια, αναζητάμε 100 ανθρώπους να συστρατευθούμε στη μάχη απέναντι στο κακό. Τώρα, ήρθε η ώρα σου.

«Τι βλακείες είναι αυτές;» είπε ο Μαξ.

«Πίστεψε με, σου λέω μόνο την αλήθεια. Η μαγεία υπάρχει. Είναι βαρύ το τίμημά της. Μα σπουδαία η ανταμοιβή της. Τι λες; Θα μας βοηθήσεις;» ρώτησε ο Φύλακας.

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Γιατί εμένα;»

«Καλή ερώτηση, νεαρέ. Ο Πήγασος επιλέγει τους διαλέκτους. Πετάει ψηλά στους ουρανούς. Είναι ορατός μόνο σε αυτούς που έχουν τη μαγεία μέσα τους. Ως αόρατος, βρίσκει τους διαλεκτούς. Αυτούς που έχουν το χάρισμα. Το μάτι που έχει στο κέντρο του κεφαλιού του επικοινωνεί με το τρίτο μάτι σου. Η δύναμη που αισθάνθηκε από εσένα είναι μεγάλη. Εσύ είσαι ο πρώτος. Αυτός που θα ηγηθεί των άλλων. Είσαι έτοιμος για ταξίδι;». Ο Πήγασος κούνησε το κεφάλι σαν να του έλεγε «θα μας βοηθήσεις;»

Ο Μαξ σηκώθηκε στα πόδια του. Με μια πρωτοφανή σιγουριά, είπε «ναι».

«Ωραία, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Ετοιμάσου!»



Το θαύμα του κοχυλιού - 

 Μαρίτα Τυράκη

Η γιαγιά της, μια από τις γηραιότερες γοργόνες όλων των θαλασσών, της είχε εκμυστηρευτεί κάποτε τα σοφά λόγια της Willa Cather, μιας Αμερικανίδας συγγραφέως, που είχε την τύχη να γνωρίσει σε ένα από τα ταξίδια της στους πιο μακρινούς ωκεανούς.

«Όπου υπάρχει μεγάλη αγάπη, υπάρχουν πάντα θαύματα».

Η Ροζαλία, τότε, θα ήταν, δε θα ήταν δέκα χρόνων. Δεν είχε καν αγγίξει την επιφάνεια της θάλασσας ακόμη.

Στα δεκαπέντε της χρόνια, για πρώτη φορά - όπως όριζαν οι θαλάσσιοι νόμοι - είχε εγκαταλείψει για λίγες ώρες τον πολύχρωμο βυθό και είχε επισκεφθεί τον κόσμο των ανθρώπων. Εκεί, σε μια συνηθισμένη ακτή είχε αφήσει άφωνο το μελαχρινό αγόρι με τα μπλε μάτια, που της θύμιζαν το σπίτι της, όταν είχε πεταχτεί μπροστά του και είχε τινάξει στη χούφτα του με την ουρά της όλα τα κοχύλια που είχε μαζέψει. Δεν το είχε κάνει επίτηδες. Είχε ντραπεί για την αδεξιότητα της. Είχε απολογηθεί και είχε περάσει πάνω από τον μισό χρόνο που είχε στη διάθεσή της μέχρι να καταφέρει να ανταλλάξει λίγες κουβέντες μαζί του.

Το αγόρι με τα μπλε μάτια ήταν ο Ορφέας. Ήταν κατά έναν χρόνο μεγαλύτερος της. Κι είχε τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει και που θα έβλεπε ποτέ της.

Μετά από έναν μήνα, τον συνάντησε ξανά στην ίδια ακτή. Όπως του είχε υποσχεθεί τού είχε φέρει ένα τεράστιο κοχύλι για να ακούει τους παφλασμούς των κυμάτων. Μόνο που, εκτός από τους παφλασμούς, ο Ορφέας, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, άκουγε και τη φωνή της, παγιδευμένη μέσα στο κοχύλι να του τραγουδά ένα μαγευτικό νανούρισμα. Η φωνή της ήταν η πιο γλυκιά φωνή που είχε ακούσει και που θα άκουγε ποτέ του.

Έκτοτε. κάθε τελευταία μέρα του μήνα, οι δυο έφηβοι συναντιόντουσαν σε εκείνη την ακτή και περνούσαν μαζί ένα εικοσιτετράωρο -όσο ακριβώς επέτρεπαν οι θαλάσσιοι νόμοι στη Ροζαλία να είναι μακριά από τον βυθό, ούτε λεπτό λιγότερο ή περισσότερο. Οποιαδήποτε ανυπακοή θα σήμαινε βαρύτατες ποινές.

Στα δεκαεπτά της χρόνια έδωσε το πρώτο της φιλί με τον Ορφέα. Ήταν ένα φιλί με γεύση αλμύρας και καθαρού δροσιστικού αέρα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η σχεδόν ενήλικη γοργόνα βυθιζόταν όλο και πιο μέσα στο μπλε των ματιών του, αλλά κι εκείνος αναζητούσε το νανούρισμα της όλο και συχνότερα τις μέρες και τις νύχτες που δεν την έβλεπε.

Οι συναντήσεις τους ήταν μυστικές. Γεμάτες πάντοτε από φιλιά, χάδια, συζητήσεις, ονειροπολήσεις.

Στα είκοσι της χρόνια, παράκουσε για πρώτη φορά τους θαλάσσιους νόμους. Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του Ορφέα και ήταν τόσο μεγάλος ο πειρασμός της να μην τον αποχωριστεί, που της πήρε μια ολόκληρη εβδομάδα να επιστρέψει στον υδάτινο κόσμο της.

Αν δεν ένιωθε την ουρά της να τρέμει και τα πνευμόνια της να αναζητούν οξυγόνο, δε θα επέστρεφε. Η ποινή ήταν όντως βαρύτατη. Της απαγορεύτηκε η έξοδος από τον βυθό για δύο ολόκληρα χρόνια.

Η Ροζαλία, κουλουριασμένη και παραδομένη στη λύπη της, έμοιαζε με λαβωμένο ψάρι. Μόνο τα πυρόξανθα μακριά μαλλιά της, που κυμάτιζαν και ξέφευγαν από την εμβρυακή της στάση, θύμιζαν την όμορφη γοργόνα που κάποτε περίμενε όλο λαχτάρα το τέλος του μήνα για να συναντήσει τον αγαπημένο της.

Μετά από έξι μήνες, η θλίψη είχε μετατρέψει το σώμα της σε ένα βαρύ κουφάρι από λέπια. Σαν, όμως, κάπου κάπου κατάφερνε να κλείσει τα μάτια της, ξαφνικά, γινόταν ολόκληρη ελαφριά σαν πούπουλο και το όνειρο τρύπωνε μέσα της κι ανακούφιζε την καρδιά της. Ο νους της γέμιζε εικόνες. Πελώρια κοχύλια, μπλε ματιά, ανθρώπινα πόδια, αλμυρά φιλιά...

Σε ένα τέτοιο όνειρο, η λυπημένη γοργόνα ένιωσε την ουρά της να τινάζεται απότομα και τον θώρακα της να πάλλεται. Παρατήρησε από μακριά δύο μάτια που έλαμπαν σαν μικρά πολύτιμα διαμάντια να έρχονταν προς το μέρος της. Μπροστά της, ορθώθηκε μια κυματιστή ανδρική φιγούρα. Ένας δύτης με μαύρη ολόσωμη στολή και μια μπουκάλα οξυγόνο κολλημένη στην πλάτη του. Κι ύστερα, μερικές σύντομες διαδοχικές κινήσεις, σχεδόν χορευτικές· ένας γνώριμος χαιρετισμός, μια φιλική χειρονομία, ένα πεταχτό φιλί στον αέρα, ένα απαλό άγγιγμα στο χέρι της.

Ο αγαπημένος της Ορφέας ήταν εκεί ολοζώντανος μπροστά της. Είχε έρθει να τη βρει. Δεν μπορούσε να φλυαρήσει, δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος στο βυθό, δεν μπορούσε να τη φιλήσει. Η εξάρτηση του από τον αναπνευστήρα του δεν του επέτρεπε να κάνει πολλά από αυτά που συνήθιζε στις συναντήσεις τους.

Υπήρχε όμως κάτι που μπορούσε να κάνει ακόμη. Έβγαλε από ένα σακουλάκι κρεμασμένο στη μέση του ένα μεγάλο κοχύλι -το κοχύλι που του είχε χαρίσει η ίδια, πέντε χρόνια πριν. Το έβαλε στο αυτί του κι η Ροζαλία ένιωσε σαν να ήθελε να της πει ότι εκείνο το κοχύλι τον είχε οδηγήσει σε αυτήν. Ύστερα την πλησίασε και το έτεινε προς το μέρος της. Εκείνη τον μιμήθηκε και το ακούμπησε στο αυτί της. Ο Ορφέας την αγκάλιασε κι έγειρε το πρόσωπο του στο δικό της, ώστε να μπορέσει να ακούσει μαζί της τον

παφλασμό των κυμάτων, το γλυκό νανούρισμα, τα σοφά λόγια της Willa Cather μέσα από τη φωνή μιας από τις γηραιότερες γοργόνες όλων των θαλασσών...

«Όπου υπάρχει μεγάλη αγάπη, υπάρχουν πάντα θαύματα».



Το κυνήγι - Νίκος Πάττας

Η Ιππονόη αφέθηκε στο ρεύμα του ποταμού να την οδηγήσει. Αισθανόταν την επιβλητική παρουσία όλο και πιο έντονα ολόγυρά της, μέσα από την πικρή γεύση του νερού και τον χορό των φυκιών με τη λάσπη του βυθού. Παχιές ρίζες μπλέκονταν και συστρέφονταν γύρω της. Αρχέγονες ρίζες κάποιου γέρικου δέντρου, ενός πλατάνου.

Μια ρίζα κουνήθηκε ακριβώς μπροστά της. Ένα ζευγάρι λαμπερά μάτια άστραψαν ακριβώς πάνω από την επιφάνεια του νερού σαν άστρα. Άλλα δύο μάτια εμφανίστηκαν ακριβώς από κάτω, στις πυκνές σκιές που δημιουργούσαν τα φύκια του πυθμένα. Τέλος, άλλο ένα ζευγάρι μάτια μπροστά της, το ίδιο λαμπερά, το ίδιο επικίνδυνα. Η Ιππονόη πήγε να πιάσει το ξίφος της, αλλά σταμάτησε. Έμεινε να αιωρείται στο σκοτάδι του ποταμού περιμένοντας την Ύδρα να κάνει την πρώτη κίνηση. Δεν ήθελε να την πολεμήσει.

«Τι είναι αυτό; Δεν είναι άνθρωπος» ήχησε μια βαθιά φωνή.

«Είναι μια Νηρηίδα -Ιππονόη, η εξόριστη» είπε χαχανιζοντας παιχνιδιάρικα μια φωνή έξω από το νερό.

«Τι ζητάς, Νηρηίδα, στη Λέρνη;» ακούστηκε από τον πυθμένα μια στριγκιά λαλιά, σχεδόν γεροντική.

«Δεν ήρθα για να παραβιάσω τις πύλες που φιλάς, αναζητώ έναν θνητό» απάντησε η Ιππονόη.

«Οι θνητοί αν βρεθούν εδώ κοντά, καταλήγουν γρήγορα στον κάτω κόσμο. Είσαι σίγουρη πως δεν είναι αυτός ο προορισμός σου;»

Η Ιππονόη αφέθηκε να βγει στην επιφάνεια όπου ήταν πιο ευάλωτη. Το αρχέγονο ον την ακολούθησε και αναδύθηκε αργά. Τρεις φιδισιοι λαιμοί που κατέληγαν σε κεφάλια πεπλατυσμένα σαν οχιάς. Τα στόματα τους ήταν γεμάτα κυρτά, αιχμηρά δόντια που κρύβονταν πίσω από ένα παχύ τοξοειδές χείλος όμοιο με αφρικάνικου πύθωνα. Το σώμα που ακόμα κρυβόταν μέσα στο νερό έμοιαζε να εκτείνεται πολλά μέτρα και να τυλίγεται γύρω από τον πελώριο κορμό του πανάρχαιου πλατάνου που δέσποζε καταμεσής του ποταμού, ακίνητος, ακλόνητος από τα ισχυρά ρεύματα, ίσως εδώ και χιλιάδες χρόνια.

«Ψάχνω τον Περσέα» είπε η Ιππονόη.

Η Ύδρα ρουθούνισε με εκνευρισμό. Οι δύο αγκανθοφόρες ουρές της πετάχτηκαν από το νερό και μαστίγωσαν με μανία τον αέρα.

«Και τι δουλειά έχει μια θεότητα με αυτόν, έναν θνητό που οι κραυγές της γυναίκας του φτάνουν μέχρι τα ανάκτορα της Εκάτης;» είπε το μεσαίο κεφάλι με τη βαθιά φωνή.

«Η γυναίκα που αναφέρεις είναι η πριγκίπισσα της Λιβύης, η Ανδρομέδα. Ο Περσέας δολοφόνησε τον σύζυγό της και την απήγαγε».

Τα τρία κεφάλια χαμήλωσαν ευχαριστημένα.

«Η Ανδρομέδα, όπως την λες, γνωρίζει πώς να τιμά τους αρχέγονους δαίμονες -λίγοι σε αυτόν τον τόπο θυμούνται. Αν υποσχεθείς να την απελευθερώσεις, θα σε βοηθήσω να βρεις τον θνητό που τώρα παριστάνει τον Βασιλιά του Άργους και να τον δοξάσεις όπως του αρμόζει» είπε το δεύτερο κεφάλι στα δεξιά και χαχάνισε ξανά.

«Ήρθε γεμάτος δώρα από κίβδηλους θεούς και έσπειρε τον όλεθρο στις ακτές μας. Υπόσχομαι ότι θα φροντίσω να μην ξανακάνει κακό σε κανέναν» είπε η Ιππονόη.

Τα κεφάλια γύρισαν και κοίταξαν ταυτόχρονα τον ουρανό. Οι λαιμοί τέντωσαν. Η Ύδρα άρχισε να τρέμει ταράζοντας τα σκοτεινά νερά και κάνοντας τα λέπια της να κροταλίζουν. Ήταν ένας πολεμικός χορός. Μια ευχή για την Ιππονόη.

Μια λάμψη έσκισε το σκοτάδι της νύχτας. Ένα φλεγόμενο βέλος καρφώθηκε στον δεξί λαιμό. Το κεφάλι τινάχτηκε πίσω και άφησε μια διαπεραστική κραυγή.

Η Ιππονόη βυθίστηκε αμέσως κάτω από το νερό για να προστατευτεί. Το λαβωμένο κεφάλι άρχισε να καίγεται σαν πυρσός. Τα άλλα δύο έδρασαν γρήγορα· δάγκωσαν τον λαιμό από τη βάση του και άρχισαν να τον ξεσκίζουν. Έφτασαν μέχρι το κόκκαλο. Το κεφάλι είχε πια σταματήσει να ουρλιάζει και να συσπάται, είχε βυθιστεί στο νερό μπροστά από την Ιππονόη με τα μεγάλα φιδίσια μάτια του ακόμα ορθάνοιχτα, ακόμα λαμπερά. Τα φλεγόμενα βέλη συνέχιζαν να πέφτουν βροχή γύρω τους, πάνω στον πλάτανο και στις ρίζες που ξεπρόβαλλαν από το νερό τριγύρω. Τα δύο κεφάλια αδιαφορούσαν και συνέχιζαν να κομματιάζουν τον τρίτο λαιμό προσπαθώντας να αποτρέψουν την φωτιά να εξαπλωθεί. Βέλη χτυπούσαν την Ύδρα και εξωστρακίζονταν πάνω στα λέπια της. Μόνο το γυμνό εσωτερικό μέρος των λαιμών της ήταν ευάλωτο στα ανθρώπινα όπλα. Μόλις και το τελευταίο κόκκαλο τσακίστηκε από τα δυνατά σαγόνια και ο τελευταίος μυς κόπηκε, το νεκρό κεφάλι αφέθηκε να βυθιστεί στα βάθη του ποταμού.

«Ποιος σας επιτίθεται;» ρώτησε η Ιππονόη.

«Άνθρωποι» απάντησαν ταυτόχρονα και τα δύο κεφάλια σφυρίζοντας, για πρώτη φορά, ακριβώς σαν φίδια.

Τα σώμα της Ύδρας άρχισε να συσπάται ξανά. Από τη θέση του κομμένοι κεφαλιού ξεπήδησαν δύο νέα κεφάλια. Τα λέπια τους δεν ήταν ακόμα πλήρως ανεπτυγμένα και τα δόντια τους ίσα που ξεπρόβαλαν από το στόμα τους. Αντί για το καστανοπρασινο χρώμα που είχε το υπόλοιπο σώμα, αυτοί οι δύο λαιμοί ήταν ανοιχτοί ροζ και λεπτότεροι. Οι δύο γηραιότεροι λαιμοί μπήκαν μπροστά για να καλύψουν τους νεογεννητους από τα πύρινα βέλη που συνέχιζαν να σφυρίζουν ολόγυρα.

Η Ιππονόη τράβηξε το σπαθί της. Με δύο δυνατές κλωτσιές στο νερό, βρέθηκε κατά μήκος της ακτής. Οι επιτιθέμενοι δεν ήξεραν ότι βρισκόταν εκεί. Δεν την περίμεναν. Τα ουρλιαχτά τους δεν τη συγκίνησαν. Έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο και το αίμα τους πότιζε την λεπίδα της. Μέσα σε λίγη ώρα, σχεδόν εκατό άντρες κείτονταν νεκροί ολόγυρα του ποταμού. Κυνηγοί. Ήρωες. Είχαν αφήσει τα σπίτια τους για να σκοτώσουν το τέρας. Ένα τέρας που δεν πείραξε κανέναν τους.

Όταν επέστρεψε στην Ύδρα, είδε ότι και το μεσαίο κεφάλι είχε κοπεί. Στη θέση του, δυο νεογέννητα επεξεργάζονταν τον κόσμο.

«Σε ευχαριστούμε Νηρηίδα» είπε με τη λεπτή φωνή του το εναπομένον γηραιό κεφάλι και έγειρε προς το μέρος της.

«Είναι τιμή μου να προστατεύω μια αρχέγονη θεότητα» απάντησε η Ιππονόη και υποκλίθηκε.

Ο πλάτανος είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Οι νεογέννητοι λαιμοί ανέσυραν τους δύο κομμένους προγόνους τους από τον βυθό του ποταμού και ξεκίνησαν το πρώτο τους γεύμα.

Η Ιππονόη άφησε πίσω της την λίμνη Λέρνη με μια πικρή γεύση στα χείλη που δεν οφειλόταν πια στην παρουσία της Ύδρας, αλλά στον φόβο πως ένας κόσμος θαυμάτων και μεγαλείου θαβόταν στην υγρή λάσπη, κυνηγημένος. Ένας κόσμος στον οποίο άνηκε και η ίδια.



Μόνο αρχή - Μαρία Α. Καρμίρη

Είχε παγώσει. Ο αέρας στους πνεύμονές της αρνούταν να κινηθεί. Τα μάτια της κολλημένα στο νερό γύρω από τους μηρούς της. Στο φως. Το φως που μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Το στόμα της ανοιγόκλεινε βουβά, οι λέξεις έπεφταν στον κόμπο στον λαιμό της κι έφραζαν τη δίοδο. Στράφηκε στα πλάσματα γύρω της· ο Κάι, η Μίρα, η Κορντέλια, ο Ντίλαν ήταν στη θάλασσα, άναυδοι με το θέαμα, με το θαύμα, με... την κατάρα. Γιατί μόνο αυτό μπορούσε να είναι και η Γκιουίνιβερ Τον μισούσε που την ανάγκαζε να το χαρακτηρίζει έτσι.

Μισώ. Ισχυρή λέξη. Βαριά. Κι όμως, για εκείνη, απελευθερωτική. Αυτό ένιωθε κι η αυτογνωσία την έκανε να νιώθει ελεύθερη. Ελεύθερη σε έναν κόσμο που κατέρρεε, που θρηνούσε και σάπιζε από τη βάση του. Σε μισώ. Ελεύθερη που επιτέλους, μετά από τόσο καιρό, τόλμησε να το σκεφτεί, να το αναγνωρίσει, που δεν το καταπίεζε επειδή δεν ήταν το «σωστό». Στον διάβολο το «σωστό». Ελεύθερη που μπορούσε να έχει τουλάχιστον τον έλεγχο των σκέψεών της.

«Στον διάβολο...» είπε σαν ψίθυρο, το βλέμμα της στους Ατλάντιους και τις Ατλάντιες που σαν μαγεμένοι βύθιζαν αργά τα μέλη τους στο νερό για να δουν ποιοι θα φωτίσουν τη λίμνη. «Στον διάβολο» η δύναμη της πράξης της, της ύβρεως που με πλήρη αυτοκυριαρχία επέλεγε, διαπέρασε τις φλέβες και τον κορμό της και μυρμήγκιασε τις άκρες των δακτύλων της, «Στον διάβολο!» οι λάμψεις πλήθαιναν.

«Στον ΔΙΑΒΟΛΟ!» ούρλιαξε κι έγδαρε τον λαιμό της από την αγριότητα. Χτύπησε τα χέρια της με βία στο λαμπυρίζον νερό, ξανά και ξανά και ξανά και με κάθε χτύπημα, με κάθε βρισιά, η οδύνη της μεγάλωνε και τα δάκρυα έκαιγαν τα μάγουλά της κι η φωνή της εξασθενούσε από τις θρηνούσες κραυγές της. Κι ο κόσμος άνοιγε και τη ρουφούσε στον πυθμένα του. Στην κόλαση. Στο σπίτι Του.

«Καταραμένε! Άσπλαχνε! Πόσο πόνο χρειάζεσαι για να ξεδιψάσεις τη διεφθαρμένη Σου μανία; Την αναίσχυντη πείνα για τη σαδιστική Σου ηδονή; Δαίμονας Είσαι, όχι Θεός!» η καρδιά της έσπαζε και λύγιζε και γινόταν ένα με το νερό, με την ξεβρασμένη της Ατλαντίδα, την ξεριζωμένη της πατρίδα, την αιμόφορη καρδιά της.

Όποιο ίχνος της ελπίδας της, που πάσχιζε απεγνωσμένα να επιβιώσει τους τελευταίους μήνες, από την αρχή της Μόνιμης Άμπωτης, ρουφιόταν λαίμαργα, ανηλεώς από το δρεπάνι Του. Το σώμα της βυθιζόταν όλο και περισσότερο, σαν μαριονέτα των απελπισμένων της λυγμών, ώσπου τα πόδια παρέδωσαν και το φωτοστέφανο γύρω της έφτασε στον λαιμό. Δώρο και θηλιά μαζί.

Τα μάτια της βρήκαν ξανά τους συντρόφους της, τα αδέλφια της· έκλαιγαν, ούρλιαζαν, μιλούσαν σε ουρανό και γη και η σιωπή θρυμμάτιζε τις ψυχές τους σε όλο και μικρότερα κομμάτια. Η Μίρα την κοίταξε συντετριμμένη, το τιρκουάζ της χρώμα σαν να είχε χυθεί, τα λέπια της χλωμά, μουντά, τα μάτια της δυο λίμνες λαμπερές, απεγνωσμένες. Τι άλλο θα μας βρει; σαν να έλεγε στην Γκιουίνιβερ, μα δεν είχε απάντηση. Γιατί δεν ήξερε. Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί, η Γκιουίνιβερ νόμισε πως είχε παρέλθει.

Η υποθαλάσσια πόλη τους είχε ξεβραστεί στην επιφάνεια σαν κοχύλι κενό που ελάφρυνε και παρασύρθηκε από το ρεύμα στην αμμουδιά. Μόνο που η Ατλαντίδα δε μετακινήθηκε ούτε λεύγα. Εκείνη η άμπωτη, πριν τρεις πανσελήνους, δεν έπαψε να μαζεύει τα νερά της μητέρας που τους έθρεψε και η επιφάνεια του νερού πλησίαζε όλο και πιο κοντά.

Δεν ήξεραν πού είχε πάει τόσο νερό, πόση γη είχε πνιγεί σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου και όσοι είχαν φύγει προς αναζήτηση της απάντησης δε γύρισαν ποτέ. Ως εκεί που έφτανε το μάτι, από όλες τις πλευρές, νερό δεν υπήρχε, παρά μόνο εκεί, σε εκείνη τη λίμνη που ήταν ό,τι γνώριμο είχε απομείνει.

Αυτό που ήξεραν οι Ατλάντιοι ήταν ότι πενθούσαν τα δύο τρίτα του πληθυσμού τους. Πώς πλάσματα του νερού μπορούν να ζήσουν στη στεριά; Κάθε μέρα μετρούσαν απώλειες, κάθε μέρα διαμελίζονταν μέσα τους λίγο παραπάνω. Όμως ο τόσος πόνος και ο επικείμενος θάνατος όσων είχαν απομείνει, η απελπισία κι η αγανάκτηση είχαν κάνει τους περισσότερους κυνικούς. Μία από αυτούς ήταν και η Γκιουίνιβερ.

Όταν τα λέπια του μικρού της αδελφού έχασαν το χρώμα τους, όταν τα βράγχιά του έμειναν ακίνητα παρατώντας τη μάχη για εύρεση καθαρού νερού, η Γκιουίνιβερ πέτρωσε. Είχε χάσει γονείς, φίλους, τον λαό που γνώριζε από πριν ανακαλύψει τις μεμβράνες στα δάχτυλά της. Ο χαμός του αδελφού της ήταν το ψυχρό κύμα που πάγωσε όποιο ίχνος συναισθήματος τής είχε περισσέψει. Τι κι αν είχε φιλικούς συντρόφους; Τι κι αν, μερικές βραδιές, είχε κοιμίσει τη μοναξιά της πλάι στον Άρναβ; Είχε πάψει να νιώθει -έως εκείνη την ημέρα. Γιατί αν πέθαιναν όλοι σήμερα, δε θα πέθαιναν μόνοι τους κι αυτό δεν ήξερε πώς να το αντέξει...

Ξαφνικά, ο αέρας σαν να έμεινε ακίνητος. Ανατριχίλα τη διαπέρασε και το κεφάλι της στράφηκε απότομα στα δεξιά· κενό, έρημος, θάνατος. Μονάχα τα κτίρια, τα φαντάσματα του παρελθόντος, την κοίταζαν ζαρωμένα στοιχειώνοντας την κάθε της ανάσα. Τ' αυτιά της έπιασαν κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, παρά έκανε έναν γύρο ψάχνοντας το τι συνέβαινε. Και τότε, τον άκουσε.

Ένας βόμβος. Μια σχεδόν ανεπαίσθητη δόνηση στην ατμόσφαιρα, στα λέπια, στα χείλη, στα ρουθούνια της. Έπειτα στο στέρνο, στο στομάχι και την καρδιά της, που χτυπούσε ταχύτερα και ταχύτερα και η Γκιουίνιβερ συνέχισε να γυρίζει και να αναζητά, να προχωρά στο νερό, να το διώχνει μακριά σαν εκείνο να ήταν που γεννούσε την ανατριχιαστική αίσθηση που την τρομοκρατούσε. Έπεσε πάνω σε άλλους και φάνηκαν κι εκείνοι αναστατωμένοι, ταραγμένοι, αλλά δεν είχε καιρό να ανησυχήσει και γι' αυτό, τα λέπια σε όλο της το σώμα είχαν ανασηκωθεί και πετάριζαν ελαφρά-

«Τι γίνεται;» μουρμούρισε λαχανιασμένη στον εαυτό της και η απάντηση ήρθε· σαν κάποιος να την έπιασε από τον λαιμό, έμεινε ακίνητη, κοκαλωμένη να κοιτάζει τον ήλιο που έσκαζε στον ορίζοντα. Τα μάτια γέμισαν ξανά και ξεχείλισαν, όμως αυτή τη φορά, τα συνόδευε ένα αχνό, δειλό χαμόγελο.

Γιατί εκεί, στο βάθος, στο φως του ήλιου, η απάντηση ήρθε και η ύπαρξή της έσκασε σε χιλιάδες μικρούς παφλασμούς ελπίδας, ανακούφισης, αισιοδοξίας και λύτρωσης. Η Γκιουίνιβερ έπεσε ξανά στο νερό και γέλασε με την καρδιά της, με δακρυσμένο πρόσωπο και σφιχτά χέρια γύρω απ' την κοιλιά. Γιατί η απάντηση ήταν εκεί, μέσα της. Δεν ήταν κατάρα... Ήταν θαύμα, ήταν η ζωή και η λάμψη, τα μωρά τους, ο φάρος για το μέλλον. Το τέλος είχε πάψει. Τώρα είχε μόνο αρχή.



Το μήλο - Ελπίδα Πέτροβα

Η πανσέληνος ολοστρόγγυλη άπλωνε το φως της στο δάσος. Ο αντικατοπτρισμός της στα νερά της λίμνης έδειχνε τόσο έντονος θαρρείς κι ένα δεύτερο φεγγάρι αναδυόταν από μέσα της. Από μακριά, έμοιαζαν σαν δύο εραστές χαμένοι από καιρό, έτοιμοι να ξανασμίξουν για μια και τελευταία φορά. Το απαλό αεράκι θρόιζε τα φύλλα των δέντρων και ψίθυροι σκορπούσαν από μέσα τους.

Η μέρα της πανσελήνου θεωρείτο καταραμένη για το χωριό και τους κατοίκους. Ήταν η νύχτα που οι Νύμφες ξεπρόβαλαν γυμνές και μαζί με τον Πρίγκηπα του Δάσους χόρευαν κι ερωτοτροπούσαν όλο το βράδυ. Στο τέλος, εκείνος πρόσφερε ένα μήλο στη Νύμφη που θα επέλεγε για να γίνει το ταίρι του εκείνη τη νύχτα και, το χάραμα, έφευγαν μαζί για το κάστρο στα βάθη του δάσους. Κανείς δεν τους είχε δει ποτέ γιατί οι κάτοικοι του χωριού φοβόντουσαν. Πολύς κόσμος είχε χαθεί κατά τη διάρκεια των ετών κι όλοι πίστευαν πως τους είχε καταπιεί η λίμνη και τα πλάσματα που ζούσαν εκεί. Κάθε Πανσέληνο, κλείδωναν τα σπίτια τους κι έμεναν κρυμμένοι μέχρι την ανατολή του ήλιου, προσευχόμενοι να περάσει κι αυτή η βραδιά.

Η Αναστάζια δεν πίστευε λέξη από αυτά τα παραμύθια. Οι γονείς της της είχαν πει ότι ο Πρίγκηπας δεν ήταν στ' αλήθεια Πρίγκηπας, αλλά Δαίμονας του Δάσους που, κάθε Πανσέληνο, έβγαινε από τον Κάτω Κόσμο για να ρουφήξει ζωές κι οι Νύμφες ήταν Γοργόνες του Βυθού, που ξέσκιζαν όποιον περιδιάβαινε στη λίμνη το βράδυ της Πανσελήνου. Μόνο αυτή τη βραδιά αποκτούσαν ανθρώπινη μορφή και πατούσαν στη γη.

«Μπούρδες» έλεγε και ξανάλεγε εισερχόμενη όλο και πιο βαθιά στο δάσος. Είχε αποφασίσει να περάσει το βράδυ της κρυμμένη πίσω από τα δέντρα στην άκρη της λίμνης για ν' αποδείξει όλη αυτή την κωμωδία, όπως την ονόμαζε. Το είχε σκάσει από το σπίτι γιατί δεν ήθελε να τρομάξει τους γονείς της -αλλά κι αν το καταλάβαιναν, η ίδια, το επόμενο πρωί, θα τους αποδείκνυε πως όλα ήταν ένα ψέμα.

Όσο η Αναστάζια προχωρούσε προς τη λίμνη τόσο πύκνωνε η βλάστηση του δάσους. Τα κλαδιά των δέντρων έγερναν προς τα πάνω της θαρρείς και την εμπόδιζαν να συνεχίσει, σαν να την προειδοποιούσαν ν' απομακρυνθεί τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Εκείνη όμως δεν υποχωρούσε.

«Είμαι δεκάξι χρονών, δεν αντέχω άλλες βλακείες» επαναλάμβανε δυνατά. «Κι αν βαρεθώ, το πολύ πολύ να κάνω κι ένα μπάνιο στη λίμνη».

Μόλις αντίκρυσε τη λίμνη, σταμάτησε για να θαυμάσει το τοπίο. Αν και βράδυ, το φως της πανσελήνου ανέδυε μια μυστικιστική ατμόσφαιρα που σε άφηνε άναυδο. Όλα γύρω ήταν σε απόλυτη αρμονία, σαν σκοτεινός πίνακας ζωγραφικής. Κάθισε πίσω από ένα δέντρο με την πλάτη ακουμπισμένη και περίμενε.

Η ώρα περνούσε, το βράδυ πύκνωνε και κανείς δεν είχε εμφανιστεί. Η Αναστάζια είχε αποκοιμηθεί όταν ξαφνικά άκουσε γυναικείες φωνές και γέλια να ηχούν. Πετάχτηκε αναστατωμένη και, κρυμμένη πίσω από τον κορμό, έγειρε το κεφάλι στο πλάι για να δει. Τίποτα χαζοχαρούμενα κορίτσια θα είναι, σκέφτηκε. Αυτό που αντίκρυσε, όμως, ξεπέρασε τη φαντασία της.

Δέκα πανέμορφες κοπέλες με μακριά μαύρα μαλλιά, γυμνόστηθες έβγαιναν από τη λίμνη. Το λευκό κορμί τους γυάλιζε, ίδιο βελούδο, αψεγάδιαστο. Κάθισαν στην άκρη της λίμνης με τα πόδια τους να πλατσουρίζουν στα νερά της χαχανίζοντας. Δεν άκουγε τι έλεγαν -δεν είχε όμως σημασία, το θέαμα από μόνο του δε σε άφηνε να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω τους. Κάθε κίνησή τους έμοιαζε με χορό, κάθε γέλιο με γάργαρο νερό.

Ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Η εκκωφαντική σιωπή του δάσους ανατρίχιασε το κορμί της Αναστάζιας και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμί της. Οι κοπέλες σηκώθηκαν και παρατάχθηκαν η μία δίπλα στην άλλη ανυπόμονα. Η Αναστάζια κατάλαβε πως περίμεναν κάτι ή κάποιον με ανυπομονησία. Δεν έβλεπε κανέναν, έξαφνα όμως ένιωσε μια ανάσα στον λαιμό της και δύο χέρια την άγγιξαν στους ώμους. Γύρισε απότομα και τον είδε· ο Πρίγκηπας του Δάσους, ψηλός, με μαύρα μακριά μαλλιά, λευκό δέρμα και μάτια καστανά την κοιτούσε χαμογελαστός. Η Αναστάζια ένιωσε μια λάβα να κυλάει στο σώμα της, μια πρωτόγνωρη θερμότητα να της καίει τα σωθικά. Έμεινε μαρμαρωμένη να χαζεύει τα καστανά εκείνα μάτια, μαγεμένη. Είναι πανέμορφος, έλεγε μέσα της, ίδιος Πρίγκιπας.

Εκείνος τη σήκωσε στα δυο του χέρια και προχώρησαν προς τη λίμνη. Οι κοπέλες άνοιξαν έναν κύκλο γύρω του και περίμεναν με λαχτάρα. Την ακούμπησε απαλά στο χορτάρι και τη χάιδεψε στο μάγουλο. Το κορμί της ανατρίχιασε. Ένιωθε παραδομένη στα χέρια του, ανήμπορη να κάνει οποιαδήποτε κίνηση. Θα ακολουθούσε απλώς ό,τι της έλεγε.

Οι κοπέλες τής χάιδευαν τα ξανθά μαλλιά της, τα ρούχα της, μύριζαν το κορμί της, το δέρμα της ενθουσιασμένες. Η Αναστάζια είχε παραλύσει όχι από φόβο, από πάθος. Ήθελε να της φιλήσει όλες, να τις αγκαλιάσει, να ερωτοτροπήσει μαζί τους αλλά και με κείνον, δεν ήξερε όμως πώς. Ζούσε ένα όνειρο που ανυπομονούσε να εξιστορήσει στους γονείς και φίλους.

Τότε, εκείνος της πρόσφερε το μήλο και όλες οι κοπέλες γύρω ούρλιαξαν ενθουσιασμένες. Η Αναστάζια δεν το πίστευε. Εκείνη είχε επιλέξει για να γίνει το ταίρι του. Ανυπομονούσε να τον αγκαλιάσει και να γίνουν ένα. Τα χείλη του σε απόσταση αναπνοής από τα δικά της και τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από τη μέση της έκαναν την Αναστάζια να τρέμει από λαχτάρα. Ο κύκλος των κοριτσιών στένευε και πλησίαζαν όλο και περισσότερο γύρω τους.

Και, τότε, τα μάτια του Πρίγκηπα μετατράπηκαν σε δύο μαύρες τρύπες, τα μακριά μαλλιά του εξαφανίστηκαν στη στιγμή και μια γλώσσα φιδιού ξεπρόβαλε από το στόμα του. Τα χέρια του σαν τανάλιες έσφιξαν το κορμί της Αναστάζιας και πριν προλάβει ν' αντιδράσει, ακούμπησε το στόμα του στο δικό της ρουφώντας με δύναμη.

Και, τότε, η κοπέλα κατάλαβε και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της καθώς η ψυχή της αποχωριζόταν το σώμα. Οι Γοργόνες έπεσαν πάνω στο άψυχο κουφάρι και ξέσκισαν ό,τι είχε απομείνει.

Χορτασμένοι όλοι συνέχισαν τη γιορτή τους, χορεύοντας και τραγουδώντας ανέμελοι, μέχρι το χάραμα, όταν ο Δαίμονας του Δάσους επέστρεψε στο κάστρο του και οι Γοργόνες αγκαλιά με τα κόκκαλά της Αναστάζια βυθίστηκαν στη λίμνη μέχρι την επόμενη Πανσέληνο.


Η θανατηφόρα ασθένεια και οι ακόλουθοί της - 

Σωκράτης Μπουζούκας

Τρεις φιγούρες πλησίαζαν την πόλη των Αθηνών, εκείνη την νύχτα του Γενάρη. Ο βηματισμός της κύριας μορφής δεν ήταν ανθρώπινος. Είχε κάτι το αέρινο, ενώ φορούσε έναν μαύρο μανδία με κουκούλα να καλύπτει το κεφάλι της. Μαζί της ήταν και δυο άλλα αλλόκοσμα πλάσματα. Ήταν οι ακόλουθοι της που ήταν προσκολημένες επάνω της. Η μία στον ώμο και η άλλη στη δεξια παλάμη της.

Από όπου περνούσε, άφηνε την οσμή του θανάτου. Είχε πάρα πολύ καιρό να επισκεφτεί την πόλη. Ήταν μια εποχή που στη θέση της υπήρχε ένα χωριό. Και η ασθένεια είχε αλλάξει. Την προηγούμενη φορά που είχε έρθει, έμοιαζε με κακάσχημη μαυροφορεμένη γριά με τεράστια δόντια που πεινούσε για ανθρώπινα θύματα. Τα μαλλιά της ήταν λευκά και είχε μακριά ξερά στήθη.

Ήταν ένας δαίμονας που μισούσε θανάσιμα τους ανθρώπους. Το ον αυτό είχε πολλά ονόματα ασθενειών που έφερναν τον πανικό στους ανθρώπους στο παρελθόν: Πανούκλα, Χολέρα, Ευλογιά, Θέρμη, Χτικιό, Γαστέρα. Αλλά αυτό που προτιμούσε η ίδια είναι το «Θανατηφόρα Ασθένεια». Άλλωστε, για πολλά χρόνια, πολλές από τις ασθένειες που έσπερνε υπήρχαν στα βιβλία του δυτικού κόσμου αλλά και σε αναμνήσεις παλιοτέρων ανθρώπων. Οι νέες γενιές δεν τις γνώριζαν ούτε ονομαστικά αφού η επιστήμη τις είχε εξαφανίσει ή περιορίσει. Ήταν τόσο μεγάλη η έπαρση στον Δυτικό κόσμο, που πίστευαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να απειληθούν ξανά από αυτές τις λοιμώξεις. Μέχρι εκείνο το βράδυ.

Κάποιοι ξενύχτηδες είδαν αυτές τις περίεργες φιγούρες. Στην αρχή, τις πέρασαν για μασκαράδες. Πίστευαν ότι είχε ανοίξει το Τριώδιο. Άλλοι νόμιζαν ότι ήταν ηθοποιοί και γύριζαν σκηνές για μια ταινία τρόμου. Όταν τις αντίκριζαν, δευτερόλεπτα μετά, τους χτυπούσε το κακό.

Αυτή τη φορά. ήταν πιο δυνατή στα αντιικά φάρμακα. Αυτό χάρη στην κλιματική αλλαγή. Δεν είχε συγκεκριμένο τόπο καταγωγής. Συνήθως, ερχόταν ή από την Αφρική, όπου οι βασικοί κανόνες υγιεινής είναι ανύπαρκτοι και τα συστήματα υγείας φτωχά, ή από την Ασία, λόγω κλίματος και υπερπληθυσμού. Αλλά αγαπημένο μέρος της ήταν η Ευρώπη αφού εκεί θα δοκίμαζε το ισχυρό σύστημα υγείας. Το έβλεπε σαν ένα είδος πρόκλησης που έπρεπε να νικήσει.

Όπως οι ιοί μεταλάσσονται, έτσι και αυτη είχε αποκτήσει καινούργια μορφη με πιο τρομακτικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν μια κακάσχημη γριά· η νέα μορφή της είχε πρόσωπο σκελετωμένο με ζωγραφισμένο έντονα το μίσος για την ανθρωπότητα. Χαμογελούσε και μόνο στην ιδέα πόσοι θα πέθαιναν από την παρουσία της και ότι οι άνθρωποι θα κρύβονταν φοβισμένοι στα σπίτια τους για να μην τους αγγίξει το χέρι της.

Ο πλανήτης θα έδειχνε νεκρός από την ανθρώπινη παρουσία, κάτι που έκανε τα κόκκινα μάτια της Ασθένειας να φέγγουν έντονα από ικανοποίηση, ενώ το στήθος της παλλόταν παίρνοντας ένα μωβ φως που ήταν οι ψυχές των άτυχων που τους αφαίρεσε τη ζωή. Όσο περισσότεροι νεκροί τόσο δυνατότερα φώτιζε. Κρατούσε στο αριστερό χέρι της το ραβδί με το οποίο σκορπούσε το θανατικό της.

Στον ώμο της, ήταν σκαρφαλωμένη η μια βοηθός της· μια άμορφη μάζα με ένα μάτι. Το ονομά της «Αμάθεια» και χτυπούσε τον κόσμο με τον ερχομό της Ασθένειας. Όταν έπεφτε επάνω στον άνθρωπο, η Αμάθεια τού κάλυπτε το μυαλό και τον έκανε να βλέπει μόνο τη φανταστική πλευρά του προβλήματος. Για παράδειγμα, η αλήθεια για την ασθένεια ήταν η καταστροφή που προκαλούσε ο άνθρωπος στη φύση, που απελευθέρωνε ιούς, κι η Αμάθεια τον έκανε να βλέπει σχέδια μείωσης του ανθρώπινου πληθυσμού από μια παγκόσμια ελίτ ή ένα παγκόσμιο πείραμα που ξέφυγε από έλεγχο ή την αρχή ενός βιολογικού ασύμετρου πολέμου. Παλιότερα, οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν αποτέλεσμα θεϊκής τιμωρίας.

Στο δεξί της χέρι, η Ασθένεια κρατούσε ένα μακάβριο έμβρυο με φωτοστέφανο. Ήταν η αθώα «Βλακεία» που γεννιόταν με την εμφάνιση της Ασθένειας και χτυπούσε τον κόσμο με ψέματα, εμποδίζοντας κάποια λύση στο πρόβλημα. Πίστευαν σε ό,τι αστειότητα κυκλοφορούσε στο διαδίκτυο ή από φήμες μεταξύ των ανθρώπων.

Ενώ η κυρία-Επιστήμη έβρισκε κάποιες λύσεις, στην αρχή, για να περιορίσει το θανατηφόρο έργο της Ασθένειας, όπως η χρήση μάσκας, η απολύμανση και ο εγκλεισμός στο σπίτι, η Βλακεία κερδίζει τις εντυπώσεις με ανταπαντήσεις.

Στη χρήση μάσκας, διέδιδε ότι με τη μάσκα προσπαθούσαν κάποιοι να επιβάλλουν ένα είδος σκλαβιάς και ότι με τη χρήση της μειωνόταν το οξυγόνο στον εγκέφαλο και μετέτρεπε τον άνθρωπο σε άβουλο ον.

Για την απολύμανση, διέδιε ότι είναι σχέδιο των εταιρειών που έβγαζαν αυτό το προϊόν και ήθελαν να κερδίσουν χρήματα με την υγειονομική κρίση. Όσο για τον εγκλεισμό, έλεγε στους ανθρώπους ότι υπήρχε κάποιο σκοτεινο σχέδιο σε εφαρμογή και δεν έπρεπε ο κόσμος να γίνει μάρτυρας αυτού.

Και όταν έβγαινε ένα εμβόλιο, τότε η Βλακεία δυνάμωνε την έντασή της και έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι τα σκευάσματα αυτά δε θα τους έσωζαν, αλλά θα τους άλλαζαν το DNA και θα τους μετάλλασσαν σε άλλο ον ή, με αυτόν τον τρόπο, η ελίτ τους θα τους έβαζε κρυφά τσιπάκι και τους παρακολουθεί.

Μαζί με τα αθώα ψέματά τους, δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι γνώριζαν πράγματα αν και στην πραγματικότητα τα αγνοούσαν. Πίστευαν οι άνθρωποι ότι γνώριζαν από ιατρική, πρωτόκολλα, ακόμα και τα συστατικά των σκευασμάτων και τις παρενέργειες τους. Αυτά που οι γιατροί ήθελαν χρόνια, αυτοί σε πέντε λεπτά αποκτούσαν επιστημονική γνώση και πείρα χρόνων.

Αυτή τη φορά, η τριάδα ήρθε αποφασισμένη όχι για να σπείρει τον θάνατο και τον τρόμο, αλλά να εξαφανίσει την ανθρωπότητα που τόσο αλόγιστα στον βωμό του κέρδους κατέστρεφε τον πλανήτη. Το άξιζαν, άλλωστε.

Ήθελε η Ασθένεια να κάνει τον θανατηφόρο γύρο του πλανήτη γρήγορα πριν οι άνθρωποι έβρισκαν τρόπο να τη νικήσουν. Περπατούσε ασταμάτητα και ακούραστα, καθώς τραγουδούσε τον σκοπό του θανάτου που οι άνθρωποι άκουγαν λίγο πριν πεθάνουν.

Πολλές φορές, η ανθρωπότητα, λόγω αμέλειας ή της υπερβολικής σιγουριάς της ότι δεν ήταν κάτι σοβαρό, αργούσε να αντιδράσει στα πρώτα χτυπήματα της Ασθένειας. Αρκετές φορές, τη γλύτωνε. Και την αντιμετώπιζε με διάφορα μέσα.

Παλιότερα, με προσευχές, λιτανείες, επικλήσεις σε αγίους ή μαγικά λόγια και τελετές. Μετέπειτα, και ενώ ο άνθρωπος εξελισσόταν τεχνολογικά, οι επικλήσεις και τα μαγικά λόγια μετατράπηκαν σε έρευνα και γνώση που με την βοήθεια της κυρά-Επιστήμης σταματούσαν το τραγούδι της Θανατηφόρας Ασθένειας, κάθε φορά που χτυπούσε. Όμως, αυτή τη φορά, η Θανατηφόρα Ασθένεια θα έπαιρνε την εκδίκηση της.


Βαλανίδια, η μάνα της - 

Οδέττη Κουγέα

Η Αυγούστω είχε βγάλει από μέσα της ένα παιδί που ήταν όλα όσα η ίδια απεχθανόταν: δεν είχε κάποια ομορφιά, ούτε περίσσια χάρη και όσο για τα ταλέντα της, λειψά.

Το παιδί μεγάλωνε και η μόνη χαρά που έδινε στη μάνα του ήταν να το ξυλοφορτώνει.

Όταν ξημέρωσαν τα τεσαρακοστά γενέθλια της Αυγούστως, η μικρή, ακολουθώντας όπως πάντα σιωπηλά διαταγές της μάνας τη, ξαμολήθηκε κουβαλώντας μια στάμνα ίσα με το μπόι της, να τη γεμίσει νερό απ΄το ποτάμι, να κάνει η άλλη το μπάνιο της.

Το νερό ήταν καθάριο και η μικρή βούτηξε στο ποτάμι. Ύστερα βγήκε και κάθισε στη ρίζα της μεγάλης βαλανιδιάς να στεγνώξει, προτού γεμίσει το πήλινο και το πάει στη μάνα.

Έτσι, απλωμένη κάτω από τον ίσκιο της βαλανιδιάς, ένιωσε τ' αγέρι να της δροσίζει το βρεμένο της κορμί. Μια που έμεινε να κοιτάει τις ακτίνες του ήλιου που τρύπωναν απ' τα φύλλα και μια που θυμήθηκε πως έπρεπε να γυρίσει με το νερό για το λουτρό της Αυγούστως, άφησε έναν αναστεναγμό και προτού σηκωθεί είπε «Αχ και να χαθεί για πάντα η κακούργα η μάνα μου».

Δεν πρόλαβαν να βγουν τα λόγια από τα χείλη της κι από ψηλά ένα βόλι την πέτυχε στην καρκάνα1. Ύστερα κι άλλο κι άλλο και ένα σωρό σαν να τα πετούσε κάποιος καλά χωμένος στα φυλλώματα.

«Άντε ντε! Τι περιμένεις; Μάζευτα και έχε τον νου σου γιατί σου 'ρχονται κι άλλα!» άκουσε να λέει μια φωνίτσα.

«Πού είσαι;» ρώτησε η κόρη πιότερο από περιέργεια

«Εδώ, μαρή!Πάνω απ΄το κεφάλι σου, πού θες να 'μαι; Πάρε το κιούπι που 'χεις για νερό και γιόμισέ το με τα βαλανίδια. Βιάσου!»

Η μικρά έριξε μια ματιά στα γύρω και τότες είναι που είδε σκόρπια ένα σωρό, μα προτού αρχίσει να τα μαζεύει, να σου κι άρχισαν να πέφτουν κι άλλα σαν χαλάζι. Σήκωσε τα χέρια να κρύψει την κεφαλή της, μην και τη στείλουν αδιάβαστη.

«Ααααα.. Μωρή, μάζευτα και πλησιάζει η ώρα που θα ξυπνήσει η μέγαιρα. Βάλ' τα στο κιούπι και πήγαινέ τα σπίτι. Να της τα δώσεις για να τα βαστήξει».

Η κόρη κοίταξε ψηλά και, τότες, είδε ένα φτερωτό, με πόδια και χέρια ανθρώπινα και στο χλωμό μικρό του ρόσωπο, δυο γουρλωτά μάτια μεγάλα σαν βατράχου. Το πλάσμα ήταν άσχημο πολύ, μα τα φτερά του είχαν τόση ομορφιά που έφτανε και περίσσευε. Έμοιαζαν με μετάξι κεντητό πού 'χουν οι βασιλιάδες και είχαν για χρώμα όλα τα πράσινα του δάσους και τα γαλάζια τ' ουρανού.

«Τί 'σαι συ;» το ρώτησε.

«Μποοο σου... Μωρέ και μάζευτα! Θα σηκωθεί η άλλη και δεν το γλυτώνεις το βρωμόξυλο».

Αυτό της είπε και χωρίς να πει άλλη κουβέντα έπιασε να μαζεύει. Μόλις γέμισε το κιούπι μέχρι πάνου της είπε: «Τώρα που θα πας σπίτι, θα κάνεις τη μάνα σου να βαστάξει αυτά τα βαλανίδια και θα σφυρίσεις μια καλή. Και που 'σαι, φρόντισε να τα κρατήσει κάμποσο στα χέρια της ώσπου να 'ρθουν».

«Ποιοι νά 'ρθουν;»

«Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα» είπε το φτερωτό ανθρωπάκι, της έκλεισε το μάτι, κούνησε τα φτερά του και χάθηκε στις φυλλωσιές.

Τίποτα δεν καταλάβαινε, μα δεν είχε και τίποτα να χάσει. Σήκωσε το κιούπι φορτωμένο με τα βαλανίδια και επέστρεψε στο καλύβι.

Μόλις άκουσε τη μάνα της να σαλεύει, ετοίμασε όπως κάθε πουρνό το λουτρό της, έβαλε τον χυλό να βράζει, πήρε μια βαθιά ανάσα και πλησίασε στην κάμαρα.

«Να πλυθώ!» διέταξε η Αυγούστω δίχως να ακουμπήσει βλέμμα πάνω της.

«Μάλιστα, μητέρα».

«Και να ντυθώ!»

«Μάλιστα, μητέρα».

«Και να φάω!» συνέχισε.

«Μάλιστα, μητέρα. Μα πρώτα σου 'χω κατιτίς για τη γιορτή σου, μα θα στο δοκώ μετά το φαγί».

Η μάνα κοίταξε την κόρη με το 'να φρύδι ορθό.

«Τι είναι;»

«Η περιέργεια σκότωσε την γάτα, μητέρα».

«Μωρέ, θα σε κανονίσω, βρωμόπαιδο, μα πρώτα φέρε να δω!»

Δεν άφησε τη μάνα της να το ξαναμιλήσει. Βγήκε απ' την κάμαρη, για να 'ρθει λίγες στιγμές αργότερα με το γιομάτο κιούπι αγκαλιά. Της το 'δωκε και αυτή με τη σειρά της κοίταξε μέσα.

«Μωρή! Τι είν' τούτα;»

«Μη βιάζεσαι. Εσύ κράτα το κιούπι μέχρι να σου πω και θα δεις».

Αυτά είπε η κόρη και έβαλε τα δάχτυλα μέσα στο στόμα της για να συρίξει.

Τότες, αρχίνησαν βουητά και βροντές που όλο και δυνάμωναν και η γη κάτω από τα πόδια τους έτρεμε όλο και παραπάνω. Λες και πέφταν τα βουνά, λες και άνοιγαν τα χώματα...

Και οι βροντές γύρισαν σε καλπασμούς και οι καλπασμοί γκρέμισαν τους τοίχους στο καλύβι κι ένα κοπάδι άγρια γουρούνια προσπέρασε τη θυγατέρα αλώβητη, σκοπεύοντας στην κακούργα μάνα που ακόμα βάσταε στην αγκαλιά το κιούπι.

Κι ετούτη άφησε κραυγές και ουρλιαχτά, ενώ τα ζωντανά ποδοπατούσαν το κορμί της ψάχνοντας να φτάσουν τα βαλανίδια. Και μια που τα κανόνισαν, μια που δε σταμάτησαν εκεί. Μόλο, συνέχισαν να κατασπαράζουν την ίδια ζωντανή ξεσκίζοντας την σάρκα της και σπάζοντας τα κόκκαλά της.

Μέχρι που δεν έμεινε άλλο, παρά μια κάμποση πασαλειψιά από αίμα, πάνου στις ξύλινες σανίδες.

Και τώρα που μόνο κάθομαι στου δέντρου μου τις κλάδες, δε θα σας κρύψω πως κάπου κάπου απορώ -αν και δεν έχω έγνοια. Μα ορκίζομαι στα καλά μου τα φτερά, στα δυνατά μου μάτια, ποτέ πως δεν κατάλαβα τι είναι το πιο φρικτότερον. Η μάνα που χαιρότανε σαν δέρνει το παιδί της ή μήπως της κόρης η χαρά σαν έμειν' ορφανή;

-------------------------------------------------------------------------------------- 

[1] Η κορυφή της κεφαλής



Dj Bunnyhead - 

Κατερίνα Κρυστάλλη

«Πάρτυ!» φώναξε ο Ιωάννης κρατώντας το πρόσωπο μου στα χέρια του. Με μεγάλη δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου.

«Ξύπνα!» φώναξε ο Μίλτος, ο άλλος αδερφός μου.

«Καφέ...» είπα σιγανά, αλλά κανένας από τους δύο δε μου έδωσε καμία σημασία. Σηκώθηκα και έσερνα τα βήματα του. Το ρολόι της κουζίνας έδειχνε 10:25. Εμένα μου φαινόταν λες και ήταν μεσημέρι. Ετοίμασα την καφετιέρα για τον Γαλλικό μου αλλά δεν υπήρχαν φίλτρα. Πάλι είχα ξεχάσει να αγοράσω. Έβγαλα από το ψυγείο ένα κουτί γάλα. Είχε λήξει. Άνοιξα την εφαρμογή στο κινητό μου για να παραγγείλω καφέ και κάτι να φάω. Από τότε που έφυγαν διακοπές οι γονείς μας, τα πάντα στο σπίτι είχαν καταρρεύσει.

Ο κολλητός του ενός αδερφού μου μας είχε καλέσει σε καινούργιο κλαμπ που θα έπαιζε ένας διάσημος dj, ο Bunnyhead ή κάτι τέτοιο. Όλοι μίλαγαν για ανεπανάληπτη εμπειρία. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη για να πάω. Ας όψεται που ήμουν ο μεγαλύτερος από τους τρεις και είχα υποσχεθεί στους γονείς μας πως θα τους προσέχω. Χα, λες και ήταν κάτι το εύκολο.

Φτάσαμε έξω από το κλαμπ. Πλήθος κόσμου παρακαλούσε να μπει μέσα. Εμείς όμως είχαμε το μαγικό εισιτήριο· μια πλαστική, κόκκινη πένα, όπως αυτή που έχουν οι κιθαρίστες, με σχέδιο το κεφάλι από ένα κουνέλι. Μας την είχε προμηθεύσει ο Μίλτος. Χωρίς αυτό, δεν μπορούσες να μπεις. Ο πορτιέρης ειδοποίησε έναν παρκαδόρο και πήρε το αμάξι μας.

Μόλις μπήκαμε μέσα, ένιωσα ένα ηχητικό κύμα να με χτυπάει στο πρόσωπο. Ένιωσα λες και ξυπνούσα μέσα από λήθαργο. Αγόρια και κορίτσια λικνίζονταν στον ρυθμό της μουσικής. Δεν καταλάβαινα τι άκουγα. Δεν είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Θα το περιέγραφα μόνο σαν Αραβική Τζαζ με πολύ μπάσο.

Στο δεύτερο ωστικό κύμα, ένιωσα τα πόδια μου να έχουν γίνει ένα με το πάτωμα και να μην μπορώ να τα κουνήσω. Κοίταξα δεξιά, αριστερά για τα αδέρφια μου, όμως είχαν εξαφανιστεί. Προσπάθησα να φωνάξω, όμως ούτε εγώ ο ίδιος δεν άκουγα τη φωνή μου. Το τρίτο ωστικό κύμα δεν άργησε να έρθει. Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω τους ανθρώπους να πηγαίνουν σε slow motion -όπως στις ταινίες. Και τα χρώματα... Τα χρώματα είχαν γίνει πολύ πιο έντονα. Πιο ζωντανά, κατά κάποιον τρόπο.


Όσο εγώ χάζευα αυτό που συνέβαινε, τον είδα. Ήταν πάνω στις κονσόλες με ένα μαύρο κοστούμι, λευκά γάντια και μια τεράστια μάσκα άσπρου κούνελου. Σαν να τον χτύπησε το ρεύμα, σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Δεν ξέρω πώς μπορεί να φανεί το μίσος μέσα από μια μάσκα, αλλά, εδώ, το κατάλαβα -πείτε το «ένστικτο», πείτε το «έκτη αίσθηση», όμως αυτός ο κούνελος με μισούσε.

Δεν ξέρω πώς, αλλά ξάφνου βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Η μουσική σταμάτησε και κανένας δε χόρευε. Όλοι μάς κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα.

«Εσύ...» μου είπε λες και έβλεπε τον Χίτλερ. Δεν πρόλαβα να μιλήσω, με άρπαξε από τον σβέρκο και με έριξε στο πάτωμα. Πλησίασε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε:

«Αν θες να ζήσεις κάνε ό,τι κάνω. Κάνε ό,τι σου λέω. Οι στρατιώτες της βασίλισσας είναι εδώ απόψε. Έπρεπε να το παίξω εχθρός σου για να μπορέσω να σε φυγαδεύσω» τον κοίταξα με απορία, όμως ένιωθα πως δεν είχα και άλλη επιλογή.

Έτσι, συρθήκαμε μέχρι τις κονσόλες. Στον τοίχο, υπήρχε μια κόκκινη βαμμένη πόρτα. Άνοιξε μαγικά και ο κούνελος μού έκανε νόημα να μπω μέσα. Πριν μπω, είδα μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη με κάτι που έμοιαζε με μαύρο νυφικό και μια μαύρη κορώνα στο κεφάλι να φωνάζει. Μπήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα μέσα στην πόρτα.

Αυτό που... Αυτό που αντίκρυσα ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ένα πανέμορφο λιβάδι γεμάτο χαμομήλια και δεκάδες- Όχι, εκατοντάδες λευκοί κούνελοι με κουστούμια να με χειροκροτάνε. Και εγώ... Εγώ να υποκλίνομαι λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου.

«Βασιλιά μας, τα κατάφερες!» είπε ένας μέσα από το πλήθος γεμάτος συγκίνηση και οι υπόλοιποι άρχισαν να χορεύουν και να χοροπηδάνε. Δύο μπρατσωμένοι κούνελοι ήρθαν και με πήραν αγκαζέ.

«Είμαστε η ασφάλεια σου» μου είπαν με μια φωνή. Δεν έφερα αντιρρήσεις. Η αλήθεια είναι πως ένιωθα άνετα μαζί τους, ασφάλεια. Προχωρήσαμε αρκετά και, τότε, είδα μια καταγάλανη λίμνη και μια ξανθιά κοπέλα, με παλιομοδίτικα ρούχα. Έμοιαζε με την τωρινή κοπέλα που τραβιόμουν, τη Σόνια, μόνο που η δεύτερη ήταν καστανή.

«Σο... Σόνια;» της είπα, αλλά φάνηκε πως δεν το άκουσε.

«Χαίρεται, βασιλιά» μου είπε και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Δεύτερη φορά που με λένε βασιλιά, σκέφτηκα και κοιτάχτηκα στη λίμνη. Το πρόσωπο μου ήταν ίδιο. Τα ρούχα όμως... ήταν διαφορετικά. Μου θύμισαν αυτά που φοράνε οι πρίγκηπες στα παραμύθια. Κορδώθηκα με σιγουριά και έκανα ένα βήμα μπροστά. Αντί όμως να πέσω στη λίμνη, βρέθηκα να αιωρούμαι στον αέρα. Η γυναικεία μορφή με το μαύρο νυφικό με είχε βρει. Ήταν αυτή που με κάποιου είδους μαγεία με κρατούσε όρθιο στον αέρα. Φώναζε «Πάρτε του το κεφάλι, πάρτε του το κεφάλι για να μην πάρω το δικό σας!» και όλοι οι λευκοί κούνελοι μεμιάς βρέθηκαν αποκεφαλισμένοι. Άγνωστο το πώς.

«Η μαύρη βασίλισσα!» είπε με τρεμάμενη φωνή η ξανθιά Σόνια και εγώ, ακόμα σε αιώρηση, έκανα ό,τι μπορούσα για να την πλησιάσω και να την προστατεύσω. Η βασίλισσα με πλησίαζε ανησυχητικά. Η κοπέλα τότε μου είπε: «Βασιλιά, πιάσε!»

Άνοιξα τις χούφτες μου και είχα μπροστά μου τρία χάπια διαφορετικού χρώματος. Ένα λευκό, ένα πορτοκαλί και ένα φούξια.

«Με αυτά τα χάπια, ίσως μεταμορφωθείς σε πάπια, ίσως επιστρέψεις στον κόσμο των ανθρώπων, ποτέ δε θυμάμαι ποιο είναι ποιο...» μου είπε.

Έκλεισα τα μάτια μου. Κατάπια τυχαία τα δύο από τα χάπια. Βρέθηκα τότε σε ένα περίεργο κλαμπ να παίζω μουσική. Όμως δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Ένιωθα να πνίγομαι. Το κεφάλι μου ήταν εγκλωβισμένο σε κάτι. Προσπαθούσα να το βγάλω όμως... δεν... τα κατάφερνα. Μέχρι που λιποθύμησα.

Άνοιξα ξανά τα μάτια μου και ένιωθα πως βρισκόμουν πάνω από μια κονσόλα να κάνω τον dj. Από κάτω μου, πλήθος ανθρώπων χόρευαν και φώναζαν: «All hail Dj Bunnyhead! All hail the king!» Είχα γίνει ο κούνελος.



Το μυτερό δάσος - 

Ελένη Ζερβοπούλου

Ο βασιλιάς του δάσους και όλων των ζώων, Ρόχαν, μετά από την μοχθηρή επίθεση που δεχτήκαν από τις ύαινες αποφάσισε να τις εξορίσει πέρα μακριά, σε έναν τόπο ξερό. Έτσι, κάλεσε όλα τα ζώα για να τους ανακοινώσει κάποιες αποφάσεις. Χώρισε το δάσος σε τρία ακόμα βασίλεια: Στο κόκκινο δάσος, που ήταν το σημείο αναφοράς, ήταν το δικό του βασίλειο, εκεί θα ζούσε μαζί με τα υπόλοιπα λιοντάρια. Στο πράσινο δάσος, θα βασίλευαν οι καμηλοπαρδάλεις. Στο νερόδασος, θα βασίλευαν οι ελέφαντες και, στο μυτερό δάσος, οι τράγοι.

Πεινασμένες και εξοργισμένες οι ύαινες, που θεωρούσαν το διωγμό τους άδικο, σκεφτόντουσαν πώς θα εκδικηθούν.

«Πρέπει να βρούμε τρόπο να περάσουμε από το μυτερό δάσος, αλλιώς θα πεθάνουμε όλοι μας. Αυτό που μας έκαναν πρέπει να το πληρώσουν. Τα δικά μας παιδιά πεθαίνουν, όχι τα δικά τους» είπε ο Ινές με βροντερή φωνή και με τα σάλια του να τρέχουν από το στόμα.

«Ινές μη ξεχνάς ότι άμα δεν κάναμε, πριν αρκετά χρόνια, την επίθεση στα παιδιά του Ρόχαν που έπαιζαν στο δάσος, θα ζούσαμε και εμείς μαζί τους -δεν πέθαινε κανένας μας της πείνας» απάντησε Λέστ. Ο Ινές σηκώθηκε και πλησίασε τον Λέστ, του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα και έφτασε ένα τσακ πριν καρφωθεί στα μυτερά κλαδιά του δάσους, που λειτουργούσαν προστατευτικά απέναντι τους.

«Εσύ είσαι ένας προδότης. Αν δεν ήσουν εσύ και η απελπισμένη σου καρδιά για τη βασίλισσα Άνδη, δε θα ήξερε κανείς τίποτα. Ορίστε πού σε έστειλε τώρα η αγαπημένη σου Τράγος» τον έπιασε από το λαιμό και συνέχισε «άμα δε θες να δεις τους δικούς σου κρεμασμένους, φρόντισε να βρεις τρόπο να περάσουμε» και τον πέταξε πέρα μακριά.

Πέντε μέρες είχαν περάσει από εκείνη τη μέρα. Ο Λέστ από τη στιγμή που είδε την αδελφή και τη μητέρα του κρεμασμένες σ' ένα ξερό δέντρο, κατάλαβε ότι η Άνδη, η βασίλισσα των τράγων κινδύνευε. Έφτασε στα σύνορα του μυτερού δάσους και είδε τα δέντρα πεσμένα. Μα πώς; Αφού μόνο από μέσα μπορούν να κοπούν! Εκτός... Όχι, δεν μπορεί... Πρέπει να προλάβω.

Πέρασε προσεκτικά πάνω από τα κλαδιά -μπορεί να τα είχαν κόψει αλλά έστω και μια μικρή γρατζουνιά ήταν αρκετή να περάσει το δηλητήριο μέσα του και να πεθάνει μέσα σε λίγα λεπτά. Πολλή ησυχία έχει! Βρήκε έναν μικρό τράγο πάνω από το πτώμα της μαμάς του να κλαίει. Του έκανε νόημα να κάνει ησυχία και προχώρησε ακόμα πιο μέσα. Ξαφνικά ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι έκανε τα πάντα γύρω του να σκοτεινιάσουν.

Όταν συνήλθε ο Λέστ, είδε ότι τον φυλούσαν δυο τράγοι, πήγε να κουνηθεί αλλά ήταν δεμένος γύρω από ένα δέντρο. Ο Καρλ ο ένας από τους δυο τράγους, πήγε να ειδοποιήσει τον στρατηγό τους, τον Κόντι.

Μετά από την αρπάγη της βασίλισσας τους, είχαν μαζευτεί στο ξύλινο σπιτάκι και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να την ελευθερώσουν. Ήξεραν ότι οι ύαινες δεν μπορούσαν να περάσουν στο νερόδασος αν τα ζώα που ζούσαν από εκείνη την πλευρά δεν τραβούσαν έναν ειδικό μοχλό που σταματούσε τον χείμαρρο του νερού. Ο Κόντι πλησίασε το Λέστ αγριεμένα και του ειπε:

«Το καλό που σου θέλω να αρχίσεις να μιλάς, αλλιώς δε θα βγεις ζωντανός».

«Πρέπει να βιαστούμε και να σώσουμε την Άνδη, κινδυνεύει στα χέρια τους. Ξέρεις ότι εγώ δε θα την πρόδιδα ποτέ. Εγώ το μόνο λάθος που έκανα ήταν να...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, ένα μυτερό κλαδί καρφώθηκε στην κοιλία του. Κάνεις δεν είδε από πού ήρθε. Ο Κόντι τον έλυσε και το κράτησε στα χέρια του. «Στόχος τους είναι ο Βασιλιάς, κάποιος σας έχει προδώσει. Μην τους αφήσετε να περάσουν ακόμα πιο βαθιά στο δάσος. Πήγαινε από τη δυτική πλευρά. Εκεί θα δεις κάτι πέτρινες σπηλιές που έρχεται το νερό απ το νερόδασος. Σώσε την Κόντι, Πες της ότι...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του.

Ο Κόντι έδωσε εντολή σε είκοσι πολεμιστές τράγους να φορέσουν τις σιδερένιες πανοπλίες. Στους άλλους, έδωσε εντολή να αρχίσουν τις περιπολίες και να προστατέψουν τα θηλυκά με τα παιδιά τους.

Έφτασαν στο σημείο που τους είπε ο Λέστ. Ένιωσαν στον αέρα την ξηρασία του τόπου. Πέρασαν πάνω από το αυλάκι που έρχοταν το νερό από το νερόδασος. Έφεραν μπροστά τις ξύλινες ασπίδες τους και προχώρησαν μέσα στη σπηλιά. Ο Κόντι τούς έκανε νόημα να σηκώσουν τα τσεκούρια τους. Η Ανδη ήταν δεμένη πάνω σε έναν βράχο και αιμορραγούσε, οι ύαινες δεν υπήρχαν πουθενά.

Έτρεξαν να λύσουν τη βασίλισσά τους όταν βέλη καρφώθηκαν σε πέντε τράγους. «Είναι παγίδα» είπε ξέπνοα η Άνδη. Βέλη ερχόντουσαν από το πουθενά και ο ένας μετά τον άλλον τράγο έπεφτε νεκρός. Οι ύαινες περικύκλωσαν το Κόντι με τη βασίλισσα και πέντε ακόμα τράγους.

«Όλα τελείωσαν, Κόντι. Ή παραδίνεστε και μας οδηγείτε στο κόκκινο δάσος ή αυτή η σπηλιά θα είναι το τελευταίο που θα δείτε στην άμοιρη ζωή σας» είπε ο Ινές δυνατά με τα σάλια να τρέχουν από το στόμα του.

«Ποτέ... Ακούς; Ποτέ δε θα μπορέσεις να φτάσεις στο κόκκινο δάσος» είπε ο Κόντι κρατώντας την Άνδη.

«Ποτέ μη λες ποτέ» γύρισε προς τον έμπιστο τράγο του Κόντι, τον Κάρλ και του έκανε νόημα να σηκωθεί. «Τι έγινε, στρατηγέ; Δεν πίστευες ότι ο καλύτερος σου φίλος, αδελφός, θα σε πρόδιδε;» είπε με ειρωνικό ύφος.

«Γιατί, Κάρλ; Γιατί;» ρωτούσε απεγνωσμένα ο Κόντι

«Γιατί, Κόντι, ο βασιλιάς θεώρησε τον πατέρα μου υπεύθυνο για την επιθεση στα παιδιά του. Χωρίς να ακούσει τι είχε να πει, τον εξόρισε από το δάσος να πεθάνει μόνος και να μεγαλώσω χωρίς πατέρα». Πριν φύγει, γύρισε προς το μέρος του, έβγαλε ένα κλαδί από τη ζώνη του και το κάρφωσε στην κοιλιά του Κόντι. Οι ύαινες γελούσαν ικανοποιημένες. Ο Κάρλ έφυγε μαζί με τις ύαινες να πάει προς το νερόδασος, όπου θα τις βοηθούσε να περάσουν.

«Ο Ινες... αυτός... σε αγάπησε, Άνδη... αυτ...» ο Κόντι άφησε την τελευταία πνοή του. Η Άνδη χαμογέλασε, έβγαλε το κλαδί από τον Καρλ και το έμπηξε στην καρδιά της. Το δηλητήριο που πέρασε στο αίμα της θα εμπόδιζε τις ύαινες που είχαν μείνει εκεί να τη φάνε.

Σε μια γωνία, ένας νεαρός τράγος παρακολουθούσε όσα διαδραματίζονταν. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο μυστικό πέρασμα που οδηγούσε κατευθείαν στο κόκκινο δάσος.

«Το μυτερό δάσος έπεσε!»



Η Αλεπού και ο κυνηγός - Αφροδίτη Μπαρλαμπά

Σκατά! Μια δουλειά είχα να κάνω κι αυτή την έκανα σκατά!

Η αποστολή μου ήταν απλή, όπως κάθε φορά. Έπρεπε να προσελκύσω τον στόχο, να τον σαγηνεύσω, να τον παραπλανήσω και στο τέλος να εκμαιεύσω από αυτόν όποια πληροφορία με αφορούσε. Σκοπός μου ήταν να εξαλείψω το είδος του, που απειλούσε να εξαφανίσει το δικό μου. Έτσι ακριβώς υποτίθεται πως έπρεπε να γίνει και με τον Νίκολας.

Εκεί, όμως, που νόμιζα πως όλα ήταν υπό έλεγχο, εκεί πήγα και τον ερωτεύτηκα, καταπατώντας έναν από τους σημαντικότερους κανόνες. Γιατί αυτός ο άντρας, που βρίσκεται ξαπλωμένος δίπλα μου και κοιμάται του καλού καιρού, δεν είναι παρά ένας κυνηγός μυθικών πλασμάτων, ενώ εγώ είμαι εκείνο το μυθικό πλάσμα το οποίο ψάχνει καιρό τώρα, αλλά δεν το γνωρίζει.

Ανήκω στη φυλή των winged foxes, δηλαδή φτερωτές αλεπούδες. Εκτός από την πονηριά, έχουμε τη μαγική ικανότητα να μεταμορφωνόμαστε σε ανθρώπους, γι' αυτόν το λόγο είναι δύσκολο να μας ανακαλύψουν.

Μέχρι πριν κάποια χρόνια, αποτελούσαμε την πιο ισχυρή φυλή. Πλέον, όμως, τελούμε υπό εξαφάνιση, εξαιτίας των κυνηγών που έχουν εξαπολυθεί για να μας πιάσουν και των σύγχρονων μηχανημάτων ανίχνευσης που χρησιμοποιούν για τον σκοπό αυτό.

Το χρηματικό αντίτιμο για ένα μυθικό πλάσμα σαν κι εμάς ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια δολάρια. Έτσι, τουλάχιστον, μου αποκάλυψε λίγες ώρες πριν ο Νίκολας, ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες που μου εκμυστηρεύτηκε για το επάγγελμά του. Ήξερε τόσα πολλά για μας. Έχει μελετήσει και την παραμικρή λεπτομέρεια.

Τα πράγματα, όπως φαίνεται, έχουν δυσκολέψει περισσότερο και, τώρα, πρέπει εγώ να ενημερώσω τους Ανώτερους για όλα όσα έμαθα. Κάποιους κυνηγούς τούς έχουν βγάλει από τη μέση, αλλά δεν μπορώ να διανοηθώ πως θα συμβεί το ίδιο με τον Νίκολας. Η σκέψη να του αποκαλύψω τα πάντα για την ταυτότητά μου μού περνάει συχνά από το μυαλό. Ίσως, έτσι, να σταματήσει να μας κυνηγάει.

Κοιτώντας από το παράθυρο τα φώτα της νυχτερινής πόλης, ένιωσα να με προσκαλούν σε μια βραδινή βόλτα. Αποφάσισα να τα ακολουθήσω, μήπως και καθαρίσει το μυαλό μου. Ανέβηκα στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Γδύθηκα και γονάτισα στο έδαφος ακουμπώντας τις παλάμες μου παράλληλα. Έσκυψα το κεφάλι και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άλλαξα τη μορφή μου. Πήδηξα πάνω στο περβάζι και άφησα το απαλό αεράκι να με χαϊδέψει. Τίναξα

το τρίχωμά μου δεξιά κι αριστερά, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο διάπλατα τα φτερά μου, ενώ η φουντωτή ουρά μου ξεδιπλώθηκε προς τα πίσω. Με ένα σάλτο, βρέθηκα να αιωρούμαι στον αέρα.

***

Ο βομβητής χτυπούσε σαν δαιμονισμένος μέσα στο αφτί μου, διακόπτοντας τον ύπνο μου. Μέχρι να καταλάβω τι έδειχνε η ένδειξη, χτύπησε το κινητό μου.

«Ξύπνα, αφεντικό!» ούρλιαξε ο Τζακ. «Πρέπει να έρθεις γρήγορα! Την πιάσαμε!»

«Ποια πιάσατε;» ρώτησα νυσταγμένα.

«Την αλεπού, ντε! Αυτή που προσπαθούμε καιρό τώρα».

Πετάχτηκα όρθιος από το κρεβάτι και άρχισα να ντύνομαι με βιαστικές κινήσεις.

«Δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε να την κρατήσουμε με το δίχτυ. Είναι πολύ δυνατή, φοβάμαι μην το σπάσει».

«Μην ανησυχείς» τον καθησύχασα. «Το σχοινί είναι ποτισμένο με αναισθητικό και σε λίγο θα ηρεμήσει. Πάρε τηλέφωνο τον αγοραστή να στείλει τον άνθρωπό του. Σε 10 λεπτά, θα είμαι κι εγώ εκεί».

Άρπαξα το σακίδιό μου, το κράνος, τα κλειδιά της μηχανής και, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, διέσχιζα με αυτή τους δρόμους του Μανχάταν. Πάνω στη φούρια μου να φύγω, ξέχασα εντελώς την ύπαρξη της Όντρεϊ, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, έλειπε ήδη από το κρεβάτι. Η Όντρεϊ... Τι πλάσμα είναι αυτό... σκέφτηκα νοσταλγώντας ήδη τις χθεσινοβραδινές μας στιγμές. Παρ' όλα αυτά, άφησα τη σκέψη της να με απασχολήσει άλλη στιγμή.

Έφτασα στον προορισμό μου. Ευτυχώς, εκείνη την ώρα χάραζε και δεν υπήρχε πλήθος κόσμου ώστε να εκτεθούμε. Οι βοηθοί μου είχαν ήδη κουβαλήσει την αλεπού στο κλουβί με το οποίο θα τη μεταφέραμε. Το πλησίασα. Ήταν ξαπλωμένη με τη μουσούδα της να ακουμπάει στα μπροστινά της πόδια. Η ανάσα της έβγαινε ρυθμική, ενώ η ουρά της χτυπούσε απαλά το πάτωμα του κλουβιού ως ένδειξη εκνευρισμού. Θεέ μου, είναι πανέμορφη, παρατήρησα μαγεμένος. Το τρίχωμά της ήταν κοκκινωπό, στην απόχρωση της φλόγας. Το μέγεθός της έφτανε το μέγεθος ενός μεγαλόσωμου σκύλου και τα φτερά της ακουμπούσαν πλάι της.

Ανασήκωσε το κεφάλι της κοιτάζοντάς με στα μάτια. Για μια στιγμή, ένιωσα να χάνομαι μέσα στο κεχριμπαρένιο χρώμα τους. «Είναι θηλυκιά» ανέφερα στον βοηθό μου.

«Πού το κατάλαβες;» με ρώτησε εκείνος.

«Από το σχήμα των ματιών της. Έχω μελετήσει τόσο πολύ αυτό το είδος που πλέον μπορώ να ξεχωρίσω και την παραμικρή λεπτομέρεια».

Συνέχισα να την παρατηρώ συνεπαρμένος. Εκείνη εξακολουθούσε να με κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο. Έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή από το σακίδιό μου και τη φωτογράφησα από διάφορες μεριές. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως είχα καταφέρει να την αιχμαλωτίσω. Τελικά, άξιζε και το τελευταίο δολάριο που έδωσα γι' αυτό το νέο μηχάνημα.

Ο άνθρωπος που έστειλε ο αγοραστής για να μεσολαβήσει με πλησίασε τείνοντάς μου το συμβόλαιο της αγοραπωλησίας. Πριν βάλω την υπογραφή μου στο σημείο που μου υπέδειξε, την ξανακοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα. Άπλωσα το χέρι μου μέσα στο κλουβί να την αγγίξω. Πίστευα πως θα με μυρίσει, αλλά δεν έκανε κάτι τέτοιο. Άφησε έναν ήχο όμοιο με λυγμό να ξεφύγει από το λαρύγγι της κι αφού μου γύρισε την πλάτη, ξάπλωσε πάλι κουλουριασμένη. Για μια στιγμή, δίστασα και αναστέναξα νιώθοντας ένα ανεξήγητο βάρος.

«Τελείωνε, φιλαράκι» μου είπε ο άντρας δίπλα μου. «Σε λίγο, θα μαζευτεί κόσμος. Πρέπει να φύγουμε πριν μας δουν». Το όπλο που ήταν πιασμένο στο πίσω μέρος του παντελονιού του έδειχνε πως δεν υπήρχαν περιθώρια αλλαγής σχεδίων.

Υπέγραψα τα χαρτιά και αφού κράτησα το ένα από αυτά, του επέστρεψα το άλλο. Τα πάντα ήταν έτοιμα. Το κλουβί φορτώθηκε στην καρότσα του φορτηγού. Λίγο πριν κλείσει η μηχανοκίνητη πόρτα, μια λάμψη τράβηξε την προσοχή μου. Η αλεπού... άλλαζε μορφή.

Το θέαμα με συγκλόνισε. Τη θέση της είχε πάρει μια γυμνή γυναίκα με μακριά κόκκινα μαλλιά στο ίδιο χρώμα με το τρίχωμά της. Σαστισμένος έκανα μερικά βήματα μπροστά. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Η Όντρεϊ!

Το φορτηγό ξεκίνησε να απομακρύνεται. Τα κεχριμπαρένια μάτια της παρέμειναν κολλημένα πάνω μου.



Η πύρινη ρομφαία των νέων Θεών - Ιωάννης Μπαχάς

Η σύσκεψη έγινε στο στομάχι του ναύκληρου. Το σκάφος είναι ζωντανό. Και είναι μέρος του πληρώματος. Θα περίμενε κανείς να είναι ο καπετάνιος του, όμως, η ανάγκη να εργάζεται συνεχώς δεν του επέτρεπε να κατέχει αξίωμα και έτσι είναι ο λοστρόμος. Στην κοιλιά του, έγινε η θυελλώδης συνέλευση που αποφάσισε την άδοξη λήξη της πιο ελπιδοφόρας εκστρατείας του κόσμου τους, αυτή για την κατάληψη της Γης -τουλάχιστον της πρώτης επιδρομής στον πλανήτη.

Μέσα από τον ρευστό και διαφανή τοίχο του κρατητηρίου, απορούσα με τους άλλους ομήρους για την αδιαφορία τους. Κοιμόνταν αμέριμνοι κάτω από τις κάμερες των δύο όψεων, όπου τους βλέπαμε κι απ' όπου μας επιτηρούσαν, ενώ, πίσω από την κουρτίνα της φυλακής, παιζόταν μια θυελλώδης όσο και σουρεαλιστική σκηνή. Ο μόνος που φαινόταν πως ενδιαφερόταν για τα όσα διαδραματίζονταν ήταν ο ρασοφορεμένος κληρικός που προσεύχονταν από την ώρα που μας απήγαγαν.

Η αίθουσα-κοιλιά του ναύκληρου, βγαλμένη από τα πιο εφιαλτικά όνειρα του Giger, γέμισε με εντυπωσιακές ξανθιές καλλονές με προκλητικές φουστίτσες και αβυσσαλέα ντεκολτέ.

Όπως εύκολα κατάλαβα, όταν ο εκνευρισμός και ο θυμός περνούσαν τα όρια για κάποια από τα πλάσματα, τότε η εικόνα τους άλλαζε στιγμιαία και, μέχρι να ηρεμήσουν, οι κατσαριδόμορφοι εξωγήινοι έπαιρναν την αποκρουστική μορφή τους και, τότε, μέρη του γυναικείου τους σώματος άλλαζαν· κεραίες και σιχαμερές δαγκάνες έκαναν την εμφάνιση τους.

Οι πιο ήρεμοι από αυτούς παρέμεναν φιλήδονες Αφροδίτες, αξιέραστες και ποθητές ακόμη και από το πιο αδιάφορο ανθρώπινο ον. Με κάποιον τρόπο και για κάποιον δικό τους λόγο, οι φύλακές μας φρόντισαν ώστε η συζήτηση τους να μεταφράζεται μέσα στα κεφάλια μας -ίσως για να ψαρέψουν με τη σειρά τους κάποια χρήσιμη ιδέα. Άμα μπεις στο μυαλό κάποιου...

«Ποιος ηλίθιος είχε την ιδέα να φορέσουμε αυτό το άχρηστο σώμα για την εισβολή;» τα χέρια της ξανθιάς που μίλησε πρώτη χάθηκαν, εξαιτίας του θυμού της, και στη θέση τους δύο απόκοσμες δαγκάνες τράβηξαν τα στήθη της από τις θηλές απειλώντας να τις ξεκολλήσουν.

«Συνάδελφοι, όταν αρπάξαμε αυτό το γήινο άτομο με τα μεγάλα στήθη και τα τεράστια πόδια, πιστέψαμε πως αυτά θα είναι εξαιρετικά όπλα κατάκτησης και επιβολής. Τόσο καιρό, οι πράκτορες μας, από τα σκάφη σε τροχιά που έχουμε, μας ανέφεραν για τις δυνάμεις των θηλυκών όντων» η ξανθιά καλλονή που μίλησε ξεγύμνωσε το στήθος της και το πρόβαλλε αριστερά, δεξιά της θέλοντας να οπτικοποιήσει τα επιχειρήματά της.

«Τις διαβάσαμε όλοι αυτές τις αναφορές, λοχαγέ, για το πώς αυτές γεννάνε τα δίποδα που κυριαρχούν στον πλανήτη, πως αντέχουν τους πόνους του τοκετού, πως ζουν περισσότερα χρόνια, πως με τις οσμές τους τραβούν τα αρσενικά και τα χειραγωγούν. Δε μας είπαν, όμως, οι πράκτορές μας πως θα μας πηδούσαν και θα μας έδερναν από την εμφάνισή μας τα αρσενικά» η ξανθιά που μίλησε είχε σχεδόν χάσει την ανθρώπινη μορφή της από τα νεύρα και μια λαμπερή καστανή κατσαρίδα με φτερά κουνούσε τα δεκάδες πόδια της προς την οροφή της κοιλιάς του ναύκληρου, ωρυόμενη και φτύνοντας πράσινη χολή.

«Η συνάδελφος έχει δίκιο, πολλές από εμάς πέσαμε σε μια περιοχή του κόσμου με φανατικά αρσενικά που αφού μας ξέσκισαν στο πήδημα και στο ξύλο, μας τύλιξαν με σκούρα κουρέλια -μπούρκες τις έλεγαν- και με όπλα στο κεφάλι μας φέρθηκαν σαν τα ζώα. Ευτυχώς, οι ομάδες διάσωσης μάς βοήθησαν να το σκάσουμε από αυτό το Χαλιφάτο ή όπως το λένε» με μια κίνηση με τις δαγκάνες της έδειξε τις πληγές από δαγκώματα και κάφτρες τσιγάρων στα βυζιά και στα μπούτια της.

«Θα τους πετύχω στην επόμενη απόβαση και τότε θα νιώσουν τσιμπήματα και ρουφήγματα οι άνδρες τους».

Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και να μην γελάσω με το αστείο θέαμα μιας σεξοβόμβας με δεκάδες ποδαράκια να βγαίνουν από την κοιλιά της. Γύρισαν και με κοίταξαν. Το μετάνιωσα.

«Εμείς πέσαμε σε μια συμμορία που μας υποχρέωσε να κάνουμε σεξ όλη τη μέρα με δεκάδες όντα, ενώ αυτοί κέρδιζαν χιλιάδες από αυτό το υλικό που χρησιμοποιούν στις σχέσεις τους. Αν μας έδινε η Μητέρα εντολή, θα ξερίζωναμε μυριάδες από αυτά τα μαλακά τσουτσούνια που έχωναν στην υπερτιμημένη τρύπα που έχουμε στα πόδια μας» έσκυψε και σήκωσε τη φούστα της για να τονίσει τα λόγια της. Χιλιάδες κεραίες κουνήθηκαν επιδοκιμαστικά.

«Είχαν όμως όπλα τα αρσενικά και οι γυναίκες τους δεν κρατούσαν παρά χτένες και κραγιόνια» παρά τον θυμό και την πικρία της, η κατσαρίδα που μίλησε δεν άλλαξε μορφή, έσκυψε και άρχισε να κλαίει με έναν βόμβο που κόντεψε να μου σπάσει τα τύμπανα.

«Εγώ έπεσα με το Μαύρο Τάγμα», μάλλον με μαύρες κατσαρίδες, σκέφτηκα, «σε αυτόν τον πόλεμο στην Ουκρανία και με βίασαν φαντάροι με κάθε τρόπο που μπορείς να φανταστείτε» το ξανθό κεφάλι της καλλονής χάθηκε και ένα μαύρο τερατούργημα ανοιγόκλεισε τα φοβερά του σαγόνια.

«Έπρεπε να αποκαλυφθούμε όταν θα ήταν με τα βρακιά τους κατεβασμένα, για να πάρουν την τρομάρα που τους άξιζε» είπε μια άλλη μαύρη κατσαρίδα αποκαλύπτοντας πάνω στα νεύρα της την θωρακισμένη πλάτη της.

«Τέλος, κατάλαβα από τις αναφορές σας την αποτυχία της επιλογής του Επιτελείου να πάρουμε τη μορφή της σεξοβόμβας που απαγάγαμε από το σπίτι του Playboy. Ο κόσμος τους, αν και υπάρχει χάρη στις γυναίκες, τις έχει ως εργαλεία και σκουπίδια και αυτό γιατί τα αρσενικά όντα κρατάνε τα όπλα» η τεράστια κατσαρίδα με το μπλε φωσφορούχο χρώμα που μίλησε σαν ηγέτης γύρισε και κοίταξε προς το κρατητήριο των γήινων.

Τρομοκρατήθηκα. Αν και δεν έβλεπα τα μάτια της μέσα από το δάσος από κινούμενες κεραίες και δαγκάνες, πίστεψα πως θα τους πρότεινε άμεσα αντίποινα.

«Εκείνο εκεί το σώμα πρέπει να φορέσουμε. Αυτό να ντυθείτε. Το σκέφτηκα πολύ και εξέτασα πολλά στοιχεία. Έχω δει τα εκατομμύρια φυλάκιά τους, τους παρακολουθώ από τότε που ήμουν οπλίτης, πολλούς γήινους αιώνες τώρα. Ξέρουν πώς να επικρατήσουν. Χτυπούν το μυαλό των πιστών, αλλά ποτέ δεν αρνήθηκαν και τις υπηρεσίες ενός δήμιου ή μιας καλής πυράς. Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται να κάνουμε λάθος. Η επικράτησή μας είναι θέμα χρόνου» χιλιάδες κεραίες εξέπεμψαν ένα δαιμονικό ήχο επιδοκιμασίας.

Γύρισα προς το πίσω μέρος του κρατητηρίου. Οι προσευχές του είχαν εισακουστεί. Ο ιερέας είχε γίνει η πύρινη ρομφαία των νέων Θεών.



Τζο - Μάουρα Ρομπέσκου

Στο δυτικό Σόμεργκραν, οι λιγοστοί κάτοικοι έτρεχαν να μπουν στα σπίτια τους πριν οι τελευταίες ριπές φωτός χαθούν και δώσουν τη θέση τους στο βαθύ σκοτάδι. Αμπάρωναν καλά την πόρτα και σφάλιζαν τα πορτοπαρά- θυρα. Είχαν φτιάξει, ειδικά γι' αυτόν τον λόγο, χοντρά μαδέρια, που πέρναγαν μέσα στις υποδοχές και χρειάζονταν τέσσερα χέρια για να μπουν και να βγουν από τη θέση τους. Και ποτέ, μα ποτέ, ό,τι και αν άκουγαν, δεν άνοιγαν σε κανέναν το βράδυ.

Υπήρχε μια ιστορία που έλεγαν πάντα στα άμαθα παιδιά για να τα γαλουχήσουν στον φόβο: Την ιστορία του απρόσεκτου Τζο. Κανένας από όσους ζούσαν κάτω από τη βαριά σκιά του όρους Τρεμόντους, του πιο φοβερού βουνού των δυτικών περιοχών, δεν είχαν γνωρίσει τον Τζο, μα έλεγαν την ιστορία του λες και την είχαν δει με τα ίδια τους τα μάτια.

Ο Τζο ήταν νεαρός και επαναστάτης. Αμφισβητούσε το καθετί που του μολογούσαν οι μεγαλύτεροι και πάντα έβρισκε τον τρόπο να κάνει κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα.

Ένας πραγματικός πρωτοπόρος, θα πείτε, και ίσως να γινόταν ένας τέτοιος αν δεν αποφάσιζε να αμφισβητήσει τον κανόνα της νύχτας, τότε που η ομίχλη σηκωνόταν από τα βουρκιασμένα έλη και απλωνόταν μέχρι το χωριό τους. Αν ήταν η ομίχλη να αναδεύεται ανάμεσα από τα πόδια τους μέρα και νύχτα, τότε οι κάτοικοι του Δυτικού Σόμεργκραν θα έλεγαν πως ήταν ένα φυσικό φαινόμενο και κανέναν κίνδυνο δε θα έκρυβε στα σωθικά της. Μα ήταν εκείνη η ιδιοτροπία της, να αποφεύγει επιμελώς το φως της μέρας, που έδειχνε στους χωρικούς πως κάτι κακό έφερνε ο ερχομός της. Κι έπειτα ήταν οι κραυγές. Στριγκές, παραπονιάρικες κραυγές. Ήταν φορές που εκείνες οι φωνές έμοιαζαν με κάποιου γνωστού, αγαπημένου, πεθαμένου και θαμμένου από καιρό.

***

Ο Τζο μεγάλωσε ορφανός από πατέρα. Έτσι, μόλις έφυγε και η μάνα, αψήφησε κάθε νουθεσιά. Το πρώτο κιόλας βράδυ, μετά την κηδεία, όταν όλοι ασφαλίζονταν πίσω από πόρτες και σαθρούς τοίχους, εκείνος άνοιξε την πόρτα διάπλατη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν οι φωνές τής πρόσφατα θαμμένης μάνας, εκείνες που τον έκαναν να ξεχάσει τις συνήθειές τους. Άλλοι, το πείσμα του που τον έκανε να αντιδρά σε κάθε πεπατημένη. Το θέμα ήταν πως ο Τζο χάθηκε εκείνο το βράδυ και κανείς δεν τον είδε ξανά. Μα πολλοί τον άκουσαν. Κάθε βράδυ, δυο και τρεις και δέκα, λέγαν πως πίσω από τα κλειστά πορτοπαράθυρα, μέσα από την ομίχλη, άκουγαν τον Τζο να τους μιλά, να τους ζητά βοήθεια, να παρακαλά να του ανοίξουν. Μέχρι και σήμερα, λένε πως ακούν τη φωνή του Τζο να τους μιλά τις νύχτες, ακόμα και αν κανείς από δαύτους δε γνωρίζει πώς είναι η φωνή του.

***

Στο δυτικό Σόμεργκραν, η νύχτα έπεφτε γοργά. Παράξενα γοργά. Τα ξύλινα παπούτσια κροτάλιζαν πάνω στις πέτρες. Παιδιά έτρεχαν, προγκισμένα από τους γονείς, μπροστά. Άντρες ακολουθούσαν, σέρνοντας ξοπίσω τις γυναίκες. Μανάδες, κρατούσαν από τα χέρια τους κουτσούβελα. Γέροι χοροπηδούσαν πάνω σε μαγκούρες. Γριές έσερναν τα στρεβλωμένα κορμιά τους. Και η ομίχλη φουρφούριζε ανάμεσα από τα δέντρα. Άφριζε στις άκρες του δάσους. Παραμόνευε το φως που χανόταν ολοένα και περισσότερο, έτοιμη να ορμήσει πίσω από τα θύματά της.

Ο Λιρόυ ανέκοψε το βήμα του. Οι γέροι παππούδες του είχαν ξεμείνει πίσω από όλους. Ήξερε πως ο παππούς δε θα άφηνε τη γιαγιά μόνη της. Θα κρατούσε το ροζιασμένο χέρι της και θα έβαζε τον ώμο αντηρίδα για να στηρίξει τα αδύναμα βήματά της. Δε θα την άφηνε ακόμα και αν τους κυνηγούσαν όλοι οι διαβόλοι της κόλασης. Δεν την είχε αφήσει μια ολάκερη ζωή.

Ο Λιρόυ μόνο τους παππούδες είχε γνωρίσει. Η μάνα είχε χαθεί στη γέννα και ο πατέρας έφυγε να βρει αλλού την τύχη του - δε γύρισε ποτέ. Όλος ο κόσμος του ήταν εκείνα τα δυο ναυάγια της ζωής, δε θα τους άφηνε έρμαια σε ό,τι ερχόταν μαζί με την ομίχλη. Ήταν νέος, δυνατός, μπορούσε να σηκώσει το λιανό κορμί της γιαγιάς του και να στηρίξει τα βήματα του παππού.

Έκανε, τρέχοντας, τον δρόμο προς τα πίσω. Τους είδε από μακριά. Όπως το είχε φανταστεί, ο ένας κρατιόταν από τον άλλον και η ομίχλη ακράγγιζε τις πλάτες τους. Γραπωνόταν από τα ρούχα, δάγκωνε τα ποδάρια τους. Τους έφτασε. Άρπαξε την αδύναμη γιαγιά με ένα χέρι. Σχεδόν τη φόρτωσε στην πλάτη του. Άκουσε τα γέρικα κόκκαλα να διαμαρτύρονται. Το άλλο χέρι το πέρασε γύρω από τη μέση του παππού. Κι έτσι, σφιχταγκαλιασμένοι, πήραν την ανηφόρα.

Ο Λιρόυ έτρεχε με όλη του τη δύναμη. Ίσως και ακόμη πιο πολύ γιατί τα μάτια του είχαν δει. Είχαν δει, αλλά το μυαλό του αδυνατούσε να πιστέψει. Μέσα από την ομίχλη, ξεπρόβαλλαν πλάσματα. Παράξενα πλάσματα, λες και τα ίδια τα δέντρα είχαν ζωντανέψει. Άφυλλα κλαδιά υψώνονταν από το τρομερό κεφάλι τους. Πόδια χοντρά σαν κορμοί, έκαναν τη γη να σείεται σε κάθε τους βήμα. Χέρια που συναγωνίζονταν τα πόδια σε πάχος και ακουμπούσαν τη γη. Και υπήρχαν δεκάδες από δαύτα. Προχωρούσαν αργά, νωχελικά, λες και επέπλεαν σε εκείνη την αέρινη θάλασσα. Μόνο ούρλιαζαν. Σε κάθε τους κραυγή, νόμιζε πως μπορούσε να αναγνωρίσει και κάποια φωνή. Φωνή, χαμένου από καιρό. Δεν ξεχώριζε λέξεις, μα σίγουρα ήταν σε κάποια γλώσσα που δε γνώριζε. Μια γλώσσα όλο σύμφωνα. Μονάχα μια λέξη τού φαινόταν πως μπορούσε να αναγνωρίσει: Βοήθεια.

Ο Λιρόυ δε γύρισε το βλέμμα του πάλι πίσω. Πίστευε πως αν έβλεπε, ακόμα μια φορά, εκείνα τα πλάσματα, θα κιότευε. Τα πόδια του θα λύγιζαν. Τα χέρια του θα παρέλυαν. Η καρδιά του θα σταματούσε. Κουβαλώντας και σέρνοντας τους αγαπημένους του παππούδες, έτρεχε. Τα γόνατά του ανεβοκατέβαιναν σαν έμβολα. Η πόρτα του σπιτιού του φάνηκε μπροστά του, ορθάνοιχτη. Η ομίχλη τον είχε πλησιάσει. Ξέφτια της προπορεύονταν. Ένιωσε αφύσικα δάχτυλα να τον αρπάζουν.

Ο Λιρόυ σταμάτησε. Με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, έσπρωξε τους παππούδες του μέσα στο σπίτι. Τράβηξε την πόρτα και την σφάλισε. Ύστερα, χάθηκε μέσα στην ομίχλη, ανάμεσα σε μακριά δάχτυλα, χοντρά χέρια, σκληρά γυναικεία στήθη. Ο Λιρόυ αφέθηκε. Τον έσυραν μέχρι τα έλη μουγκρίζοντας ικανοποιημένα. Μόνο εκεί αντίκρυσε ελάχιστα πλάσματα που διέφεραν από τις άρπαγές του. Ανοιγόκλειναν το στόμα και άρθρωναν κομπιασμένες, ανθρώπινες λέξεις. Ένας από εκείνα τα πλάσματα τον πλησίασε.

«Τζοοοοο» του είπε και ακούμπησε το χέρι στο στήθος. «Τζοοοοο! Βοήθειαααα!».



Ουτζάτ - Βασίλης Δ. Πεσλής

Ήταν μια σπουδαία ανακάλυψη. Η Άτεν, το μεγαλύτερο κέντρο της Αιγύπτου κατά τη βασιλεία του Αμενχοτέπ του 3ου, αποτελούσε αντικείμενο ερευνών πολλών αρχαιολόγων τις τελευταίες δεκαετίες. Και να που τώρα είχε ανακαλυφθεί εντελώς τυχαία, σε μικρή απόσταση από την Κοιλάδα των Βασιλέων, στη δυτική όχθη του Λούξορ!

Θαμμένη κάτω από τα πόδια τους, ήταν μια καλοδιατηρημένη πόλη με εκατοντάδες πλίνθινα κτίσματα -ανάμεσά τους και κάμποσα ταφικά συμπλέγματα, τα οποία παρέμεναν ακόμα σφραγισμένα. Εκείνο που τράβηξε την προσοχή, όμως, ήταν αυτό που ανακάλυψε η ομάδα του Μάρκους Θέλμαν.

Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα συμπλέγματα, ήταν ένα μόνο δωμάτιο με ψηλούς τοίχους, στο πιο απομακρυσμένο σημείο της πόλης. Καθώς βρισκόταν χαμηλότερα από τα υπόλοιπα οικοδομήματα, στην αρχή το πέρασαν για κάποιο φρεάτιο. Όταν, όμως, συνειδητοποίησαν τι ήταν, δόθηκε εντολή να σκαφτεί ο χώρος γύρω του και να στηθεί μια σκάλα.

Ο Θέλμαν πίστευε ότι βρισκόταν θαμμένο εκεί, πολύ πριν τα στοιχεία της φύσης καλύψουν την υπόλοιπη Άτεν. Κάποιοι είχαν φροντίσει γι' αυτό και η περιέργειά του ήταν μεγάλη. Δε θα περνούσε καν από το μυαλό του ότι επρόκειτο για τάφο αν δεν έβρισκε στον δυτικό τοίχο σκαλισμένη μια ψευδοθύρα -τυπικό στοιχείο των αιγυπτιακών τάφων. Η ψεύτικη πόρτα συνοδευόταν από μια σειρά ιερογλυφικών.

«Τι έχουμε εδώ, κύριε Πάρκερ;» ρώτησε τον μαθητευόμενό του.

«Συνήθως, εδώ αναγράφεται το όνομα του νεκρού και οι τίτλοι που κατείχε» απάντησε ο Τίμοθι Πάρκερ. «Μπορείτε να τα διαβάσετε;»

«Όχι, αλλά έχω έναν γνωστό μου αιγυπτιολόγο ο οποίος θα μπορέσει να μας βοηθήσει με τη μετάφραση» είπε ο Θέλμαν και τράβηξε μερικές φωτογραφίες. «Ουτζάτ» είπε στη συνέχεια, δείχνοντας ένα σύμβολο το οποίο ήταν σκαλισμένο στη μέση της ψευδοθύρας.

«Ουτζάτ;» ρώτησε ο Πάρκερ.

«Έτσι ονομάζεται το Μάτι του Ώρου» είπε ο Θέλμαν. «Απαντάται σε πολλούς τάφους βασιλέων. Σκοπός του ήταν να προστατεύει τον Φαραώ στη μετά θάνατον ζωή».

«Θέλετε να πείτε ότι εδώ μέσα βρίσκεται θαμμένος κάποιος Φαραώ;»

«Πολύ αμφιβάλλω. Το Μάτι του Ώρου ήταν πολύ κοινό σύμβολο προστασίας. Ακόμα και οι αιγύπτιοι ναύτες το χάραζαν στα πλοιάρια τους για ασφαλή ταξίδια. Άλλωστε, το ουτζάτ έχει και μια δεύτερη ιδιότητα».

«Ποια είναι αυτή;»

«Απομακρύνει το Κακό!»

Έκαναν τον γύρο του δωματίου εξετάζοντας τους τοίχους για σημάδια κάποιας πιθανής εισόδου, χωρίς επιτυχία όμως. Οι τοίχοι έμοιαζαν απολύτως συμπαγείς, λες και ό,τι βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο είχε σφραγιστεί πλήρως.

«Αν υπάρχει τρόπος να μπούμε, θα τον βρούμε. Για την ώρα, χρειαζόμαστε ξεκούραση» είπε ο Θέλμαν και άρχισε να σκαρφαλώνει.

Το βράδυ έκατσαν στη σκηνή τους να προγραμματίσουν τις εργασίες της επόμενης μέρας. Ήταν περασμένες δύο όταν ο Πάρκερ ξύπνησε από έναν ήχο. Ανασηκώθηκε και κοίταξε αγουροξυπνημένος το τάμπλετ που ήταν ακουμπισμένο σε ένα μπαούλο.

«Κύριε καθηγητά;» ρώτησε με βραχνή φωνή, χωρίς να λάβει απάντηση.

Σηκώθηκε και πήρε το τάμπλετ στα χέρια. Ο αιγυπτιολόγος είχε απαντήσει.

«Καλησπέρα, Μάρκους. Πού βρίσκεται η επιγραφή; Επιδέχεται διάφορων ερμηνειών, αλλά σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι πέσατε πάνω σε μια ωραιότατη κατάρα! Προειδοποιεί όποιον εισέλθει στον θάλαμο, ότι θα βρει μεγάλη συμφορά. Κατά πάσα πιθανότητα, τυπικός εκφοβισμός για να κρατήσουν μακριά τους τυμβωρύχους. Κάλεσέ με όταν το λάβεις».

Ο Πάρκερ φάνηκε ενθουσιασμένος. Αυτό σήμαινε ότι κάτι πολύτιμο βρισκόταν στο δωμάτιο! Υπήρχε περίπτωση να ήταν ο τάφος κάποιου επιφανούς προσώπου; Ντύθηκε γρήγορα, πήρε έναν φακό και βγήκε να ψάξει για τον καθηγητή. Καθώς πλησίαζε στον χώρο ανασκαφής, πρόσεξε ότι οι προβολείς ήταν αναμμένοι. Κατέβηκε τη σκάλα και έκανε τον γύρο του κτίσματος.

«Αδύνατο» μονολόγησε έκπληκτος.

Στο σημείο όπου βρισκόταν η ψευδόθυρα, πλέον υπήρχε ένα κενό. Ήταν λες και το κομμάτι εκείνο του τοίχου είχε ανατιναχτεί. Το παράδοξο ήταν πως τα συντρίμμια βρίσκονταν έξω, λες και η έκρηξη είχε σημειωθεί από το εσωτερικό. Ένα κομμάτι της ψευδόθυρας ήταν πεσμένο μπροστά του. Το Μάτι του Ώρου έμοιαζε σαν κάποιος να το έξυσε βίαια από τον τοίχο. Πλησίασε επιφυλακτικά και κοίταξε μέσα.

«Κύριε καθηγητά;» ψιθύρισε.

Ο Θέλμαν στεκόταν ακίνητος κοιτάζοντας μπροστά σαν υπνωτισμένος. Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο, αλλά από το ελάχιστο φως των προβολέων που γλιστρούσε μέσα, ο Πάρκερ μπορούσε να δει ότι ήταν εντελώς άδειο -πέρα από μια σαρκοφάγο από μαύρο γρανίτη, που βρισκόταν στο μέσον του. Εκεί ήταν καρφωμένο το βλέμμα του καθηγητή.

Ο Πάρκερ πέρασε την παλάμη του μπροστά από τα μάτια του Θέλμαν. Εκείνος ούτε καν βλεφάρισε, λες κι είχε πέσει σε κάποιο είδος έκστασης. Κοίταξε τη σαρκοφάγο. Ήταν κι εκείνη απογυμνωμένη από κάθε διακοσμητικό στοιχείο, εκτός από ακόμα ένα σκαλιστό Μάτι του Ώρου στο κέντρο της. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε κίνηση πίσω του. Γύρισε και είδε έντρομος τον Θέλμαν να κρατά ψηλά μια αξίνα.

«Όχι!» φώναξε τρομοκρατημένος κι έπεσε κάτω.

Ο Θέλμαν άφησε ένα ουρλιαχτό και κατέβασε απότομα την αξίνα. Η σιδερένια αιχμή χτύπησε με δύναμη πάνω στην σαρκοφάγο, σκορπίζοντας σπίθες τριγύρω. Πέταξε το εργαλείο στην άκρη κι έκανε πάλι ένα βήμα πίσω. Ο Πάρκερ ανασηκώθηκε με την καρδιά του να φτερουγίζει και κοίταξε την σαρκοφάγο. Το σκαλιστό Μάτι του Ώρου είχε κομματιαστεί. Και, τότε, άκουσε έναν αργόσυρτο ήχο.

Το πέτρινο κάλυμμα της σαρκοφάγου είχε αρχίσει να κινείται αργά, λες και το έσπρωχνε μια αόρατη δύναμη. Πισωπάτησε, μέχρι που η πλάτη του χτύπησε στον τοίχο. Το κάλυμμα συνέχισε να κινείται, ώσπου έπεσε στα πλάγια με έναν εκκωφαντικό πάταγο. Απλώθηκε ξανά νεκρική σιγή. Ο Πάρκερ μάζεψε το κουράγιο του κι άρχισε να βαδίζει αργά. Κοίταξε μέσα στη σαρκοφάγο με έναν μορφασμό αηδίας. Ένα μουμιοποιημένο σώμα βρισκόταν εκεί. Οι επίδεσμοι που το κάλυπταν είχαν αποκτήσει μια καφεκίτρινη απόχρωση, ενώ σε αρκετά σημεία είχαν λιώσει, αποκαλύπτοντας τη ζαρωμένη, στεγνή σάρκα. Η μυρωδιά ήταν απαίσια. Ένας συνδυασμός μούχλας και γλυκερής σαπίλας. Γύρισε και κοίταξε τον καθηγητή.

«Κύριε καθηγητά, πρέπει να φύγουμε από εδώ. Να ενημερώσουμε κάποιον, να-»

Σταμάτησε απορημένος όταν είδε τον Θέλμαν να γονατίζει ξαφνικά στο έδαφος, χαμηλώνοντας το κεφάλι. Ένα ανεπαίσθητο θρόισμα έκανε τις τρίχες στον σβέρκο του να ορθωθούν. Με μάτια γουρλωμένα και σφιγμένο σαγόνι, γύρισε αργά μέχρι που άφησε ένα ουρλιαχτό φρίκης.

Η μούμια είχε ανακαθίσει. Το στόμα της έχασκε ορθάνοιχτο και τα βλέφαρα ήταν ανοιχτά, όμως οι κόγχες των ματιών ήταν άδειες από αιώνες. Άπλωσε το χέρι της κι έδειξε τον Θέλμαν.

«Γάμα το!» ούρλιαξε ο Πάρκερ και, πέφτοντας πάνω στον Θέλμαν, άρχισε να τον ταρακουνά.

«Ξυπνήστε, κύριε καθηγητά. Πρέπει να φύγουμε αμέσως!»

Ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό έκανε το αίμα του να παγώσει. Η μούμια είχε ανασηκωθεί κι είχε απλώσει και τα δυο χέρια μπροστά. Ο Πάρκερ έσκυψε, άρπαξε την αξίνα από το έδαφος και κάνοντας μια περιστροφή την εκτόξευσε με όση δύναμη είχε. Εκείνη σφηνώθηκε με έναν υπόκωφο θόρυβο στο κρανίο της μούμιας, η οποία γύρισε αργά και τον κοίταξε με μίσος. Έπιασε το στυλιάρι της αξίνας και το τράβηξε μέχρι που εκείνη ξεκόλλησε με έναν ξερό κρότο, σκορπίζοντας παντού χώμα και θρυμματισμένη, ξερή σάρκα.

Η μούμια κατέβασε απότομα και τα δυο χέρια και ο Πάρκερ ένιωσε ένα ωστικό κύμα να τον πετάει με σφοδρότητα προς τα πίσω. Το κεφάλι του χτύπησε με δύναμη στον τοίχο και του ήρθε σκοτοδίνη. Σε κατάσταση σοκ, με θολή όραση, είδε τον Θέλμαν να σηκώνεται. Η μούμια έκανε ένα νεύμα και ξαφνικά οι επίδεσμοι που καλύπταν το σώμα της άρχισαν να ξετυλίγονται και να κινούνται στο έδαφος σαν φίδια. Έφτασαν στα πόδια του Θέλμαν και σκαρφάλωσαν πάνω τους. Το σώμα του καθηγητή άρχισε να ανυψώνεται και να περιστρέφεται, καθώς οι επίδεσμοι τυλίγονταν σφιχτά γύρω του.

Όταν και ο τελευταίος επίδεσμος κάλυψε το πρόσωπο του καθηγητή, το σώμα του αιωρήθηκε για λίγο και κατέβηκε απαλά μέσα στη σαρκοφάγο. Ο Πάρκερ είδε με φρίκη την απογυμνωμένη μούμια να πλησιάζει το άνοιγμα. Το σώμα της συσπάστηκε και γέμισε φουσκάλες και η σάπια σάρκα έδειχνε να αναγεννάται. Στηρίχτηκε στα χέρια του για να ανασηκωθεί. Με την άκρη του ματιού, είδε την αξίνα και τη σήκωσε με κόπο. Δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό το πλάσμα που είχε απελευθερωθεί, όμως ήξερε ότι δεν έπρεπε να βγει στον έξω κόσμο.

Σήκωσε ξανά την αξίνα με αποφασιστικότητα. Η μούμια δεν επέτρεψε δεύτερο χτύπημα. Με ένα νέο νεύμα, το βαρύ κάλυμμα της σαρκοφάγου εκτοξεύτηκε στο αέρα και χτύπησε τον Πάρκερ στην πλάτη, καταπλακώνοντάς τον. Προσπάθησε να απελευθερωθεί, όμως, τα πόδια του είχαν πάψει πια να τον υπακούν. Τέντωσε όσο μπορούσε το κεφάλι και είδε τη μούμια να βγαίνει από το άνοιγμα. Το σώμα της είχε σχεδόν αποκατασταθεί.

«Όχι!» φώναξε, αλλά το στόμα του γέμισε αίμα.

Η μούμια έκανε μια τελευταία κίνηση. Οι ογκόλιθοι που είχαν πέσει από τον τοίχο επέστρεψαν ένας ένας στη θέση τους, σφραγίζοντας σταδιακά την τρύπα ώσπου το δωμάτιο βυθίστηκε ξανά στο απόλυτο σκοτάδι...


Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε