Create your Universe

Τα χρονικά του Πάγορακ - Νίκη Μουσούλη

Στο Πάγορακ, την παγωμένη καστροπολιτεία του Βορρά, τα πάντα ήταν κρυσταλλωμένα και οι αποχρώσεις που κυριαρχούσαν, όπου μπορούσε να δει το μάτι, ήταν λευκά και μπλε. Λευκά από το αιώνιο χιόνι και μπλε από τους χρωματισμούς των τεράστιων σταλαγμιτών και σταλακτιτών που είχαν δημιουργήσει τα αρχέγονα νερά των λιμνών που έγλυφαν ένα μεγάλο κομμάτι του Βορρά.


Το Πάγορακ ήταν φημισμένο για τα ανθρώπινα αγάλματα από πάγο, καθώς επίσης και για τις άρτιες εκφράσεις που ήταν αποτυπωμένες στα πρόσωπά τους, όπως και στις κινήσεις τους, που έκαναν τα αγάλματα να μοιάζουν αληθινά.


Κάποτε, βρέθηκα κι εγώ στο Πάγορακ και -δεν έχει σημασία πώς- στα χέρια μου έφτασε ένα λεκιασμένο χειρόγραφο, σκονισμένο από αιώνες, γραμμένο σε μια περίεργη γλώσσα. Έμοιαζε σαν σκισμένη σελίδα από κάποιο βιβλίο. Σας παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα ώστε να καταλάβετε πώς έμοιαζε:


˥˦˧˨˦̌ ˥˦˨˧˨ Ϳ ˧ ˥˦˧˨ Ϳ ˧ ˥˦˨˧˨ Ϳ ˧


Πέρασαν χρόνια από τότε, μέχρι που έπεσε στα χέρια μου ένα περίεργο βιβλιαράκι με νεκρές και λησμονημένες γλώσσες. Με βάση εκείνο, λοιπόν, κατάφερα να μεταφράσω κάπως τη σελίδα εκείνη. Μου πήρε, βέβαια, πολύ καιρό η μετάφραση, αλλά πιστεύω πως θα βρείτε ενδιαφέροντα τα όσα ακολουθούν για αυτό και σας το παραθέτω.


Έτος 25.000 του Παγοροκιανικού ημερολογίου,
ημέρα 32η μετά τη Μεγάλη Επίκληση


Θαρρώ πως η Μεγάλη Επίκληση του Βασιλιά μας ήταν ένα λάθος. O Ψυχρός Άρχοντας δεν είναι για να κλείνεις συμφωνίες. Μα εγώ, ο Φαέθιους Λεονάδριους Τελίσιους, χρονογράφος της Ηγεμονικής Αυτοκρατορίας του Πάγορακ, προειδοποίησα τον Βασιλιά πως η Αιώνια φήμη του Πάγορακ δε θα έρθει με τη Μεγάλη Επίκληση. Παρόλα αυτά, εκείνος έδειξε υπέρ το δέον εμπιστοσύνη στον Ψυχρό Άρχοντα κι εκείνος, το βράδυ της Μεγάλης Επίκλησης, ήρθε καβαλικεύοντας τον Όλεθρο, τον ξακουστό μαύρο δράκο του, που ξερνάει πράσινες φλόγες που κατατρώνε τις έμβιες υπάρξεις.

Ο Βασιλιάς έδειξε μεγαλομανία και σαν είδε πως η Μεγάλη Επίκληση έπιασε και ο Ψυχρός Άρχοντας ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα, ζήτησε αυτό που η ψυχή του θέλησε• να γίνει το Πάγορακ η μόνη καστροπολιτεία που θα δοξάζεται και θα υπάρχει ανά τους αιώνες.

Ο Ψυχρός Άρχοντας χαμογέλασε σαρδόνια και είπε πως, σε έξι φεγγάρια από τη στιγμή της Μεγάλης Επίκλησης, θα πραγματοποιούταν η επιθυμία του Βασιλιά. Ανέβηκε στον δράκο κι έφυγαν με τον Όλεθρο να εξαπολύει τα ουρλιαχτά του. Πολλά φεγγάρια μετά, ακόμα ακούγαμε τον στριγκό ήχο των ουρλιαχτών στα αυτιά μας.

Και τώρα, τα έξι φεγγάρια έφτασαν στο τέλος τους και ο Ψυχρός Άρχοντας κατέφτασε με τις τρομερές δυνάμεις του σε εγρήγορση. Από τις πρώτες ακτίνες του ζωοδότη ήλιου που ακούμπησαν τη μύτη του κάστρου του Πάγορακ, ο Ψυχρός Άρχοντας εξαπολύει τις δυνάμεις του και παγώνει ό,τι διέπεται από ζωή. Από εκείνη τη στιγμή, όπου κι αν σαλέψεις, ηχούν τα τρομερά ουρλιαχτά των κατοίκων του Πάγορακ, που τρέχουν εν αλλοφροσύνη για να σώσουν τη ζωή τους. Πρώτο πάγωσε τον Βασιλιά μας.

Ακούω τον μανιασμένο ήχο των φτερών του Ολέθρου και τις κραυγές του σαν προαναγγελία θανάτου. Είμαι κλειδωμένος, κρυμμένος σχεδόν, σε ένα κελάρι κάτω από τη Δυτική πλευρά του κάστρου και γράφω, ίσως, τις τελευταίες λέξεις του Χρονικού του Πάγορακ, όπως το ξέραμε, σαν μια Αυτοκρατορία γεμάτη ζωή. Ξαφνικά, δεν ακούω τίποτα, ίσως υποχώρησαν -θα κοιτάξω από τον μικρό αεραγωγό που αφήνει τον εξωτερικό αέρα να μπει στο κελάρι.

Γράφω με τρεμάμενα χέρια. Όσοι ήταν ζωντανοί, τώρα, είναι παγωμένα αγάλματα και ο Ψυχρός Άρχοντας έχει 'ξαμολήσει τους υπηρέτες του να λεηλατήσουν την καστροπολιτεία όσο εκείνος κλέβει τη ζωή των κατοίκων του Πάγορακ. Ακούω βήματα πολύ κοντά στο σημείο που βρίσκομαι -μάλλον οι υπηρέτες του είναι στα ίχνη μου. Δε φοβάμαι, έχω το ξίφος δίπλα μου. Θα παλέψω με όλες μου τις δυνάμεις! Θα δώσω και την τελευταία ρανίδα του αίματος μου για το Πάγορακ!

Ένα τσεκούρι χτυπάει πάνω στη βαριά ξύλινη πόρτα του κελαριού. Κι άλλο ένα. Κι άλλο. Μανιασμένα χτυπήματα για την αντοχή της πόρτας. Ακούγονται φωνές -θα πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε άτομα. Τουλάχιστον έχω το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Ένα δυνατό κρακ και η πόρτα πέφτει.

Τέλος η καταγραφή! Ώρα να αρχίσουν τα γεγονότα...


Εδώ τελειώνει η καταγραφή του κειμένου. Έδωσα το χειρόγραφο σε έναν φίλο μου χημικό για να του κάνει ανάλυση. Ενόσω περίμενα, έψαξα στα αρχεία για τον καταγραφέα Φαέθιους Λεονάδριους Τελίσιους και ανακάλυψα τα εξής: ήταν πράγματι υπαρκτό πρόσωπο και μάλιστα βρέθηκε παρατημένος στην είσοδο του κάστρου του Πάγορακ κατασφαγμένος από τσεκούρια και σπαθιά.


Ενώ, σε ένα μικρό υπόμνημα, ανέφερε μια φήμη πως το βιβλίο, εκ του οποίο έχω το χειρόγραφο -και που η έρευνα του φίλου μου έδειξε πως οι λεκέδες ήταν από αίμα- ήταν μαγεμένο από τον μάγο του κάστρου και πως όταν η χαμένη σελίδα θα έμπαινε στο, από χρόνια χαμένο βιβλίο, το Πάγορακ θα ζωντάνευε ξανά.
***

Μια περίεργη μαυροντυμένη μορφή περιεργαζόταν έναν βιβλίο. Το άνοιξε και κοίταξε τη σελίδα που έλειπε. Χαμογέλασε. Ανέβηκε στον δράκο. Πέταξαν μακριά, σκορπίζοντας πίσω τους Ολέθριες κραυγές.


Ανίερος Μαχητής - 

Νεκτάριος Χρυσός

Οι φολίδες του Γιοθ Ίρια είχαν πυρώσει καθώς στεκόταν μπροστά στον Ανώτατο Άρχοντα. Ξεροκατάπιε. Δεν ήταν η επιβλητική μορφή Του που πυργωνόταν πάνω απ' αυτόν και την ακολουθία του, με τον πυρωμένο Πίπτοντα Σταυρό στο στήθος, το Σκήπτρο της Επίγνωσης του Καλού και του Κακού στο ένα χέρι και την τρομερή Σπάθα της Μαύρης Φλόγας στο άλλο.

Είχε να κάνει με την πύρινη σοφία στα μάτια του Άρχοντα, που έδειχνε να καίει με την ίδια θέρμη και στον Πανθεπόπτη Οφθαλμό ανάμεσα στα ιερά κέρατά Του.

Για ποιο λόγο είχε ζητήσει ο Εωσφόρος να παρουσιαστεί μπροστά Του ο Γιοθ, εδώ, στο Έσχατο Επίπεδο της Κόλασης; Σ' αυτόν τον ιερό τόπο, οι άσβηστες φωτιές έκαιγαν αρκετά δυνατά ώστε να κάψουν κι αυτόν τον ίδιο, όχι μόνο τα αγγελικά τάγματα του Ακατανόμαστου που πολιορκούσαν τα τείχη της ύστατης πατρίδας των Εκπεσόντων.

Δεν είχε λιγοψυχήσει ο Γιοθ, ούτε είχε ηττηθεί στο πεδίο της μάχης. Ορδές φωτός που εφορμούσαν απ'τους Ουρανούς, οι άγγελοι-πολιορκητές έσκαγαν πάνω στα μαύρα κοντάρια των δαιμόνων του κι εξατμίζονταν στην ανυπαρξία, αν κι όχι χωρίς απώλειες. Η Κόλαση αμυνόταν απελπισμένα και χωρίς προοπτική ενάντια στον Παράδεισο• όλοι οι υπερασπιστές της, απ' τα χαμηλότερα μέχρι τα πιο υψηλά αξιώματα της Ανιεραρχίας, το γνώριζαν.

Ένιωσε τον μαύρο ιδρώτα κάτω απ' τις φολίδες. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος: Ο Ανώτατος Άρχοντας, μέσα στην αληθινή του σοφία, θα τον θυσίαζε σε τούτες τις φωτιές για να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους υπερασπιστές. Ας ήταν• ο στρατηγός του κατείχε την απόλυτη επίγνωση του Καλού και του Κακού, ήταν άσφαλτος, και θα ήταν η μεγαλύτερη τιμή για τον Γιοθ να ανυπάρξει απ'τη Σπάθα του.

«Όχι, Γιοθ Ίρια. Δεν είναι αυτός ο λόγος που σε κάλεσα εδώ» είπε ο Εωσφόρος κι η φωνή Του αντήχησε σ' ολόκληρο το Έσχατο Επίπεδο. «Γνωρίζω πως η Φλόγα φθίνει. Και παρατηρώ τον αγώνα σας για να μη σβήσει το αληθινό σκοτάδι απ' το ψεύτικο φως. Για να γίνει μαύρο το Πορφυρό Στέμμα».

«Η γνώση Σου, τιμή μας, Άρχοντά μου» μπόρεσε μόνο να απαντήσει ο Γιοθ με φωνή που έτρεμε. «Σε υπηρετούμε όπως Εσύ ορίζεις».

«Κι εδώ και τώρα, ορίζω πως ο αγώνας της Κόλασης είναι χαμένος. Αργά μα αναπόφευκτα, τα Επίπεδα θα κατακτηθούν, ένα προς ένα, καθώς θ' αποδεκατιζόμαστε• μέχρι η λευκή πλημμύρα των επιτιθέμενων αδελφών μας να φτάσει εδώ, για να σβήσει τις φλόγες που δεν μπορούν να σβήσουν, και η Μεγάλη Ιδέα μου να φέρω το φως της Επίγνωσης στη Δημιουργία να σβήσει μαζί τους».

Ο Γιοθ πάσχισε να εισπνεύσει όσο θειάφι του επέτρεπαν τα πνευμόνια του. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε μόλις ακούσει. Πάλεψε να κρατήσει τα καυτά, κόκκινα δάκρυα που κύλησαν απ' τα πορτοκαλιά μάτια του, μα δεν μπορούσε. Τα δρακόφτερά του σούφρωσαν.

«Μα ο πόλεμος μπορεί ακόμα να κερδηθεί, Γιοθ Ίρια! Στο αληθινό πεδίο της μάχης• στον αγώνα του προσηλυτισμού των ψυχών της Δημιουργίας στο Φως της γνώσης του Καλού και του Κακού. Στην ελευθερία της επιλογής, στην αμφισβήτηση του δόγματος και της αυταρχικότητας του Πατέρα».

«Διάταξε, Άρχοντά μου, κι εγώ θα εκτελέσω».

«Η Στρατιά σου θα κατέβει στη Γη. Οι αγέννητες, απέθαντες, αιώνιες ψυχές σας θα φυλακιστούν σε θνητές σάρκες κι από θνητότητα σε θνητότητα, θα διαδώσετε το κήρυγμά Μου. Θα είστε οι Σάλπιγγές Μου. Οι Προσηλυτιστές Μου. Οι Στρατολόγοι Μου. 'Σεις θα φέρετε τη Νεαρή Στρατιά που θα λύσει την Πολιορκία της πατρίδας μας και θα γυρίσει την έκβαση του πολέμου που διεξάγουν, Πατέρας και Υιός, θέλοντας να καταπνίξουν τη φωνή μας».

Ο μαύρος ιδρώτας πότισε ακόμα περισσότερο τις φολίδες του. Άπλωσε τα φτερά του, προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο του για τη μοίρα που μόλις του είχε επιβληθεί.

«Άρχοντα Εωσφόρε. Γεννηθήτω το θέλημά Σου» είπε μόνο. Η φυλάκισή του στους φθαρτούς, σάρκινους, θνητούς ναούς των ψυχών φάνταζε τρομερή. Μα τον έκανε κάτι παραπάνω από έναν απλό πολεμιστή δαίμονα. Τον έκανε Ανίερο Μαχητή.

«Εσείς είστε η ελπίδα όλων μας ενάντια στην Πατρική τυραννία. Η θυσία σας δε θα είναι μάταιη. Γιατί η πραγματική φλόγα που ζεσταίνει τις ψυχές, είναι η φλόγα της γνώσης. Της σοφίας. Της επιλογής. Αυτή τη φλόγα ζητώ να κάνεις να θεριέψει ξανά, Γιοθ Ίρια, Μεγάλε Κυνηγέ Μου, Εωσφοριανέ Μου».

Ο πολεμιστής δαίμονας γονάτισε και υποκλίθηκε. Παρατήρησε το Έσχατο Επίπεδο γύρω του• προσπάθησε ν' αφομοιώσει, ν' αποτυπώσει, κάθε σημαντική κι ασήμαντη λεπτομέρεια αυτού του Επιπέδου:

Τα πορφυρά ποτάμια.

Τα όρη-τείχη που είχε λαξέψει ο ίδιος ο Εωσφόρος με τη Σπάθα του.

Την εξαγνιστική λάβα.

Τον καυτό, θειoύχο άνεμο.

Θα ενταφίαζε αυτές τις εικόνες στις πιο σκοτεινές γωνιές της ψυχής του. Για να του κρατούν συντροφιά όταν θα κατρακυλούσε στη λήθη της ανθρώπινης θνητότητας. Δε θα ήξερε γιατί, μα στα θολά ανθρώπινα όνειρά του, θα ένιωθε τη θέρμη τους. Και θα έπαιρνε κουράγιο για να εκτελέσει μια αποστολή που δε θα μπορούσε, ως άνθρωπος πια, να κατανοήσει: Μα λόγος της ύπαρξής του θα ήταν, χωρίς να ξέρει το γιατί, να εκπληρώσει.


Ο Μετάνθρωπος - 

Σωκράτης Μπουζούκας

Μόνο τα βήματα του και του σκύλου του ακούγονταν στη γεμάτη ερείπια πόλη. Είχε οδηγίες να εντοπίσει ομάδες ατάκτων αντιφρονούντων. Ο πόλεμος ήταν αιματηρός και σκληρός, αλλά πίστευε ότι σύντομα θα τελείωνε προς όφελος τους. Έπρεπε να είναι οι νικητές. Ο πλανήτης θα άλλαζε απλά χέρια και θα έπεφτε στο δυνατότερο είδος. Ήταν κάτι που γινόταν για δισεκατομμύρια χρόνια. Η τελευταία σύγκρουση ειδών ήταν μεταξύ του Νεαντερταλ και του Χόμο Σάπιενς με νικητή τον τελευταίο. Είχε έρθει η ώρα να περάσει η κυριαρχία σε ένα νέο είδος. Αυτός ήταν ο νόμος της φύσης. Ο δυνατότερος οργανισμός επικρατεί έναντι του αδύνατου.

Οι αισθητήρες του αλλά και του σκύλου του έπιασαν εκλύσεις θερμότητας από σώματα. Σίγουρα κάπου εκεί κρύβονταν οι αντάρτες που προκάλεσαν αρκετές απώλειες τελευταία στη μονάδα του. Είχε αναλάβει να τους αιχμαλωτίσει ο ίδιος. Δεν έπρεπε να τους σκοτώσει. Τους αιχμαλώτιζαν και τους φυλάκιζαν σε πόλεις-φυλακές, όπου τους φρόντιζαν σαν οικόσιτα ζώα. Εκεί, έπρεπε να πολλαπλασιάζονται με στόχο να υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι μελλοντικοί Μετάνθρωποι. Έτσι θα κατάφερναν να διαιωνίσουν το είδος τους.

Ήταν μια κατάρα που διέτρεχε το είδος του από την αρχή. Οι επιστήμονες στο παρελθόν αλλά και οι Μετάνθρωποι δεν είχαν βρει ακόμα τρόπο να πολλαπλασιάζονται μεταξύ τους. Αναγκάζονταν να αιχμαλωτιζουν τους ανθρώπους και μετά να τους μετατρέπουν σε κάτι νέο, σε Μετανθρώπους. Και αυτό όχι πάντα με επιτυχία. Υπήρχαν περιπτώσεις που μερικοί δεν άντεχαν τη νέα τους μορφή και αυτοκτονούσαν.

Όσο πλησίαζε, τόσο τα θερμικά ίχνη μεγάλωναν. Ο σκύλος του γρύλιζε δυνατά. Κάτι θα είχε εντοπίσει. Θα κρύβονται σε αυτό το κτίριο, σκέφτηκε ο Τάλως. Σταμάτησε μπροστά από το κατεστραμμένο κτίριο. Με μια μεταλλική φωνή τους απευθύνθηκε.

«Άνθρωποι. Ξέρω ότι είσαστε κρυμμένοι εκεί μέσα. Είναι άσκοπο να αντιστέκεστε. Πάτε κόντρα στον νόμο της εξέλιξης. Εμείς είμαστε το καινούργιο. Εσείς είσαστε η νύμφη λίγο πριν γίνει πεταλούδα. Παραδοθείτε και όλα θα πάνε καλά μαζί σας».

«Ποτέ. Καλύτερα να πεθάνουμε παρά να γίνουμε μια μάζα σιδερικά σαν και του λόγου σου. Και εσύ άνθρωπος ήσουν σαν και εμάς, κάποτε. Αλλά έχασες την ανθρωπιά σου. Αργά ή γρήγορα, η ψυχή σου θα καίγεται στην κόλαση» απάντησε ένας από τους αντάρτες. Και αμέσως, ριπές από σφαίρες έπεφταν επάνω του. Το μεταλλικό του σώμα άντεχε τα πυρά. Ο σκυλος του αμέσως έτρεξε να μπει στο εσωτερικό του κτιρίου να αντιμετωπίσει τους εχθρούς που προσπαθούσαν με τα όπλα τους να πληγώσουν τον αφέντη του.

«Πιάστους ζωντανούς, Κέρβερε. Πρόσεξε, όμως, νεκροί μάς είναι άχρηστοι» διέταξε τον σκύλο του, ενώ στο μυαλό του ανέλυε τα όσα άκουσε από τον αυθάδη αντάρτη.

Ναι κάποτε ήταν και αυτός ένας θνητός άνθρωπος. Είχε και όνομα, το οποίο με τον καιρό το ξέχασε και ασπάστηκε το καινούργιο μετά την μεταμόρφωση του. Όλα αυτά μέχρι να εφαρμοστεί πρακτικά η επιστημονική θεωρία του Μετανθρωπισμού.

Ήταν ένα φιλοσοφικό κίνημα που υποστήριζε τον μετασχηματισμό της ανθρώπινης κατάστασης αναπτύσσοντας και καθιστώντας ευρέως διαθέσιμες εξελιγμένες τεχνολογίες για να ενισχύσει σημαντικά την ανθρώπινη διάνοια και φυσιολογία. Επηρεασμένο από σπερματικά έργα επιστημονικής φαντασίας αποσκοπούσε στο υπερανθρωπιστικό όραμα μιας μεταμορφωμένης μελλοντικής ανθρωπότητας. Με τελικό στόχο την κατάργηση του θανάτου.

Αυτός ήταν από τους πρώτους εθελοντές που δοκίμασαν τη νέα εφαρμογή. Κατάφεραν πριν πεθάνει να περάσουν τη συνείδηση του, σε ένα μεταλλικό σώμα. Μετά το εφάρμοσαν και στον αγαπημένο του σκύλο. Και εκείνος είχε τότε άλλο όνομα. Όμως, στη νέα τους ζωή έπρεπε να βρούνε νέα ονόματα. Αυτός διάλεξε το «Τάλως», τον μυθικό χάλκινο φρουρό της Κρήτης, ο οποίος θεωρείται το πρώτο ρομπότ που κατασκευάστηκε ή το δημιούργησε η φαντασία. Ενώ, για τον σκύλο, το όνομα του Φύλακα του Κάτω Κόσμου.

Ακολούθησαν και άλλοι μετά από καιρό. Βέβαια η εφαρμογή κυνηγήθηκε από μερικούς που έβλεπαν έργο του διαβόλου αντί για ανθρώπινο θαύμα. Οι Μετάνθρωποι, όπως ονομάζονταν, άρχισαν να αυξάνονται. Βέβαια, υπήρξαν και παρενέργειες. Κάποιοι δεν μπορούσαν να αποδεχθούν τη νέα μορφή τους με αποτέλεσμα να πεθάνουν. Σύντομα, το νέο είδος δυνάμωσε και αποφάσισε να αναλάβει τον πλανήτη. Αμέσως, ξεκίνησε ένας πόλεμος μεταξύ ανθρώπων και Μετανθρώπων.

Τις σκέψεις του διέκοψαν εκρήξεις και κραυγές. Το κτίριο κατέρρευσε. Μέσα από τα χαλάσματα βγήκε άθικτος ο Κέρβερος, ο οποίος πήγε αμέσως κοντά στον κύριο του.

«Έλα αγόρι μου. Οι άνθρωποι αυτοί προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να γίνουν σαν και εμάς• ημίθεοι. Σύντομα όλα θα τελειώσουν και θα γίνουμε οι κύριοι της Γης».

Αμέσως, επέστρεψαν πίσω στο drone που είχε προσγειώσει μακριά από το σημείο που έκανε την περιπολία του. Επικοινώνησε με τη βάση του για να αναφέρει τα όσα έγιναν. Μετά, έλαβε νέες οδηγίες να πάει σε άλλο σημείο, όπου είχαν εντοπιστεί μικρές κοινότητες ανθρώπων που ζούσαν μακριά από τις πόλεις των Μετανθρώπων. Μια ομάδα χρειαζόταν, στα προάστια της έρημης πολης, τη βοήθειά του στη σύλληψη και τη μεταφορά ανθρωπων στις πόλεις-φυλακές.

Χωρίς χρονοτριβή, το drone υψώθηκε στον ουρανό και ξεκίνησε για τη νέα αποστολή του. Το κυνήγι ανθρώπων συνεχίζονταν. Οι Μετάνθρωποι έπρεπε να επικρατήσουν και να πολλαπλασιαστούν πάση θυσία.


Η Παράδοση - 

Αγγελική Αγγελοπούλου

Το digital ρολόι τοίχου χτυπά έξι φορές. Ανοίγει τα μάτια του σαν προγραμματισμένο ρομπότ και ρίχνει μια φοβισμένη ματιά στον χώρο γύρω του. Δίπλα, η μικρή Νέμεσις, γελά στον ύπνο της. Αλήθεια, πώς του επέτρεψε η Ανώτατη Κυβέρνηση να δώσει ένα τέτοιο όνομα στη κόρη του;

Από όσο θυμάται τον εαυτό του, δεν υπάρχουν ονόματα, μόνο αριθμοί, ούτε χώρες, ούτε πόλεις, ούτε γλώσσες, μόνο αριθμημένοι κάτοικοι στις ελάχιστες κοινότητες που επιβίωσαν από τους πολέμους και τον πυρηνικό όλεθρο. Ανοίγει τον θάλαμο ψύξης και παίρνει ένα διαφανές μικροσκοπικό μπουκάλι.Το αδειάζει στο στόμα του με λαιμαργία. Αυτό του αναλογεί για να επιζήσει και σήμερα.

Σήμερα, είναι η μεγάλη μέρα.

Πρέπει να παραδώσει την κόρη του στην Ανώτατη Αρχή που θα του την επιστρέψει μετά από δέκα γήινα χρόνια, έτοιμη να ενταχθεί στο Σύστημα. Να γονιμοποιήσει το σπέρμα ενός άγνωστου δότη με άριστες προδιαγραφές και να γίνει μια ακόμα Μητέρα που θα θρέψει το Σύστημα με σκλάβους-υπήκοους.

Εκείνος ήταν τυχερός. Οι τεράστιες γνώσεις του στα πληροφοριακά συστήματα και η βοήθεια που πρόσφερε κάποτε στο Υπουργείο Πληροφόρησης και Ασφάλειας του επέτρεψαν να έχει μια πυρηνική οικογένεια μέχρι τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του μοναδικού παιδιού που μπορούσε να αποκτήσει, σύμφωνα με τους νόμους του Συστήματος.

Σήμερα, όμως, θα την παρέδιδε στους Ανώτερους Παιδαγωγούς για να διαμορφώσουν τη ζωή της...Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό αφού το πέρασε και ο ίδιος. Με τη μόνη διαφορά ότι εκείνος είχε καταφέρει να προστατέψει το μυαλό του από αυτά που προσπαθούσαν να του εγγράψουν στο υποσυνείδητο.

Και, τώρα, ήταν η σειρά της κόρης του να τα καταφέρει.

Ένιωθε περήφανος για όσα της είχε μεταδώσει με τα υψηλής συχνότητας κύματα που εξέπεμπε ο εγκέφαλος του.

Το παιδί καταλάβαινε μόνο με το βλέμμα τα όσα ο πατέρας ήθελε να πει κι κι αυτό γιατί αν μιλούσαν θα τους κατέγραφαν οι κάμερες που βρίσκονταν υποχρεωτικά στον χώρο διαμονής τους. Ειχαν, μάλιστα, δημιουργήσει και μια δικιά τους γλώσσα που έμοιαζε με παιδικό τραγούδι. Οι χειρονομίες είχαν κι αυτές το νόημα τους. Πίστευε πως είχε καταφέρει να ξεγελάσει το Σύστημα.

Το λιτό πρωινό της μικρής, ετοιμάστηκε γρήγορα. Της έριξε μια τελευταία ματιά με νόημα και βγήκαν στον δρόμο. Περπάτησαν λίγη ώρα για να φτάσουν στο προκαθορισμένο σημείο που θα γινόταν η παράδοση. Ο χώρος είχε γεμίσει από αυτοκίνητα και γονείς που κρατούσαν με λαχτάρα τα χέρια των παιδιών τους και κοιτούσαν τον ουρανό. Άλλοι δάκρυζαν άλλοι, με σφιγμένα τα δόντια, έβριζαν και καταριούνταν το Σύστημα.

Ξαφνικά, μια λάμψη σαν ήλιος έσκισε το στερέωμα. Τεράστια γκρίζα πλοκάμια άρχισαν να κατεβαίνουν από τον ουρανό.

Ήταν οι πύλες εισόδου στον απόκοσμο κόσμο του Συστήματος. Οδήγησε την κόρη του ακριβώς στο κέντρο περιμένοντας και τους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο. Ένιωσε το αίμα του να παγώνει όταν συνειδητοποίησε ότι θα την έχανε για χρόνια. Η Νέμεσις, όμως, με ένα αινιγματικό μειδίαμα, τον επανέφερε γρήγορα. Ήξεραν και οι δύο πως είχαν νικήσει το Σύστημα.


Λίγο πριν το τέλος - Έλενα Κοτσιλίτη

Η ανάσα της ακάνθινη και άμετρη συναγωνιζόταν σε ένταση τον παγωμένο αέρα. Λίγα μέτρα απέμεναν ακόμα και το μόνο που αντηχούσε στις σκέψεις της ήταν οι καμπάνες. Δεν ήταν σίγουρη αν τις άκουγε να χτυπάνε ή αν το μυαλό της είχε παγώσει τη σκέψη ώρες πριν, τότε που έφτασαν στο μοναστήρι τα μαντάτα.

Λίγα μέτρα ακόμα, ενώ το δέρμα απ' τις φτέρνες της είχε ανοίξει πάνω στις κοφτερές πέτρες.

Κάνε κουράγιο, βάστα.

Η Λαουμέ στεκόταν τεράστια και αγέρωχη στην κορυφή του Έβδομου Λόφου. Η Δώδη είχε τρέξει και τους έξι λόφους με τα σχοινιά απ' τα σανδάλια της να μπλέκονται στους δηλητηριώδεις θάμνους, με τις άκρες του λευκού της μανδύα να σέρνονται στις λάσπες. Αλλά όσο και αν φαινόταν πως πλησίαζε την Ιερή Οξιά, τόσο μακριά βρισκόταν.

Στη βάση του Έβδομου Λόφου, έχασε το ένα της σανδάλι και μαζί μ' αυτό, έχασε και την τελευταία ελπίδα πως κάτι θα γινόταν και θ' άλλαζε η μοίρα της.

Τι αξία θα έχει η ζωή μου με τη μνήμη της φυλής μου χαμένη;

Έτρεχε τον Έβδομο Λόφο λες και το αύριο δε θα υπήρχε πια. Το αύριο, όμως, θα ξημέρωνε το ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως το σήμερα, διότι τι δουλειά είχε ο χρόνος με τα τερτίπια των θνητών; Το αύριο θα ερχόταν τρομερό και αναπόφευκτο με τον λαό της σκλαβωμένο ή χειρότερα. Και την ιστορία του τόπου της χαμένη για πάντα αν αποτύγχανε σ' αυτό για το οποίο την είχαν στείλει να φέρει εις πέρας.

«Γιατί εγώ, Γερόντισσα;» είχε ρωτήσει την Ηγουμένη, ενώ μέτραγε νοερά τις ρυτίδες των δαχτύλων των ποδιών της ηλικιωμένης γυναίκας. Δεν είχε τολμήσει να σηκώσει το βλέμμα να την αντικρίσει στα μάτια περιμένοντας μια εξήγηση γιατί την έστελνε στον θάνατό της.

Η Γερόντισσα δεν της είχε δώσει καμία απάντηση μόνο μια ευχή για τη χαμένη της νεότητα.

Ο ουρανός βυθίστηκε στο φθορίζον γαλάζιο, καθώς η νύχτα απλώθηκε πάνω απ' τα νησιά μαζί με μια πνιχτή, ανατριχιαστική σιωπή. Στον ορίζοντα, εμφανίστηκαν τα πρώτα πλοία. Το νησί της Λαουμέ, το κεντρικό απ' τα Εννιά, ήταν το τελευταίο που θα έπεφτε στα χέρια των Βελίνας. Η σημαία τους με την εικόνα του γεννήτορα τους, τον μονόφθαλμο γίγαντα Βέλις, ανέμιζε άλικη σαν το αίμα της φυλής των Πέρκονς που θα πότιζε τις πρωινές ώρες τα εδάφη του τελευταίου ελεύθερου Νησιού.

Η Ιερή Οξιά έφερε το όνομα της προστάτιδας θεάς του Ένατου Νησιού κι είχε ρίζες πιο βαθιές κι απ' τις σπηλιές που έρεε η πρωτογενής φλόγα, πιο παλιές κι απ' τα πιο θαμπά αστέρια στο στερέωμα. Γερές, δυνατές ρίζες, ένωναν όλα τα νησιά σε έναν ζωντανό οργανισμό με κοινή μνήμη και κοινή ενσυναίσθηση.

Μέσα στις ρίζες του Ιερού Δέντρου, μαζί με τους χυμούς του, κυλούσε ζωντανή η ιστορία του τόπου. Όσο μπορούσαν, ο καθένας και η καθεμία απ' τους Πέρκονς, κατέθεταν στη Λαουμέ λίγο απ' την ψυχή τους, ένα μέρος της ύπαρξης τους. Ιστορικές, προσωπικές, συναισθηματικές μνήμες συνέθεταν το μωσαϊκό της ιστορίας τους από την απαρχή του χρόνου, τότε που οι Θεοί κατοικούσαν τα Εννιά Νησιά. Και τώρα, όλη αυτή η γνώση κινδύνευε να χαθεί, να γίνει εργαλείο στα χέρια του εχθρού.

Γιατί η Ηγουμένη διάλεξε τη Δώδη, τη νεότερη από τις ιέρειες; Είχε ακόμα τόσα να μάθει, τόσα να γευτεί.

Τίποτα δε θα υπάρχει αύριο, τίποτα δε μένει να γευτώ παρά μόνο τη φρίκη και τον πόνο του πολέμου.

Κι όμως, πάντα υπάρχει ελπίδα για ζωή, για έστω λίγη ζωή.

Τα ματωμένα της πόδια την έσυραν μέχρι την Ιερή Οξιά. Το ύψος της θεόρατο, σκέπαζε τα φθορίζοντα ουράνια.

Πώς θα ήξερε ότι τα είχε καταφέρει;

Χίλια και δέκα καλοκαίρια είχαν περάσει από τότε που για πρώτη και μοναδική φορά ολοκληρώθηκε τούτο το τελετουργικό προστασίας. Η Γερόντισσα είχε ανατρέξει στα πιο παλιά βιβλία του μοναστηριού για να βρει τις λέξεις σε μια σελίδα τόσο φθαρμένη που είχε γίνει σκόνη μέσα σε στιγμές, ίσα που είχε προλάβει η Δώδη να αποστηθίσει τις ρίμες.

«Πες μου τα λόγια πριν...» είχε πει η Ηγουμένη αφήνοντας την κουβέντα της μετέωρη να κρέμεται σαν αόρατη θηλιά πάνω από το κεφάλι της Δώδη.

Η Δώδη γονάτισε μπροστά απ' την Ιερή Οξιά. Έφερε τα χέρια στο στήθος κι είπε τις λέξεις με μια ανάσα. Σαν αερικό, το χλωμό πρόσωπο του αδερφού της σάρωσε την όρασή της, καθώς η Λαουμέ την παρέσερνε μέσα στο κρυστάλλινο, παγωμένο έδαφος.

Ζεστός ιδρώτας έλουσε τη Δώδη ενώ πάλευε να διατηρήσει λίγο αέρα στους πνεύμονές της. Το χώμα πίκριζε στην κορυφή της γλώσσας της και τα δάκρυά της γίνανε λάσπη γύρω απ' τα κλειστά βλέφαρα.

Ώσπου ο φόβος εξανεμίστηκε και η θέλησή της έγινε ένα με τη θέληση του Δέντρου. Τα χέρια της γίνανε κλαριά, τα πόδια της ρίζες, τα κόκκινα μαλλιά της καρποί. Δεν είχε τη δύναμη να προστατέψει τη φυλή της από το θανατικό και τη βία, αλλά θα προστάτευε την ιστορία τους και την ταυτότητά τους.


Η προφητεία - Ελπίδα Πέτροβα

Το ηφαίστειο, πίσω από τον Ναό του Λούμπρεν, βρυχόταν ξερνώντας κομμάτια καυτής λάβας -σημάδι πως ο Άρχοντας Μόρντοθ ήταν εξαγριωμένος. Οι κάτοικοι της Πόλης κρυμμένοι στις υπόγειες στοές, τρέμοντας και κλαίγοντας, υπέμεναν καρτερικά να περάσει η καταιγίδα αν και αυτή τη φορά όλοι φοβόντουσαν το χειρότερο. Αυτή τη φορά, η καταστροφή πλησίαζε επικίνδυνα.

Ο Σίμλοκ ήξερε πως το φταίξιμο ήταν δικό του. Η αγάπη του για τη θνητή Λάια τάραξε τον κόσμο του, την ψυχή του. Αυτός, ένα Δαίμονας του Σκότους, ο πρώτος στη Στρατιωτική Ιεραρχία, ερωτεύτηκε για πρώτη φορά και, όπως φαινόταν, για τελευταία.

Δε θα άλλαζε όμως ούτε στιγμή μαζί της. Το απαλό της χάδι, τα βελούδινα μαλλιά, τα κερασένια χείλη της που διψούσαν για τα δικά του όλο και περισσότερο. Η καρδιά του σκίρτησε πρώτη φορά σε τόσους αιώνες κι έζησε στιγμές ανεπανάληπτες, τυλιγμένος στο πέπλο του έρωτα και του πόθου, χορεύοντας μαζί της σαρκικές στιγμές κορύφωσης, μένοντας ξέπνοος από την απόλαυση και απόλυτη ολοκλήρωση δύο σωμάτων σε ένα, δύο ψυχών σε μια.

Τώρα, φυλακισμένος οικειοθελώς, στα έγκατα του Ναού στη Μαύρη Γη, περίμενε καρτερικά το τέλος του. Ο μόνος τρόπος για να προστατεύσει την αγαπημένη του, μετά από τόσο κυνηγητό, ήταν να παραδοθεί. Είχε ταραχτεί, όμως, από τις διαστάσεις που είχε πάρει αυτή η υπόθεση. Ο Άρχοντας δεν έστειλε τον Αγγελιοφόρο του για να τον δικάσει, αλλά εμφανίστηκε ο ίδιος μαζί με την Ανώτατη Ιεραρχία του, τους Έξι Φρουρούς της Μαύρης Γης.

Ο Σκριπτ, ο Νάνος, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Οι Νάνοι δούλευαν στην υπηρεσία των Δαιμόνων ως σπιούνοι, ήταν ύπουλοι και συμφεροντολόγοι. Ο Σκριπτ, όμως, ξεχώριζε. Διαφωνούσε με την τακτική του είδους του, ως φοβητσιάρης, όμως, πήγαινε με τα νερά των υπολοίπων προσπαθώντας να ξεφύγει όταν μπορούσε. Πλησίασε το κελί του Σίμλοκ.

«Τι θες εσύ εδώ;»

«Αφεντικό, τα πράγματα είναι χειρότερα από ό,τι περιμέναμε. Ο Άρχοντας έχει πιάσει αιχμαλώτους καμιά διακοσαριά από τους κατοίκους. Είναι όλοι στη Μεγάλη Αίθουσα. Τους ανακρίνει ρωτώντας πού βρίσκεται η Λάια -όποιος δεν ξέρει. τον καίει ζωντανό».

Ο Σίμλοκ, ταραγμένος, πηγαινοερχόταν στο κελί του. Τα μαύρα μακριά μαλλιά του ανέμιζαν, ενώ το πρόσωπό του είχε χλωμιάσει περισσότερο από το κανονικό.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί τον ενδιαφέρει. Εμένα ήθελε και με βρήκε».

«Αφεντικό έχει να κάνει με το Βιβλίο των Κόσμων. Δεν το ξέρεις;»

Ο Σίμλοκ έπιασε σφιχτά με τα χέρια του τα κάγκελα του κελιού. Πώς μπερδευόταν το Βιβλίο των Κόσμων με τη Λάια κι εκείνον;

«Ξέρνα τα όλα»

Ο Σκριπτ πλησίασε πολύ κοντά, στραβοκατάπιε, σάλιωσε τα χείλη του και είπε:

«Δεν το άκουσες από μένα, αλλά απορώ πώς δεν το ήξερες. Στο Βιβλίο των Κόσμων, υπάρχει μια Προφητεία. Αυτή ισχυρίζεται ότι θνητή που θα μείνει έγκυος από Δαίμονα του Σκότους, θα φέρει στον Κόσμο τον Προφήτη. Αυτός θα ανατρέψει τη Βασιλεία του Άρχοντα και το Φως θα ξεπροβάλλει ξανά».

Τα μάτια του Σίμλοκ μεταμορφώθηκαν σε μαύρα πηγάδια, τα δόντια του σε μυτερά καρφιά και η κραυγή του αλύχτισμα τόσο δυνατό που συρρίκνωνε κάθε όργανο του κορμιού. Πριν καταλάβει ο Σκριπτ, το χέρι του Σίμλοκ τον άρπαξε από τον λαιμό και τον σήκωσε ψηλά.

«Θέλεις να πεις ότι η Λάια είναι έγκυος; Κι εγώ είμαι εδώ, άφησα να με αιχμαλωτίσουν νομίζοντας ότι έτσι θα τη σώσω;»

«Α..α...αφε...ντι....κό...με πνίγεις».

Ο Σίμπλοκ επανήλθε στο φυσιολογικό του αφήνοντας τον Νάνο να πέσει με δύναμη στο πάτωμα. Η Λάια ήταν έγκυος, μόνη, αβοήθητη. Πόσο ανόητος, πόσο απερίσκεπτα είχε σκεφτεί; Νομίζοντας ότι θα την έσωζε, δέχτηκε να φυλακιστεί, να θυσιαστεί.

«Λάια, μοναδική μου αγάπη, πώς σε έμπλεξα έτσι; Τι έχω κάνει;» φώναζε μέσα στους τέσσερις τοίχους του κελιού του απεγνωσμένα.

«Αφεντικό, ίσως μπορώ να βοηθήσω, θα με πάρεις όμως μαζί σου, το υπόσχεσαι; Δε θέλω να καώ ζωντανός, ούτε να μου κόψουν τα χέρια γιατί σε βοήθησα. Θα σου φέρω τα κλειδιά να ανοίξουμε το κελί και μετά θα πρέπει να βρεις τρόπο να την κάνουμε από δω μέσα».

Ο Δαίμονας κοίταξε τον Νάνο μέσα στα μάτια. Προσπάθησε να διακρίνει αν τον κορόιδευε, αν όλα αυτά ήταν ένα κόλπο του Άρχοντα για να μάθει την τοποθεσία της αγαπημένης του και να τους σκοτώσει και τους δύο μετά. Τα μάτια του Σκριπτ όμως δεν πρόδιδαν κάτι. Μεγάλα και καστανά τον κοιτούσαν με προσμονή και ίσως φόβο. Δεν είχε πολλές επιλογές. Έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Μετά θα αποφάσιζε πώς θα έπραττε.

«Εντάξει. Φέρτα και μαζί θα πετάξουμε μακριά. Έχουν μουδιάσει τα φτερά μου εδώ μέσα έτσι κι αλλιώς».

Ο Νάνος εξαφανίστηκε στο λεπτό. Τώρα ο Σίμλοκ δεν είχε παρά να περιμένει. Να περιμένει και να σκέφτεται την αγαπημένη του μαζί με το παιδί του.

***

Η Λάια, κρυμμένη στη σπηλιά στους πρόποδες της Κοιλάδας των Τριών Βουνών, περίμενε. Το έδαφος ήταν ουδέτερο λόγω των Νεράιδων. Ο Σίμλοκ της είχε πει ότι μάλλον θα τη βοηθούσαν. Χάιδεψε την κοιλιά της. Ένα απρόσμενο θαύμα. Αν ήξερε μονάχα ο αγαπημένος της, αν ήξερε...


Η Επίκληση - Μάουρα Ρομπέσκου

Ο Χουν-ρεϊ ήταν σκυμμένος πάνω από τους ογκώδης τόμους των αρχαίων βιβλίων. Η πένα που κρατούσε στο αριστερό του χέρι έσταζε μελάνι, λερώνοντας τον μοναδικό χιτώνα του, μα αυτό δεν έδειχνε να τον απασχολεί. Η σουβλερή μύτη του ήταν το ίδιο λερωμένη με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του. Τα αυτοσχέδια γυαλιά του κρέμονταν στραβά, μπροστά από τα μάτια του. Εκείνα τα μάτια που από την αυπνία έμοιαζαν να στάζουν αίμα. Το είχε βρει, όμως, και δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί μέχρι να βγάλει άκρη.

Οι συνάδελφοί του τον κορόιδευαν. Όμως, εκείνος δεν τους κρατούσε κακία. Το αρχαίο έγγραφο είχε πέσει τυχαία στα χέρια του και, όπως ήταν παθιασμένος με την αλιεία γνώσης, βάλθηκε να μεταφράσει τα λόγια των προκατόχων του.

Εκείνο που του αποκαλύφθηκε ήταν τρομερό. Προσπάθησε να πείσει τους ανωτέρους του, όμως εκείνοι τον κοίταξαν με υποτιμητικό ύφος και αδιαφόρησαν για τα λεγόμενά του. Έτσι κι αλλιώς, είχαν σπουδαιότερα πράγματα να κάνουν. Να προετοιμαστούν για το βράδυ της γιορτής της Σεάφιρ. Και εκείνο το βράδυ, έφτανε σε λίγες ώρες. Ήταν η μέρα του χρόνου που ο δορυφόρος της Γεωλάντια, θα έφτανε στο πιο κοντινό σημείο με τον πλανήτη του. Τον πλανήτη που κατοικούσαν. Και αυτήν τη χρονιά, το σημείο θα ήταν εκεί, στην Πρινσίπα. Τη χώρα του.

Εκείνο το αρχαίο έγγραφο που ανακάλυψε από σύμπτωση -αν και δεν πίστευε στις συμπτώσεις- προειδοποιούσε πως, κάθε χίλια χρόνια, εκείνος ο δορυφόρος έφτανε ακόμη πιο κοντά και, τότε, ήταν η νύχτα που κατέβαιναν από αυτόν τα Ζοργκόστ. Πλάσματα τρομερά, όπως έδειχνε η λεπτομερής αναπαράστασή τους, και πεινασμένα για τη σάρκα των κατοίκων της Γεωλάντια.

Προσπάθησε να τους τα πει όλα αυτά, όμως τον κοίταξαν σαν να ήταν τρελός -που από τη στιγμή που είχε κάνει αυτήν την ανακάλυψη, δεν απείχε και πολύ. «Μύθοι και θρύλοι» του είπαν. «Παραμύθια για να φοβίζουν τα παιδιά».

Ναι! Μύθοι και θρύλοι, θα ήταν όσα δεν είχαν δει οι συμπολίτες του για χίλια χρόνια. Την προηγούμενη φορά, έλεγε το έγγραφο, είχαν φτάσει κοντά στον αφανισμό, αν δεν προλάβαιναν να καλέσουν τους Χθόνιους. Πλάσματα που ζούσαν στον πυρήνα του πλανήτη τους και έβγαιναν στην επιφάνεια μόνο όταν κινδύνευε ο επάνω κόσμος. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να σταθούν απέναντι στους Ζοργκόστ. Αρκεί, να τους καλούσε ένας μάγος πρώτης τάξης, λέγοντας τα λόγια.

Εκείνα τα λόγια που τον παίδευαν στην μετάφραση. Όχι βέβαια πως ήταν μάγος πρώτης τάξης. Όσο και αν προσπάθησε να πείσει κάποιον να τον βοηθήσει, απέτυχε. Θα έκανε ότι μπορούσε με αυτά που είχε και ήλπιζε να ήταν αρκετά. Αν δεν τα κατάφερνε, δε θα ζούσε το άλλο πρωί για να μεμψιμοιρεί για την αποτυχία του. Δε θα ζούσε και κανείς άλλος για να του αποδώσει ευθύνες.

Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Φωτοδότη, που έγερνε απαλά, πίσω από τις ψηλές κορυφές των κτηρίων της Πρινσίπα, τόσο ψηλές και μυτερές που έλεγες θα τρυπούσαν τον ουράνιο θόλο. Ο σκοτεινός όγκος του δορυφόρου πλησίαζε όλο και περισσότερο. Θα ορκιζόταν πως μπορούσε να διακρίνει κίνηση πάνω στην επιφάνειά του. Ή ίσως και να του έπαιζαν παιχνίδια τα μάτια του.

Δεν είχε πολύ χρόνο. Σε δύο ώρες, μπορεί και λιγότερο, θα έπρεπε να κάνει την επίκληση. Εκείνες οι δυο λέξεις, όμως, τον είχαν ταλαιπωρήσει αρκετά. Ίσως αν το μυαλό του δεν έμοιαζε με χλιαρή σούπα, να κατάφερνε να τις μεταφράσει πιο εύκολα.

Κάθισε βαριά στην ταλαιπωρημένη καρέκλα του, έκλεισε τα μάτια και τα έτριψε με τους κόμπους των δακτύλων. Άδειασε το μυαλό του. Μπορεί να μην ήταν μάγος πρώτης τάξης, αλλά αυτό ήταν μόνο επειδή δεν είχε τις κατάλληλες γνωριμίες. Αναζήτησε τις απαντήσεις που ζητούσε κι εκείνες υπάκουα του φανερώθηκαν. Είχε την επίκλησή του. Σηκώθηκε και αντέγραψε τους λιγοστούς στίχους σε έναν όχι και τόσο καθαρό πάπυρο.

Κοίταξε από το παράθυρό του. Με τρόμο διαπίστωσε πως είχε πέσει το σκοτάδι. Ο δορυφόρος είχε φτάσει στη θέση του. Δίχως να τον γελούν τα μάτια του, πλέον, είδε να ρίχνονται σχοινιά και εκείνα τα πλάσματα ετοιμάζονταν να κάνουν απόβαση στη Γεωλάντια. Μπορούσε να διακρίνει ακόμη και τα κελυφωτά προστατευτικά του κορμιού τους, τις δαγκάνες που συμπλήρωναν τα χέρια τους και ίσως και τα κοφτερά ράμφη τους. Ρίγησε.

Με βιάση βγήκε έξω στη μοναδική ταράτσα των πυργίσκων. Έριξε μια τελευταία ματιά στο χαρτί που είχε αντιγράψει την επίκληση -αν και του είχε αποτυπωθεί με πύρινα γράμματα στη μνήμη μετά από τόση ταλαιπωρία. Σήκωσε τα χέρια ψηλά και με δυνατή φωνή, που χανόταν μέσα στα τρομαγμένα ουρλιαχτά των συμπολιτών του, κάλεσε τους Χθόνιους, ξανά και ξανά. Ήλπιζε να ήταν αρκετό αυτό. Να δώσει την ευκαιρία στο είδος του να επιβιώσει.

Ένα χοντρό σχοινί κουλουριάστηκε σαν φίδι στην ταράτσα του και, λίγες στιγμές αργότερα, ένα θεόρατο πλάσμα προσγειώθηκε μερικά μέτρα μακριά του. Άκουσε το κροτάλισμα από τις δαγκάνες και έκλεισε τα μάτια. Προσευχήθηκε σιωπηρά στην Υπέρτατη Δύναμη και ετοιμάστηκε για το τέλος.

Ένα τέλος που δεν ήρθε. Οι Χθόνιοι είχαν φτάσει.


Πλανήτης Estera 2050 - 

Μαρία Διαμαντή

2050, πλανήτης Estera.

Μετά από την ολική καταστροφή της Γης, οι επιζήσαντες από τον φονικό ιο του 2020, COVID-19, έχουν μεταφερθεί σε ένα νέο, ανακαινισμένο περιβάλλον, όπου εμβολιασμένοι και μη έχουν έναν κοινό στόχο: Την επιβίωση από τους μεταλλαγμένους.

Ο στρατός τούς έχει ταξινομήσει με βάση την ηλικία, το φύλλο και το μορφωτικό τους επίπεδο, ανά στρώματα εδάφους και σε δύο ορίζοντες. Εκεί που ενώνεται η Ανατολή και η Δύση. Δηλαδή, στις πλευρές του πλανήτη, όπου ανατέλλουν δύο ήλιοι και δύουν δυο φεγγάρια.

Στην Ανατολή, που δε νυχτώνει ποτέ, έχουν τοποθετήσει τους μη εμβολιασμένους, έτσι ώστε να παρακολουθούν συνεχόμενα το κάθε τους βήμα και στη Δύση, που δεν ξημερώνει ποτέ, τους εμβολιασμένους.

Στο μεσοδιάστημα μεταξύ μέρας και νύχτας, έχουν τοποθετηθεί οι μεταλλαγμένοι του φονικού ιού, που τους ελέγχει ένας ρομποτικός σταθμός, με ασπίδα προστασίας, για τυχόν παραβίαση τους, μεταξύ των δύο κόσμων.

Εδώ, οι παραβάτες τιμωρούνται με θάνατο εν ψυχρώ, από τα χέρια του στρατού.

Ώρα 7 το πρωί.

Ανακοινωθέν.

Ακούγεται από το κεντρικό ηχείο επικοινωνίας η ενημέρωση για νερό και φαγητό από τα φορτηγά του στρατού, το οποίο, μέσω μιας υπόγειας γραμμής, ενώνει τους δύο κόσμους μέσα από μια κρυφή σήραγγα λίγων χιλιομέτρων κάτω από την γη και τροφοδοτεί τους δυο ορίζοντες.

Πρώτα για ανεφοδιασμό πηγαίνουν τα παιδιά, μετά οι γυναίκες και τελευταίοι οι άντρες. Ηλικιωμένοι και στους δύο κόσμους δεν υπάρχουν. Έχουν φύγει από τη ζωή, πριν 29 χρόνια, λόγω των υποκείμενων νοσημάτων από τον τότε φονικό ιό.

Όμως, τους μεταλλαγμένους δεν τους πλησιάζει κανείς. Αυτοί είναι ανεξάρτητοι, υπερευαίσθητοι στο φως και το σκοτάδι, ευέξαπτοι και η επιβίωσή τους, γίνεται αποκλειστικά και μόνο από τους ίδιους. Η τροφή και το νερό, γίνεται ένα καθημερινό κυνήγι γι' αυτούς. Κάποιοι δεν κοιμούνται ποτέ και είναι σε μια ημιάγρια κατάσταση,

Ιδίως όταν έρχονται σε επαφή με το φως από την ανατολική μεριά, φέρονται λες σαν δαιμονισμένοι, χτυπιούνται, φωνάζουν, τρέχουν κατά τη μεριά του σκοταδιού και ξυπνάνε τους ακόμη χειρότερους μεταλλαγμένους. Αυτούς που ζούνε αποκλειστικά στο σκοτάδι και τρέφονται με τα πλάσματα της μέρας, αλλά μόνο όταν πλησιάζουν εκεί. Τα λεγόμενα εύκολα θηράματα. Αυτοί, δεν κυνηγούν ποτέ! Οι τρομαγμένοι της ημέρας που τρέχουν στη πλευρά τους λόγω φωτοευαισθησίας ή αναζήτησης αγαθών, πέφτουν από μόνοι τους στα στόματα τους, με αποτέλεσμα να γίνονται άμεσα τροφή...

Έκτακτη είδηση στρατού:

Ώρα 2 τα ξημερώματα.

Ανακοίνωση:

Μας ενημέρωσαν από τον αστρικό πλανήτη Serra πως ένας κομήτης, έρχεται με ανεξέλεγκτη ταχύτητα και κατεύθυνση προς την ασπίδα προστασίας μεταξύ των δύο κόσμων. Με αποτέλεσμα να χαθεί ο κάθε έλεγχος των μεταλλαγμένων και οι συνέπειες να είναι τρομακτικές και τραγικές για την υπόλοιπη ανθρωπότητα των επιζώντων. Παρακαλώ πολύ τους εμβολιασμένους και μη, να παραμείνουν ψύχραιμοι και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποσπάσουμε την τροχιά του κομήτη ή να τον ανατινάξουμε, πριν φτάσει τον πλανήτη μας.

Επόμενη έκτακτη είδηση μέσω ραντάρ.

Ώρα 5 τα ξημερώματα:

Δυστυχώς, παρ' όλες τις προσπάθειες του στρατού, ο κομήτης, προσέκρουσε, τελικά, πάνω στην ασπίδα προστασίας του πλανήτη Estera, με αποτέλεσμα οι μεταλλαγμένοι να χάσουν τον κάθε έλεγχο και να επιτίθενται σε όλους τους επιζώντες, φέρνοντας νέα ανατροπή μόλυνσης, με ακόμη πιο βίαιες επιδράσεις στον οργανισμό, στην πλέον άμεση μετάδοση του ιού.

Οι επιζώντες, πανικοβλημένοι, τρέχουν να βρουν καταφύγιο προς κάθε σκοτεινή πλευρά του πλανήτη, με αποτέλεσμα να πέφτουν πάνω στα πλάσματα της νύχτας. Ο πλανήτης Estera έχει μετατραπεί σε μια λιμνοθάλασσα αίματος, ο στρατός, έχει παραδώσει τα όπλα και έρχεται αντιμέτωπος με την κυριαρχία των μεταλλαγμένων, οι οποίοι, άρχισαν να τριπλασιάζονται σε αριθμό. Η μόλυνση, έχει εξαπλωθεί για τα καλά σε όλο το μήκος του πλανήτη, στον οποίο, πλέον, καραδοκούν οι μολυσμένοι.

Ο πλανήτης Estera μπαίνει σε καραντίνα, σφραγίζεται και βγάζει νέα ανακοίνωση:

Σας μιλάει ο νέος στρατός από τον Πλανήτη Estera:

Ανακοινώνουμε, πως θα γίνει άμεση διέλευση των μολυσμένων σε όλους τους γειτονικούς πλανήτες, με αποτέλεσμα τη γρήγορη μεταδοση του νέου ιού. Η παρουσία όλων των πλασμάτων των πλανητών, κλίνεται υποχρεωτική, για την άμεση αποτελεσματικότητα και μεταδοτικότητα παγκοσμίως. Στόχος μας είναι η ανοσία της αγέλης, πάνω στον νέο ιο CORVS-50.

Αναμένεται νέα μας ενημέρωση, αργά το βράδυ...

Έτος 2100 (50 χρόνια μετά)

Αστερισμός Phedra.

Οι πλανήτες, έχουν καταστραφεί ολοσχερώς μετά από τον φονικό ιο CORVS-50. Οι επιζήσαντες είναι μόνο μολυσμένοι και ελάχιστοι σε πληθυσμό. Δεν μπόρεσε, τελικά, ο νέος ιός να επιβιώσει στην απαιτητική συνθήκη του κάθε κομήτη, με αποτέλεσμα τη στασιμότητά του και τη μη μεταδοτικότητά του. Οι μολυσμένοι, έχουν δημιουργήσει, έναν δικό τους κόσμο και ζούνε μια νέα ζωή ξανά από την αρχή....

Ώρα 7 το πρωί.

Ανακοίνωση:

Η νέα γενιά ατόμων και ο κυρίαρχος αστεροειδής Sfaira σάς καλωσορίζουν στην αρχή του τέλους του κόσμου.

Σας ευχόμαστε μια ανανεωμένη, ελεγχόμενη ζωή.

Σας μιλάει, ο ειδικός, εκπαιδευμένος στρατός του αστεροειδή Sfaira.

Απευθυνόμαστε, προς κάθε υπερπέραν που εκπέμπει τα σήματά μας.

Να έχετε μια όμορφη, μέρα!

16 Ιουλίου 2100


Κάθε τέλος μια νέα αρχή - 

Μαρία Α. Καρμίρη

Η Πράσινη Αρρώστια έπλεε ανάμεσα στα σύννεφα, τοξική, αηδιαστική, θανατηφόρα. Το νεογνό βδέλυγμα του Δόκτορα αναδευόταν με τον ξέπνοο αέρα, τον μόλυνε κι εκείνος μαγεμένος έτρεχε να φυσήξει τα μάγια στα πέρατα της Αμφοράς. Το νερό του καταρράκτη γινόταν ένα ύπουλα πανέμορφο τιρκουάζ μέρα με τη μέρα και ό,τι άγγιζε νοσούσε.

Η γέφυρα της Ζώνας ήταν δραστήρια με τους χωριανούς να τη σκαλίζουν λίγο λίγο με τα βήματα τους. Όμως, αν πλησίαζες και παρατηρούσες, σου κοβόταν η ανάσα. Γιατί οι χωριανοί είχαν χαθεί προ πολλού.

Τα άψυχα μάτια τους ξεχείλιζαν πράσινη ομίχλη που έπεφτε σε ανοιχτά, σκασμένα χείλη και την εισέπνεαν και πάλι αδιαμαρτύρητα. Οι πόροι του δέρματός τους ξεχείλιζαν τοξικό πύον, δημιουργώντας χοντρές, εμετικές φουσκάλες, ενώ τα πόδια τους σέρνονταν στις ξύλινες πλάκες σε αποκρουστικά τριξίματα που σήκωναν τις τρίχες του δέρματός σου. Ξανά και ξανά, σ' έναν φαύλο κύκλο δίχως τέλος.

Δίχως σκοπό και κίνητρο, στοιχειώναν το χωριό δίχως λεπτό παύσης, παίζοντας τις μαριονέτες σ' ένα κουκλοθέατρο με αόρατο κουκλοπαίκτη. Ασυναίσθητα, τα μάτια μου έψαξαν για άφαντα σχοινιά που κρέμονταν απ' τον ουρανό. Όσο κι αν πάσχισα, δε βρήκα. Ούτε αστέρια. Όλα ήταν πνιγμένα στη σιγή, σε μία κίνηση παγωμένη, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει για όλους εκτός από εκείνες τις φιγούρες που παρασιτούσαν τη Ζώνα.

Ένας ήχος μ' έπανέφερε στο παρόν. Στράφηκα στο πλάι κι ο Τάρο ρούφηξε ξανά τη μύτη του, τα μάγουλά του βρεγμένα από τα ρυάκια των ματιών του. Με σαγόνι σφιγμένο και βλέμμα σκληρό, κοιτούσε τη χαμένη μας πατρίδα. Χαμογέλασα. Όσο δυνατός κι αν προσπαθούσε να δείχνει για τη χάρη και των δυο μας, ήξερα πόσο πονούσε. Γιατί πονούσα κι εγώ.

Μόνο εμείς είχαμε μείνει. Δυο ορφανά χωρίς οικογένεια, χωρίς σπίτι. Μα, τώρα, ακόμα κι εκείνη η παιδική μοναξιά φάνταζε εξιδανικευμένη. Γιατί τότε, τουλάχιστον, υπήρχε ακόμα ζωή.

Με μια τελευταία ματιά, χτύπησα τη μαγκούρα του Μπαρμπα Ρόμα στο έδαφος ως αντίο. Έσφιξα τα δόντια, γευόμενη το δάκρυ που είχε στάξει από τη θρηνούσα μου ψυχή, και έκανα μεταβολή, αφήνοντας τη δύση να πάρει μαζί της καθετί επίπονο κι αβάσταχτο.

Δεν είχαμε ιδέα για το πού πηγαίναμε, μόνο από το τι τρέχαμε -κι αυτό δεν ήταν η Πράσινη Αρρώστια. Ήμασταν άτρωτοι απέναντί της, εξάλλου. Δε γνωρίζαμε γιατί ούτε τι σήμαινε αυτό, μόνο ότι ο Δόκτωρ μάς έψαχνε -εμάς κι όλους τους απρόσβλητους από τη μάστιγα. Είχαμε ξεγλιστρήσει από τα Τέρατά του, πάνω στην ώρα για να σωθούμε, όμως είχαμε προλάβει ν' ακούσουμε• ήμασταν κίνδυνος κι ο κίνδυνος για τον αφέντη τους ήταν κραυγή γενοκτονίας για εκείνα. Θα μας έσφαζαν ολους.

Έσφιξα τη μαγκούρα στην παλάμη μου, πασχίζοντας να εκμαιεύσω λίγο κουράγιο, λίγη ελπίδα από το χάος που πλέον λεγόταν ζωή, από την κόλαση που μας ρουφούσε στα έγκατά της. Το τοπίο είχε αρχίσει να αποκτά και πάλι χρώμα, καθώς η αυγή έσκαγε πέρα, βαθιά στον ορίζοντα, χαμηλότερα ακόμα από τα σκούρα, φωσφοριζέ σύννεφα.

«Πρέπει να βρούμε καταφύγιο σιγά σιγά» η ήσυχη φωνή του Τάρο με ξάφνιασε στην απόλυτη ησυχία. Ένευσα καταφατικά και του έδειξα αριστερά μας.

Στραφήκαμε προς τον Ποταμό του Λέρου -αν ήμασταν τυχεροί, ίσως και να τρώγαμε ψάρι για πρωινό. Ο Τάρο κοκάλωσε απότομα, το σιδερένιο του χέρι στον ώμο μου. Τι είχε δει; Μισόκλεισα τα βλέφαρα προσπαθώντας να- Κάμποσα μέτρα πιο κάτω στο μονοπάτι, μικρές φιγούρες πάλευαν με υψωμένους εφιάλτες.

«Άνθρωποι;» ψέλλισα δίχως να το πιστεύω πραγματικά, μα ήδη τρέχαμε με το ένστικτο οδηγό. Αν υπήρχαν επιζώντες, θα στεκόμασταν στο πλευρό τους.

Ούρλιαξα με μίσος πηδώντας στην πλάτη ενός Τέρατος και η μαγκούρα έκλεισε γύρω από τον λαιμό του με δύναμη. Βόγκηξε και προσπάθησε να με πετάξει στο χώμα, όμως ένα δόρυ διαπέρασε το μέτωπό του, λίγα εκατοστά από το πρόσωπό μου. Τα πόδια του λύγισαν και βρεθήκαμε να πέφτουμε μπροστά με ορμή.

Οι άνθρωποι ήταν πέντε και τα τέρατα επίσης. Ο Τάρο είχε ενώσει δυνάμεις ενάντια σ' ένα στην όχθη του ποταμού κι εγώ έγινα μπαλαντέρ. Πηδούσα από αντίπαλο σε αντίπαλο και, με τη βοήθεια των συντρόφων, τα τέσσερα κήτη έλιωναν τώρα στο έδαφος, νεκρά. Κοιταχτήκαμε και χαμόγελα ανακούφισης γέμισαν την ημέρα.

Γύρω από τη φωτιά και με ένα καλαμωτό ψάρι ο καθένας, μάθαμε την αλήθεια από την ομάδα της Μώνας -το γιατί αποτελούσαμε στόχο• γιατί ολόκληρος ο πλανήτης είχε μετατραπεί σε κουκλοθέατρο και μόνο εμείς, οι άνοσοι, στεκόμασταν ενάντια στα σχέδιά του Δόκτορα. Μόνο εμείς είχαμε μείνει να τον σταματήσουμε και, μαζί του, την Πράσινη Αρρώστια.

Ελπίδα εκρύχθηκε στο μέσα μου και η καρδιά έβαλε φτερά. Μπορούσαμε να παγώσουμε την κόλαση, να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, να εξορίσουμε τους δαίμονες και να πάρουμε τους παράδεισούς μας πίσω. Φίλοι, αγαπημένοι και συμπολίτες και πάλι όπως παλιά-

Το σώμα μου τραντάχτηκε. Τα μάτια των συντρόφων άδειασαν. Έβηξα δυνατά και κόκκινες πιτσίλες πέταξαν, μαγνητίζοντας το βλέμμα μου χαμηλότερα, στο τέλος μου. Ο Τάρο, με πρόσωπο τερατώδες από οργή, χίμηξε στον δολοφόνο μου, που δεν είδα ποτέ. Όταν ο φίλος μου επέστρεψε, δάκρυα και αίμα έσταζαν στην πρόσοψή του. Χαμογέλασα, με τον πόνο να με βυθίζει βαθύτερα στο χώμα.

«Μην τα παρατήσεις... Για μένα... Σώσε τους, για μένα» ψιθύρισα και κάτι έτρεξε στο πλάι του στόματός μου.

Άκουσα τις κραυγές απελπισίας του, καθώς κράδαινε το σώμα μου, που ούρλιαζε από πόνο. Με παρακαλούσε να μείνω, κραύγαζε πως ήταν μόλις η αρχή και δε θα τη γλίτωνα έτσι απλά. Όμως δεν είχε σημασία αν ήταν το δικό μου τέλος, ήταν πράγματι η δική τους αρχή, η αρχή για την απελευθέρωση.

«Για μένα» επανέλαβα και τα πράσινα σύννεφα έσβησαν.


Η Λεγεώνα των Μαχητών - 

Αφροδίτη Μπαρλαμπά

«Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι...» ψιθύριζε συνεχώς στον εαυτό του. Θυμήσου τι λέει ο μπαμπάς. Οι μεγάλοι άντρες δε φοβούνται, σκέφτηκε ο οχτάχρονος James κι αφού οπλίστηκε με περισσότερο θάρρος, επιτάχυνε το βήμα του, προσπαθώντας να μη χάσει από τα μάτια του αυτό το παράξενο πλάσμα με τα μυτερά αυτιά, που έβλεπε για μέρες κρυμμένο πίσω από τις φυλλωσιές του σχολείου.

Πολλοί το είχαν δει, αλλά κανένας δεν τολμούσε να μάθει από πού ερχόταν, εκτός από τον ίδιο. Τώρα, όμως, είχε ήδη μετανιώσει για την απόφασή του να παραστήσει τον θαρραλέο στα υπόλοιπα παιδιά και να το ακολουθήσει προς το δάσος.

Ήξερε πως είχε απομακρυνθεί πολύ από την πόλη του, μα δεν το έβαλε κάτω κι ας δυνάμωνε η βροχή. Λίγο ακόμα, και θα γυρίσω πίσω πριν σκοτεινιάσει, σκέφτηκε.

Ξαφνικά, μια δυνατή ριπή του αέρα τον έκανε να σταματήσει απότομα. Έκλεισε τα μάτια του και κρύφτηκε μέσα στο κίτρινο αδιάβροχο που φορούσε προκειμένου να προστατευτεί.

Το ίδιο ξαφνικά, όλα σταμάτησαν. Ο μικρός James κοίταξε φοβισμένος γύρω του. Τίποτα δε θύμιζε το μέρος που βρισκόταν μέχρι πριν λίγα λεπτά. Τα δέντρα και οι θάμνοι είχαν δώσει τη θέση τους σε ψηλά μισογκρεμισμένα κτίσματα στολισμένα με αναρριχητικά φυτά.

Είχε, πλέον, σκοτεινιάσει, τα σύννεφα είχαν εξαφανιστεί από τον ουρανό κι ένα ολόγιομο φεγγάρι έφεγγε ψηλά. Ο James συνέχισε να προχωράει διστακτικά κοιτάζοντας πάντα δεξιά κι αριστερά. Σαν κάτι να του θύμιζε αυτό το μέρος, δεν μπορούσε, όμως, να το αναγνωρίσει.

Τα βήματά του τον οδήγησαν μπροστά στο κεφάλι ενός αγάλματος. Μα βέβαια, το είχε ξαναδεί αυτό το γλυπτό. Βρισκόταν στο κέντρο της πλατείας. Το είχαν φτιάξει στη μνήμη κάποιου που θυσιάστηκε για το καλό της πόλης. Ακριβώς δίπλα από το γλυπτό, στεκόταν αυτό το αλλόκοτο πλάσμα στραμμένο προς το μέρος του. Ο James το είδε να μεταμορφώνεται σε έναν ψηλό, γεροδεμένο άνδρα, με μακριά καστανά μαλλιά, ντυμένο με μια βαριά δερμάτινη περιβολή. Στην πλάτη του, είχε κρεμασμένο ένα τόξο.

«Καλώς ήρθες, James» του είπε καθώς τον πλησίαζε. «Χαίρομαι που με ακολούθησες. Έδειξες, με αυτόν τον τρόπο, θάρρος και τόλμη. Είσαι άξιος να καταταγείς στο Τάγμα μας». Ο άντρας γονάτισε μπροστά του σε ένδειξη σεβασμού.

Το αγόρι πίστευε πως ονειρευόταν, πως από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε και όλα αυτά δε θα υπήρχαν. Μα ποιος ήταν αυτός; Για ποιο Τάγμα μιλούσε;

«Δεν καταλαβαίνω» ψέλλισε.

«Μη φοβάσαι. Εδώ, δεν κινδυνεύεις από κανέναν. Ακολούθησέ με και θα στα εξηγήσω όλα». Περπάτησαν κάμποσο δίπλα δίπλα. «Εγώ είμαι ο Demian, ο καθοδηγητής σου στο εξής, και το Τάγμα για το οποίο σου μίλησα είναι η Λεγεώνα των Μαχητών» ξεκίνησε να του εξηγεί.

«Αυτή τη στιγμή, βρίσκεσαι στην πόλη όπου μεγάλωσες James, μόνο που είμαστε 50 χρόνια μετά. Κάποιος από το Τάγμα μας κατεβαίνει στο παρόν, κάθε χρόνο, για να συλλέξει νέα μέλη. Κρυβόμαστε σε μέρη που συχνάζουν μόνο παιδιά. Το πιο θαρραλέο που θα μας ακολουθήσει, όπως ακριβώς έκανες εσύ, κατατάσσεται σε εμάς εφόσον το θελήσει.

»Σκοπός μας είναι να μεγαλώσουμε τον στρατό μας, ώστε να ταξιδεύουμε όσο πιο συχνά μπορούμε σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και να σώζουμε τις πόλεις και τους κατοίκους της από τους Εισβολείς».

«Τους Εισβολείς;»

«Αυτό ακριβώς. Είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί μας. Εισβάλουν σε πόλεις, όπως η δική σου, με σκοπό να τις κατακτήσουν και να επικρατεί εκεί το σκότος και η δυστυχία. Γι' αυτό βρίσκεσαι εδώ, τώρα. Η πόλη σας θα πληγεί σε 20 χρόνια πολύ άσχημα. Είναι καθήκον μας, λοιπόν, να επιστρέψουμε εκεί και να τη σώσουμε».

Έφτασαν μπροστά σε μια αλάνα με πολλά αγόρια και κορίτσια.

«Εδώ είναι το πεδίο εκπαίδευσης τοξοβολίας. Μέχρι στιγμής, όσα παιδιά βλέπεις έχουν επιλεγεί και εκπαιδεύονται ώστε να είναι έτοιμα σε 20 χρόνια για να πολεμήσουν».

Ένα από αυτά τον αναγνώρισε κι έτρεξε κοντά του. Ήταν ο καλύτερός του φίλος, ο δεκάχρονος Peter. Ο James τα 'χασε μόλις τον είδε. Μα... το πρωί ήταν μαζί. Ο Demian τού εξήγησε πως ο χρόνος εκεί κυλούσε διαφορετικά από το παρόν κι έπειτα παραμέρησε λίγο, αφήνοντας τα δυο αγόρια να συνομιλήσουν, εξακολουθώντας, όμως, να τους παρατηρεί. Ο Peter εξιστόρησε ενθουσιασμένος στον φίλο του όσα του έκρυβε τα τελευταία δύο χρόνια που ανήκε στο Τάγμα, πόσο του άρεσε εκεί και τι είχε μάθει μέχρι στιγμής.

Όταν ο Demian πρόσεξε την δυσπιστία του James, πήρε μερικά μπαλάκια κι αφού φώναξε δυνατά τον Peter, τα πέταξε όλα ψηλά στον αέρα. Το αγόρι με αστραπιαίες κινήσεις, τραβούσε το ένα βέλος μετά το άλλο από τη βαλίστρα, πετυχαίνοντάς τα πριν πέσουν στο έδαφος.

«Ουάου!» αναφώνησε ο James. Ένας ήχος ποδοβολητού τον έκανε να κοιτάξει πίσω του. Ένα κορίτσι στην ηλικία του κάλπαζε πάνω σ' ένα λευκό άλογο. Μόλις πέρασαν από μπροστά τους, το άλογο έβγαλε φτερά και πέταξε ψηλά στον ουρανό. «Ουάου!» αναφώνησε ξανά εντυπωσιασμένος.

Λίγες ώρες αργότερα, στο παρόν πια, τα δύο αγόρια επέστρεφαν στα σπίτια τους. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης είχε χαραχτεί στο πρόσωπο του James για το μυστικό που θα κουβαλούσε στο εξής.


Ψεύτικα εργαλεία - Σάββας Λάζος

«Νομίζω πως επιτέλους ξυπνάει» ακούστηκε μια φωνή, όχι πολύ μακριά από μένα, με έναν τόνο αυστηρό άλλα και ξαφνιασμένο.

Βήματα μού τράβηξαν την προσοχή. Άνοιξα τα μάτια μου σ' ένα πέτρινο δωμάτιο. Ο αέρας ήταν ζοφερός και στυφός, σαν να βρισκόμουν πολλά μετρά κάτω από τη γη. Ήμουν ξαπλωμένος σε κάτι που έμοιαζε με κρεβάτι, τα μέλη μου μουδιασμένα.

«Πώς αισθάνεσαι;» μου απευθύνθηκε η ίδια φωνή από προηγουμένως και ακολούθησα την πηγή της. Ήταν ένας ψηλός γέροντας, μαυροφορεμένος, με χρυσά στοιχεία στα ρούχα. Τα χρυσαφιά του μάτια πρόδιδαν πως ήταν μάγος.

«Πού βρίσκομαι;» του απευθύνθηκα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν ο τσακωμός που είχα με την μικρό μου γιο, Έντγκαρ, το προηγούμενο βράδυ. Ο μάγος έγνεψε σαν να ήξερε ακριβώς τον λόγο της άγνοιας μου.

«Βρίσκεσαι στο Υπόγειο Φρούριο Σενβάρ, εδώ οπού φτιάχνουμε στρατό για τον Αυτοκράτορα».

«Πώς βρέθηκα εδώ; Τι εννοείς φτιάχνετε; Μιλάς για κάποιου είδους εκπαίδευση;» Με ένα ελαφρύ χαμόγελο, σχεδόν ειρωνικό, μου απάντησε:

«Όταν αναφέρω φτιάχνουμε, εννοώ φτιάχνουμε. Νομίζω πως μόλις γνωρίσεις κάποιον, θα καταλάβεις πολλά περισσότερα» και με μια βιαστική κίνηση, όδευσε μακριά, ξεκλείδωσε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα κι έφυγε από το δωμάτιο.

Ένιωθα βαρύ το κεφάλι μου, σαν να είχα κοιμηθεί πολύ περισσότερο απ' όσο έπρεπε, ενώ το σώμα αρνιόταν να κινηθεί. Φωνές ακούστηκαν από τον διάδρομο, έξω από την πόρτα, με μία από αυτές να ηχεί ιδιαίτερα γνωστή στα αυτιά μου.

Η πόρτα άνοιξε κι ο γέροντας ακολουθούταν, τώρα, από έναν εξίσου μεγάλο σε ηλικία άντρα. Και οι δυο με πλησιάσαν, με τον δεύτερο να με κοιτάζει έντρομος και ξαφνιασμένος.

«Ποιοι είστε, τέλος πάντων;» είπα εκνευρισμένος από την κατάσταση και το μυστήριο που την περιέβαλε.

«Ήμουν κ εγώ αρκετά αντιδραστικός στην ηλικία του» είπε ο άντρας με την οικεία φωνή, «παρότι στρατιώτης».

«Αυτά είναι σημάδια που πρέπει να εξαλειφθούν άμεσα» απάντησε ο μάγος κοιτώντας με επίμονα.

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα!» σχεδόν φώναξα και ο άντρας γράπωσε το δεξί μου χέρι. Σήκωσε ελαφρά το μανίκι μου και ακούμπησε απαλά μια παλιά πληγή από την πρώτη εκπαίδευση ως νέος στρατιώτης.

«Μεγάλο σημάδι» σχολίασε, «Σχεδόν είχες χάσει το χέρι σου» και σήκωσε το δικό του μανίκι, φανερώνοντας ένα πανομοιότυπο σημάδι.

Τότε, εξετάζοντας κάθε σπιθαμή του προσώπου του, κατάλαβα μια καταραμένη, βλάσφημη αλήθεια. Ο άντρας απέναντι μου ήταν ο εαυτός μου, ο μελλοντικός εαυτός μου. Μου έμοιαζε, άλλα το μουδιασμένο μου μυαλό δεν είχε καταφέρει να συνδέσει τα κομμάτια μέχρι εκείνη τη στιγμή.

«Βλέπεις νεαρέ» μίλησε ο μάγος, «ο στρατός του Αυτοκράτορα έχει αποδεκατιστεί, δεν υπάρχουν πλέον αρκετοί στρατιώτες να οχυρώσουν τα κάστρα, χάνουμε έδαφος καθημερινά. Για αυτόν τον σκοπό, εγώ, ο Μπέραν, ως μάγος της Αυλής φρόντισα η μαγεία να συμπληρώσει τα κενά* μαγικοί κλώνοι».

«Μα δεν είναι δυνατόν» είπα δυνατά, με την ταραχή να ξεπερνά κάθε άλλο συναίσθημα, καθώς συνειδητοποιούσα τι ακριβώς είχε συμβεί. «Θέλω να πάω πίσω στην οικογένεια μου, δεν μπορεί όλα όσα νιώθω και θυμάμαι να είναι ψέμα, να είναι φτηνή μαγεία».

Ο μεγάλος μου εαυτός βούρκωσε και είπε:

«Δεν υπάρχει τίποτα πλέον για σένα εδώ, ούτε για μένα, μονό η πατρίδα». Μετά από μια αποπνικτική σιωπή, συνέχισε, «Πριν από περίπου είκοσι χρόνια, έγινε το παιδομάζωμα, ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να συντηρήσει τον πληθυσμό, οπότε άφησε ζωντανά μονό τα πρωτότοκα αρσενικά παιδιά να ζήσουν από κάθε οικογένεια. Έτσι και πέθαναν οι δύο μου γιοι. Η γυναίκα μου δεν το άντεξε και έφυγε με τον πρωτότοκό μας -δεν τους έχω ξαναδεί. Από τότε, μονό η πατρίδα μετράει για μένα, τίποτε άλλο».

Στο άκουσμα όλων αυτών, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Μπορεί να μου έλεγαν πως ό,τι θυμόμουν ήταν ένα ψέμα και ότι ήμουν ένα όργανο για έναν πόλεμο, ένα ψεύτικο ξύλινο πιόνι φτιαγμένο να προστατεύει τον Βασιλιά, μα αυτό που ένιωθα ήταν πέρα για πέρα αληθινό.

Δε μίλησα άλλο, ζήτησα να με αφήσουν να ξεκουραστώ για τη νύχτα. Υποσχέθηκα πως από την επόμενη θα ξεκινούσα σθεναρή εκπαίδευση. Μια υπόσχεση κάλπικη.

Γιατί μπορεί να αγαπούσα τα ιδανικά μου, άλλα, πλέον, δεν ήταν πια δικά μου. Ήταν και αυτά ένα υποχείριο του Αυτοκράτορα. Θα μπορούσε να αφήσει τα παιδιά μου να μεγαλώσουν, να έχουν μέλλον, έστω και στο πλάι του, μα αυτό θα έπαιρνε καιρό κι ο χρόνος ήταν εχθρός. Ήθελε γρήγορα αποτελέσματα με όποιο κόστος.

Οι ώρες είχαν κυλήσει αργά, βασανιστικά. Αποφάσισα πως θα το έκανα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, άνοιξα την πόρτα και βγήκα στον διάδρομο. Άνοιξα προσεκτικά κάποιες απ' τις πόρτες και είδα άντρες να κοιμούνται, περίπου στην ίδια ηλικία με έμενα -και αυτοί «ψεύτικα εργαλεία».

Περπάτησα ως το τέλος του διαδρόμου, καταλήγοντας σε ένα πελώριο δωμάτιο που επέπλεε στη λάβα. Σκάλες από διάφορους διαδρόμους οδηγούσαν σ' ένα υπερυψωμένο βάθρο. Στην κορυφή, βρισκόταν μια πλατφόρμα σιδηρουργείου, ενώ, από πίσω του, ένας τεράστιος, μεταλλικός, άπνοος φρουρός κράδαινε ένα ογκώδες σφυρί.

Εκεί, σκέφτηκα, πρέπει να σφυρηλατούν τον στρατό με μαγεία. Μα κάνεις μάγος δεν είναι ικανός να κάνει τέτοια ξόρκια χωρίς κάποιου είδους ενέργεια.

Χωρίς πολλή σκέψη, σκαρφάλωσα στο βάθρο. Στο εσωτερικό του σφυρήλατου, μια γυάλινη σφαίρα ενέργειας παλλόταν ασταμάτητα. Η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο. Η απόφαση ήταν άμεση. Ακόμα και αν ήμουν η ψεύτικη κόπια του εαυτού μου, αυτή ήταν η πιο αληθινή μου στιγμή. Η στιγμή που επέλεγα τον θάνατο όχι για κάποιον βασιλιά ή αυτοκράτορα, άλλα για την ελευθερία.

Έπιασα τη σφαίρα και με δυνατά χέρια, την πέταξα στην πύρινη λάβα. Η έκρηξη έμοιαζε να διαπέρασε τη γη την ίδια και, σε μια στιγμή, τα πάντα τυλίχτηκαν στις φλόγες. Όλοι οι κάτοικοι του φρούριου ήταν επιτέλους ελεύθεροι. Χωρίς επιστροφή.


Μαργαριτάρι - 

Μπάμπης Δρουκόπουλος

Ο κόσμος μας είναι αιώνιος. Ζούμε ειρηνικά και γαλήνια κάτω από τα νερά του απέραντου ωκεανού. Μπορούμε να ταξιδέψουμε παντού, μα ευφραινόμαστε με την παρουσία των οικείων μας. Για τον λόγο αυτό, σχηματίσαμε μικρές, αυτόνομες πόλεις, στον αμέτρητο βυθό. Το νερό μάς θρέφει, μας περιβάλλει και μας φροντίζει.

Από το νερό πηγάζουν και οι δύο Φύλακες του κόσμου. Μια φορά κάθε δώδεκα χρόνια μαζεύεται ο λαός μας και εκλέγονται έξι από εμάς για να βαδίσουν τον βωμό της αιώνιας νύχτας. Να βγουν στην επιφάνεια, στο πανάρχαιο όριο μεταξύ των κόσμων, και να συναντήσουν τους Φύλακες. Πρόκειται για υποχρέωση και υπόσχεση ταυτόχρονα, καθώς όσο υπάρχουμε, οι Φύλακες θα μας προστατεύουν. Αλλά και όσο υπάρχουν αυτοί, τότε το είδος μας θα συνεχίζει.

Ο Μέλαχωρ ο Μαύρος και ο Άσπαλωρ ο Λευκός ορθώνονται γιγάντιοι εμπρός στους εκλεκτούς. Μια φορά κάθε δώδεκα χρόνια, για έξι λεπτά, οι έξι εκλεκτοί, τρεις αρσενικοί και τρεις θηλυκές μπορούν να αναπνεύσουν τον αέρα και να ατενίσουν τον ουρανό. Έναν ουρανό που οι Φύλακες αφήνουν να φανερωθεί ανάμεσα στα ημιδιάφανα πέπλα τους. Έξι λεπτά πριν γίνουν ένα με αυτούς ώστε να ανανεωθεί η υπόσχεση.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Λησμονημένους χρόνους πριν, ζούσαμε στην επιφάνεια, αναπνέαμε τον αέρα. Ο κόσμος είχε διαφορετική μορφή. Τότε, εμφανίστηκε ο Πυρξ ο Ανόσιος και προσπάθησε να καταπιεί τον κόσμο και όσους κόσμους μπορούσε πέρα από αυτόν. Κατάφερε να απομακρύνει τον ήλιο μέχρι που έμοιαζε απλά με ένα λαμπρό αστέρι της νύχτας. Κομμάτιασε την Φαίθρα, το κόκκινο φεγγάρι, και έδιωξε για πάντα τον γιο της τον Μάιντορ που περιφερόταν γύρω της.

Η μάχη ήταν τρομερή και κομμάτια έπεφταν στον κόσμο, αλλάζοντάς τον. Τα νερά σηκώθηκαν να καταπιούν τα πάντα στην προσπάθειά τους να σβήσουν τις φλόγες του Πυρξ, αλλά και να κρύψουν την Άγκυρα του κόσμου τούτου. Ένα πελώριο μαργαριτάρι ήταν η Άγκυρα, λευκό και μαύρο ταυτόχρονα. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Πυρξ έψαχνε το χαμένο αυγό του, που του κλέψανε άλλοι θεοί, από άλλους κόσμους.

Άλλοι λένε ότι το ίδιο το μαργαριτάρι, γέννησε τους Φύλακες την ύστατη στιγμή, όταν ο Πυρξ έκλεινε τα λαίμαργα σαγόνια του γύρω από αυτό. Το μαύρο νερό της αβύσσου πήρε μορφή πολεμιστή και επιτέθηκε σαν φίδι στο αλλόκοσμο ερπετό, με την κατάμαυρη λόγχη του.

Ο Πυρξ ούρλιαξε, βρυχήθηκε, καλύφθηκε με νερά που έπνιγαν τις φλόγες του κορμιού του. Τινάχτηκε προς την επιφάνεια, να πάρει βαθιά ανάσα και να ορμήσει ξανά, να διεκδικήσει το τρόπαιό του, αυτό που ήδη θεωρούσε δικό του. Τα αφρισμένα κύματα πυργώθηκαν κατάλευκα. Σχημάτισαν ένα σώμα από αφρό που τίναξε με τη σειρά του το δικό του όπλο.

Άλλοι λένε ότι η μάχη κράτησε λίγα λεπτά. Άλλοι, ότι αιώνες πέρασαν μέχρι ο δράκος να αποσυρθεί στις εσχατιές του σύμπαντος και να γλύψει τις πληγές του. Όπως και να έχει, δεν έχουν μείνει κείμενα που να καταγράφουν τα γεγονότα. Μόνο ιστορίες από στόμα σε στόμα, παιάνες, ύμνοι και σκοτεινοί ψίθυροι. Μαζί με τον ανείπωτο φόβο της επιστροφής του αρχέγονου εχθρού. Όμως, οι Φύλακες υπάρχουν ακόμα και, κάθε δώδεκα χρόνια, σφραγίζεται η υπόσχεση της αιώνιας προστασίας.

Εγώ, ο Θάα ο Πελιδνός, θεωρώ τιμή μου που με επέλεξαν για εκλεκτό. Η Νούρια η Μελανόχρωμη, ο κρυφός μου πόθος, είναι ανάμεσα στις τρεις γυναίκες. Μυρίζομαι τον φόβο της καθώς αναδυόμαστε στην επιφάνεια. Αλλά δεν ανησυχώ. Σύντομα θα είμαστε μαζί. Τολμάω και της πιάνω απαλά το χέρι καθώς τα τεράστια τύμπανα χτυπούν ρυθμικά. Όλος ο κόσμος δονείται στον ρυθμό τους.

Τα νερά αποτραβιούνται σιγά σιγά. Βγάζουμε νερό από το στόμα μας και προσπαθούμε να αναπνεύσουμε. Βήχουμε μέχρι που ο καθαρός αέρας γεμίζει το είναι μας. Χαμογελάμε ο ένας στον άλλο. Δοκιμάζουμε φωνητικές χορδές, αχρησιμοποίητες μέχρι τη στιγμή αυτή. Ξεσπάμε σε ένα απόκοσμο τραγούδι, ένα νανούρισμα που περιέχει όλη την ιστορία του κόσμου μας, καθώς ανεβαίνουμε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια για να φτάσουμε στο χείλος, στο μέρος της συνάντησης. Το νανούρισμα γίνεται επίκληση.

Νιώθω την παλάμη της στη δική μου. Οι γλυκές φωνές μας συγχρονίζονται, συμπληρώνει η μία την άλλη.

Ο απέραντος ωκεανός αναταράσσεται. Πελώρια κύματα ξεσπούν. Το θέαμα που αντικρίζουμε, τους Φύλακες να εμφανίζονται με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια, μας κόβει την ανάσα. Τα τύμπανα χτυπούν στον ρυθμό όλο και πιο γρήγορα καθώς ο χρόνος τελειώνει. Οι Φύλακες απλώνουν τα χέρια τους και γινόμαστε ένα με αυτούς. Εκκωφαντική σιωπή.

Ταξιδεύω στα βάθη του κόσμου. Δεν έχω πια σώμα, όμως ακόμα αισθάνομαι την αίσθηση του χεριού της.

Μια τεράστια σφαίρα, απαστράπτουσα, αχνοφαίνεται. Είναι λευκή και μαύρη. Η επιφάνειά της μοιάζει τέλεια, όμως όσο πλησιάζουμε φαίνονται σημάδια δοντιών στο λευκό και το μαύρο. Πλησιάζουμε όλο και πιο γρήγορα. Πέφτουμε στο μαργαριτάρι. Την Άγκυρα του κόσμου μας. Γινόμαστε ένα με αυτό. Λίγο πριν χαθώ στη λήθη, καταλαβαίνω ότι ένα τμήμα της επιφάνειας της σφαίρας επουλώνεται. Γίνεται λεία, λαμπερή.

Και μέσα στα βάθη του μαργαριταριού ένα ον αναδεύεται και ονειρεύεται την ώρα που θα ξυπνήσει. Ένα τεράστιο, κατακόκκινο ερπετό.


Διαστημικοί Κονκισταδόρες - Ιωάννης Μπαχάς

Είμαστε εξοικειωμένοι με την εξωγήινη πολεοδομία και την αλλόκοσμη αρχιτεκτονική. Οι επιστημονικοί κλάδοι της Λογοκοσμοπολεοδομίας, της Φαντασιαρχιτεκτονικής και η Ποιητικοδιαστημική μάς προετοίμασαν για όσα συναντήσαμε στα υπερδιαστημικά ταξίδια.

Ας είναι καλά οι συγγραφείς του Φανταστικού που κατέκτησαν τους γαλαξίες. Όχι χωρίς να πληρώσουν το τίμημα, καθώς αφήσαν στις εσχατιές του σύμπαντος τμήματα του εαυτού τους.

Όταν προσεδαφιστήκαμε, τους βρήκαμε να σπαρταράνε στα εφιαλτικά τοπία. Η ονειρική Καντάθ, η γατοαρχούμενη Ουλθάρ, η φασματική Σελεφαΐς έπαψαν να είναι κρυμμένες σε βιβλία και ύψωσαν τους πύργους, εμποδίζοντας τα σκάφη μας να αγγίξουν την επιφάνεια τους. Όλα τα διαστημόπλοια είχαν τα ονόματα των δασκάλων του Φανταστικού, ενώ η ναυαρχίδα του ανθρωποστόλου ονομαζόταν «Λουκιανός».

Αυτό που ποτέ δε θα άλλαζε ήταν η ιστορία της ανθρώπινης απληστίας. Και εγώ, ως διακεκριμένος ανθρώπινος τύπος, φούσκωνα ως παγώνι μέσα στην απαστράπτουσα στολή του Κυβερνήτη του Αυτοκρατορικού Στόλου που εφορμούσε στον Αστέρα του Μπάρναρντ -που, αν και ανακαλύψαμε το 1916, η αρμάδα μας κυνηγούσε κατά πόδας εδώ και δύο αιώνες.

Οι Ίνκας φυγάδευαν επί δεκαετίες τον χρυσό τους στο διάστημα! Οι γαλέρες μας, πλέον, ήταν μεταλλικά νησιά στο μέγεθος της Κύπρου, το πλήρωμα συμπλήρωναν ανθρωποειδή απόρθητα από αρρώστιες, ενώ τα αρκεβούζια ήταν εκτοξευτές μαύρων τρυπών που καταβρόχθιζαν στοχευμένα κόσμους όταν δεν είχαμε τίποτα άλλο να λεηλατήσουμε.

Φαίνεται πως καμιά γενοκτονία δεν εξαλείφει ολοκληρωτικά έναν λαό και πως στους ομαδικούς τάφους, που άνοιξε η Ευρώπη σε όλες τις ηπείρους, δεν χώρεσαν όλοι οι ιθαγενείς. Στην περίπτωση του αφανισμού των Ίνκας, που απέδωσε γη αλλά όχι χρυσό, είναι σίγουρο πως τα πτώματα τους πήραν νέα ζωή!

Αφού ξεμπερδέψαν οι κυβερνήσεις και η Εκκλησία με γελοίες συγγνώμες, η Κοσμοιατροδικαστική διαπίστωσε πως τμήματα του DNA των θυμάτων είχαν αφαιρεθεί, ενώ οι ευαίσθητες κοινωνικές μάζες λοιδωρούσαν τον Κλήρο και τις κυβερνήσεις για ένα μάτσο κόκαλα που άφησαν πίσω τους οι θεομπαίχτες Ίνκας. Οι έρευνες του Wide Field Infrared Survey Telescope, από το 2060, τους εντόπισαν.

Όταν η ναυαρχίδα προσέγγισε το κρησφύγετό τους, είδαμε μια απέραντη παγωμένη έρημο με θερμοκρασία -170. Οι «Κονκισταδόρες», τα εχθροαντίγραφα -φτιαγμένα να παίρνουν τη μορφή των καταδιωκόμενων- χώθηκαν μέσα στην παγωμένη επιφάνεια μέχρι να συναντήσουν τις πύλες του Νέου Μάτσου Πίτσου.

Η πόλη δραπέτευσε από τις κοσμικές πύλες που συνέδεαν τη χρυσοφόρα πόλη του Περού με το εξώτερο διάστημα. Όμως ο Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο, ο υποφαινόμενος και απόγονος του θρυλικού ομώνυμου κατακτητή του Περού, ήταν «ante portas». Μια κατάκτηση που θα ολοκλήρωνα χίλια χρόνια μετά το μακρινό 1532.

Κατεβήκαμε ανοίγοντας δρόμο στον πάγο με τα κοσμοφάγα μηχανήματα μας με μια συντριπτική δύναμη πυρός, ενώ ο εκτοξευτήρας μαύρων τρυπών του Λουκιανού σημάδευε τη θέση της πόλης. Σταθήκαμε μπροστά στα τείχη που κατέβαιναν και χάνονταν στο έδαφος.

Κανένας Λαβκραφτ και Ντάνσανυ δε θα μπορούσε να μας προετοιμάσει για την «πόλη με τα πλήκτρα». Τα κτίρια της ανεβοκατέβαιναν σαν πλήκτρα εκκλησιαστικού οργάνου, που ανέβαιναν σε δυσθεώρητα ύψη και βυθίζονταν σε απροσμέτρητα βάθη. Τα κολοσσιαία μέγαρα ήταν φτιαγμένα από υλικά πρωτοσυνάντητα.

Μπορούσα να δω στα μάτια του πληρώματος τον προαιώνιο πυρετό που τα φλόγιζε αλλά και τις γραμμές μιας άλλης καυτής λάβας, αυτής της φονολαχτάρας που συγκλονίζει το είδος μας από την εμφάνισή του. Βαδίσαμε πάνοπλοι, με είλωτες τα τρομακτικά ανδροειδή που προετοίμαζαν το έδαφος φροντίζοντας να μην εξαϋλώνουν την πηγή της φονικής μας χαράς.

Όσους συναντήσαμε στους κυλιόμενους δρόμους του Μάτσου Πίτσου τούς εξοντώσαμε αντλώντας άφατη ηδονή από τις οιμωγές τους. Όσοι πάλι πρόλαβαν και κλείστηκαν στα βυθιζόμενα κτίρια, ή σε όσα ανέβαιναν με ορμή πυραύλου στα ύψη, πήραν παράταση στο μαρτύριο που θα εξαπολύαμε μετά το πλιάτσικο ρυθμίζοντας τα όπλα του σκάφους σε βασανιστικές εφαρμογές θανάτου. Τα ανδροειδή ακαταπόνητα στοίβαζαν τους θησαυρούς της Χρυσής πόλης.

Με τον συγκυβερνήτη, βαδίσαμε τη χρυσή λεωφόρο που ανέβαινε σε ένα κτίριο που έμοιαζε με θρόνο, ενώ κάποιος λοφιοφορεμένος ιθαγενής καθόταν σε ένα αστραφτερό κάθισμα. Χρωστούσα στους προγόνους μου να κλείσω το κεφάλαιο της κατάκτησης των Ίνκας. Βάδισα ορθόστητος τη γέφυρα που έφερνε στον θρόνο, αφήνοντας πίσω μου τον συγκυβερνήτη. Τα τεράστια αγάλματα που τον προστάτευαν, έρρεαν από το στόμα τους ποταμούς χρυσού, που υψώνονταν κοχλάζοντας στην υπερυψωμένη θέση του βωμού. Ακουγόταν η κακόφωνη επίκληση χιλιάδων βάρβαρων φωνών στο όνομα του...Μοντεζούμα.

Είτε ήταν ο απέθαντος δαίμονας που αναστήθηκε από το DNA του είτε κάποιος απόγονος, η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Σήμερα, θα ολοκληρωνόταν η κατάκτηση του Περού, έξι έτη φωτός μακριά και χίλια χρόνια μετά.

Έκανα λάθος.

Δεν ήταν θρόνος αυτός που καθόταν ο Μοντεζούμα. Δεν περίμενε εμένα ο ανυπότακτος μονάρχης. Δεν αναστήθηκαν μόνο οι θρησκευτές από το σηπόμενο γονιδίωμα των ομαδικών τάφων σε αυτόν τον παγωμένο πλανήτη. Ήταν βωμός και πρόσμενε τα σφάγια της θυσίας.

Ίσως δεν πέθανε και ποτέ. Δεν πεθαίνουν οι Θεοί. Όπως οι Μεγάλοι Παλαιοί του Λάβκραφτ, ζουν εξόριστοι στις εσχατιές του σύμπαντος. Ο Κετζακοάτλ ανέβηκε τυλίγοντας στις σπείρες του τον βωμό και, όταν άνοιξε το αβυσσαλέο στόμα του, η μαύρη τρύπα του οισοφάγου του κατάπιε όλο τον κόσμο.


Η φυγή - Μυρτώ Κατσαρού

«Πρέπει να φύγω από εδώ».

Έτος 2134 μ.Χ. Η κατάσταση που επικρατεί στον πλανήτη Γη είναι κάτι περισσότερο από χαοτική.

Φρικτοί πόλεμοι για ένα μαυριδερό υγρό -το όνομα αυτού πετρέλαιο- αιματηρές μάχες για το λίκνο της ζωής, το νερό, που πλέον υπάρχει σε τόσο μεγάλη έλλειψη που παράγεται τεχνητά.

Και όλα αυτά οι άνθρωποι τα θεωρούσαμε εντελώς ασήμαντα. Μέχρι που όλοι καταλάβαμε ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι η κύρια απειλή για την ύπαρξή μας πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.

Εδώ και αρκετά χρόνια, πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν ότι η κλιματική αλλαγή ήταν ένα ψέμα, όμως, η μετατροπή της Γης σε μια πραγματική κόλαση, έδειξε σε όλους μας την αλήθεια.

Το μόνο καλό αυτής της ιστορίας είναι ότι γίνονται περισσότερες προσπάθειες για να μετοικήσουμε σε κάποιο άλλο μέρος του γαλαξία με ασφάλεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πλέον εγκαταλείψει τη Γη, ωστόσο πολλοί είναι αυτοί που αρνούνται να παρατήσουν το χώμα που πατούσαν οι πρόγονοι τους. Ανάμεσα σε αυτούς και εγώ.

Είμαι η Μαρλένα. Είμαι είκοσι τριών ετών και ορφανή. Οι γονείς μου χάθηκαν στο τσουνάμι που δημιουργήθηκε μετά την έκρηξη ενός ηφαιστείου στην πλέον καταποντισμένη Χαβάη. Ήμουν μόλις εφτά όταν τους έχασα. Δεν έχω κανέναν άλλον στον κόσμο.

Ο λόγος που αρνούμαι πεισματικά να αφήσω πίσω τη Γη και να ζήσω κάπου ασφαλής δεν είναι η ιστορία των προγόνων που κουβαλώ στην πλάτη μου. Είναι η ελπίδα που ζει στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Είναι η ελπίδα που λέει ότι τελικά οι συνθήκες εδώ θα γίνουν καλύτερες. Μια ζωή ονειροπόλα είμαι.

Φοράω την ειδική μάσκα μου για τα τοξικά αέρια που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα και κλειδώνω την πόρτα του σπιτιού μου. Περπατάω μέχρι το μικρό παντοπωλείο που υπάρχει στην άκρη του δρόμου για να κάνω μερικά ψώνια. Το έχω αμελήσει αρκετές μέρες και το ψυγείο μου είναι πλέον άδειο, όπως και το στομάχι μου.

Λόγω της εκτεταμένης ρύπανσης που υπάρχει στον πλανήτη, πλέον, τα περισσότερα τρόφιμα παράγονται σε εργαστήρια. Μπορεί αυτές οι τροφές να είναι πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά. όμως τους λείπει ένα βασικό πράγμα• η γεύση. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να περιγράφει πόσο όμορφη γεύση είχε μια μπριζόλα ή μια σαλάτα λαχανικών. Εκείνη ήταν τυχερή, έζησε τα χρόνια που η Γη ακόμα ήταν ένας ήρεμος πλανήτης.

Πάντα απολάμβανα τις ιστορίες της από εκείνα τα χρονιά. Υπήρχε άφθονη τροφή, καθαρό νερό, καθαρός αέρας, ζωντάνια, χαρά, έρωτας. Πάντα αναρωτιόμουν πώς είναι να είσαι ερωτευμένος.

Η γιαγιά μου το περιέγραφε ως το ωραιότερο συναίσθημα σε ολόκληρο το σύμπαν. Ένας μόνο άνθρωπος είναι ικανός να σε πηγαίνει στα ουράνια και, μετά από λίγο, να σε γκρεμοτσακίζει από αυτά. Φαίνεται τρομακτικό, όμως, εκείνη έλεγε ότι δεν ήταν.

Ισιώνω λίγο τη μάσκα μου πριν μπω στο παντοπωλείο. Η κυρία Τζάκσον με χαιρετά απ' το ταμείο, που είναι χωμένο σε μια γωνιά.

«Καλώς την όμορφη, πού είσαι χαμένη τόσο καιρό;» με ρωτάει καλοσυνάτα.

«Ο αέρας αυτές τις μέρες ήταν λίγο περίεργος και δεν ήθελα να βγω έξω» της απαντάω λιτά.

«Αχ, φύγε, καλή μου, από εδώ, μη χαραμίζεις τα νιάτα σου. Μη μένεις πίσω μόνο για εμάς. Δες, ο γιος μου έφυγε» λέει με σκυθρωπό ύφος.

Η αναφορά στον γιο της, τον Φρέντι, πάντα ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά. Ένιωθα διάφορα για εκείνον, όμως δεν ξέρω τι ήταν πραγματικά. Έφυγε πριν δυο χρόνια, λέγοντας ότι δε μπορεί να μείνει άλλο σε ένα μέρος όπου το μόνο που του προσφέρει είναι ο θάνατος και η μιζέρια.

Έπρεπε να είχα φύγει τότε, μαζί του.

«Τα έχουμε πει πολλές φορές αυτά, πρέπει να αποδεχτείτε ότι δεν μπορείτε να μου αλλάξετε γνώμη» της απαντάω φορώντας ένα μεγάλο χαμόγελο, σε μια προσπάθεια να διώξω τις σκέψεις μου.

Κόβω βόλτες στους διαδρόμους μέχρι να αγοράσω όλα αυτά που θέλω. Όταν βεβαιώνομαι ότι είμαι εντάξει, τα ακουμπάω πάνω στο ταμείο της κυρίας Τζάκσον.

Μερικές κονσέρβες φασόλια, λίγες ακόμα με τόνο, λίγα κουτιά γάλα εβαπορέ, μια φραντζόλα ψωμί, λίγο τυρί και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Όταν βλέπει το τελευταίο, κάνει έναν μορφασμό.

«Για τις κρύες μοναχικές νύχτες του χειμώνα» της εξηγώ με ένα ακόμη χαμόγελο.

Πληρώνω με μερικά νομίσματα από το πενιχρό επίδομα που μας δίνει η κυβέρνηση και ξαναβγαίνω στην αποπνικτική ατμόσφαιρα.

Αυτή τη φορά, αποφασίζω να περπατήσω πιο αργά για το σπίτι. Όχι για να θαυμάσω το τοπίο γύρω μου, αλλά γιατί δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω.

Όπου και να στρέψεις το βλέμμα σου, βλέπεις το ίδιο πράγμα• ξεραμένη βλάστηση και σκουριά. Αν ένας ζωγράφος επιχειρούσε να το ζωγραφίσει, το κυρίαρχο χρώμα θα ήταν το καφέ.

Στρέφω το βλέμμα μου προς τα δεξιά, εκεί που κάποτε ξεκινούσε ο ωκεανός. Τώρα, έχει εξατμιστεί ένα τεράστιο μέρος του και απλώνεται μια αχανής έρημος. Παρόλο που στην ατμόσφαιρα επικρατεί μια θολούρα, μπορώ να διακρίνω στο βάθος μερικά κουφάρια πλοίων, έρμαια στο πέρασμα του χρόνου.

Μάλλον θα ανοίξω το κρασί πολύ νωρίτερα απ' όσο πίστευα.

Συνεχίζω να περπατώ προς το σπίτι μου και κοιτάζω το μεγάλο εργοστάσιο που ορθώνεται μπρος μου. Μαύρος καπνός βγαίνει από τα φουγάρα, συμβάλλοντας στη ρύπανση της ατμόσφαιρας.

Κάθομαι σε ένα πεζούλι, καθώς το κεφάλι μου βουίζει με όλα αυτά που είδα. Παρόλο που βλέπω αυτές τις εικόνες καθημερινά όλα αυτά τα χρόνια, μόλις τώρα συνειδητοποιώ πόσο θλιβερός είναι ο κόσμος γύρω μου.

Γύρω μου, υπάρχει μόνο θάνατος και μιζέρια.

«Πρέπει να φύγω από εδώ» μουρμουράω και σηκώνομαι αποφασιστικά.

Η κυρία Τζάκσον έχει δίκιο τελικά.


Εφιάλτης - Ελένη Ζερβοπούλου

Ο Εδίρ απελευθέρωσε τη χορδή του τόξου του. Το βέλος βρήκε τον προτελευταίο στόχο στο κέντρο. Στο χωριό Πριον της Ισπανδίας που βρίσκεται στον Βόρειο Ατλαντικό, ανάμεσα σε Ισπανία και Ιρλανδία, διεξάγονταν οι αγώνες τοξοβολίας για να γιορτάσουν το Θερινό Ηλιοστάσιο. Οι άρχοντες των τεσσάρων φυλών, Ξωτικά, Νάνοι, Μάγοι, και Άνθρωποι, περίμεναν στην αρένα.

«Σπουδαία βολή. Είσαι σχεδόν τόσο καλός όσο και ο πατέρας σου, νεαρέ Εδιρ, γιε του Άρχοντα των Ξωτικών» ακούστηκε η φωνή του Νάνου Μινγκ.

«Λες "σχεδόν" και όμως είσαι πίσω μου για ακόμα μια φορά. Τόσα χρόνια εξάσκησης στην τοξοβολία με τον πατέρα μου και ακόμα δεν έχεις καταφέρει να ξεφορτωθείς το τσεκούρι και την ασπίδα σου, Μινγκ» του είπε ο Εδίρ.

«Το τσεκούρι μου δε θα το αποχωριστώ ποτέ. Δεν μπορώ να καταλάβω τη μητέρα και τον πατέρα μου να με φέρουν σε σας για να μάθω τις τεχνικές σας. Είμαι Νάνος. Τι δουλειά έχω με τα πανύψηλα ξωτικά;»

Βρίσκονταν στην όχθη του ποτάμιου Δενίρ και έπρεπε να περάσουν τη μοναδική γέφυρα, που ήταν μερικά μέτρα δεξιά τους και τους ένωνε με τον τελικό στόχο. Ήταν φτιαγμένη από έναν χοντρό κορμό που τον μούσκευε το νερό. Ο κορμός ήταν πιασμένος από σχοινιά που τον τύλιγαν και κατέληγαν σε τέσσερις ψηλούς μεταλλικούς πασσάλους, δύο σε κάθε όχθη.

Λίγο παραπάνω από μισό χιλιόμετρο αριστερά, ξεκινούσε μια κατακόρυφη πλάγια από την οποία πηδούσε το νερό του ποταμιού και έσκαγε δεκάδες μέτρα πιο κάτω με αρκετή δύναμη. Ο Εδίρ άκουσε τον ήχο από τον καταρράκτη να έρχεται πιο δυνατά από όσο θα έπρεπε.

«Μινγκ! Κοίτα στον καταρράκτη!»

«Τι στο κα-» Ο Μινγκ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση.

Η τεράστια σκιά που πήδηξε από τον καταρράκτη βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από τους δυο τους. Ήταν καλυμμένη μέχρι το πρόσωπο από μικρές πανοπλίες που σχημάτιζαν δεξιά και αριστερά δυο μυτερά κέρατα. Το μόνο που είχε χρώμα επάνω της ήταν τα μάτια. Δυο φλόγες κυμάτιζαν λες και ήταν βγαλμένες από τα έγκατα της κόλασης.

«Εδίρ! Πρόσεχε!» Η σκιά σήκωσε το όπλο της. Πρώτη φορά έβλεπαν ένα τέτοιο. Σφυρί και τσεκούρι ήταν ένα σχήμα. Το χτύπησε με δύναμη στο νερό και εκτόξευσε και τους δύο λίγα μέτρα μακριά από τη γέφυρα.

Χωρίς να χάνουν ώρα σηκώθηκαν και έτρεξαν προς τη γέφυρα. Πριν προλάβουν να φτάσουν, δυο βέλη από το πουθενά έσκισαν τα δυο σχοινιά της και, μετά από λίγο, άλλα δυο έσκισαν και τα άλλα. Το ξύλο άρχισε να χορεύει σε έναν άγριο ρυθμό που όριζε ένα δυνατό ρεύμα στο ποτάμι.

«Τι κάνουμε τώρα; Μας έκοψε την επικοινωνία με τους απέναντι. Είμαστε εμείς και-» Τον διέκοψε το παραμιλητό του Μινγκ.

«Είναι όνειρο, είναι όνειρο. Δεν μπορεί, Εδιρ! Αυτή η σκιά έρχεται στον ύπνο μου τελευταία και δε με αφήνει να κοιμηθώ. Δεν ξέρω πώς ονομάζεται, αλλά εγώ τη λέω "σκιά του εαυτού μου"».

«Για την ώρα, πρέπει να βρούμε τρόπο να το νικήσουμε και να ειδοποιήσουμε τους άλλους. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε μετά με τον πατέρα μου» απάντησε ο Εδίρ.

«Η φωνή στο όνειρο μου λέει: ο στόχος είναι τα μάτια του. Πρέπει να χτυπήσουμε τα μάτια».

«Ελπίζω να έχεις βελτιωθεί αρκετά. Έχω δύο βέλη. Άμα δεν τα καταφέρω εγώ, θα πρέπει να στοχεύσεις εσύ» είπε ο Εδίρ.

«Πάρε δυο ακόμα από τα δικά μου και θα κρατήσω τα άλλα δυο».

«Έτοιμος, Νάνε; Δείξε μου τον πολεμιστή που έχεις μέσα σου και που καυχιέσαι από το πολύ νεαρό της ηλικίας σου».

«Πιστεύω να μη χρειαστεί να ρίξω, είναι πολύ ψηλά για μένα» είπε και γέλασαν.

Ο Μιγνκ έτρεξε πρώτος και τη χτύπησε με το τσεκούρι του στο αριστερό πόδι, μικρές πανοπλίες ξεκόλλησαν από πάνω της. Ο Εδιρ απελευθέρωσε δύο βέλη, το ένα πίσω από το άλλο, αλλά δε βρήκαν στόχο. Ο Μινγκ ήρθε από πίσω της όσο ο Εδιρ ετοίμαζε τα άλλα δύο βέλη.

Πριν προλάβει να χτυπήσει και το δεξί της πόδι, η σκιά βρόντηξε το όπλο της στο χώμα και έκανε τον Νάνο να χάσει τη φόρα του. Τα βέλη που απελευθέρωσε το Ξωτικό σφύριξαν σχεδόν δίπλα από το κεφάλι του Μινγκ και καρφώθηκαν στο κορμό δεξιά του.

«Μινγκ, πρέπει να στοχεύσεις. Εγώ θα την τραβήξω προς τον γκρεμό»

Ο Μινγκ έντρομος κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Δυο βέλη δυο μάτια.

«Ποτέ δε μου άρεσε η τοξοβολία!»

«Έχε πίστη στον εαυτό σου. Χωρίς πίστη δε θα τα καταφέρεις ποτέ» του είχε πει ο Άρχοντας των Ξωτικών, Μενουίρ.

Ο Εδιρ τράβηξε τη σκιά προς τον γκρεμό. Ο Μινγκ τον ακολούθησε. Έβαλε το ένα βέλος στη χορδή του τόξου και, μόλις το Ξωτικό τη γύρισε ώστε να τον κοιτάει, απελευθέρωσε τη χορδή. Χωρίς να καθυστερεί, σειρά πήρε και το δεύτερο βέλος. Οι μικρές πανοπλίες άρχισαν να διαλύονται μία προς μία. Ένας μικρός ανεμοστρόβιλος σήκωσε τη σκιά ψηλά και εξαφανίστηκε.

«Δύο στα δύο. Όχι άσχημα για Νάνος που προτιμάει το τσεκούρι του» ο Μινγκ, αφού πρώτα του χαμογέλασε, του είπε.

«Πρέπει να πούμε στους άλλους τι έγινε».

Απέναντι από τον ποταμό Δενίρ, στο βουνό Μεχίρ, δυο μάτια τους παρακολουθούσαν. Την επομένη φορά, δε θα σταθείτε τόσο τυχεροί. Απολαύστε την προσωρινή νίκη σας!


Τα όνειρα της Μπριολάνιας - Αλέξανδρος Τριανταφύλλου

«Πατέρα, τα πλοία πετάνε;»

Η ερώτηση της μικρής προκάλεσε ένα χαμόγελο στον Καέλο Τζι Μπραντζέρ. Άφησε το πιρούνι στην άκρη του πιάτου και βούλιαξε στη βελούδινη πλάτη της καρέκλας.

«Τα πλοία δεν πετάνε, Μπριολάνια» είπε, κοιτάζοντας το εννιάχρονο κορίτσι να παίζει με το πρωινό. Η Μπριολάνια δεν είχε σηκώσει τα μάτια από το φαγητό. Κατανοώντας τον προβληματισμό της, πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνεχίσει. «Ούτε τα κάρα. Μάλλον πρέπει να μιλήσω με τον δάσκαλό σου».

Η ιδιότητα του δούκα έφερνε στην πόρτα του Καέλο τους καλύτερους επαγγελματίες του Μπότσιο να παρακαλάνε για δουλειά. Αυτό δε σήμαινε ότι μπορούσαν να γεμίζουν τα μυαλά της με κούφιες ιδέες.

«Μα τα αερόστατα πετάνε» είπε με παράπονο η μικρή, κρυμμένη πίσω από μερικές μελαχρινές μπούκλες που έπεφταν στο πρόσωπό της. «Τα πλοία γιατί δεν πετάνε;»

«Κάποιος λόγος θα υπάρχει. Τέλειωσε το πρωινό σου».

«Κι εγώ σου λέω πως πετάνε. Τα είδα».

«Πού τα είδες; Σε ζωγραφιές;» ρώτησε ο Καέλο κι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, περιμένοντας την απάντηση της.

«Στον ύπνο μου» απάντησε η Μπριολάνια και, με μια τόσο μικρή πρόταση, εξαφάνισε το χαμόγελο από τα χείλη του.

Για κάμποσες στιγμές, κοίταζε την κόρη του μ' έναν φόβο να φουντώνει στα σωθικά του. Πριν δυο χρόνια, είχε αγνοήσει το όνειρο της Μπριολάνιας, στο οποίο η αγαπημένη του σύζυγος χόρευε με τους γονείς της. Μετά από δυο μέρες, εκείνη ποδοπατήθηκε από ένα εξαγριωμένο άλογο. Έκτοτε, η δυνατότητα της κόρης του να προβλέπει το μέλλον είχε αποτρέψει δυο πολέμους και μια οικονομική καταστροφή.

Το πιρούνι της Μπριολάνιας, που έσερνε τη μαρμελάδα στη λευκή, εύθραυστη επιφάνεια της πορσελάνης, τον επανέφερε στο παρόν. Αν αυτή τη φορά είδε πλοία να πετάνε, ο Καέλο φοβόταν να ρωτήσει τι ακριβώς είχε συμβεί στο όνειρό της.

Στενά περάσματα, ορεινά οχυρά και μικρά οροπέδια κρατούσαν ασφαλή τη χερσόνησο του Μπότσιο από τις επεκτατικές βλέψεις των Σάθομ. Μπροστά στο δικό του, έμπειρο ναυτικό, οι αυτοκρατορικοί ήταν άχρηστοι. Πριν εννέα χρόνια, είχαν ξαναπροσπαθήσει να κυριεύσουν το μικρό, ανεξάρτητο κρατίδιο, αλλά βρέθηκαν να κολυμπούν για τις ζωές τους.

Ωστόσο, αν είχαν βρει τρόπο να ξεπεράσουν τα βουνά, τότε το Μπότσιο απειλούταν. Αυτό σήμαιναν τα ιπτάμενα πλοία;

«Μπριολάνια, θυμάσαι τι ακριβώς είδες;»

«Ήτανε νύχτα με πανσέληνο» είπε το κορίτσι, ματσαλιάζοντας τη φρυγανιά. «Μαύρα σύννεφα έβγαιναν από το ρολόι -εκείνο στην πλατεία που πάμε και μιλάς στον χοντρό κύριο με το αστείο μουστάκι».

Η πλατεία του Λιμανιού. «Γιατί έβγαιναν σύννεφα από το ρολόι, γλυκιά μου;»

«Αν και είχε ζέστη, ήταν μάλλον πρωτοχρονιά, γιατί είδα κάτι κύριους με μεγάλες τσάντες, να πετάνε πυροτεχνήματα στον ουρανό, αλλά ευτυχώς έπεφταν στο ρολόι».

«Γιατί ευτυχώς;» είπε ο Καέλο, με μάτια καρφωμένα στην κόρη του.

«Γιατί αλλιώς θα έκαιγαν τα πλοία στον ουρανό» είπε η Μπριολάνια, γυρνώντας επιτέλους να τον κοιτάξει μ' ένα βλέμμα απορίας. «Έτσι βγαίνουν τα πυροτεχνήματα; Από τσάντες;»

Ο Καέλο πήγε στην άλλη μεριά του λουστραρισμένου τραπεζιού. Πριν γονατίσει δίπλα της, έντυσε την ανησυχία του μ' ένα πλατύ χαμόγελο.

«Τι πλοία ήταν αυτά; Θυμάσαι; Είχαν σημαίες;»

«Δηλαδή με πιστεύεις;» ρώτησε το κορίτσι με χροιά γεμάτη παράπονο.

«Ναι, σε πιστεύω, αγάπη μου» είπε, περνώντας την τραχιά του παλάμη απαλά απ' το μάγουλό της. «Πες μου, τι άλλο θυμάσαι για τα πλοία;»

«Έριχναν φωτιές στην πόλη, σαν τους ταχυδακτυλουργούς στις γιορτές».

«Θεοί και χίλιοι μάρτυρες» ψέλλισε ο Καέλο κοιτάζοντας τον κενό γαλάζιο τοίχο απέναντι. Έπειτα, γύρισε στην Μπριολάνια πασχίζοντας να κρύψει το φόβο. «Μπράβο, κορίτσι μου. Πήγαινε να ετοιμαστείς».

Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Καέλο βύθισε το κεφάλι στις παλάμες του. Κρύος ιδρώτας κατρακυλούσε στον σβέρκο του.

«Μπαστιάο».

«Δούκα», απάντησε ο υπασπιστής απ' την είσοδο της αίθουσας.

«Ακύρωσε τα πάντα για σήμερα. Φώναξε τους συνταγματάρχες».

«Αμέσως» είπε ο ηλιοκαμένος άνδρας. Χτύπησε τις φτέρνες μεταξύ τους κι έφυγε μονομιάς.

«Φέρε και τον Νταμπίς» φώναξε, δίχως να κρύβει την απελπισία του.


***

«Τι άλλες αποδείξεις έχουμε;» είπε ένας συνταγματάρχης, ενόσω εξέταζε τον χάρτη. «Με όλο τον σεβασμό, δούκα» συνέχισε, «θέλετε να σηκώσουμε στο πόδι δέκα πόλεις βασισμένοι στα όνειρα ενός παιδιού;»

«Αυτά τα όνειρα» είπε ο στόλαρχος Νταμπίς, πριν προλάβει κάποιος άλλος να μιλήσει, «σ' έχουν σώσει τρεις φορές από βέβαιη ήττα».

Δύο ώρες μάλωναν σαν κοκόρια, ενώ ο Καέλο υπέγραφε εντολές επιστράτευσης. Η πόρτα δεν ακούστηκε καν, αλλά μια χαραμάδα άνοιξε κι έπειτα, ο Μπαστιάρ τρύπωσε στο δωμάτιο βεβιασμένα. Πλησίασε το παλιό γραφείο μ' ένα γράμμα στα χέρια και ύφος φοβισμένο.

Πήρε τον φάκελο, τον γύρισε για να σπάσει τη σφραγίδα, μα ήταν ήδη ανοιγμένο. Αφού το διάβασε, κοίταξε τον υπασπιστή με το ίδιο φοβισμένο βλέμμα.

«Οι Σάθομ πέρασαν τα βουνά, με δέκα ιπτάμενα πλοία». Η βαριά χροιά του έριξε μια τρομακτική ησυχία στο δωμάτιο. «Το Κάβο Μάρες παραδόθηκε».

Τα πρόσωπα των στρατιωτικών με τις καλοσιδερωμένες, γαλάζιες στολές φωνάζαν ό,τι ακριβώς και η φωνή μέσα του. Θεοί, σώστε μας.

«Το θέμα» είπε τελικά κάποιος, «ήταν να μη περάσουν τα βουνά. Με τη Φορτέσα κυκλωμένη, η άμυνα του Μπότσιο παραβιάστηκε».

«Τι μαγεία είναι αυτά τα ιπτάμενα πλοία;» είπε κάποιος άλλος. «Πώς να τα αντιμετωπίσουμε;»

Έμεινε να εξετάζει τον απλωμένο χάρτη. Είχαν δίκιο να φοβούνται. Ακόμα κι αν συγκεντρωνόταν μια δύναμη μέσα στη μέρα, οι τρεις χιλιάδες άνδρες της Φορτέσας είχαν αποκλειστεί.

«Νταμπίς, πότε μπορείς να σαλπάρεις;»

«Με τη Δύση».

«Πήγαινε. Οι υπόλοιποι, αύριο βράδυ, να είμαστε στα τείχη του Μάρες».

Οι συνταγματάρχες έφυγαν με χαμηλόφωνες συζητήσεις. Αφού απομακρύνθηκαν αρκετά, ο Καέλο στράφηκε στο παράθυρο.

«Από φόβο θα παραδοθούν, Μπαστιάρ» είπε, παρατηρώντας μια θάλασσα γαλάζιων σακακιών και αστραφτερών καννών να παρατάσσεται στην πλατεία βιαστικά. «Τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι σε τέτοια μαγεία; Θα ρίξουν από ψηλά δέκα γρενάδες και τέλος».

«Κανείς μας δε θέλει τους Σάθομ να καρπώνονται τους κόπους μας» είπε ο υπασπιστής. «Θα πολεμήσουμε μέχρι τον τελευταίο για την ελευθερία».

«Ελπίζω να έχεις δίκιο» είπε και γράπωσε τη ζώνη με το σπαθί του. «Ειδάλλως, οι Θεοί να μας λυπηθούν».


Ε"λ"πιζών - Αθηνά Κασίδα

NEWS IT

Άραγε σε λίγα χρόνια ο πλανήτης μας θα έχει αφανιστεί; Εν έτη 2029, τίποτα δεν είναι ίδιο πάνω στη Γη. Φωτιές, πλημμύρες, αρρώστιες και πόλεμοι κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη μας.

Οι επιστήμονες, χρόνια τώρα, μελετούσαν το ενδεχόμενο μετακίνησης σε κάποιο από τα ουράνια σώματα του Γαλαξία μας.

Μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες, δυστυχώς όμως, οι περισσότεροι από αυτούς είναι αδύνατον να κατοικηθούν -τουλάχιστον προς το παρόν. Όπως είναι φυσικό, ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει μεταξύ των ισχυρότερων κρατών είναι μεγάλος.

Η τεχνολογία έχει ξεπεράσει πλέον κατά πολύ ακόμη και τα πιο τρελά σενάρια επιστημονικής φαντασίας.

Μάλιστα, λέγεται πως η Ρωσία έχει ήδη στείλει πλήρωμα στον πλανήτη Magnum και προσπαθεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης εκεί. Φήμες ή αλήθεια θα το ανακαλύψουμε σύντομα.

Επιστημονικός ρεπόρτερ Κώστας Βασιλείου.


***


Εξήντα πέντε εκατομμύρια έτη φωτός μακριά:

«Ονομάζομαι Ernesto. Αριθμός κάρτας k363. Ανήκω στο δεκαπενταμελές πλήρωμα του διαστημικού Ρωσικού πυραύλου Iskanter που έφυγε από τη Γη στις 31 Μαΐου του 2029.

»Στόχος μας ήταν να ερευνήσουμε τον πλανήτη Magnum και κατά πόσο ο άνθρωπος θα μπορούσε να επιβιώσει εκεί. Είμαι ο μοναδικός επιζών του πληρώματος. Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσες μέρες βρίσκομαι εδώ και δεν ξέρω αν θα καταφέρετε να με βρείτε ποτέ. Οι λιγοστές μου προμήθειες στερεύουν -το ίδιο όμως και οι αντοχές μου. Δεν μπορώ να περιγράψω ακριβώς τι συνέβη, γιατί όλα γίνανε αστραπιαία.

»Λίγες ώρες μετά την προσγείωση μας στον πλανήτη, ένα κύμα σκόνης κάλυψε τα πάντα. Ισχυρές εκτεταμένες δονήσεις άρχισαν να ξεκολλούν τους πελώριους βράχους που μας περικύκλωναν.

»Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα και για αυτό δεν μπορέσαμε να αντιδράσουμε κατά τον οποιοδήποτε τρόπο, παρά μόνο ακούγαμε τα εκκωφαντικά κρακ της αποσύνθεσης. Ένα πελώριο βραχώδες κομμάτι χτύπησε τον Iskanter και τον διέλυσε.

»Άγνωστο το πώς μπόρεσα να επιβιώσω, μα εύχομαι να μην είχε συμβεί. Δε γνωρίζω αν θα καταφέρω να γυρίσω πίσω στο τέλος, το μόνο που ξέρω είναι ότι δίπλα μου χάθηκαν δεκατέσσερις ψυχές, κάποιες εκ των οποίων βρέθηκαν σε πλήρη αποσύνθεση. Δυστυχώς κάποιες από τις σορούς καλύφθηκαν από τα τεράστια κύματα σκόνης και, όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να τις εντοπίσω. Ελπίζω να καταφέρετε να τους βρείτε και να τους επιστρέψετε σπίτι.

»Είναι αβάσταχτα βάναυσο να περιμένεις από λεπτό προς λεπτό τον θάνατο σου. Οι προμήθειες που κατάφερα να ξετρυπώσω είναι απειροελάχιστες. Η αφυδάτωση έχει θολώσει την όραση μου και μου προκαλεί πονοκεφάλους και παραισθήσεις. Λίγα λεπτά πριν, νόμισα πως είδα τη Ζέλεν, την κορούλα μου, να τρέχει προς τα εμένα με τα χέρια της διάπλατα ανοιχτά.

»Αν λάβετε αυτό το ηχητικό μήνυμα Ζέλεν και Μίριαμ να ξέρετε πως σας αγαπώ ένα εκατομμύριο φορές προς τον ουρανό και πίσω. Συγνώμη που επέμενα να έρθω παρά τις αντιρρήσεις σας.

»Κατά την παραμονή μου εδώ, μάζεψα όσα κομμάτια του πυραύλου βρήκα και κάποια από τα προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων. Φωτογραφίες, μπρελόκ, ζωγραφιές, ό,τι τέλος πάντων κατάφερα να εντοπίσω μέσα στα συντρίμμια. Θα σας παρακαλούσα να τα παραδώσετε στις οικογένειες τους, καθώς και το κόκκινο φουλάρι που έχω τυλίξει γύρω από τον λαιμό μου, στην γυναίκα μου την Μίριαμ, είναι το γούρι της. Δεν έχω κουράγιο να συνεχίσω, κλείνω με την αναφορά όσων πρόλαβα να δω εδώ.

»Ο Magnum είναι ένας πανέμορφος πετρώδης πλανήτης που τον περικλείουν γιγάντιοι βράχοι. Η ατμόσφαιρα είναι ιδιαίτερα αποπνικτική λόγω της σκόνης και της υγρασίας. Δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε αν υπήρχε κάποτε ζωή εδώ, πιθανότατα, όμως, είναι ένας από τους πλανήτες που κρίνουμε πως θα μπορούσε να είναι κατοικήσιμος για τη μικροβιακή ζωή, λόγω της λίμνης με γλυκό νερό που ανακαλύψαμε πριν έρθουμε εδώ, στον κρατήρα Γκέιλ.

»Αν και δεν προλάβαμε να βρούμε νερό είμαστε σίγουροι πως υπάρχει εξαιτίας των μικρών υδάτινων υδρατμών που εντοπίσαμε στην ατμόσφαιρα. Άφθονοι ξηροί πάγοι διοξειδίου του άνθρακα θεωρούμε πως υπάρχουν παγιδευμένοι στο υπέδαφος. Χρειάζονται, όμως, περισσότερες επιτόπιες έρευνες από προσεδαφίσημα οχήματα και ρόβερ.

»Είμαι ο Ernesto Hoost, με αριθμό κάρτας k363, και κλείνω εδώ. Κάθε σταγόνα οξυγόνου μου είναι πλέον πολύτιμη».


***


Λίγες μέρες μετά:

NEWSIT

Κατά τον χειρότερο δυνατό τρόπο επιβεβαιώθηκαν οι φήμες που ήθελαν το Ρωσικό διαστημόπλοιο Iskanter να έχει εξαφανιστεί μια μέρα μετά την προσγείωση του στον, πρόσφατα γνωστό σε έμας, πλανήτη Magnum.

Όπως έγινε γνωστό και, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες που έδωσε το ρωσικό κανάλι Astra, εικοσιτέσσερις μέρες μετά την τελευταία επικοινωνία του πληρώματος, βρέθηκαν τα συντρίμμια του Iskanter σε μια αυτοσχέδια σωρό που κατάφερε να συγκεντρώσει ο τελευταίος επιζών Ernesto Hoost.

Σε λίγες ώρες αναμένεται να κυκλοφορήσει και το μήνυμα που κατάφερε να ηχογραφήσει λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Σε πένθιμο κλίμα οι οικογένειες των θυμάτων αναμένουν τις σορούς των αγαπημένων τους προσώπων.

Οφείλουμε και εμείς να εκφράσουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στους οικείους των αποθανόντων και να ελπίσουμε να μη θρηνήσουμε άλλα θύματα κατά την προσπάθεια εύρεσης βιώσιμου για την ανθρωπότητα πλανήτη.

Επιστημονικός ρεπόρτερ Κώστας Βασιλείου.


Εύα - Φαίη Κοσυφάκη

«Έι» ψέλλισε το Αγόρι χαμηλόφωνα μέσα στο σκοτάδι. «Σταμάτα!» ψιθύρισε ξανά, αλλά το Κορίτσι είχε βγει ήδη από τη σπηλιά που κοιμόντουσαν μαζί με όλα τ' άλλα παιδιά-εργάτες. Δάγκωσε το κάτω χείλος του μέχρι να γευτεί το αίμα και χωρίς να σκεφτεί παραπάνω, την ακολούθησε με την ελπίδα να καταφέρει να τη γυρίσει πίσω.

Το Κορίτσι είχε προπορευτεί αρκετά και δεν την έβλεπε πια μπροστά του στους ατελείωτους διαδρόμους της Φωλιάς. Παρά μόνο άκουγε τη λαχανιασμένη της ανάσα, που πολλές φορές την κάλυπταν οι χτύποι της τρομαγμένης του καρδιάς. Αν τους έπιαναν οι Βασιλιάδες, σίγουρα θα τους μαστίγωναν μέχρι να λιποθυμήσουν.

Όλα τα παιδιά-εργάτες έπρεπε να ακολουθούν τους κανόνες και να κοιμούνται όποτε τους λένε, να τρώνε όποτε τους επιτρέπουν και να σκάβουν μέχρι τα χέρια τους να μην αντέχουν άλλο. Αυτή ήταν η ζωή τους και όσοι ήταν δυνατοί και υπάκουοι, θα περνούσαν στο παραπάνω επίπεδο της Φωλιάς.

Εκεί, μάθαινες να κάνεις κι άλλες δουλειές πέραν από σκάψιμο και σε άφηναν να πλένεσαι και να συμμετέχεις στις τελετές. Όσοι, όμως δεν άντεχαν ή δεν ακολουθούσαν τους κανόνες τους έριχναν στον μεγάλο λάκκο με την λάσπη για να πνιγούν.

Το Αγόρι είχε ακούσει όλες αυτές τις ιστορίες από μεγαλύτερα παιδιά που ανέβηκαν επίπεδο στη Φωλιά κι ερχόντουσαν μια φορά τον χρόνο και μιλούσαν στα παιδιά-εργάτες για το πόσο πιο όμορφα είναι εκεί. Τους έλεγαν, επίσης, πως αν τα κατάφερνες καλά και σ' αυτό το επίπεδο, ανέβαινες κι άλλο, μέχρι που συναντούσες τους Βασιλιάδες και γινόσουν υπηρέτης τους! Αν, όμως, δεν ήσουν καλός, τότε γυρνούσες πίσω στα παιδιά-εργάτες.

Το Αγόρι δε νοιάστηκε ποτέ να συναντήσει τους Βασιλιάδες. Αναρωτιόταν, όμως, αν θα συναντούσε ποτε τους γονείς του σε κάποιο από τα επίπεδα ή αν οι γονείς του είχαν χαθεί κι αυτοί ανάμεσα με πολλούς στην λάσπη. Μετά το αποψινό και την παράτολμη απόφαση του να ακολουθήσει το Κορίτσι, ίσως τον έριχναν κι αυτόν στον λάκκο.

Ο τρόμος που του δημιούργησε αυτή η σκέψη τον έκανε να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα για να την προλάβει, όμως άτσαλα και κάνοντας δυνατό θόρυβο, μέχρι που ένα χέρι τον τράβηξε από τον σβέρκο με τόση δύναμη που έσκασε κάτω σαν σακί.

Οι τιμωροί! σκέφτηκε αμέσως και η ψυχή του άρχισε να φτερουγίζει, έτοιμη να πετάξει για να συναντήσει τους θεούς στον άλλον κόσμο.

«Το ποδοβολητό σου θα μας σκοτώσει και τους δυο!» γρύλλισε μια φωνή. Ήταν το Κορίτσι! Το Αγόρι δοκίμασε να μιλήσει, αλλά του έκλεισε το στόμα και κράτησε την ανάσα της για να αφουγκραστεί. Έπειτα από μία στιγμή, που φάνηκε αιώνας, κι αφού σιγουρεύτηκαν πως κανείς δεν ήταν στους κοντινούς διαδρόμους, τράβηξε τα χέρια της από πάνω του.

«Γιατι ένας πανίβλακας σαν εσένα να με ακολουθεί;» ψιθύρισε θυμωμένα. Το Αγόρι ήθελε να απαντήσει, όμως ένιωσε να χάνεται μέσα στα μάτια της. Το σημείο που είχαν σταθεί ήταν από τα ελάχιστα που είχαν έναν αχνό φωτισμό και, για πρώτη φορά, μπορούσε να δει τα αλλιώτικα αστραφτερά της μάτια.

Βαθύ μπλε γεμάτα πράσινες κηλίδες. Τόσο μεγάλα και φωτεινά. Δεν είχε ξαναδεί τέτοια μάτια, ούτε είχε ξανανιώσει αυτήν τη ζεστασιά που ένιωθε τώρα. Το Κορίτσι ξεφύσησε και σηκώθηκε να φύγει, όμως της άρπαξε το χέρι και την τράβηξε κοντά του για να την κοιτάξει λίγο ακόμα.

«Εσύ;» ρώτησε σαστισμένος.

«Εγώ» απάντησε βουρκώνοντας. «Κανείς άλλος δε γνωρίζει ποια είμαι. Όμως εγώ ξέρω και δε θα σταματήσω!» δήλωσε καταπίνοντας έναν κόμπο.

Το Αγόρι απλά την κοίταζε προσπαθώντας να καταλάβει.

«Δε θα σταματήσω. Η Φωλιά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τρύπα μέσα στη γη. Μόνο οι Βασιλιάδες και οι Τιμωροί, μπορούν κι αναπνέουν φρέσκο αέρα και πίνουν καθαρό νερό. Μας λένε ότι μόνο μέσα στη γη, μέσα στη Φωλιά, είμαστε ασφαλείς από τα τέρατα, όμως αυτοί μας βασανίζουν χειρότερα.

»Μας κάνουν εργάτες και όταν δεν είμαστε πλέον χρήσιμοι κι αποδοτικοί, μας πετάνε στον λάκκο να πνιγούμε. Μας βάζουν κανόνες για να μη σηκώσουμε τα μάτια μας και κοιταχτούμε, για να μην κοιτάξουμε ψηλά κι αναρωτηθούμε. Τέρμα πια» είπε κι αγκάλιασε το χέρι του και με τα δύο της χέρια. «Θα έρθεις μαζί μου».

Το Αγόρι σάστισε. Ρίγη τον διαπέρασαν, όμως κάθε φορά που κοιτούσε τα μάτια της, αντιδρούσε σαν υπνωτισμένος.

«Θα έρθεις μαζί μου» επανέλαβε. «Φτάσαμε σχεδόν στο σημείο με τα αγάλματα των θεών. Πίσω από αυτά υπάρχει μια βαριά Πύλη. Για να την ανοίξεις, το μόνο που θα χρειαστεί είναι να σπρώξεις. Κανείς, όμως, δεν ξέρει πώς. Το μόνο που μας μαθαίνουν εδώ είναι πώς να σκάβουμε. Δεν είναι δύσκολο, θα σου δείξω εγώ πώς να το κάνεις. Ξέρεις, το έχω ξανακάνει...» είπε το Κορίτσι ψιθυριστά.

«Έχεις περάσει την Πύλη;» ρώτησε το Αγόρι, γεμάτος αμφιβολία, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το μέρος που ήταν τα αγάλματα των θεών.

«Πολλές φορές. Μόνο που τότε, δεν ήξερα πως να την κρατήσω ανοιχτή για να δείξω και στους άλλους τον δρόμο» απάντησε χαμογελώντας μελαγχολικά.

Το Αγόρι την έσφιξε στην αγκαλιά του και με όλη του την δύναμη φώναξε «Εύα».


Εν λευκώ, παραίτηση - 

Βασιλική Διαμαντή

Είναι αυτό που σε πιάνει πάντα το βράδυ. Αυτός ο φόβος που θεριεύει στο σκοτάδι και αυτά τα προβλήματα που σε κατατρώνε παραμονεύοντας στις σκιές.

Στην αρχή, πάλευα με τις μαύρες σκέψεις, μετά σταμάτησα να μάχομαι -η μάχη ήταν άνιση και χαμένη από χέρι. Και, ξάφνου, βρήκα τη λύση: κάθε φορά που άρχιζαν να φουντώνουν τα σκοτάδια μέσα μου, προσπαθούσα να αδειάσω το μυαλό μου, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά δυο-τρεις λέξεις:

Άσπρο, άσπρο, λευκό...

Και βύθιζα το μυαλό μου σε ένα απέραντο άσπρο κενό, σαν σε θάλαμο τρελοκομείου. Και, παραδόξως, είδα ότι το κόλπο έπιασε.

Με τον καιρό, έμαθα να το κάνω πιο εύκολα και άρχισα να το εμπλουτίζω. Τότε ήταν που το άσπρο στο μυαλό μου άρχισε να παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή και δεν ήταν απλά ένα χρώμα, ένα κενό. Τώρα, ήταν χιόνι. Κάθε βράδυ βουτούσα στο χιόνι μου, πάγωνα το μυαλό μου και όλες αυτές τις σκέψεις που με στοίχειωναν.

Δε φανταζόμουν ποτέ ότι το μυαλό μπορούσε να κάνει τέτοια θαύματα. Και όμως, η δύναμη μιας και μόνο επαναλαμβανόμενης λέξης και εικόνας δημιούργησε το θαύμα. Βράδυ το βράδυ, το χιόνι μέσα στο κεφάλι μου κάλυπτε όλο και περισσότερα, ώσπου, εντελώς απροσδόκητα και ξαφνικά, ένα βράδυ, βυθισμένη στα πιο μεγάλα σκοτάδια μου, κλείνω τα μάτια και αρχίζω να μουρμουρίζω:

«Άσπρο, άσπρο, λευκό, χιόνι, χιόνι».

Και τότε ένιωσα κρύο και είδα μικρές νιφάδες να πετούν γύρω μου, μέσα στο δωμάτιο. Ένιωθα να αιωρούμαι. Άνοιξα τα μάτια και δεν αναγνώριζα τίποτα! Χάθηκαν όλα, το κρεβάτι, η ντουλάπα, ο καθρέφτης...

«Μα τι ομορφιά είναι αυτή!»

Βρέθηκα να περπατώ σε ένα μονοπάτι με ένα λυκόφως, με χλωμά λουλούδια και υπόκωφους θορύβους. Όσο περπατούσα, όλα γίνονταν πιο φωτεινά, πιο έντονα και ένιωθα ότι φτάνω στο ξέφωτο. Τι ακριβώς είχα εκεί μπροστά μου; Γύρω μου, απλωνόταν ένας κόσμος υπέροχος, ένας κόσμος χαρούμενος, γεμάτος λουλούδια, φως, χαμογελαστούς ανθρώπους και τι έκπληξη• ένας ολόλευκος, αιωρούμενος, χιονισμένος κόσμος.

Κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο δικός μου κόσμος, το δικό μου σύμπαν. Δεν ήξερα τι να πρωτοκοιτάξω, με τι να χορτάσω τα μάτια μου και, πάλι ξαφνικά, βρισκόμουν απότομα στο κρεβάτι μου. Ήταν αλήθεια; Όνειρο; Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά στο χέρι μου κρατούσα σφιχτά ένα ολάνθιστο κλωνάρι κερασιάς!

Για αρκετά βράδια, πήγαινα σε αυτό το μαγικό μέρος, περπάτησα σε όλα τα δρομάκια του, θαύμασα τους κήπους, τα σπίτια, αγνάντεψα την παράξενη θάλασσα, το εξερεύνησα όσο μπορούσα, αλλά δεν είχα καταφέρει ακόμη να ανέβω στη χιονισμένη μικρό-πολιτεία που με κοιτούσε και με καλούσε αιωρούμενη και αγέρωχη.

Παρόλου που με τον καιρό εμφανίστηκαν διαφορά οχήματα, δεν είχα βρει τον τρόπο να μπω σε κάποιο, απλά παρακολουθούσα τους άλλους ανθρώπους να ανεβαίνουν και να χάνονται στη θάλασσα ή στον ουρανό.

Έγινε σκοπός και εμμονή μου το να περπατήσω στους παράξενους δρόμους της λευκής πόλης. Και, ένα βράδυ, απλά έγινε! Η είσοδος μου στον ονειρόκοσμό μου δεν έγινε από το συνηθισμένο δρομάκι που οδηγούσε στο ξέφωτο, αλλά βρέθηκα σε ένα πιστό αντίγραφο του δωματίου μου, όμως ολόλευκο, χιονισμένο, παγωμένο και ...ανάποδο σαν να κοιτούσα σε καθρέφτη!

Πόσο χαρούμενη ένιωθα! Περπατούσα ξυπόλυτη στον πανέμορφο λευκό δικό μου κόσμο. Η έξαψη μου ήταν τέτοια που άργησα να καταλάβω τι έβλεπα γύρω μου• ένα σύμπλεγμα όλων των τόπων που επισκέφτηκα, όλων των δωματίων που κοιμήθηκα ποτέ, συνδεδεμένα όλα με παράξενους δρόμους και ανάποδες σκάλες και κρυστάλλινες γέφυρες και.... Ω θεέ μου, ήταν όλα τόσο όμορφα, τόσο ήσυχα, τόσο γαλήνια.

Δεν ξέρω πόσος καιρός πέρασε -ίσως μήνες, ίσως απλά μέρες- με είχε συνεπάρει τόσο αυτή η εξωπραγματική απομόνωση μου από όλους και όλα όσα με ταλαιπωρούσαν μέχρι που, σαν έκρηξη μέσα στο κεφάλι μου, έκανα μια οδυνηρή αποκάλυψη: αυτό το «λευκό», το «χιόνι» που μου εμφανίστηκε για να με βοηθάει να αδειάζω το μυαλό μου από τις άσχημες σκέψεις, αυτό το ίδιο τώρα με ανάγκαζε να κάνω όλο και πιο άσχημες σκέψεις, να βυθίζομαι σε όλο και μεγαλύτερα σκοτάδια, προκειμένου να βρεθώ μέσα στη λευκή, παγωμένη του απομόνωση.

Πήγαινα στο κρεβάτι μου όλο και νωρίτερα, πίεζα τον εαυτό μου να σκέφτεται όλα τα προβλήματα και να τα διογκώνω, πίεζα τον εαυτό μου να πονά, προσπαθούσα να κλαίω, γιατί είχα καταλάβει ότι όσο πιο πολλά σκοτάδια με τύλιγαν τόσο πιο εύκολα βρισκόμουν στο σύμπαν που δεν ξέρω εάν το δημιούργησα εγώ ή εάν βρισκόταν από πάντα εκεί. Και συνειδητοποίησα ότι «τρεφόταν» από εμένα, ρουφούσε ενέργεια και ζωή και, ενώ εγώ μέρα με τη μέρα μαράζωνα, αυτό ομόρφαινε και μεγάλωνε.

Είχα πλέον εγκλωβιστεί. Δεν ήξερα πώς να αποδράσω, δεν ήξερα αν ήθελα να αποδράσω. Αποφάσισα, όμως, ότι έπρεπε και ότι είχε έρθει η ώρα να αποχωριστώ τον τόσο αγαπημένο και παρηγορητικό ολόλευκο κόσμο μου.

Τώρα, για να παλέψω τις άσχημες σκέψεις και να αδειάσω το μυαλό μου, επαναλαμβάνω τις λέξεις: «μαύρο, μαύρο, χάος, κενό....» και τρέμω στην ιδέα του πώς θα είναι το νέο σύμπαν που μπορεί να με περιμένει...


Το μετάξι - Γιώτα Χουλιάρα

Εκείνος

Παραμονή του θερινού ηλιοστασίου και αφού είχε αφήσει πίσω του το Σκοτεινό Δάσος, πήρε τον ανηφορικό δρόμο για τα βουνά του Μεγάλου Βορρά. Ακολούθησε το ποτάμι, που μέρες τώρα ξεδιψούσε τον ουρανίσκο του, αναζητώντας τις αρχαίες και ξεχασμένες πηγές του. Στον ώμο του είχε περασμένο το παλιό ξίφος του πατέρα του, εκείνο που γενιές και γενιές περνούσε στα χέρια του πρώτου αρσενικού της οικογένειας του ως ευχή και κατάρα.

Καθώς περπατούσε, το τοπίο αγρίευε και η πλούσια βλάστηση του δάσους έδινε τη θέση της σε κοφτερούς βράχους και απότομες πλαγιές. Ο αέρας, αν και αρχές καλοκαιριού, κατέβαινε ακόμη παγωμένος από τα βουνά ως μια προειδοποίηση στους θνητούς που θα τολμούσαν να απομακρυνθούν από την αγκαλιά των χωριών τους. Όμως εκείνος δεν ένιωθε φόβο. Καταγόταν από μια αρχαία οικογένεια τυχοδιωκτών και είχε κληρονομήσει τη δύναμη εφτά αρσενικών γιων που ήταν τυχοδιώκτες πριν από τον ίδιο.

Λίγο προτού το φεγγάρι προβάλλει πίσω από την τελευταία βουνοκορφή, είδε μπροστά του το κάστρο. Από μακριά, έμοιαζε έρημο, ξεχασμένο από θεούς και ανθρώπους, εκεί στη ρίζα των βουνών. Ιστοί αράχνης προεξείχαν από τα παράθυρα που έχασκαν όπως οι κόγχες των νεκρών κουφαριών μετά από πολυήμερη μάχη. Άδειοι οι πύργοι και οι πολεμίστρες έρημες, έμοιαζαν με σπαθιά καρφωμένα στο στήθος εχθρών. Έρημα τα παραπέτα από φρουρούς, έστεκαν βουβά κάτω από τα γκρίζα βράχια. Μόνο μακριές αλυσίδες κρέμονταν, δίνοντας μια εικόνα απόκοσμη. Καθώς έπεφταν βαριές στα αρχαία τείχη, έμοιαζαν με πελώρια φίδια που απειλούσαν κάθε ζωντανή ύπαρξη.

Περνώντας τον εγκαταλελειμμένο προμαχώνα, στερέωσε καλύτερα το ξίφος του. Ο δαίμονας του κάστρου δε θα αργούσε να τον αντιληφθεί και αυτός έπρεπε να είναι προετοιμασμένος αν ήθελε να ολοκληρώσει την αποστολή που του είχε αναθέσει ο άρχοντας. Θα σκότωνε τον δαίμονα, θα έπαιρνε το μετάξι και θα επέστρεφε στο χωριό με ασφάλεια. Στη συνέχεια, θα χρησιμοποιούσε το μερίδιο του για να περάσει μερικές όμορφες ημέρες στο καπηλειό, απολαμβάνοντας μπύρα και γυναίκες μέχρι το επόμενο ταξίδι του, τη νέα αποστολή.

Καθώς υπολόγιζε τις κινήσεις του, όπως το γεράκι υπολογίζει την απόσταση που το χωρίζει από το ανυποψίαστο θήραμά του, την είδε. Ήταν μια γυναικεία φιγούρα που στεκόταν στο ακροπύργιο. Το φεγγάρι έλουζε τις μαύρες μπούκλες των μαλλιών της, που ατίθασα σεργιάνιζαν στο πρόσωπο και κατέβαιναν μέχρι το ύψος του στήθους της. Οι καμπύλες του σώματός της θύμιζαν τα ροδαλά φρούτα που μόνο οι άρχοντες γευόταν. Ήταν τόσο όμορφη...

«Έλα κοντά μου...» άκουσε μια γλυκιά φωνή να του ψιθυρίζει.

Σίγουρος πως ήταν κάποια από τις κοπέλες που άρπαζε ο δαίμονας για να τον υπηρετούν, δρασκέλισε τον εξωτερικό περίβολο. Με μια τελευταία ματιά, είδε πως η γυναικεία φιγούρα είχε χαθεί. Σήκωσε το βλέμμα του ανήσυχος για την τύχη της και δεν πρόλαβε να δει πίσω του μια τεράστια μαύρη φιγούρα με ένα κεντρί. Το μόνο που ένιωσε ήταν αφόρητος πόνος στη βάση του λαιμού του και μετά σκοτάδι.


***


Εκείνη

Τον παρατηρούσε καθώς κοιμόταν στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα του κάστρου. Το φεγγάρι έριχνε ασημένιες πινελιές στο πρόσωπό του. Χάιδεψε απαλά το πηγούνι του και πέρασε τα δάχτυλά της γύρω από τον λαιμό του, εκεί που είχε δεχθεί την πληγή, η οποία είχε επουλωθεί.

«Πού είναι ο δαίμονας;» την είχε ρωτήσει μέσα στο πυρετό των πρώτων ημερών όταν ακόμη ακροβατούσε στα πεδία του Μορφέα.

«Ο δαίμονας πέθανε» του είπε απαλά και τον φίλησε, κάνοντας τον να ανατριχιάσει από ηδονή. Τις επόμενες ημέρες του έδωσε να πιει μερικά βότανα για να ξαναβρεί τις δυνάμεις του.

«Πρώτα θα γίνεις καλά και μετά θα σου δώσω το μετάξι» του υποσχέθηκε καθώς εκείνος δεν είχε λησμονήσει την υπόσχεση του να επιστρέψει στο χωριό με τον θησαυρό.

«Πόσα φεγγάρια είμαι εδώ;» τη ρώτησε, ένα βράδυ, βλέποντας ξανά τη σελήνη να αφήνει άπληστα την ασημένια της φλόγα επάνω στο κορμί της.

«Αρκετά» του απάντησε εκείνη και συνέχισε να τον φροντίζει.

΄Ηξερε πως αποζητούσε τη φροντίδα της και χαλάρωνε με τη φωνή της. Χανόταν μέσα στα μάτια της, που ήταν γυαλιστερά σαν χρυσάφι, και ανατρίχιαζε όταν άγγιζε το απαλό, σαν ακριβό ύφασμα, δέρμα της. Υπήρχαν στιγμές που την κοιτούσε με λαχτάρα, όπως όλα τα αρσενικά που ποθούν μια γυναίκα. Τα βράδια την ονειρευόταν. Έβλεπε ότι έσμιγε μαζί της και συνήθως ξυπνούσε, γιατί το όνειρό του κατέληγε σ΄έναν περίεργο εφιάλτη, καθώς πολλές μαύρες σκιές κι ένα κεντρί παραμόνευαν την ένωσή τους.

Ένα δειλινό δεν άντεξε. Της εξομολογήθηκε πως την είχε ερωτευθεί και της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο χωριό. Εκείνη δάκρυσε και δυο μαργαριτάρια κύλησαν στα μάγουλά της. Τράβηξε το ασημένιο ρούχο της, που έμοιαζε με ιστό, και ξάπλωσε πάνω του. Έκαναν έρωτα όλο το βράδυ. Έφτασαν σε αλεπάλληλους οργασμούς και γεύτηκαν ηδονή που δεν είχαν ξανανιώσει. Λίγο πριν ο ήλιος ανατείλει πίσω από τα αρχαία βουνά, εκείνη τον φίλησε τυλίγοντας τον στο μετάξι που τόσο άπληστα είχε ζητήσει. Τώρα θα ήταν δικό του για πάντα. Πριν προλάβει να την ευχαριστήσει, έβγαλε το μαύρο κεντρί της και τον σκότωσε.


Η επιδρομή - 

Κατερίνα Θεοδωρακάκη

Το ήξερα ότι κάτι συνέβαινε. Κάτι στις ματιές των κατοίκων με έκανε να αναρωτιέμαι όταν ρωτούσα για το νησί πέρα από το ηφαίστειο.

Αργότερα, έμαθα ότι κανείς δεν πλησίαζε. Μου το ψιθύρισε η Μαρίνα όταν την κοίταξα απογοητευμένη

«Φύγε όσο είναι καιρός» μου είπε. «Κανείς δε πλησιάζει».

«Μα τι συμβαίνει;» απάντησα και 'γω ψιθυριστά.

Το βάλε στα πόδια και δε σταμάτησε παρά μόνο όταν μπήκε σε κείνο το γωνιακό σπίτι.

Η ζωή στο χωριό κυλούσε ήρεμα, αλλά όταν ρώταγες για το νησί σε απέφευγαν και χρειαζόταν να τους αποδείξεις ότι έπαψες να ενδιαφέρεσαι για να σου ξαναμιλήσουν.

Αποφάσισα να πάω να βρω τη Μαρίνα στο σπίτι της. Ήταν στον κήπο και σκάλιζε τις ρίζες από τις τριανταφυλλιές της.

Άνοιξα την πορτούλα και πέρασα χωρίς δισταγμό.

«Θέλω να μιλήσουμε τώρα. Υπάρχει ένας δικός μου άνθρωπος στο νησί, ο αδελφός μου» της είπα.

Γούρλωσε τα μάτια, κοίταξε τριγύρω και με τράβηξε μες στο σπίτι.

«Πώς ...πώς έγινε αυτό;» είπε κομπιάζοντας. «Πώς πήγε εκεί; Είναι καμένη γη».

«Θα μου πεις τι συμβαίνει ή τουλάχιστον τι έχεις ακούσει;» είπα οργισμένη.

«Δε θα μάθει ποτέ κανείς ότι σου είπα εγώ οτιδήποτε. Μου το υπόσχεσαι;»

«Το υπόσχομαι, λέγε» ανταπάντησα.

«Κάποιοι που γύρισαν είπαν ότι υπήρχαν κάτι περίεργα τεράστια πλάσματα. Ότι στη γη δε φυτρώνει τίποτα. Ούτε ο ουρανός δε φαίνεται. Μόνο πυκνή ομίχλη».

«Μπορώ να μιλήσω σε κάποιον από αυτούς;» της είπα.

«Όχι, είναι όλοι κλεισμένοι σε ειδική πτέρυγα στο ψυχιατρείο, κανείς δεν έρχεται σε επικοινωνία μαζί τους» μου απάντησε. «Αυτά ξέρω. Φύγε, φύγε τώρα».

Βγήκα από το σπίτι παραπατώντας . Ο αδελφός μου πώς πήγε εκεί; Γιατί πήγε; Τι γνώριζε;

Έλειπε έξι μήνες και δεν είχα νέα του. Όταν σε ένα συρτάρι του γραφείου του βρήκα έναν χάρτη με κυκλωμένο το νησάκι, πήρα την απόφαση να έρθω να τον βρω.

Ήταν πολύ μυστικοπαθής, για τη δουλειά του δε μιλούσε ποτέ. Τι μου έκρυβε;

Πέρασε μια βδομάδα προσπαθώντας να βρω τρόπο να πάω στο νησί. Κανείς δε μου νοίκιαζε ούτε βάρκα για να περάσω απέναντι.

Όταν συνέβη το ασύλληπτο. Χτύπησε το τηλέφωνο και, στην άκρη της γραμμής, άκουσα τη φωνή του αδελφού μου.

«Αμάντα, πάρε τους γονείς μας, μπες στο καταφύγιο του σπιτιού μας και μη βγείτε μέχρι να ξαναμιλήσουμε. Αμάντα, με ακούς;»

«Μα...» ψέλλισα σαν χαμένη, είμαι στο χωριό απέναντι από το νησί που είσαι εσύ».

«Δεν είναι δυνατόν. Φύγε όσο πιο μακριά μπορείς. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο κι από λεπτό σε λεπτό-» έκλεισε η γραμμή.

Σε λιγότερο από μισή ώρα, ακούστηκε μια εκκωφαντική βοή. Ιπτάμενοι δίσκοι γέμισαν τον ουρανό. Νόμιζα ότι ήμουν σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Αλλά ήταν ολοζώντανα μπροστά μου. Μέσα από τη θάλασσα πρόβαλλαν αλλόκοτα πλάσματα, θηρία με σκάφανδρα.

Κοιτούσα από το παράθυρο, τρομαγμένη με κομμένη τη φωνή και τα πόδια.

Είχαν μεγάλες ουρές, μυτερά νύχια και τα πρόσωπά τους ήταν τρομακτικά θύμιζαν ερπετά. Οι κινήσεις τους αργές αλλά σταθερές. Σε κάθε βάδισμα, υποχωρούσε το έδαφος.

Τι να κάνω που να πάω;

Δε ξέρω πόση ώρα στεκόμουν ακίνητη και ανήμπορη να αντιδράσω. Όταν άκουσα το όνομά μου από γνώριμα χείλη.

«Αμάντα, σύνελθε. Εδώ, εμένα κοίτα».

Ο αδελφός μου στεκόταν μπροστά μου. Μας χώριζε ένα τζάμι παραθύρου. Προς στιγμή, ξέχασα τον πανικό μου και έτρεξα προς την πόρτα και τον αγκάλιασα σφιχτά.

«Πες μου τι συμβαίνει -έχω τρελαθεί. Τι θα μας κάνουν;»

«Αυτοί τίποτα. Άλλοι είναι το πρόβλημα. Θα στα πω όσο πιο σύντομα μπορώ. Εργάζομαι στη ΝΑΣΑ, στον τομέα εξωγήινων υποθέσεων. Αυτούς τους γνωρίσαμε σε ένα διαστημικό ταξίδι, συνεργαζόμαστε μαζί τους χρόνια τώρα. Φορούν σκάφανδρα γιατί δεν αναπνέουν στην ατμόσφαιρά μας. Το νησί είναι η βάση τους. Εκπαιδεύτηκαν να μας βοηθήσουν σε εξωγήινη επιδρομή και, δυστυχώς, ήρθε η ώρα. Σε λιγότερο από τρεις ώρες, ανώτερης οντότητας οργανισμοί θα έρθουν να καταλάβουν τη Γη. Θα γίνουν διαπραγματεύσεις για να καταφέρουμε μια εκεχειρία. Αν όχι, η σύγκρουση θα είναι καταστροφική».

Δεν ξέρω αν άκουσα τα μισά ή όλα από ό,τι είπε. Το σίγουρο είναι ότι ζούσα έναν εφιάλτη.

«Αμάντα, έχουν ετοιμαστεί σκάφη με ανθρώπους, ζώα και σπόρους και ό,τι άλλο πολύτιμο υπάρχει στον πλανήτη μας να μετοικίσουν. Φύγε μαζί τους, σε παρακαλώ».

«Εσύ θα μείνεις να διαπραγματευτείς; Δεν υπάρχουν άλλοι;» η φωνή μου βγήκε τσιριχτή.

«Φύγε μαζί τους».

«Δε μπορώ να φύγω, δε σε αφήνω».

«Βάλτε τη σε ένα σκάφος. Είναι γεωλόγος, θα χρειαστεί» διέταξε και αποχώρησε.

Φώναζα να με αφήσουν, έσπρωχνα, κλώτσαγα όμως δεν κατάφερα τίποτα. Βρέθηκα σε ένα σκάφος. Μεταφερόμουν σε έναν άλλο πλανήτη. Έχασα τη Γη από τα μάτια μου όταν ένα ωστικό κύμα συντάραξε το διαστημόπλοιο, κομμάτια φλεγόμενα πέρναγαν από δίπλα μας. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου. Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος δεν ήταν μεταξύ κρατών αλλά μεταξύ πλανητών. Τότε ακούστηκε μια φωνή:

«Η Γη νικήθηκε. Ξεκινάμε από την αρχή».


Dream Valley Inst. - Λυδία

Καλώς ήρθατε στην Κοιλάδα των Ονείρων.

Εδώ, όπου υλοποιούνται τα πιο τρελά όνειρά σας.

Η Τζέην και ο Ρόμπερτ στάθηκαν μπροστά από τον καθρέφτη τους. Η γυναίκα που τους οδήγησε στον θάλαμό τους τούς είχε εξηγήσει ότι εφόσον το ταξίδι θα ήταν κοινό, ήταν απαραίτητο να κρατάει ο ένας το χέρι του άλλου. Το μόνο που έμενε για να ξεκινήσει η διαδικασία ήταν να οραματιστούν τον προσυμφωνημένο προορισμό τους και με την ελεύθερη παλάμη τους να κατευθύνουν τη σκέψη τους στον καθρέφτη. Όταν σχηματιζόταν το κατάλληλο ενεργειακό πεδίο, η πύλη θα άνοιγε και με ένα τους βήμα θα ταξίδευαν στην επιθυμητή τους πραγματικότητα.

Καθώς κατεύθυναν τις σκέψεις και τις κοινές τους εικόνες στον καθρέφτη, κατέβαλαν και οι δύο τεράστια προσπάθεια να μην ξεσπάσουν σε γέλια για το πόσο βλακώδες τους φαινόταν αυτό που έκαναν. Όχι, δεν είχαν καμία σχέση με όλα αυτά. Αυτές οι δραστηριότητες αφορούσαν τους Περιπλανώμενους, που για εκατοντάδες χρόνια αρνούνταν να αποδεχτούν την πραγματικότητα και έτρεχαν από εδώ και από εκεί να «ρουφήξουν γνώση και εμπειρίες», όπως πίστευαν.

Εκείνοι, οι Πιστοί, δεν είχαν τέτοιου είδους ανησυχίες. Γνώριζαν καλά πως τα Χρόνια της Αθανασίας ήταν απλά η συνέχεια των χρόνων που η ανθρωπότητα βίωνε πριν «νικήσει» τον σωματικό θάνατο. Ήταν άδικος κόπος η αναζήτηση μιας βαθύτερης αλήθειας, διότι η αλήθεια ήταν μια: ο Δημιουργός τιμωρούσε τα μυριάδες σφάλματα των παιδιών του, προσφέροντάς τους την Αθανασία, την αιώνια καταδίκη τους. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσε κάποτε ο θάνατος και οι φόβοι που τον συνόδευαν. Οι Πιστοί το γνώριζαν αυτό καλά και εκτελούσαν υπάκουα και ταπεινά την αέναη ποινή τους.

Ήταν λοιπόν από το πείσμα του Ρόμπερτ που βρίσκονταν, σήμερα, εδώ, στο Dream Valley Inst. Το ταξίδι αυτό ήταν δώρο της Περιπλανώμενης αδερφής του, Σεσίλια, η οποία εργαζόταν εδώ και έναν χρόνο στο Ινστιτούτο. Κάθε φορά που πήγαινε τη συζήτηση στη δουλειά της, εκείνος αντιδρούσε. Εκείνη, τότε, του μιλούσε για τον φόβο που συχνά κρύβεται πίσω από την αντίδραση. Και όταν εκείνος άκουγε τη λέξη «φόβος», θύμωνε ακόμα περισσότερο.

Η Σεσίλια αυτήν την φορά, όμως, το είχε παρακάνει, προκαλώντας τον με αυτό της το δώρο. Ο Ρόμπερτ δεν μπορούσε φυσικά να κάνει πίσω και να αποδεχτεί αμαχητί την ήττα του, και έτσι, παρά την έντονη άρνηση της Τζέην, την έπεισε να πάνε στο Ινστιτούτο, ώστε να αποδείξει στην αδερφή του το πόσο ανούσιες είναι όλες αυτές οι αναζητήσεις, αφενός, και αφετέρου, ότι δεν υπήρχε κανένας φόβος, απλά επιλογή και καθήκον.

Το ενεργειακό πεδίο άρχισε να δημιουργείται σχηματίζοντας σπειροειδείς έλικες σε όλη την επιφάνεια του καθρέφτη. Μόλις ολοκληρώθηκε, το τζάμι εξαφανίστηκε και μπροστά τους εμφανίστηκε ο σμαραγδένιος βυθός μιας θάλασσας. Με μια δρασκελιά, πέρασαν στην άλλη πλευρά και, χωρίς καν να το αντιληφθούν, η παρόρμησή τους να βάλουν τα γέλια είχε ήδη ξεχαστεί, δίνοντας τη θέση της σε έναν πηγαίο εντυπωσιασμό.

Το μέρος ήταν ακριβώς όπως το είχαν πλάσει: μια υποθαλάσσια, αραιοχτισμένη πόλη, φτιαγμένη από κρυστάλλους. Ο υδάτινος πυθμένας λαμπύριζε από τα μικροσκοπικά πολύτιμα πετράδια και κάπου κάπου ξεπηδούσαν πυκνοί θάμνοι παραδείσιων λουλουδιών που στο κέντρο του άνθους τους έκρυβαν αμέθυστους και αζουρίτες. Ζώα εξαφανισμένα εδώ και χιλιάδες χρόνια από το έδαφος της Γης, όπως γάτες, πρόβατα και γουρούνια, περιφέρονταν ξέγνοιαστα στον βυθό, με πτερύγια που έμοιαζαν με γαλάζια neon φτερά.

Για κάποια λεπτά, δεν κουνήθηκαν και δεν είπαν λέξη, παρά μόνο παρατηρούσαν. Η Τζέην γύρισε απότομα να κοιτάξει στον καθρέφτη πίσω της. Άνοιξε το στόμα της διάπλατα στη θέα της μορφής της και το στόμα του Ρόμπερτ μιμήθηκε την κίνηση. Για πρώτη φορά, είδαν τους εαυτούς τους γερασμένους -για πρώτη φορά, είδαν άνθρωπο γερασμένο.

Η Τζέην σχεδίασε βιαστικά το σύμβολο της εξόδου πάνω στο τζάμι ώστε να επιστρέψουν, έτοιμη να τσακωθεί τόσο με το Ινστιτούτο όσο και με τη Σεσίλια. Τα γέρικά τους πρόσωπα συνέχιζαν να τους κοιτούν καθώς εμφανιζόταν το μήνυμα «Μη έγκυρη επιλογή. Δεν έχετε φτάσει στον τελικό σας προορισμό». Κοιτάχτηκαν αγανακτισμένοι και γύρισαν την πλάτη τους στον καθρέφτη. Στέκονταν έξω από την είσοδο της πόλης. Συμφώνησαν να μπουν μέσα, να βγουν αμέσως και να δοκιμάσουν ξανά να επιστρέψουν.

Αφού πέρασαν την είσοδο, ένιωσαν να τους διαπερνάει ένα έντονο ρεύμα και να τους ακινητοποιεί. Έμειναν έτσι, παραλυμένοι, πλημμυρίζοντας από μια σχεδόν απόκοσμη αίσθηση αγάπης και ζεστασιάς, λες και βρέθηκαν ξαφνικά στο κέντρο μιας αόρατης, κοσμικής αγκαλιάς. Η δύναμη αυτή, απαλή σαν χάδι και ταυτόχρονα ισχυρή σαν τυφώνας, τους ανασήκωσε ελαφριά λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος και, σαν ρυάκι που κυλάει, τους ξενάγησε στην πόλη.

Δεν ήξεραν πού να πρωτο-κοιτάξουν• μικρά και μεγάλα κτήρια, άλλα κάτω από κρυστάλλινους θόλους και άλλα με διάφανες μεμβρανικές οροφές. Άνθρωποι με απαστράπτοντα αιθερικά σώματα ποικίλων χρωμάτων και γελαστά πρόσωπα δημιουργούσαν, μάθαιναν, ζούσαν, δοσμένοι στη στιγμή, ακτινοβολώντας ελευθερία. Αρμονικές συμφωνίες, ιεροί ήχοι και συχνότητες αναμεταδίδονταν από τους κρυστάλλους, τα λουλούδια, τα ζώα, τους ανθρώπους, από την ίδια την πόλη.

Όλα αυτά τούς φαίνονταν τόσο οικεία, μα και τόσο μακρινά. Ίσως να είχαν κάποτε ονειρευτεί αυτό το μέρος με το κοινό τους ασυνείδητο... Όμως όχι, δεν μπορεί να ήταν απλά ένα όνειρο. Τη γνώριζαν αυτήν την πόλη, ήξεραν τι θα συναντήσουν σε κάθε στροφή, ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και ποιες οι δραστηριότητές τους.

Η ξενάγηση τελείωσε και βρέθηκαν ξανά έξω από την πόλη και μπροστά από τον καθρέφτη. Κοίταξαν χαμογελώντας την αναζωογονημένη μορφή τους που ακτινοβολούσε και πάλι, όπως τότε που ήταν δύο γεμάτοι ζωή Περιπλανώμενοι. Είχαν θυμηθεί. Η Τζέην σχημάτισε για δεύτερη φορά το σύμβολο της εξόδου στο τζάμι, η πύλη άνοιξε και βρέθηκαν ξανά στον θάλαμό τους, στην υποθαλάσσια, κρυστάλλινη πόλη.


Η πραγματική ιστορία του τέλους της Όσριε - Έλενα Στεργιοπούλου

Ο Σαλβίγιε περπατούσε με βήματα βαριά. Το πηχτό σκοτάδι έκανε τη σήραγγα να μοιάζει ατελείωτη. Η μόνη πηγή φωτός προερχόταν από το μικροσκοπικό σώμα του συντρόφου του. Το γκλουκ προπορευόταν πετώντας στο ύψος των ματιών του.

Σε μια στροφή, ο άντρας κοντοστάθηκε απότομα και αφουγκράστηκε. Ναι, δεν είχε γελαστεί. Μπορούσε να ακούσει τις στάλες πεντακάθαρα. Τις φαντάστηκε να πέφτουν από την οροφή μιας υπόγειας σπηλιάς και να βουτούν στην επιφάνεια μιας σκούρας λίμνης.

Ο ρυθμός τους ήταν χαρούμενος, άρα και εκείνη θα ήταν χαρούμενη. Είχε να την ακούσει έτσι από τότε που είχε πλάσει με την πνοή της το πρώτο βυλχώθ, το δέντρο που δώρισε ζωή στα παιδιά της.

Ένας ζωηρός βόμβος διέκοψε τις σκέψεις του. «Η έξοδος είναι μετά τη στροφή. Γκλουκ-γκλουκ».

«Εδώ είναι η Όσριε, Γκλουκ. Τη νιώθω» απάντησε ο Σαλβίγιε. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μπροστά, πυρωμένο όπως το γκλουκ. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή• τον είχαν κουράσει όλες αυτές οι περιπλανήσεις. «Ελπίζω να προλάβαμε...»

Έσυρε τα βήματά του μέχρι την έξοδο της σήραγγας. Η σπηλιά ανοίχτηκε μπροστά του όπως τη φανταζόταν, μια από τις αμέτρητες σπηλιές της Ασίνυε. Δεν ήταν, όμως, προετοιμασμένος για το θέαμα αυτό, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί.

Στο κέντρο της σπηλιάς, μέσα στη λίμνη, δέσποζε μια κατασκευή. Ήταν τεράστια, σχεδόν όσο και ο Κρύσταλλος που φώτιζε την υπόγεια χώρα της Ασίνυε. Έμοιαζε με μια τεράστια, ανοιχτή παλάμη, και το υλικό του έμοιαζε να είναι από βυλχώθ.

«Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο άντρας.


***


Αναρωτιέμαι πότε θα τον γνωρίσω... Τον Κύρη του Καραβιού! Η Ασημένια Κυρά μού είπε να κάνω υπομονή μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Μέχρι τότε, θα χτενίζομαι με τη χτένα από ξύλο βυλχώθ, και θα καθρεφτίζομαι στ' ασημένιο νερό, και θα τον περιμένω. Αχ! Να είναι όντως τόσο όμορφος όσο μου τον έδειξε η Ασημένια Κυρά στο όραμα;

Να 'ναι, άραγε, αυτός που μόλις ξεπρόβαλε στην είσοδο της σπηλιάς; Ωχ, όχι... Τι δουλειά έχει αυτός εδώ; Πόσες σπηλιές έπρεπε να διασχίσω για να μη με βρει; Κουράστηκα πια...Δεν μπορεί μια θεότητα να αποσυρθεί; Δεν μπορεί μια μητέρα να ερωτευτεί;


***


«Κυρά μου Γαλάζια, τι είναι αυτό το μέρος;» ψέλλισε ο άντρας όταν βρέθηκε μπροστά στην Όσριε.

Εκείνη τον κοίταξε παγερά. «Σαλβίγιε, θα περίμενα με όλες σου τις σοφές γνώσεις να γνώριζες τι είναι αυτό το μέρος». Γέλασε βεβιασμένα. «Αλλά μάλλον ζητάω πολλά, αφού δεν κατάλαβες ούτε ότι ήθελα -εσένα περισσότερο από όλους τους Ασίνυους- να σε αποφύγω».

Το δέρμα του άντρα κοκκίνισε πιότερο από το φυσικό του και, στο γαλάζιο φως του δωματίου, πήρε μιαν απόχρωση μαβιά.

«Κυρά μου, γιατί το λες αυτό; Πώς μπορείς να φεύγεις έτσι, δίχως μια εξήγηση, χωρίς αποχαιρετισμό;»

«Σαλβίγιε, έχω δώσει τα δώρα μου στους Ασίνυους. Χρόνους πολλούς έχω μείνει μαζί σας. Τώρα, δεν είστε πια παιδιά. Πρέπει να με αποδεσμεύσετε. Λίγος χρόνος μένει μέχρι να σαλπάρω με τον Κύρη του Καραβιού. Θα φύγω μακριά και δε θα με νοιάζει τίποτα πια».

Ο άντρας χαμήλωσε το βλέμμα στο τραχύ πάτωμα, οι ώμοι του κατεβασμένοι κι αυτοί. Το γκλουκ άρχισε να πετάει σαν φρενιασμένο ολόγυρά του.

«Δες, δες! Γκλουκ-γκλουκ».

Ο Σαλβίγιε σήκωσε το κεφάλι. Τα μάτια του γούρλωσαν. Μια ασημιά ομίχλη άρχισε να περικυκλώνει την Όσριε. Οι τρίχες στο σβέρκο του ορθώθηκαν.

«Αυτό συνέβη και με τους άλλους τρεις» είπε με κομμένη την ανάσα. «Γκλουκ, κάτι πρέπει να κάνουμε. Η Όσριε είναι η μόνη Μαγκιρόττε που μας έχει απομείνει!»


***


Ασημένια Κυρά, δε με ξέχασες! Ώστε ήρθε η ώρα... Επιτέλους, θα συναντήσω τον Κύρη του Καραβιού. Πόσο χαίρομαι!

Ναι, ναι, φυσικά θα σε ακολουθήσω. Όχι, εννοείται πως δε με επηρέασαν τα λόγια του Σαλβίγιε. Μπορεί να λογίζεται σοφός ανάμεσα στους Ασίνυους, αλλά τι ξέρει αυτός μπροστά σε αυτά που ξέρεις εσύ;

Πήγαινέ με στον Κύρη του Καραβιού, πήγαινέ με στο πεπρωμένο μου! Είμαι έτοιμη!


***


«Γαλάζια Κυρά, μην ακολουθήσεις την ασημιά ομίχλη! Όσοι την ακολούθησαν πριν από σένα χαθήκαν. Σε παρακαλώ, Όσριε, μείνε εδώ. Έλα πίσω μαζί μας».

Μάταια ικέτευε την Όσριε, με τα λόγια και με τα μάτια, ο Σαλβίγιε. Η Μαγκιρόττε άρχισε να αιωρείται σαν πούπουλο. Το ασημένιο σύννεφο την οδηγούσε αργά προς το κατάστρωμα του καραβιού. Σύντομα, άρχισε να ανυψώνεται προς την αχανή οροφή της σπηλιάς.

«Πιάσε τη! Γκλουκ, γκλουκ».

Ο άντρας πήδηξε όσο πιο ψηλά μπορούσε. Η παλάμη του έκλεισε γύρω από το τρίτο χέρι της Όσριε. Η υγρασία της ομίχλης έκανε τα δάχτυλά του να γλιστρούν. Αλλά κρατήθηκε. Η Γαλάζια Κυρά συνέχισε να ανυψώνεται.

Είχαν φτάσει τόσο ψηλά που το πόδι του Σαλβίγιε μπορούσε πια να κρύψει το καράβι. Τότε, με έναν ηχηρό, ξερό ήχο, το τρίτο χέρι της Όσριε ξεριζώθηκε. Έπεσε μέσα στη λίμνη και άρχισε να μεγαλώνει, μέχρι που γίνηκε ένα τεράστιο δέντρο, που γκρέμισε την οροφή και ένωσε τη λίμνη της σπηλιάς με την υπόλοιπη Ασίνυε.

Όταν ο Σαλβίγιε σήκωσε το βλέμμα ψηλά, η Όσριε είχε χαθεί. Από τότε, οι στάλες έπαψαν να ηχούν.


Το σύμπαν μου, η Ψυχή μου - Δήμητρα Πανταζή

Το όνομά μου είναι Γη, βαφτίστηκα στα νερά του Νείλου και σε κάθε πανσέληνο έπαιρνα μέρος στην αποχαιρετιστήρια τελετή της Φωτιάς, για να αποδεχθώ με γαλήνη τη γενναιοδωρία της ζωής. Φίλος μου παντοτινός ο Άνεμος, που με την αγκαλιά του με σπρώχνει απαλά προς κάθε κατεύθυνση αφύπνισης. Κάθε φορά, ξυπνάω απ΄την αρχή!

Ζω σε μία ανθρώπινη κοινότητα όπου ο κάθε ένας από μας είναι μοναδικός. Δεν υπάρχει κάτι ακριβώς ίδιο μεταξύ μας, όπως η όψη, το φύλο, η γλώσσα, η έκφραση, τα πιστεύω, η στάση ζωής. Παρόλα αυτά, υπάρχει κάτι «μαγικό», κάτι σαν πνοή, ένας ψίθυρος που όταν μας μιλά, τον ακούμε όλοι. Πηγάζει από μέσα μας, αλλά έχει την ίδια φωνή για όλους, σαν τη μάνα που αγκαλιάζει τα παιδιά της όλα με την ίδια, απέραντη αγάπη. Το ονομάζουμε «Ψυχή».

Από τότε που γεννήθηκα, λοιπόν, απέκτησα μία ιδιόμορφη σύνδεση με την Ψυχή. Θυμάμαι ακόμα εκείνη την εμπειρία, που δεν μπορώ να προσδιορίσω ακόμα αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Ήμουν δώδεκα χρονών, την ημέρα των γενεθλίων μου΄, και ξάπλωνα στην αιώρα μου, μεταξύ ενός πλατάνου και μιας λεύκας, που μεγάλωναν μαζί μου, μιας και είχαν φυτευτεί όταν γεννήθηκα.

Σούρουπο ήταν όταν με τύλιξαν απαλά οι αχτίδες του ήλιου, που, πριν με αποχαιρετήσει μέχρι το επόμενο πρωι, με έκανε να νιώσω πως δεν θα΄φευγε ποτέ...Και ξαφνικά «είδα». Συνάντησα για πρώτη φορά τον φίλο μου τον Άνεμο που με σήκωσε απαλά, ψιθυρίζοντάς μου:

«Θα σε πάω μια βόλτα και θα σε πηγαίνω βόλτα για όλη σου τη ζωή. Θέλεις;»

«Θέλω» απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη.

΄Εβλεπα το κορμί μου να αιωρείται. Άφησα τη λεύκα και τον πλάτανο να με κοιτούν.

«Θα σε περιμένουμε!» μου φώναξαν με μια φωνή και, παρέα με τον Άνεμο, πέταξα ψηλά.

Το παράξενο για μένα ήταν ότι, δε μ' ενδιέφερε να κοιτάζω τη γη από ψηλά, απλά μύριζα τον αέρα, τα σύννεφα, ένιωθα τη ζεστασιά του ήλιου στο δέρμα μου, άκουγα το φτερούγισμα των πουλιών στο πέρασμά μας, ήμουν ολόκληρη εκεί, την απόλυτη εκείνη στιγμή. Ήταν σαν να επιστρέφω σ΄ένα παλιό, γνώριμο, ζωτικό κομμάτι μου, όπως αυτό της γέννησής μου, της μήτρας που με φιλοξένησε, που μ' έκανε να νιώσω ασφαλής, να πλέω, να αγαπιέμαι...

Δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα να ξαπλώνω σ' ένα γρασίδι πιο πράσινο από ποτέ, ελαφριά σαν πούπουλο και...μόνη. Ο Άνεμος εξαφανίστηκε σαν όνειρο. Ανοίγοντας τα μάτια μου, ένιωσα μια γλυκιά ζέστη γύρω μου, ένα περίεργο χνώτο να μου γαργαλάει το κορμί. Κοίταξα καλύτερα. Μπροστά μου, σιγόκαιγε μια φωτιά πάνω σε μια πέτρινη εστία -φαίνονταν σαν κάποιος να την είχε μόλις ανάψει για να προετοιμάσει κάποια ιεροτελεστία.

Μπροστά μου, ένα τεράστιο, πυκνό δάσος. Τα κλαδιά των δέντρων φαίνονταν σαν μια ορχήστρα μουσικών οργάνων που ακολουθούσαν πιστά τον μαέστρο τους. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή.

«Καλωσήρθες, Γη μου! Επιτέλους».

«Ποιός είναι;» απάντησα χωρίς φοβο.

«Άκου καλύτερα και θα καταλάβεις» συνέχισε η φωνή.

«Ν' ακούσω..τι;» είπα με τρεμάμενη φωνη.

«Την ψυχή σου ν΄άκουσεις, Γη μου. Την ψυχή σου!» είπε η φωνή.

Και άκουσα. Ένα θρόισμα ανάμεσα στα φύλλα. Έναν ψίθυρο στ' αυτί. Απέναντί μου, δύο γιγάντια μάτια με κοίταζαν, τρομακτικά άγνωστα, μα γνώριμα συνάμα...Έμοιαζαν με αγκαλιά ανοιχτή που με φώναζε να τρέξω να χωθώ στα σωθικά της.

Γύρω απ' τα «μάτια», τα δέντρα του δάσους με τους δυνατούς κορμούς τους και τα φιδίσια τους κλαδιά, οριοθετούσαν ένα πρόσωπο, αυτό που τόσην ώρα με κοιτούσε κατάματα με μια περίεργη οικειότητα. Τα κλαδιά συνέχιζαν να σχηματίζουν ένα κορμί σαν ζώου, που στο τέλος του είχε μια μακριά ουρά από φύλλα.

Σηκώθηκα όρθια και αμέσως συνειδητοποίησα ότι αυτή η ύπαρξη με περιέκλειε σ' έναν κύκλο με κέντρο την εστία και μένα.

«Μήπως... είσαι η Ψυχή;» ρώτησα διστακτικά.

«Ναι, είμαι! Σε περιμένω από τότε που γεννήθηκες» απάντησε.

«Μα, πώς; Πού ήσουν όλον αυτόν τον καιρό;» ρώτησα με αγωνία.

«Ήμουν πάντα εδώ, απλά περίμενα την κατάλληλη στιγμή» απάντησε.

«Την κατάλληλη στιγμή... για τι;» ξαναρώτησα.

«Είναι η στιγμή που εσύ η ίδια θα επιθυμούσες να με συναντήσεις, χωρίς προσπάθεια, χωρίς βία. Η στιγμή που θα ήσουν έτοιμη να με συναντήσεις, επειδή εσύ θα το 'θέλες -γιαυτό και ήρθες αμέσως χωρίς κόπο» απάντησε με ζεστή φωνή.

«Μα... ήσουν εδώ... Πάντα ένιωθα πως κάποιος, κάτι είναι δίπλα μου, όπως τα φαναράκια που ανάβουμε το βράδυ και που κρατάμε αναμμένα μέχρι να σβήσουν αφού κοιμηθούμε... Ήθελα τόσο πολύ να σε γνωρίσω» είπα αυθόρμητα.

«Μπορείς, λοιπόν, να 'ρχεσαι εδώ όποτε το θελήσεις. Θα 'χω αναμμένη την εστία για να βλέπεις ακόμα και στο σκοτάδι. Μην ξεχνάς, όπου κι αν βρίσκεσαι, ό,τι κι αν περνάς, εγώ θα 'μαι δω» είπε κι ένα κλαδί μού χάιδεψε απαλά το πρόσωπο.

«Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ που υπάρχεις! Έχω τόσα να σου πω!» φώναξα ενθουσιασμένη.

Και, ξαφνικά, βρέθηκα πάλι στην αιώρα μου. Ο πλάτανος και η λεύκα κούνησαν με μιας τα φύλλα τους, σαν να 'θελαν να χαρούν με τη χαρά μου. Αμέσως, τραγούδησα αυτούς τους στίχους:

«Είμαι η Γη κι αυτή είν' η Ψυχή μου.

Είναι παντού και πουθενά, μια φλόγα στο σκοτάδι.

Είναι τα δέντρα, τα νερά, ο ουρανός και τα πουλιά.

Δεν είναι έξω ό,τι δεις• είναι βαθιά στα σπλάχνα αγρίμι φοβισμένο.

Είναι η πόρτα ανοιχτή για όποια ώρα και να μπεις, βρίσκεται 'κει η αγκαλιά της.

Είμαι εγώ, είσαι και 'συ, είμαστε όλοι εδώ μαζί, τα χίλια μύρια χρώματα που στο λευκό κοιτάζουν και μια Φωνή ακούν να τους καλεί.

Είναι της Φύσης η φωνή και της Αγάπη χάδ»

Και δέχθηκα με γαλήνη τη γενναιοδωρία της ζωής.


Τρίτος παγκόσμιος πόλεμος - 

Ελενη Φαρμάκη

Τίποτα δεν έδειχνε στην αρχή της εμφάνισης του ιού ότι ο κόσμος θα γινόταν τόσο βίαιος. Στην αρχή το είχαν πάρει αψήφιστα, έμειναν μέσα ξανά και ξανά ώσπου μια ημέρα από τα παράθυρά του σπιτιού τους είδαν μια λαοθάλασσα να ξεχύνεται στους δρόμους. Έτσι ξεκίνησε αυτή η κόλαση. Οι άνθρωποι, μετά από λίγο καιρό, διχάστηκαν σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Οικογένειες μάλωσαν, φίλοι δεν ξαναμίλησαν, ζευγάρια χώρισαν και, σιγά σιγά, κάθε σπίτι είχε και από έναν νεκρό.

Πριν λίγη ώρα, είχε βρει τους γονείς του νεκρούς στο σπίτι τους. Έξω από το σπίτι, είδε με σπρέι γραμμένο τη λέξη «προδότες». Κάτι μέσα του του έλεγε πως δεν θα ήταν ζωντανοί. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και τους βρήκε στο πάτωμα νεκρούς πιασμένους χέρι χέρι. Εκεί, μπροστά του, βρίσκονταν και οι δύο δολοφονημένοι. Τους πλησίασε και τους πήρε έναν έναν στην αγκαλιά του. Φίλησε τα μέτωπά τους, έβαλε κάτω από τα κεφάλια τους από ένα μαξιλάρι και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου να κλάψει. Έπρεπε να τρέξει να σώσει τον εαυτό του.

Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά της κεντρικής πλατείας. Η φωτιά είχε ξεσπάσει σε όλη την πόλη. Η εξέγερση είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Οι ανεμβολίαστοι έκαιγαν την πόλη και σκότωναν στο πέρασμά τους. Στο βάθος, είδε κόσμο να τρέχει και κρύφτηκε πίσω από ένα άγαλμα για να είναι σίγουρος ότι δεν θα τον δει κανείς. Ένιωσε τις δονήσεις στο έδαφος από τα πόδια τους. Χωρίς να ξέρει εάν πρόκειται για ανεμβολίαστους, δε ρίσκαρε να βγει από την κρυψώνα του. Περίμενε να φύγουν όλοι και άρχισε πάλι να τρέχει προς το κέντρο της πλατείας. Εκεί της είχε πει να τον περιμένει, λίγο πριν κοπούν οι γραμμές όλης της χώρας.

Η απογοήτευσή του ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε, άρχισε να ψάχνει πίσω από κάθε πιθανή κρυψώνα. Κάθισε κάτω και κρυμμένος προσπάθησε να βρει τον εαυτό του. Μπροστά του, ξαφνικά και αθόρυβα, βρέθηκαν ένα ζευγάρι μπότες. Σήκωσε σιγά σιγά το βλέμμα του πιστεύοντας πως ήρθε το τέλος του.

«Είπες να έρθω να σε βρω και το έκανα» ακούστηκε η φωνή της και το πρόσωπό της φωτίστηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο σαν τίποτα απ' όλα αυτά να είχε συμβεί. Σηκώθηκε πάνω και, μην πιστεύοντας στα μάτια του, την αγκάλιασε σφιχτά. «Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ που ζεις» της είπε. «Οι γονείς μου, Κάτια...» της κοίταξε στα μάτια και, μην μπορώντας να συνεχίσει, εκείνη κατάλαβε και τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Πρέπει να φύγουμε από εδώ και γρήγορα. Έχω βρει μια ομάδα που κρύβεται μέσα στα βαρέλια στο παλιό εργοστάσιο. Πρέπει να βιαστούμε». Χωρίς να πουν άλλη λέξη, άρχισαν να τρέχουν για να ξεφύγουν από την φρίκη.

Το παλιό εργοστάσιο ήταν από χρόνια ξεχασμένο -κανένας δεν πήγαινε πλέον εκεί, μιας και ήταν ετοιμόρροπο. Τι να ήταν, άραγε, πιο επικίνδυνο; Ένα κτήριο έτοιμο να πέσει πάνω τους ή το να δολοφονηθούν εν ψυχρώ; Η Κάτια χτύπησε συνθηματικά την πόρτα και, από πίσω, εμφανίστηκε ένας άντρας ντυμένος με τη στολή γιατρού.

«Μπείτε μέσα γρήγορα» τους είπε και κοίταξε έξω να σιγουρευτεί ότι κανείς δεν τους είχε δει.

Με ένα σχεδόν αθόρυβο σύνθημα τα βαρέλια άρχισαν να ανοίγουν, πάνω από είκοσι άτομα βγήκαν από μέσα, ενώ περισσότεροι από τους μισούς φορούσαν ιατρικές ποδιές.

«Μα πώς είναι δυνατόν; Γιατί κρύβεστε εσείς;» ρώτησε ο Πέτρος κοιτώντας χαμένος.

«Κρυβόμαστε όπως όλος ο κόσμος» είπε ο γιατρός που τους άνοιξε την πόρτα.

«Μα πώς είναι δυνατόν; Γιατί εσάς;»

«Γιατί ο άνθρωπος ξεχνάει εύκολα, γι' αυτό. Γίναμε και εμείς στόχος κι ας βοηθήσαμε τόσο κόσμο».

«Μα πρέπει να καταλάβουν -τουλάχιστον να μην τα βάζουν με εσάς».

«Είναι ήδη πολύ αργά• ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε».


Η ιστορία της θεάς Λιβ και του θνητού Χακόν - Κατερίνα Κρυστάλλη

Οι κάτοικοι της Τόρνα, έχουν έναν μύθο που δεν είναι πολύ γνωστός γιατί φοβούνται την οργή του ιερού κρανίου του δράκου Λόρβι. Λίγα είναι τα άτομα που τον γνωρίζουν και αν κάποιος μιλήσει για αυτόν τον μύθο, λένε, πως πρέπει να πέσει μέσα στο φλεγόμενο κρανίο για να εξευμενιστεί, αλλιώς θα πέσει το αιώνιο σκοτάδι ξανά.

Είναι ο μύθος της θεάς της φωτιάς Λιβ που ερωτεύτηκε τον θνητό ναύτη Χακόν. Η Λιβ τον έβλεπε καθημερινά κοντά στο ποτάμι -νεκροταφείο των αρχαίων θεών- και πάντα δίσταζε να τον πλησιάσει με φόβο πως το νερό από το ποτάμι θα της κάνει κακό. Έτσι, αποφάσισε να πάει στον δράκο Λόρβι, τον τελευταίο επιζών από τους παλιούς θεούς, και να του ζητήσει να την κάνει θνητή. Εκείνος δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά μπορούσε να της προσφέρει κάποιον άλλον για άντρα. Η Λιβ αρνήθηκε. Ήταν τρελή και παλαβή για τον Χακόν.

Ο Λόρβι, της είπε, τότε, πως αφού τον θέλει τόσο πολύ, θα πρέπει να του δώσει τα μισά χρόνια της αθανασίας της σε εκείνον. Εκείνη δέχτηκε αμέσως. Θα γινόντουσαν και οι δύο αθάνατοι για χίλια χρονια και μετά θα πέθαιναν. Τότε, ο σοφός δράκος Λόρβι της έδωσε ένα μενταγιόν που την έκανε θνητή στα μάτια του Χακόν και ένα δαχτυλίδι που την έκανε αδιάβροχη στο νερό. Η Λιβ ήταν πάρα πολύ χαρούμενη.

Πράγματι, κατάφερε και πήγε στο σημείο που βρισκόταν το καράβι του Χακόν για να κάνει μπάνιο. Ήθελε να του δείξει ότι είναι καλή κολυμβήτρια, όμως δε γνώριζε καθόλου κολύμπι, με αποτέλεσμα να αρχίσει να πνίγεται. Ο άντρας την έβγαλε έξω και την έσωσε. Εκείνη τον φίλησε στο στόμα, αλλά ο ψαράς αρνήθηκε. Ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με τη Nίνα. Η Λιβ έκλαψε πικρά αλλά δε μίλησε, δεν έκανε κάτι για να σταματήσει τον γάμο του με τη Νίνα. Την ημέρα που παντρευόταν ο Χακόν, η Νινα είχε αρρωστήσει βαριά και ετοιμαζόταν να πεθάνει.

Η Λιβ, τότε, αποφάσισε να δώσει τη μισή της αθανασία στον Χακόν και την άλλη στη Νίνα. Ήθελε να τον δει ευτυχισμένο. Έτσι, παρακάλεσε τον Λόρβι και εκείνος της πραγματοποίησε την ευχή της. Όταν πήγε στον Χακόν να τον δει, εκείνος ήταν στεναχωρημένος. Τον ρώτησε για ποιον λόγο και της είπε πως δεν ήθελε ποτέ η Νίνα και αυτός να γίνουν αθάνατοι. Τους άρεσε η θνητή ζωή. Τώρα, θα έπρεπε να ζήσουν χίλια χρόνια και να βλέπουν τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, να πεθαίνουν, ενώ αυτοί θα συνέχιζαν να ζουν. Και αυτό ήταν ένα μαρτύριο χειρότερο από τον θάνατο.

Η Λιβ θύμωσε πολύ με την αχαριστία του Χακόν και της Νίνα γιατί εξαιτίας τους είχε γίνει θνητή και πήγε να πέσει μέσα στο φλεγόμενο κρανίο του Βουγκ για να σκοτωθεί. Ο Λορβι την έσωσε τελευταία στιγμή. Την παρηγόρησε, της έδωσε να φάει τα καλύτερα φαγητά, αλλά του ξέφυγε. Κατάφερε και έπεσε μέσα στις φλόγες. Ο δράκος, τότε, έδωσε υπόσχεση στην ψυχή της Λιβ πως κανένας θνητός δε θα μιλήσει για αυτή την ιστορία και την άσχημη κατάληξη της.

Πράγματι, μέχρι και σήμερα τα καράβια των κατοίκων της Τόρνα, της καμένης πόλης, περνάνε ανάμεσα από τα ιερά κρανία των θεών δράκων, όπως περνούσαν εκατοντάδες χρόνια πριν. Σκίζουν τα νερά του νεκροταφείου, αλλά κανένας θνητός δεν αναφέρει τον χαμένο μύθο.

Φοβούνται γιατί κάποτε ένας μεθυσμένος ναύτης προκάλεσε την τύχη του. Αναφερόταν στον Χακόν και στη Νίνα, πως φέρθηκαν επιπόλαια και πως εκείνος θα επέλεγε την αθανασία. Οι μέρες πέρασαν και ο ναύτης δεν έκανε κάτι να εξευμενίσει την πράξη του. Όλη η πόλη της Τόρνα έπεσε σε σκοτάδι, ο ήλιος εξαφανίστηκε. Ο ποταμός αγρίεψε και δεν άφηνε κανένα πλοίο να σαλπάρει. Η ζωή στην πόλη της Τόρνα είχε αρχίσει να χάνεται. Οι κάτοικοι είχαν αρχίσει σιγά σιγά να πεθαίνουν. Μέχρι που ο ασεβής ναύτης, έφτασε στον ποταμό και ζήτησε συγχώρεση από τον Λόρβι.

Ο δράκος του είπε να περπατήσει πάνω στον παγωμένο ποταμό και στα βρύα και να τον πλησιάσει. Ο ναύτης κρατώντας στο ένα χέρι έναν πυρσό και χρυσάφι στο άλλο, έκανε αυτό που του ζητήθηκε. Μόλις έφτασε κοντά στην μέση του ποταμού οι φλόγες από τον πυρσό τον έκαψαν ολόκληρο και ο ήλιος γύρισε στην πόλη της Τόρνα.


Το πέρασμα - Αγγελική Βιδάλη

Ο Ίμογκεν ανέβηκε στο ψηλότερο κλαδί του βιόδεντρου που ζούσε τα τελευταία εκατό χρόνια. Ατένισε πέρα μακριά, την κοιλάδα Στρου, με τα επιβλητικά γυάλινα τείχη που τη χώριζαν από την υπόλοιπη κοινότητα Γκράβεν.

Ελάχιστοι Γκραβένιας ζούσαν στη Στρου -όσοι δούλευαν στο κυβερνείο και δυο τρεις που κατάφερναν να ξεφεύγουν από τους συνεχούς ελέγχους της Α.Δ.Ι. (Αρχή Διατήρησης της Ισορροπίας).

Η Αζίλ πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς έμπηγε την καρφίτσα με τη φεγγαρόπετρα στον περίτεχνο κότσο της. Η ένδειξη στο καντράν ελέγχου της ομαλής λειτουργίας του οργανισμού της ανέβηκε δύο μονάδες -επιτρεπτή απόκλιση αν έκρινε από το γεγονός ότι οι επίλεκτοι της Α.Δ.Ι. δεν είχαν εισβάλει ήδη στο μικρό της διαμέρισμα στο βιόδεντρο ikwz66.

Το γκρίζο της φόρεμα την έκανε να φαίνεται ακόμη πιο χλωμή. Εφάρμοσε μια διαφανή κάψουλα στην κοιλότητα του μετώπου της και πληκτρολογώντας έναν κωδικό βγήκε από το διαμέρισμα.

«Η Ισορροπία πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία». Μεγάλες ψηφιακές οθόνες, σε κάθε γωνιά της Γκράβεν, αναβόσβηναν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ολόκληρη η φιλοσοφία της κοινότητας συνοψιζόταν σε μια και μόνο φράση: «Η Ισορροπία πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία».

Η Ριάν έσμιξε τα καλοσχηματισμένα φρύδια της σε μια προσπάθεια να παρατηρήσει με προσοχή τα χιλιάδες λαμπάκια στον κύριο πίνακα ελέγχου του κυβερνείου. Χιλιάδες λευκά λαμπάκια. Αναστέναξε με ανακούφιση.

«Μπορεί και να τα καταφέραμε...» μονολόγησε. Ύστερα, ακούμπησε ελαφρά με την άκρη του καλλίγραμμου δακτύλου της την οθόνη που βρισκόταν μπροστά της και το τελευταίας τεχνολογίας γραφείο της εμφανίστηκε ξανά.

Ο Ίμογκεν ένιωσε ένα παράξενο συναίσθημα παρατηρώντας από ψηλά τους ελάχιστους Γκραβένιας που περιφέρονταν άσκοπα εκείνη την ώρα. Ήταν όλοι τους, όπως και εκείνος, με νεανική όψη, καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά και καλλίγραμμα σώματα. Χαιρετούσε ο ένας τον άλλον διακριτικά, χαρίζοντας ψυχρά χαμόγελα, επιδεικνύοντας τις τέλειες οδοντοστοιχίες τους.

Το συναίσθημα γινόταν όλο και πιο δυνατό -δεν το πάλευε πια, είχε αφεθεί στην πρωτόγνωρη αίσθηση του σαν υπνωτισμένος. Μέχρι που συνειδητοποίησε πως έπρεπε να τρέξει για να σώσει τη ζωή του!

Συναγερμός σήμανε στο κυβερνείο και ο πίνακας ελέγχου εμφανίστηκε μπροστά στη Ριάν ξανά. Μια κόκκινη τελίτσα μέσα στο δαιδαλώδες δίκτυο των λευκών ήταν αρκετή για να σπείρει τον πανικό στη Στρου.

Η επίλεκτη ομάδα για τη διατήρηση της ισορροπίας προσέγγιζε ήδη το βιόδεντρο ikwz66 με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

«Ίμογκεν...» ψέλλισε η Ριάν δαγκώνοντας τα κατακόκκινα χείλη της.

Στο βιόδεντρο ikwz66 ζούσαν άτομα με υψηλές τιμές σε όλα τα είδη νοημοσύνης, ηγετικές ικανότητες και ισχυρή ροπή προς τη θετική εντροπία.

Η Αζίρ έσφιξε σφιχτά πάνω στο σώμα της, κάτω από το γκρίζο πανωφόρι, το περίεργο κατασκεύασμα από επεξεργασμένο φλοιό προϊστορικού βιόδεντρου που βρήκε τυχαία την ώρα που επιτηρούσε την καλλιεργεια του βιόκηπου Β5.

Ένας άνδρας την άρπαξε από το μπράτσο, κόβοντάς της την ανάσα για μερικά δευτερόλεπτα. «Χρειάζομαι βοήθεια» της ψιθύρισε -φαινόταν απεγνωσμένος.

Η λέξη «βοήθεια» ήχησε παράξενα στα αυτιά της... Δεν την είχε ακούσει ποτέ ξανά. Μάλλον... την είχε διαβάσει λίγες μέρες πριν όταν ανακάλυψε το ημερολόγιο του καθηγητή Στρου που είχε γραφτεί περίπου εκατό χρόνια πριν.

«Ζητώ συγγνώμη για αυτά που επακολούθησαν της επιστημονικής μου έρευνας.... Δεν... Δεν ήθελα τα πράγματα να εξελιχθούν με αυτόν τον τρόπο. Είχα όνειρα, πολλά όνειρα... Και είχα δουλέψει πολύ...Ονειρευόμουν έναν καλύτερο κόσμο. Δεν αντιλήφθηκα εγκαίρως τις προθέσεις τους. Σε παρακαλώ, χρειάζομαι τη βοήθεια σου... Ίσως να μην είναι τόσο αργά. Η καρφίτσα με τη φεγγαρόπετρα είναι ένα ψηφιακό κλειδί που θα σας βοηθήσει να διαφύγετε από τη Γκράβεν. Ακολουθήστε πιστά τις συντεταγμένες που σας δίνω και ελάτε να με βρείτε . Θα σας περιμένω».

Καθηγητής Στρου. Έτος 2040.

Ο Ίμογκεν ήρθε ακόμη πιο κοντά στην έκπληκτη Αζίρ και πιάνοντας την από τους ώμους άρχισε να της επαναλαμβάνει «Είναι λάθος... Είναι όλα λάθος... Πίστεψε με, το νιώθω!»

Δεν είχαν χρόνο. Ένα σταθμευμένο όχημα της Α.Δ.Ι. ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας τους. Η καρφίτσα το ξεκλείδωσε μονομιάς και σε μερικά δευτερόλεπτα βρέθηκαν στον αέρα. Έδωσε το χειριστήριο στον Ίμογκεν και εκείνη, συνδέοντας δύο ακροδέκτες στους κροτάφους της, μετέφερε τις συντεταγμένες από το ημερολόγιο στον ηλεκτρονικό εγκέφαλο του οχήματος.

Μια γερή ανατάραξη τους έκανε να συνειδητοποιήσουν πως το τέλος πλησίαζε αν και η καρφίτσα του καθηγητή Στρου τους προφύλλασε από το να τους πάρουν τον έλεγχο του σκάφους. Ο μεγάλος καταρράκτης βρισκόταν, πλέον, σε απόσταση αναπνοής -η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Η Αζίρ έπιασε σφιχτά το χέρι του Ίμογκεν.

Η σύγκρουση ήταν ισχυρή. Όταν άνοιξαν τα μάτια τους, το σκάφος έπλεε σε ένα ατελείωτο γαλαζοπράσινο υγρό. Λίγα μίλια πιο πέρα, ένα κομμάτι γης και μια ψιλόλιγνη φιγούρα με μακριά μαλλιά και γένια, ο μικρότερος γιος του καθηγητή Στρου, κουνούσε το ένα του χέρι με μανία κάνοντας τους σήμα να πάνε προς τα εκεί και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυα που ανέβλυζαν από τα γερασμένα του μάτια. Υπήρχε ακόμη ελπίδα...

(Αντί τέλους)

Κάθε τέλος και μια αρχή...


Για ένα τραγούδι - Κώστας Γιαβής

Οι έξι εβδομάδες της βασικής εκπαίδευσης έφτασαν στο τέλος τους. Αύριο ήταν η τελετή της απονομής. Πλέον, θα είχε το προνόμιο και την τιμή να φέρει στη στολή του τα διακριτικά του τάγματος• τους τρεις πύρινους κύκλους.

Είχε γίνει ένας από τους Φρουρούς. Η ζωή του, από εδώ και πέρα, είχε έναν σκοπό, μία αποστολή: τη φύλαξη των τριών πύρινων κύκλων. Θα συνέχιζε μια παράδοση αιώνων και παράλληλα μια οικογενειακή παράδοση, όπως έκανε ο πατέρας του, ο παππούς του κι ακόμα οκτώ γενιές πιο πίσω.

Οι Ακοίμητοι Φρουροί. Εκεί που όλα ξεκινούσαν κι όλα κατέληγαν. Δεν ήταν το κέντρο του Κόσμου, ήταν ο ίδιος ο Κόσμος, το Σύμπαν της Φωτιάς και της Πνοής. Εκεί που επέλεξαν να μείνουν όσοι επέζησαν από την Τρίτη πυρηνική καταστροφή της τότε Γης. Τρεις πύρινοι κύκλοι, ορατοί μόνο σε όσους είχαν προετοιμάσει το σώμα και τις αντοχές τους, μια δοκιμασία όσο κρατούσε κι η ζωή.

Τρία περάσματα: ένα για την κάθαρση, ένα για την ευημερία και ένα για την τιμωρία. Όλοι πίστευαν ότι βρίσκονταν στο έδαφος κι έψαχναν στο δύσβατο πετρώδες όρος της Μνήμης.

Ο Φρουρός πάνω στον κόκκινο βράχο τούς κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Μόνο αυτός μπορούσε να διακρίνει προς τον Νότο τους πύρινους κύκλους, τον έναν κάτω από τον άλλο, ψηλά στον αέρα.

Οι άνθρωποι δεν είχαν αλλάξει συνήθειες, ούτε συμπεριφορές και εμφάνιση. Νόμιζαν ότι μπορούσαν να αποκτήσουν αυτά που δεν ήσαν άξιοι να έχουν. Από τον κύκλο της τιμωρίας, είχαν περάσει πολλοί.

Την ημέρα που ο νέος Φρουρός ανέλαβε καθήκοντα, στην ανάπαυλα της ολικής έκλειψης της Σελήνης, ξεκίνησε ένα χιονόνερο που κράτησε δέκα μέρες. Κι οι υπόλοιπες πέντε, μέχρι την αντικατάστασή του, ήταν γεμάτες παγωμένο αέρα.

Έσφιξε τα δόντια του, τυλίχτηκε στην κάπα του, έλεγξε το σπαθί του. Δεν είχε βαρεθεί καθόλου. Σχεδόν κάθε μέρα, έδιωχνε ενοχλητικούς, συνόδευε άτομα στους κύκλους, επαγρυπνούσε για εισβολείς.

Πίσω, τώρα, στον στρατώνα, κατά την ανάπαυσή του, το μόνο που σκεφτόταν ήταν εκείνη η κοπέλα με τα καστανά μαλλιά, το λευκό δέρμα και τα μακριά δάχτυλα. Περνούσε κάθε μέρα κάτω από τον κόκκινο βράχο και τραγουδούσε. Την τέταρτη ημέρα, τη ρώτησε πώς την λένε.

Αυτή χαμογέλασε, κάτι ψιθύρισε, αλλά εκείνος δεν την άκουγε κι είδε πουλιά να πετούν. Έμεινε έκθαμβος να την κοιτάει καθώς απομακρυνόταν κι ο αέρας πάγωνε όλο και περισσότερο.

Το ίδιο βράδυ, το έσκασε από τον στρατώνα και πήγε στο φαράγγι των Σκιών, εκεί που την έβλεπε να πηγαίνει κάθε μέρα.

Δύο κουκουβάγιες, στην είσοδο, τον κοίταξαν κι έστρεψαν αλλού τα κεφάλια τους. Δεν είχε έρθει ξανά εδώ, και από μικρός θυμόταν τους γονείς του να μη μιλάνε για αυτό το μέρος, χωρίς να ξέρει γιατί.

Όσο προχωρούσε, τόσο πιο ήρεμος ένιωθε, αλλά ούτε ψίθυρος ακουγόταν ούτε τραγούδι. Απογοητευμένος επέστρεψε λίγο πριν ξημερώσει. Το ένιωθε πως την είχε πλησιάσει, αλλά αυτή πουθενά.

Αυτές οι συναντήσεις συνεχίστηκαν μέχρι τη Νύχτα των Λουλουδιών, τότε που ανοίγουν τα νυχτολούλουδα κι αλλάζει ο ουρανός. Οι πρώτοι άνθρωποι ονόμαζαν Άνοιξη την εποχή αυτή.

Κάθε νύχτα, με ή χωρίς φεγγάρι, πίσω από θάμνους, ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές ακούγονταν τραγούδια. Κι αν ήσουν λίγο προσεκτικός, έβλεπες σκιές νεαρών γυναικών να διασχίζουν το σκοτάδι.

Τότε, πήρε την απόφαση να κάνει το επόμενο βήμα. Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά, κι αυτός πήδηξε από τον βράχο του και την περίμενε.

«Πώς σε λένε; Δεν είμαι άξιος να μάθω έστω το όνομά σου;»

«Τι θα κερδίσεις αν το μάθεις; Δε φτάνει που με βλέπεις;»

«Και πώς θα σε φωνάζω;» Αυτή του χαμογέλασε.

«Σειρήνα. Αυτό είναι το όνομά μου».

«Τόσο όμορφο σαν το τραγούδι σου... Θέλω να σου κάνω ένα δώρο».

«Κι εγώ» του είπε εκείνη. «Αλλά το δικό μου δώρο θα σου κοστίσει» κι άρχισε να τραγουδάει.

Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί. Μαγεμένος, την ακολούθησε μέχρι που έφτασαν κάτω από τους τρεις πύρινους κύκλους.

Της έπιασε το χέρι και τη σήκωσε ψηλά στον κύκλο της ευημερίας. Μόλις αυτή χάθηκε μέσα, σηκώθηκε μια δίνη ανέμου, τον πέταξε ψηλά και με δύναμη τον έριξε μέσα στον κύκλο της τιμωρίας. Το μόνο που απέμεινε ήταν το σπαθί του που καρφώθηκε στο έδαφος.

Η Σειρήνα, με ένα χαμόγελο ικανοποίησης προχώρησε προς το φαράγγι και εξαφανίστηκε. Ως την επόμενη φορά.

Στην τέταρτη περίοδο της Γης και των νέων φυλών που την κατοικούσαν, το σπαθί είχε απομείνει να θυμίζει τον νέο που παρασύρθηκε από το τραγούδι της Σειρήνας και ποιο ήταν το τίμημα που πλήρωσε για αυτή την ομορφιά.


Μάγκυ - Jackie Brown

Άλλο ένα καλοκαιρινό απόγευμα έπνιγε με τη ζέστη του την κοιλάδα. Η μικρή Μάγκι, ξαπλωμένη στα γρασίδια της αυλής, έπαιζε με τα λιγοστά της παιχνίδια. Ήταν τυχερή -μόλις χτες βρήκε έναν μικρό, πράσινο ιππότη καβάλα στο κουτσό του άλογο να επιπλέει στο ποτάμι δίπλα από το σπίτι της. Θα ήταν ωραία προσθήκη στις ιστορίες της. Ίσως του έφτιαχνε ένα κάστρο από πετραδάκια, για να έχει σπίτι. Ήθελε μόνο λίγο καθάρισμα ο καημένος, γιατί είχε κολλημένη λάσπη πάνω του.

Ο Μάρκος ξύπνησε απότομα, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξέσπασε σε ατελείωτο βήχα. Η γεύση του χώματος πλημμύριζε το στόμα του. Τι είχε συμβεί; Πού ήταν; Το τελευταίο πράγμα που μπορούσε να θυμηθεί ήταν ότι έπαιζε πετώντας πέτρες πλάι στο ποτάμι το προηγούμενο πρωί όταν αποφάσισε να κάνει κοπάνα από το σχολείο.

«Μπορεί ο ιππότης να τρέχει μέσα στο κάστρο, να πηγαίνει να ελευθερώσει την Πριγκίπισσα του!» σκέφτηκε η Μάγκυ. «Τακ τακ τακ, όχι πολύ γρήγορα, το αλογάκι είναι και κουτσό, η πριγκίπισσα ίσως μπορεί να περιμένει».

Απορημένος ο Μάρκος έτριβε τα μάτια του, δεν είχε ιδέα που βρισκόταν, δεν ήταν το δωματιο του ή κάποιο που να είχε ξαναδεί. Ψηλοί πέτρινοι τοίχοι τον περικύκλωναν, καλυμμένοι με μια πράσινη μούχλα, που έμοιαζε να φωσφορίζει, όπως οι πυγολαμπίδες τα βράδια του καλοκαιριού. Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για την έξοδο, αλλά μάταια, δεν υπήρχαν ούτε παράθυρα ούτε πόρτες. Η καρδιά του χτυπούσε σαν πολεμικό τύμπανο. Ένιωθε σαν ποντίκι σε κλουβί.

Μια φαιοπράσινη κυκλική λάμψη φώτισε τον τοίχο απέναντι του και η σκληρή επιφάνεια της πέτρας φάνηκε να μαλακώνει, τόσο που η μούχλα που τη στόλιζε έπεσε στο πάτωμα. Με σφιγμένα δόντια και γροθιές ο Μάρκος πισωπάτησε τρεμάμενος. Ένα μεγάλο κεφάλι αλόγου ξεπρόβαλε από τον πράσινο στόχο της λάμψης στον τοίχο.

Η Μάγκυ είχε βαρεθεί. Το παλατάκι της με τις πετρούλες που πάλευε να φτιάξει τόση ώρα έμοιαζε σαν λαγούμι, ο ιππότης της είχε μείνει χωρίς άλογο -γιατί σκέφτηκε ότι ήταν κρίμα να τυραννάει κουτσό ζώο- και αποφάσισε να το βάλει για ύπνο μέσα στον πύργο. Και τι μπορεί να κάνει ένας ιππότης και ένα κουτσό άλογο σε έναν πύργο χωρίς πριγκίπισσα;

Δεν είχε καταλήξει για την ιστορία της πώς θα ήθελε να παίξει. Στα παραμύθια που διάβαζαν στο σχολείο ή της έλεγε η μαμά της όλες οι πριγκίπισσες ήταν πάντα πολύ όμορφες και οι ιππότες που τις έσωζαν είχαν σπουδαία ρούχα και ψηλά άλογα.

Κράτησε στα χέρια της τον πράσινο, μικρό ιππότη και ξάπλωσε ανάσκελα στο χορτάρι. Θα ήθελα και εγώ μια φορά να είμαι πριγκίπισσα, σκέφτηκε, και ας μην έχω ωραία μαλλιά ή ακριβά ρούχα. Και ποιος θα ήθελε να με σώσει, κανείς δε θα ερχόταν, σκέφτηκε.

Ίσως δεν πειράζει, καλύτερα έτσι. Θα μπορούσα εγώ να πάω να βρω τον ιππότη στο κάστρο και να κάνουμε παρέα και να φροντίζουμε και το κουτσό αλογάκι και να είμαστε καλά και ίσως τον παντρευτώ κιόλας μια μέρα αν είναι καλός, ποιος ξέρει. Και με αυτή τη σκέψη, και το παιχνίδι να ζεσταίνεται στα μικρά της χέρια, έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε γρήγορα σε ύπνο.

Ο Μάρκος κοίταζε μια αριστερά μια δεξιά τρομοκρατημένος. Απο τη μια, το κεφάλι του αλόγου που λίγα λεπτά πριν κοιτούσε να βγαίνει από τον τοίχο είχε γίνει ένα κανονικό άλογο που στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, στηριζόμενο σε τρία πόδια, και μασουλούσε τις πεσμένες λειχήνες.

Από την άλλη μεριά, ένα μικρό κορίτσι είχε βγει μέσα στο δωμάτιο, σαν να το ξέρασε η ίδια πράσινη λάμψη όπως πριν, μόνο που βρισκόταν ξαπλωμένο στο πάτωμα. Φαινόταν να κοιμάται βαθιά. Ίσως και να ήταν νεκρή.

Πλησίασε προς το μέρος της διστακτικά. Του φάνηκε πως χαμογελούσε. Στη χούφτα της κρατούσε σφιχτά κάτι που έμοιαζε με μικρό πράσινο ιππότη, σαν πλαστικό παιχνιδάκι. Ο Μάρκος γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να ψάχνει μανιωδώς τις τσέπες του -αυτός ο μικρός ιππότης κάτι του θύμιζε. Μερικά κομματάκια χαρτί και σπάγκου έπεσαν κάτω, φανερώνοντας κάτι ακόμα. Έναν μικρό πράσινο πύργο, αυτόν που είχε ξεχάσει ότι βρήκε χτες στη βόλτα του, στις όχθες του ποταμού.

Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Κάποια εξήγηση πρέπει να υπήρχε για όλο αυτό. Άγγιξε φοβισμένα το κορίτσι στο πόδι και την ταρακούνησε με αποτέλεσμα να την κάνει να πεταχτεί με μια κραυγή, αρκετά δυνατή για να κάνει το άλογο να χλιμιντρίσει τρομαγμένο και τον ίδιο να οπισθοχωρήσει.

«Τι συμβαίνει; Ποιος είσαι; Πού είμαι;» είπε ζαλισμένη, με μια ανάσα, η Μάγκυ.

«Δεν έχω ιδέα. Είμαι ο Μάρκος και... ούτε εγώ ξέρω» της απάντησε.

«Και... Και... Αυτό; Τι είναι; Κοιμάμαι ακόμα, θεέ μου;» είπε η Μάγκυ δείχνοντας το άλογο που βημάτιζε νευρικά.

Ο Μάρκος ξεροκατάπιε και έκανε να ανοίξει το στόμα του σε μια προσπάθεια απάντησης, αλλά η φόρα του κόπηκε απότομα από την ξαφνική σκοτεινιά που σκέπασε το δωμάτιο.

Στη στρογγυλή οροφή του, τώρα, φαινόταν ένα γιγάντιο κεφάλι και ένα ζευγάρι γυαλιστερά πράσινα μάτια ήταν καρφωμένο πάνω τους. Τα χείλια του άνοιξαν και ακούστηκε μια φωνή τόσο δυνατή που έκανε το στέρνο και των δύο παιδιών να τρέμει.

«Επιτέλους, με τη νέα σοδειά η παρτίδα μπορεί να ξεκινήσει. Ας μη χάνουμε χρόνο. Οι θέσεις είναι έτοιμες. Α8, Β8, και η αγαπημένη, στο πλάι μου. D8».


Εκκίνηση τροχιάς - Χριστίνα Ποτήρη

Ώρα δώδεκα και δώδεκα λεπτά. Δε χρειαζόταν ρολόι για να το επαληθεύσει. Κοιτώντας απλά τη θέση των πλανητών το καταλάβαινε. Ο χρόνος δεν είχε άλλωστε, πλέον, σημασία. Το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον, το χθες, το σήμερα και το αύριο δεν υπήρχαν. Η μνήμη ήταν κενή από πληροφορίες -όλα έπρεπε να δημιουργηθούν από την αρχή.

Κοίταζε ό,τι υπήρχε γύρω της. Πύρινες φλόγες έκαιγαν ό,τι μέχρι πριν υπήρχε. Υπήρχε ή ήταν απλά αντικατοπτρισμοί, αποκυήματα της φαντασίας της από μια εικόνα που κάποτε είχε δει. Οι νευρώνες του εγκεφάλου της γέμιζαν με μια φωνή που δυνάμωνε λεπτό το λεπτό. «Δημιούργησε, Πλάσε». Λέξεις που καταλάβαινε πως η σημασία τους ήταν καθοριστική για το τι έπρεπε να κάνει.

Προχώρησε. Τα πέλματα της πατούσαν πάνω σε στάχτες. Έφερε τα χέρια μπροστά στα μάτια της και τα κούνησε προσπαθώντας να διώξει τον καπνό. Μα όσο αέρα κι αν έκανε με τα δέκα της δάχτυλα δε μπορούσε να δει πιο καθαρά. Οι αισθήσεις της σε επαγρύπνηση. Ανάσανε βαθιά και τα οσφρητικά της κύτταρα γέμισαν από τη μυρωδιά της καμένης ύλης. Η πικρή γεύση στο στόμα της της προκαλούσε αηδία.

Έσκυψε κι έπιασε το χώμα, τα δάχτυλα της κάηκαν. Τα οπτικά της νεύρα έστελναν σήματα στον εγκέφαλό της. Φωτιά, σκοτάδι. Φως μόνο από τις κόκκινες φλόγες. Οι ήχοι που πρόδιδαν πως ο κόσμος είχε πια νεκρωθεί της έφερνε ανατριχίλα. Τα πόδια της κινούνταν με βήματα σταθερά. Σαν να ήξεραν τη διαδρομή, την οδηγούσαν. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί πού.

Πόσο γοητευτικά περίεργο το άγνωστο. Κι όμως, κάτι της φάνηκε οικείο. Αφουγκράστηκε το μέσα της -όχι δεν ήταν από εκεί, δεν ήταν η φωνή του μυαλού της που ακουγόταν. Στριγγλιές δυνατές, κλάμα, αναφιλητό, ανάσες γρήγορες, εκκωφαντικές, ικεσίες «Βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια». Έτρεξε. Μπρος, πίσω, λίγη σημασία είχε. Να έφτανε μόνο ήθελε εκεί που οι φωνές δήλωναν πως υπήρχε κι άλλη ζωή πέρα από αυτήν. Κι άλλη ύπαρξη πέρα από το εγώ της. Κι έφτασε.

Εκατό μικρά παιδιά αγκαλιασμένα εκλιπαρούσαν για το δικαίωμα τους στη ζωή. Στην παρουσία της, οι φωνές τους σταμάτησαν κι έκαναν έναν κύκλο γύρω της. Η φωνή στο κεφάλι της δυνάμωσε πάλι «Δημιούργησε, Πλάσε».

«Όλα κάηκαν» θα της πει το μεγαλύτερο παιδί. Αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, δεν είχε σημασία. Ήταν απλά ένα παιδί.

Η θέση του ήλιου έδειχνε πως η ώρα ήταν δέκα και δέκα. Σηκώθηκαν όλοι μαζί, εκείνη και τα εκατό παιδιά. Την ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε. Ζητούσαν όλα να την πιάσουν από το χέρι. Το πιο μικρό της φώναξε «Μαμά» κι εκείνη έτρεξε κοντά του. Το άγγιξε κι εκείνο ζήτησε την αγκαλιά της. Κι εκείνη την άνοιξε και το έβαλε μέσα. Και τα εκατό παιδιά έγιναν πενήντα γιατί το ένα χώρεσε μέσα στην αγκαλιά του άλλου.

Στο φως της μέρας ο κόσμος ήταν όλος νεκρός. Μόνη ζωντανή παρουσία αυτή κι οι εκατό μικρές ψυχές. Ένα παιδί με μάτια στο χρώμα του κάρβουνου και ολόμαυρα σγουρά μαλλιά την κοίταζε και, χωρίς να ακούσει καθόλου τον ήχο της φωνής του με τα αυτιά της, την άκουσε μέσα στην ψυχή της: «Είσαι η εκλεκτή, είσαι η μάνα».

Η θέση του κόκκινου ήλιου έδειχνε πως η ώρα ήταν οκτώ ακριβώς. Είχαν προχωρήσει αρκετά. Ο χρόνος και ο χώρος δεν τους φόβιζε. Τίποτα δεν τους έκανε να βιάζονται. Εκείνη προχωρούσε μπροστά. Το παιδί με τα μάτια στο χρώμα του κάρβουνου ξαναμίλησε «Πάντα εσύ θα πηγαίνεις μπροστά».

Τα παιδιά κουράστηκαν, τα πονεμένα από τον δρόμο πόδια τους σταμάτησαν να προχωρούν και λύγισαν. Ένα ποτάμι ήταν κοντά τους και όλα μαζί άρχισαν να γελούν, να βγάζουν τα ρούχα τους, να μπαίνουν μέσα στο ποτάμι και να πετούν νερό το ένα στο άλλο.

Πρώτη φορά τα ακολούθησε εκείνη. Ολόγυμνο άφησε το σώμα της να βυθιστεί στο νερό κι όταν αναδύθηκε στην επιφάνεια ένιωσε εξαγνισμένη από ό,τι μέχρι τότε είχε συμβεί. Σαν να ξαναγεννήθηκε, σαν το νερό να είχε γίνει η μήτρα που της έδωσε ζωή.

Γυναίκα, μητέρα, ιερή θεότητα με τα μικρά της παιδιά. Οι μόνοι που γλίτωσαν από την ολέθρια καταστροφή του γήινου κόσμου.

Μέσα στα μάτια των χαρούμενων παιδιών είδε τον κόσμο που θα έφτιαχναν μαζί από την αρχή. Έναν κόσμο που η ύπαρξη θα ήταν κυρίαρχη. Έναν κόσμο που το θηλυκό και το αρσενικό θα είχαν την ίδια αξία και ο πρώτος άγραφος κανόνας θα ήταν ο σεβασμός. Έναν κόσμο που η αρχέγονη φύση θα αναπτυσσόταν ελεύθερα. Έναν κόσμο γεμάτο αρμονία, κατανόηση, ενσυναίσθηση, ευαισθησία, έκφραση. Έναν κόσμο που θα υμνεί και θα τολμά τη διαφορετικότητα. Έναν κόσμο που θα ζούσε μόνο το τώρα απαλλαγμένο από λάθη και σωστά του παρελθόντος.

Κοίταξε τα εκατό παιδιά της, ολότελα ξένα το ένα με το άλλο, χωρίς δεσμούς αίματος. Τίποτα γονιδιακό δε τους ένωνε. Κοίταξε πάνω από τα μικρά τους κεφάλια, ένας κύκλος φωτεινός τα κάλυπτε. Κι όσο το φως δυνάμωνε τόσο το χαμόγελο γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Στον άχρονο χρόνο, ένας νέος αστέρας στο σύμπαν ξεκινούσε τη δική του τροχιά...


Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε