500words Halloween flash-fiction

Πρόλογος

    Πρότζεκτ 500 λέξεις (περίπου) για ένα διήγημα αστραπή με θέμα το Χάλογουιν. Την ιδέα πρότεινε ο καλός μου φίλος Ιωάννης Μπαχάς. Το σκέφτηκα, ρώτησα την Ελπίδα Πέτροβα και την Μαρία Καρμίρη και οι δύο μου είπαν "Πως μα, ναι, είναι μια ωραία ιδέα και είμαστε εδώ να σε στηρίξουμε!" Δεν το είπαν ταυτόχρονα, αλλά η καθεμία με τον δικό της τρόπο.

     Αφού πολέμησα με δράκους και βρυκόλακες, τις αϋπνίες από την αλλαγή της ώρας και τον ανάδρομο Ερμή, χα!, έκανα ένα κάλεσμα και ανταποκρίθηκαν δεκατέσσερα άτομα που φόρεσαν την Χαλογουιν στολή τους και έγραψαν μέσα σε κυριολεκτικά λίγες μέρες, υπέροχες ιστορίες. Επίσης, ένα ευχαριστώ στον Rafael Blackheart γιατί είχε μια ιδέα που έδωσε άλλη πνοή στο όλο εγχείρημα. Να συνδυάσουμε τις αναρτήσεις στην σελίδα με ένα μουσικό κομμάτι. Και ήταν πολύ επιτυχημένη ιδέα τελικά.

     Στις επόμενες σελίδες θα βρείτε ιστορίες τρομακτικές, μαγευτικές, λίγο ζόρικες, λίγο αστείες μα πάνω απ' όλα γραμμένες από φρέσκα, ανθρώπινα χέρια.
Καλή σας ανάγνωση.

Κρυστάλλη Κατερίνα


Μια ιστορία από τον Αλέξανδρο Ρασκόλνικ - Κακό Συναπάντημα

Η Αναχώρηση

     Είχε τακτοποιήσει τις υποθέσεις του και κοντοζύγωνε η ώρα να πάρει των ομματιών του. Οι χωριάτες του συνιστούσαν φορτικά, να προτιμήσει το ανηφορικό, κακοτράχαλο μονοπάτι, μέσα απ' τα βουνά. Από κει πηγαίνανε κι οι ίδιοι, όποτε κατεβαίνανε στην Καστροπολιτεία, τον προειδοποιούσαν χωρίς περισσότερες εξηγήσεις. Μόνο μια μισότυφλη, καμπούρα εσχατόγρια με τρεμουλιαστή φωνή, κάτι ακατανόητα λόγια του μουρμούριζε για νούφαρα, νεράιδες και κατάρες. Παρά τις ορμήνιες όλων, εκείνος διάλεξε το κατηφορικό καλντερίμι προς τη μεριά της λίμνης.

«Άθλιοι, αγροίκοι! Πώς να πάνε μπροστά με τέτοιες δοξασίες;», σφύριξε μέσα απ' τα δόντια του, καβάλα στο φαρί του. Μα δίνοντας τόπο στην οργή, έβαλε κάτι γέλια δυνατά, γάργαρα, και με τις φτέρνες χάιδεψε την κοιλιά της γοργοπόδαρης φοράδας του, που άνοιξε τον τριποδισμό της...


Η Διαδρομή

     Ιππεύοντας, γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά πίσω απ' την πλάτη του. Το καμπαναριό της εκκλησίας, μέσα στην αχλύ του λυκαυγούς, σαν να τον αποχαιρετούσε.

     Ακούς εκεί! Να κατασκοτώσει το άλογό του στα κατσάβραχα επειδή, τάχα μου, τ' αερικά καιροφυλαχτούν! Έδιωξε απ' το μυαλό του τις χωριάτικες δεισιδαιμονίες και τις αισχρές παραδοξολογίες της γριάς, καθώς ο ηλιάτορας, κραταιός, ξεμύτιζε μέσα απ' τη ροδόχρωμη γραμμή των ανέφελων οριζόντων. Πέρα απ' τις κορυφές μιας απέραντης, πράσινης θάλασσας από σημύδες που λικνίζονταν στο απαλό, πρωινό αεράκι, αχνοφαινόταν μια υποψία γαλάζιου· θα ήταν η στοιχειωμένη λίμνη που, μόνο στη σκέψη της, οι χωριάτες τα έκαναν επάνω τους. Εκεί λογάριαζε να περάσει τη νύχτα του, πριν συνεχίσει την πορεία του. Κάγχασε με την ανοησία του κοσμάκη.


Η Συνάντηση

     Σουρούπωνε γρήγορα, ίσως γρηγορότερα απ' ό,τι θα υπαγόρευε η τετράγωνη λογική του, μ' αυτός, μαγεμένος από την ανείπωτη ομορφιά του παραλίμνιου τοπίου, δεν έδινε σημασία. Ο φτωχούλης του Θεού, δεν είχε πάρει χαμπάρι το παραμικρό!

     Αίφνης, μια στιγμιαία οιμωγή, απόκοσμη, θρυμμάτισε την αρμονία των κελαηδημάτων και των θροΐσμάτων του δάσους. Τράβηξε τα γκέμια, έκπληκτος· το άμοιρο τετράποδο, πιότερο διαισθαντικό απ' τον φυρομυαλισμένο αφέντη του, χλιμίντρισε νευρόσπαστα, σα να διαμαρτυρόταν που καθυστερούσαν να απομακρυνθούν από κείνο το αλλόκοτο μέρος.

     Ξεπέζεψε, κι ούτε καν απόρησε από τη απότομη σιγαλιά που, σαν πένθιμο πέπλο, είχε κουκουλώσει την πλάση.

     Κάτω από μια κλαίουσα τροφαντή στην ακρολιμνιά, μέσα στα πυκνά βάτα, καθισμένη ανακούρκουδα, μια μαυροφορεμένη κυρά, λυσίκομη, με γυρισμένη την πλάτη, κάτι σαν αρχαία προσευχή σιγοψιθύριζε


Το Βίωμα του Τέλους

     Έλεγα να πλησιάσω πιο σιμά, να δω μην είχε καμιάν χρεία η άγνωστη, όταν σηκώθηκε απότομα ένας αγέρας παγωμένος, σφυριχτός. Τα νερά ανατρίχιασαν· μαζί κι εγώ, καθώς την είδα να ορθώνεται και να στρέφεται προς το μέρος μου. Τα μάτια της λαμπύριζαν μ' ένα φέγγος απόκοσμο. Ο άνεμος ανακάτευε τα μαλλιά της διαβολεμένα· μού μοιάζανε για φίδια αγριεμένα, έτοιμα να χιμήξουνε, να μου πιούνε την ψυχή. Όπως ερχότανε καταπάνω μου με μικρά, υπολογισμένα βήματα, σα να ξύπνησα από λήθαργο, συνειδητοποιώντας ότι ετούτη η μάγισσα ήταν αποφασισμένη να μου τελέψει τη ζωή. Έκανα να φύγω, μα τα ποδάρια μου δε μ' ακούγανε, λες κι ήτανε ριζωμένα.

     Η ομίχλη βρίθει από νούφαρα· ένα απ΄αυτά τώρα κι εγώ. Μακάρι να' χα ακούσει τους χωριάτες...

Υποσημείωση: μια αληθινή ιστορία σε τέσσερα επεισόδια των 121 λέξεων, ακριβώς.

Μια ιστορία από τον Αυγουστίνο Επεκείνα - Σκιάχτηκες;

     Οι άνθρωποι και οι σκιές είναι ένα. Δε διαφέρουν. Είναι οι δύο μορφές που παίρνει η ουσία αυτή που λέμε ανθρωπιά. Όταν ο άνθρωπος λιγώνεται, τελειώνει, σβήνει, πες το όπως θέλεις, γίνεται σκιά. Δε χάνεται. Ψάχνει τοίχο, βουνό, χώμα και ζει πια εκεί. Καμιά φορά αυτή η αλλαγή φαίνεται και πριν πεθάνει και τότε λέμε πως έγινε «σκιά του εαυτού του» -όταν γυρνάει κανείς από τον πόλεμο, όταν κάνει φυλακή και τέτοιες καταστάσεις.

     Μα γίνεται και το αντίστροφο. Κάποιες σκιές ξαναγίνονται άνθρωποι και αυτό είναι φρικτό. Να μάθεις, δηλαδή, ή να καταλάβεις πως κάποιος που γνωρίζεις πως πέθανε ήταν σκιά και ξαναζωντάνεψε. Και κυρίως το πώς το έκανε αυτό. Για να γίνει, πρέπει να «ρουφήξει» η σκιά του πεθαμένου άνθρωπο, για να «γεμίσει», να «παχύνει», κατά πως λένε.

     Καραδοκούν σε κάποιον τοίχο, συχνά σε κάποιο μέρος όπου έγινε φόνος -και είναι οι σκιές των δολοφόνων. Σε αρπάζουν χωρίς να το καταλάβεις και τότε απλά αγνοείσαι, χάνεσαι, εξαφανίζεσαι, σε ψάχνουν για καιρό αλλά δε θα σε βρουν ποτέ. Η σκιά θα σε ρούφηξε και μέστωσε, ανδρώθηκε, έγινε παχιά και είναι πια του δολοφόνου η ψυχή σε άλλο σώμα που σε φέρνει και λίγο.

     Γι' αυτό με βλέπεις να περπατάω μόνο όπου πέφτει ο ήλιος. Μόνο τη δικιά μου τη σκιά κουβαλάω. Αποφεύγω τώρα το καλοκαίρι τα σκιερά δρομάκια, ακόμη και τις ομπρέλες στην παραλία. Φέρε μου τώρα το αντηλιακό. Κάηκα. Τι έγινε; Σκιάχτηκες;

Μια ιστορία από τον Jean V. Noir - Μια παντοτινή νύχτα

     Δε θυμόμουν να είχα ξαναδεί από κοντά τέτοια πόρτα. Είχε στο κέντρο της ένα ρόπτρο. Και ήταν μάλιστα και σε σχήμα ματιού. Το μυαλό μου όμως πετούσε στα σύννεφα και δεν κοντοστάθηκα ούτε στιγμή. Μέσα, με περίμενε εκείνη...

     Είχαμε γνωριστεί την προηγούμενη βραδιά και είχαμε αγαπηθεί κεραυνοβόλα! Έπιασα προσεκτικά το μάτι-μπαλίτσα και χτύπησα απαλά την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε αργά από μόνη της. Από μέσα, ξεχύθηκε ένα βαρύ και μεθυστικό άρωμα. Πέταλα τριαντάφυλλου ήταν στρωμένα στο πάτωμα και οδηγούσαν κάπου. Τον χώρο πλημμύριζε ένα ημίφως σε τόνους κόκκινους. Σίγουρος πως τα πέταλα οδηγούν σε εκείνη, έκλεισα την πόρτα πίσω μου και ακολούθησα το ανθοστόλιστο μονοπάτι.

     Τελικά, οδηγούσε σε έναν καναπέ, σκεπασμένο με ένα μπορντό κάλυμμα. Ένα τραπεζάκι χαμηλό βρισκόταν ακριβώς μπροστά από τον καναπέ και είχε πάνω δύο ποτήρια γεμάτα με κάποιο οινοπνευματώδες ποτό. Με προσεκτικές κινήσεις, κάθισα στον καναπέ και άρχισα να πίνω το γλυκό ποτό. Απέναντί μου, το παράθυρο που κοιτούσε στον δρόμο, καλυμμένο από παχιές κουρτίνες.

     Απολάμβανα με λαιμαργία το ποτό μου όταν την ένιωσα να με πλησιάζει. Ακόμα δεν είμαι σίγουρος πώς, αφού δεν έκαναν θόρυβο τα βήματά της. Μου χάιδεψε το κεφάλι βυθίζοντας τα μεγάλα της νύχια μέσα στα μαλλιά μου. Όσο και να μου άρεσε αυτό, σηκώθηκα και πήγα προς το παράθυρο. Είχα αρχίσει βλέπεις να νιώθω όλο και περισσότερο ένα αίσθημα ασφυξίας.

     Πλησίασα και έκανα πέρα τις βελούδινες μπορντό κουρτίνες. Προσπάθησα να ανοίξω το παράθυρο, μα δεν άνοιγε όση δύναμη και να έβαζα. Και τότε είδα... Ξέρεις πολύ καλά τι αλλά ας μη χαλάσω την αφήγησή μου. Είδα ένα κοριτσάκι να με κοιτάζει από το απέναντι σπίτι. Ακόμα θυμάμαι το έντρομο βλέμμα του. Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού του και με κοιτούσε. Και η έκφρασή του γινόταν ένα με τα τρομακτικά στολίδια που κοσμούσαν την αυλή του. Αυτή η έκφραση ήταν πιο τρομακτική για μένα από όλες τις κολοκύθες με τη φάτσα του Τζακ που ήταν διάσπαρτες τριγύρω.

     Ένιωσα τον χρόνο να σταματάει - αστείο δε βρίσκεις; Τέλος πάντων συνεχίζω. Σαν όλα να είχαν σβηστεί από γύρω μου, είχα επικεντρωθεί στο πρόσωπο του κοριτσιού που τώρα κάτι έλεγε σε κάποιον. Πολύ σύντομα, είδα μια γυναίκα που λογικά πρέπει να ήταν η μητέρα του κοριτσιού να κοιτάζει προς το σπίτι. Μα τι της έλεγε; Προσπαθούσα μανιωδώς να καταλάβω. Είχα αρχίσει να νιώθω τον αέρα να λιγοστεύει όλο και πιο πολύ, αλλά συνέχιζα να προσπαθώ να καταλάβω αυτά τα λόγια σαν να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας μου.

     Όταν επιτέλους τα κατάλαβα, ανατρίχιασα ολόκληρος... «Θα τον σκοτώσει!». Γύρισα έντρομος το κεφάλι μου και είδα εκείνη με ένα αγαλματίδιο στο χέρι να με κοιτάζει με διαβολικό ύφος. «Ήρθε επιτέλους η σειρά μου να ελευθερωθώ» τα λόγια που μου είπε και μετά... σκοτάδι.

     Τελείωσα την αφήγηση, μικρή μου, ώρα να φεύγεις. Πλησιάζουν μεσάνυχτα και δεν πρέπει να σε βρουν εδώ. Ας υψώσουμε μόνο τα ποτήρια μας, για ακόμη μία φορά... για τη φιλία μας που κρατάει πλέον πάνω από εβδομήντα Halloween! Μικρή μου; Μ' ακούς;

Μια ιστορία από την Κασσάνδρα - Έρωτας στη γραμμή ΚΤΕΛ Νέα Μάκρη - Αθήνα

«Άγγελε, ήρθες στη ζωή μου τόσο ξαφνικά και τώρα θέλεις τι; Θέλεις να φύγεις; Μα γιατί; Τι σου έκανα; Από την πρώτη στιγμή που δουλέψαμε μαζί, κατάλαβα πως ήταν γραφτό μας. Ναι, ξέρω σε περνάω δεκαπέντε χρόνια αλλά και εσύ δεν μου το έκανες εύκολο. Παντρεμένος με τρία παιδιά και κάθε φορά που πήγαινα να σου κάνω μια νύξη, για εμάς, για εμένα, για μια τρίτη γυναίκα, να ονειροπολεις και να μου μιλάς για εκείνη και για τα μούλικα που είχατε μαζί.

»Δεν ξέρεις πόσο πολύ θύμωνα μαζί σου. Πόσο πολύ ένιωθα οργή αλλά και θλίψη. Ναι θλίψη! Είμαι μια γυναίκα πενηνταέξι ετών που ερωτεύτηκα έναν άντρα μικρότερο από εμένα. Μια γυναίκα της θρησκείας και της αγάπης. Και εσύ... Εσύ κατάφερες και τα γκρέμισες όλα αυτά! Δεν έχω ιδέα πως το κατάφερες καθισμένος πίσω από το τιμόνι ενός υπεραστικού λεωφορείου! Δεν ήταν αυτά τα γκρίζα μάτια που έκοβαν σαν ατσάλι, ούτε ο ερωτισμός από το γυμνασμένο σου κορμί, ήταν η φωνή σου και όλα όσα έλεγες.

Είχες τον τρόπο σου, μπαγάσα, είχες τον τρόπο σου να με δικάζεις και ταυτόχρονα να με εξυψώνεις στα ουράνια, μαζί με τους άλλους άγγελους! Τους Άγγελους του Κυρίου μας! Αχ, αυτή η βαθιά, αρσενική φωνή σου...Πόσες νύχτες είχα αναστατωθεί σκεπτόμενη πως αντί για εκείνη που εσύ θεωρούσες γυναίκα σου, έπαιρνες εμένα στην αγκαλιά σου και μου έλεγες τρυφερά λόγια και λόγια που θα έκαναν την οποιαδήποτε να κοκκινίσει! Αχ, Άγγελε!

»Θυμάμαι, μια φορά, είχες τσακωθεί μαζί με έναν αγενή επιβάτη! Ενώ του έκοψα κανονικά το εισιτήριο, τον χτύπησα κατά λάθος στο πρόσωπο με την μπανάνα που φορούσα στη μέση και άρχισε να με βρίζει. Είχε σηκωθεί κιόλας για να με χτυπήσει! Και εκεί... εκεί επενέβης εσύ, αγάπη μου, και τον πέταξες έξω! Δε σε ένοιαζε αν είχε πληρώσει εισιτήριο, αν σε κατήγγειλε, αν... αν ... αν... Σε ενδιέφερε μόνο να είμαι εγώ καλά, η Λία. Ήθελες να με προστατέψεις! Και πες μου... Αν δεν ήσουν και εσύ κρυφά ερωτευμένος μαζί μου, θα επενέβαινες; Δε νομίζω.

»Για αυτό στο λέω αγαπημένε μου... Εμείς οι δύο είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον! Γιατί; Γιατί δεν το βλέπεις; Α, ναι ξέχασα. Είναι που σου έβγαλα τα μάτια για να μην μπορείς να κοιτάξεις ποτέ ξανά καμία, παρά μόνο εμένα» είπε η Λία και φίλησε το κομμένο κεφάλι που στόλιζε το τραπέζι της κουζίνας της.

Ήπιε τρεις γερές γουλιές λευκό κρασί και φίλησε στα ματωμένα χείλη το κεφάλι του Άγγελου. «Στον έρωτα μας!» είπε δυνατά και ετοιμάστηκε για να πάει στον Εσπερινό. Ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει με τον πνευματικό της.

Μια ιστορία από την Κόρη της Αθηναΐς - Τα σχοινιά της κόλασης

     Μερικές φορές, θυμάμαι τη γιαγιά. Το αποφεύγω -η θύμισή της ξυπνά το συνειδητό και αρχίζω να βλέπω τους άσπρους τοίχους της κλίνης. Η γιαγιά ήταν όσο φυσιολογική θα μπορούσε να είναι μία γιαγιά του χωριού• της άρεσε να κάνει περιπάτους μέχρι την πλατεία, να μιλά με τις φίλες της στον απογευματινό καφέ και να μου αφηγείται χρωματιστά παραμυθιά για να κοιμηθώ.

     Οι ιστορίες της ήταν γλυκές και μέχρι τα δέκα μου, ήξερα όλα τα παραμύθια της σαν το χρώμα των ματιών της -λαδί με δύο πιτσιλιές κίτρινου. Είχε έναν κύκλο διήγησης που ξεκινούσε με το «Κοκοράκι» και τελείωνε με τον «Καλοκαιρινο αυλό».

     Όμως, το καλοκαίρι του '04, ο κύκλος της, για μόνο ένα βράδυ, έσπασε. Το «Κοκοράκι» δεν ήρθε ποτέ όταν η γιαγιά έκατσε στην κουνιστή καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Τα μάτια της φάνταζαν σκούρα στον αχνό φωτισμό της λάμπας του κομοδίνου -πιο σκούρα από ό,τι τα θυμόμουν. Είχε μπει στο δωμάτιο σαν μουδιασμένη και τότε την είχα παρομοιάσει με μαριονέτα, αλλά δεν είχε γελάσει. Έκατσε και, για λίγα λεπτά, κοιτούσε τον τοίχο αμίλητη, αγνοώντας τις ερωτήσεις μου.

     Τα γουρλωμένα μάτια της με κάρφωσαν και αναπήδησα. Το χαμόγελο της κωμικότητας δεν κούνησε ποτέ τα χείλια της και φόβος με γέμισε. Έμοιαζε πιο λευκή, πιο άρρωστη και οι μαύρες τρύπες των ματιών της φάνταζαν να μεγαλώνουν όσο με κοίταζε.

     Όταν μίλησε, ανατρίχιασα. Η φωνή της ήταν βραχιά, φλεματική κι όσο το ποίημα της ηχούσε στο παγωμένο δωμάτιο τόσο πιο απόκοσμη ακουγόταν.

«Πρώτη ήταν η Άφρα, κόρη της Μάγισσας Αστρίς,

και τελευταία η Άννα, κόρη της κομμώτριας Αλίς.

Η ονειροπαγίδα στα βάθη των αιώνων είναι ακριβής

και τη νεαρή, την παιδική σου την ψυχή ποτέ δε θα ξαναβρείς.

Στη μαύρη της κατάρα για πάντα θα κλειδωθείς,

τη δική της τη φυγή δεν υπάρχει λόγος να ευχηθείς.

Άνοιξε χέρια και μυαλό γιατί δε θα ζημειωθείς,

απ' το κακό που θα σε βρει, δε θα θες να λυτρωθείς.

Αδιάκοπα θα είναι σύντροφος αέναος και πόθος ευσεβής,

τη φλόγα που θα ρημάζει την καρδιά εσύ θα εξυμνείς.

Μπλέξου στα σχοινιά της, ξανά θα βαπτιστείς,

καινούριο όνομα θα πάρεις, κόρη της Αθηναΐς».

     Η καρδιά μου σφίχτηκε, οι λέξεις αντηχούσαν ξανά και ξανά στις παιδικές μου σκέψεις και τα όνειρα της νύχτας ήταν εφιάλτες με γλοιώδη σχοινιά και κόμπους και κύκλους μαγνητικούς που με τραβούσαν και μ' έσερναν στην πέτρα και μάτωνα και ούρλιαζα για βοήθεια, μα βοήθεια δεν ερχόταν και ένα μόνιμο βουητό αντικατέστησε τις λέξεις με βόμβους που αγρίευαν τη φύση και οι ρίζες έσκαγαν από το χώμα και μ' έγδερναν με νύχια και μ' έπνιγαν στην κοπριά, ενώ το σύμπαν γέλαγε και κάχαζε και καυχιόταν και μου έσπαζε τα τύμπανα, μέχρι που τ' αυτιά μου μάτωναν κι έβαφαν την άσπρη μου νυχτικιά.

     Όταν ξύπνησα, κράδαινα σφιχτά κάτι σκληρό. Είχε καμπύλες και σχοινιά και φτερά που κρέμονταν νωχελικά. Η μαύρη ονειροπαγίδα ήταν κρύα σαν τον πάγο, τόσο απόκοσμη όσο κι εκείνη η φωνή που είχε μιλήσει μέσα απ' τη γιαγιά. Την πέταξα στο πάτωμα, την κλώτσησα και προσπάθησα να τη σπάσω, κλαίγοντας από φόβο που, με τις νύχτες, έγινε τρόμος.

     Τρόμος γιατί κάθε βράδυ το μυαλό βουτούσε στην άβυσσο και πνιγόταν στα βασανιστήριά μου, στα ουρλιαχτά και τους λυγμούς μου, στην απόγνωση και τη σκοτεινιά. Τρόμος γιατί κάθε που ξυπνούσα...ήθελα να ξανακοιμηθώ. Τρόμος γιατί η κόλαση του εφιάλτη ήταν η μόνη που μ' έκανε να νιώθω πια. Δεν ένιωθα παρά μόνο όταν τα μάτια μου έλιωναν κι η υπαρξή μου κομματιαζόταν. Τρόμος γιατί ο εθισμός ήταν άρρωστος και δαιμονικός, τρόμος όταν ήμουν ξύπνια και αηδιαστική αγαλλίαση όταν κοιμόμουν.

     Η ονειροπαγίδα κρέμεται πάνω απ' το κρεβάτι μου. Οι φροντιστές δεν ήξεραν πώς βρέθηκε εκεί, όμως την άφησαν όταν τους παρακάλεσα με δάκρυα και απελπισία. Χαμογελώ και λίγο πριν με πάρει ο ύπνος σιγοτραγουδώ «Πρώτη ήταν η Άφρα, κόρη της Μάγισσας Αστρίς, και τελευταία η Αγνή, κόρη της καθηγήτριας Αθηναΐς».

Μια ιστορία από τη Ladycrow - 30 σπόρια κολοκύθας

Σάββατο 31 Οκτωβρίου ...κάποιου έτους.

     Το καράβι μπήκε στο λιμάνι κατά τις 12. Στη μία, είχε ήδη παρκάρει το νοικιασμένο αμάξι του, στον δρόμο έξω από το χωριό .

     Το κλειδί βρισκόταν κάτω από τη γλάστρα με τις γαρδένιες σύμφωνα με το μήνυμα του ιδιοκτήτη. Άνοιξε τα παράθυρα και το ψηλοτάβανο δωμάτιο πλημμύρισε από κυκλαδίτικο φως. Στο τραπέζι της κουζίνας, ένα καραφάκι ρακή, τρεις γλυκές τυρόπιτες και ένα κουτί λουκούμια για το καλωσόρισμα.

     Τακτοποίησε τα λιγοστά του πράγματα.

     Το χωριό βρισκόταν κατά μήκος μιας ρεματιάς στον κάμπο του νησιού, δεν είχε καθόλου θέα στο Αιγαίο, είχε όμως όμορφα μποστάνια φυτεμένα με λογής κηπευτικά, φραγκοσυκιές που φύτρωναν δίπλα στις πεζούλες, χτισμένες με την τεχνική της ξερολιθιάς. Ησυχία...Ησυχία -αυτό που χρειάζονταν πιο πολύ από όλα για να ξεκινήσει το νέο του βιβλίου μυστηρίου- και κυρίως γειτόνευε με το χωριό φάντασμα του νησιού, που ο θρύλος έλεγε πως οι κάτοικοι του εξαφανίστηκαν μέσα σε μια νύχτα πριν από πάρα πολλά χρόνια -το οποίο και σκόπευε να επισκεφθεί άμεσα.

     Φόρεσε τα αθλητικά του και ξεκίνησε.

     Κάπου ανάμεσα σε πέτρες, χώματα και αγκάθια, έπεσε στην αντίληψη του ένα σκουριασμένο μεταλλικό κουτί. Το άνοιξε με ενθουσιασμό. Περιείχε τριάντα σπόρια κολοκύθας. Και ένα κιτρινισμένο χαρτί με έναν παράξενο στίχο: «Σκάψε τη γη σαν σταυρό. Όταν το φεγγάρι γεμίσει, θα έρθω να σε βρω».

     Η χαρά του δεν περιγραφόταν! Πήρε το κουτί και γύρισε τρέχοντας σπίτι. Φύτεψε τα σπόρια στον κήπο του σε σχήμα σταυρού και άρχισε να πληκτρολογεί μανιωδώς στον φορητό υπολογιστή του. Τι τύχη ήταν αυτή! Τι τρομερή έμπνευση του είχε μόλις δοθεί.

     Δεν είχε βρεθεί τυχαία εκεί, το νησί, τα παλιά χρόνια, έβριθε δεισιδαιμονιών και τρομακτικών ιστοριών με απόκοσμα πλάσματα, δαιμόνια, νύμφες και ανεξήγητα φαινόμενα

     Σκοτείνιασε και συνέχισε να γράφει με μοναδικό φως στο δωμάτιο την οθόνη του υπολογιστή του. Από το παράθυρο του, φάνηκε η πανσέληνος που ανέτελλε πάνω από τα βουνά.

     Καλοκαίρι του ιδίου έτους.

     Η Ίνκα και ο Όλαφ έπαιζαν ανέμελα ανάμεσα στα χαλάσματα του έρημου χωριού. Οι γονείς τους έβγαζαν φωτογραφίες στην κοντινή εκκλησία. Τα παιδιά πλησίασαν τους γονείς τους κρατώντας ένα μεταλλικό κουτί που περιείχε 31 σπόρια κολοκύθας και ένα χαρτί με λέξεις από μια γλώσσα που τους ήταν άγνωστη.

Μια ιστορία από τον Lews Therin Telamon (The morning lord) - Η μασέλα

     Ο μεγαλύτερος φόβος για τους περισσότερους ανθρώπους είναι αυτός του θανάτου. Του αναπόφευκτου. Του οριστικού. Κι όμως εγώ όχι μόνο τον καλωσορίζω. Τον εύχομαι γιατί θα είναι μια λύτρωση. Μια λύτρωση μέσα στη φυλακή μου. Στην οποία δεσμοφύλακας και κλειδοκράτορας είναι η ίδια μου η κόρη.

     Όταν αρρώστησα, η κόρη μου με έφερε στο νοσοκομείο. Οι αναμνήσεις είναι συγκεχυμένες, ήμουν χάλια και τα πάντα μπερδεύονταν στο μυαλό μου. Γριά γυναίκα, τι να περιμένει κανείς; Έπεσαν όλοι πάνω μου και μέσα σε λίγες μέρες συνήλθα. Μπορούσα ακόμα και να πατήσω στα πόδια μου, να πάω μια τουαλέτα.

     Τότε άρχισε. Άκουγα την κόρη μου να ουρλιάζει έξω από τον θάλαμο ότι δεν ήμουν καλά και ότι οι γιατροί θα ήταν εγκληματίες αν μου έδιναν εξιτήριο. Απειλούσε θεούς και δαίμονες. Μηνύσεις, αστυνομίες. Πήρε τηλέφωνο και κάτι δημοσιογράφους και έναν πολιτικό. Κάποια ιστοσελίδα έγραψε για το γεγονός και αυτή φρόντισε να το φωτοτυπήσει και να το κραδαίνει στα μούτρα του κάθε γιατρού που ισχυριζόταν ότι ήμουν καλά.

     Ο διευθυντής της κλινικής, πολύ ευγενικός, στην αρχή επέμενε, αλλά είχε τη φωλιά του χεσμένη. Η κόρη μου, σαν καρχαρίας που μυρίζεται αίμα, το κατάλαβε και αύξησε τις πιέσεις. Έτσι, συνέχισα να νοσηλεύομαι. Μέρες, μήνες. Χρόνια. Κάθε μέρα μου τρυπάνε τα χέρια για να μου πάρουν αίμα για εξετάσεις. Αυτές σε γενικές γραμμές είναι καλές, αλλά πάντα κάτι είναι πάνω ή κάτω από τα όρια, οπότε αυτή, είτε απειλώντας είτε εκλιπαρώντας καταφέρνει να με κρατήσει μέσα.

     Με χτυπάει κιόλας για να δείχνω καταβεβλημένη. Πριν έξι μήνες, δε δίστασε να μου σπάσει το χέρι. Ισχυρίστηκε ότι πήγα να φύγω και έπεσα. Φυσικά, κατηγόρησε το νοσοκομείο ακόμα και για αυτό. Όλοι φοβούνται τη θεσούλα τους, τη δημοσιότητα και τους πολιτικούς και το αφήνουν έτσι. Χρόνισε η κατάσταση.

     Είμαι κλεισμένη σε έναν θάλαμο δίκλινο. Στο δίπλα κρεβάτι, κοιμάται αυτή. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι ξενοίκιασε το σπίτι μας και ότι πούλησε τα έπιπλα. Όσο είμαι καλή, με φροντίζει και με ταΐζει. Με πλένει, με ξεσκατώνει. Ο μόνος φόβος της είναι το εξιτήριο. Μη βρεθεί κάποιος που σκεφτεί ότι είμαι καλά. Αλλά όλοι σκέφτονται ότι αφού δεν κατάφεραν να με διώξουν οι προηγούμενοι, γιατί να ασχοληθούν αυτοί;

     Είναι μέρες που έχει δεμένα τα χέρια μου στο κρεβάτι με επιδέσμους. Περιορισμός για να μην κάνω κακό στον εαυτό μου. Όταν η σπίθα της επανάστασης ανάβει μέσα μου. Το μετανιώνω. Με κάνει να πονάω. Μα πιο πολύ αυτό που με εξοργίζει και συνάμα με τρομοκρατεί είναι το συγκαταβατικό χαμόγελό της.

     Για να το παίξει καλή κόρη, μου έφερε και καινούργια μασέλα. Απείλησε έναν οδοντίατρο ότι δήθεν δεν μπορώ να φάω και ήρθε ο άνθρωπος, με μέτρησε και να σου τα καινούρια δόντια.

     Το συλλογιζόμουν μέρες και τελικά το έκανα την τελευταία μέρα του Οκτώβρη. Έκοψα τα δάχτυλά μου με την ίδια μου τη μασέλα. Αυτή ούρλιαζε. Έπεσαν όλοι πάνω μου, μα ένας ήρεμος γιατρός τους παραμέρισε.

     Εξήγησε σε όλους ότι είμαι ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο και ότι θα λάβω καλύτερη φροντίδα σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα που ειδικεύεται στις παθήσεις του πνεύματος. Είχε έτοιμα και τα χαρτιά της διακομιδής. Δεν έδωσε καμία σημασία στις απειλές της.

     Πριν φύγει, μου ψιθύρισε ότι εκεί που θα με πήγαιναν, λόγω covid, απαγορευόταν το επισκεπτήριο. Επιτέλους, ελευθερία.

Μια ιστορία από τον Menthys - Το Παιδί

     Η γυναίκα ούρλιαζε• ο τροχός γύριζε. Το έμβλημα στο στήθος της στραπατσαρίστηκε.

«Θα το χάσεις το παιδί έτσι» την προειδοποίησε η Αυτοκράτειρα.

«Κι άλλο!».

«Όπως αγαπάς».

     Ο τροχός γύρισε ξανά· οι γάμπες της πέτρωσαν, τα λαγγόνια σφίχτηκαν· κοίταξε το στήθος της• όχι ακόμα.

«Κι άλλο!».

     Σχοινί, σάρκα και μέταλλο υπάκουσαν. H γυναίκα ούρλιαξε• ένιωσε τη δισδιάστατη καρδιά της να κάμπτεται. Κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο. Το χέρι ήρθε προς το στήθος- δεν έφτανε. Με μια απότομη κίνηση, ο φρουρός το έσπασε. Τώρα έφτανε στο στήθος της. Άγγιξε το σύμβολο. Υπολόγισε τη φασματική γεωμετρία. Ναι, ήταν έτοιμη τώρα. Έγνεψε καταφατικά.

     Η Αυτοκράτειρα με τη σειρά της έγνεψε στον φρουρό -δεν ήταν σαν αυτούς, μπορούσε να σηκώσει με ευκολία το μεταλλικό όπλο.

«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε για τελευταία φορά.

«Καν' το!».

     Η λεπίδα έπεσε με δύναμη, και η γυναίκα κόπηκε στα δύο. Η λεπίδα υψώθηκε ξανά και την τεμάχισε στα τέσσερα. Ο φρουρός σήκωσε τα λεπτά της κομμάτια και τα τοποθέτησε διαφορετικά• το στήθος της γυναίκας σχημάτιζε τώρα ένα άλλο σύμβολο.

«Σπρώξε!» φώναξε η Αυτοκράτειρα θριαμβευτικά, και τα τέσσερα κομμάτια της γυναίκας σφίχτηκαν, ενώθηκαν ξανά και τα κομμάτια μιας νέας μορφής ξεπήδησαν από το στόμα, τον κόλπο, το στήθος της.

     Η γυναίκα ανασηκώθηκε και προσπάθησε να συναρμολογήσει τα κομμάτια. Όχι, όχι έτσι. Τους ξανα-άλλαξε θέση. Τίποτα. Ξανά. Μα τα κομμάτια έμεναν ακίνητα, χωρίς ζωή. Γι' αυτό σε έχασα; Έκλαψε για τον εραστή της και τα δάκρυα της έπεσαν πάνω στα κομμάτια του μωρού -και το στραπατσαρισμένο έμβλημά στο στήθος της άστραψε! Το ίδιο και τα κομμάτια του μωρού. «Αλλοίωσέ τα κιόλας» ψιθύρισε η Αυτοκράτειρα συνεπαρμένη, καθώς η γυναίκα αλλοίωσε με τη σκέψη της τα χαρακτηριστικά του μωρού.

     Ένα χέρι και ένα πόδι ενώθηκαν ως άνω άκρα -λευκή λάμψη- δύο γαλανά του ωκεανού μάτια απέκτησαν χρυσούς ήλιους στο κέντρο της ίριδας. Ένα δεύτερο χέρι μεγάλωσε σαν τον κορμό ενός δέντρου και έβγαλε τρεις μικροσκοπικές ρίζες• τα γεννητικά όργανα του παιδιού έλαμψαν στην γυαλιστερή πλάτη του -σαν λεπίδες; Όχι, ήταν λεπίδες.

«Πάρε τον» είπε η Αυτοκράτειρα, «όσο πιο καλά τα καταφέρεις απόψε, τόσο πιο δυνατός θα γίνει -θα γίνουμε».

     Η γυναίκα έγνεψε. Σήκωσε το μωρό στην αγκαλιά και ένα πόδι χάιδεψε τα μαλλιά της. Αμέσως, βρέθηκαν σε ένα άλλο βασίλειο. Η γυναίκα χτύπησε την πρώτη πόρτα-δεν είχε σημασία αν ήταν θνητοί ή μάγισσες ή κάτι άλλο -από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει. Το μωρό χτύπησε την πόρτα με το κορμοπόδι του. Αμέσως, η πόρτα άνοιξε.

«Δικαιοσύνη!» είπε μια γνώριμη φωνή. «Τα κατάφερες!».

     Η γυναίκα δε μίλησε. Το χέρι και το πόδι του μωρού πρότειναν τον σάκο. Με μια φωνή που θύμιζε βράχια που τα διαπερνούσε η θάλασσα, το μωρό είπε: «Φάρσα ή Κέρασμα;».

«Κέρασμα, αγόρι μου όμορφο». Η Δικαιοσύνη ανατρίχιασε·ήξερε τι θα έβλεπε, αλλά...

     Ένα χέρι πρότεινε τα τραπουλόχαρτα και τα έτριψε πάνω στα γεννητικά όργανα του μωρού που τα έκοβαν σε όλο και μικρότερα κομμάτια, που έπεφταν μέσα στον σάκο σαν αστερόσκονη.

«Καλή τύχη» της είπε η μάγισσα, η μητέρα του.

     Η Δικαιοσύνη προχώρησε στο επόμενο σπίτι. Χτύπησε. Η πόρτα άνοιξε. «Φάρσα ή κέρασμα;» είπε το μωρό. Οι άνθρωποι στρίγγλιξαν και τα κεράσματα έπεσαν από τα χέρια τους. Η Δικαιοσύνη ένιωσε τον σάκο να λάμπει, τη σκόνη να ενώνεται: λίγα σπίτια ακόμα και ο γιος της θα γινόταν τραπουλόχαρτο σαν εκείνη -ένα πανίσχυρο τραπουλόχαρτο. Με τη δύναμη της Δικαιοσύνης -και ενός μάγου ανθρώπου, του εραστή της.

Μια ιστορία από τη Νίκη ΚΑΡ.Π.Α. - Χαρακτικά

     Ξύπνησα αργά και κατέβηκα τη σκάλα με βήματα βαριά. Τα αυτιά μου βούιζαν από τη μουσική των ενυπνίων και δεν άκουγα τα τριξίματα και τους πόνους της. Αν ήταν όλα ζωντανά μέσα στο σπίτι, σκάλα, πόρτες, παράθυρα, νεροχύτης και νιπτήρες θα τα σκότωνα για να επιστρέψω στο κρεβάτι χωρίς να ακούσω το παραμικρό από διαμαρτυρίες και κραυγές. Και αιτία θα ήταν αυτό το βουητό στ' αυτιά.

     Το ψηφιακό ρολόι δείχνει 11:35, στο παράθυρο το φως του ήλιου είναι δυνατό.

     Μπαίνω στη μικρή τουαλέτα του ισογείου, απλά βρέχω τη λεκάνη και τα πλακάκια, και πάλι χωρίς να υπολογίσω τις διαμαρτυρίες τους, βγαίνω και σωριάζομαι στο πλάι του τραπεζιού με την πλάτη της καρέκλας να ακουμπάει στον τοίχο, εκεί που το ξύλο έχει αφήσει ένα μακρόστενο σημάδι. Στο τραπέζι δίπλα μου η συσκευή του ασύρματου τηλεφώνου και η πρωινή εφημερίδα.

     Ακίνητος για λίγη ώρα στην καρέκλα, τα μαλλιά πετάνε, μάγουλα πρησμένα και μάτια μισόκλειστα, γεμάτα τσίμπλες. Αρχίζω ν' ακούω πρώτα τον θόρυβο του ψυγείου -που σίγουρα είναι ζωντανό- και έπειτα μακρινή κυκλοφορία αυτοκινήτων, μηχανές και το διπλανό γιαπί. Το τηλέφωνο αρχίζει να χτυπά εκκωφαντικά, πονάνε τ' αυτιά μου. Ένα, δύο κουδουνίσματα, το σηκώνω μουδιασμένα και μου μιλάει.

«Μήνυμα από την υπηρεσία πρωινής αφύπνισης. Σας γνωστοποιούμε ότι έχει τελειώσει ο καφές και τα κουλουράκια! Θα ζήσετε έναν εφιάλτη...».

     Στην κουζίνα, μπαίνει ένα λιπόσαρκο αγόρι, ξυπόλητο με ρούχα που έχουν να φορεθούν εδώ από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Μόνο ψαράδικο παντελόνι με μαζεμένα τα μπατζάκια στις γάμπες και κοντό γιλεκάκι ξεκούμπωτο με κεντήματα και μικρές τσέπες. Στο κεφάλι φοράει φέσι φθαρμένο, στραβά, με ξέπλεκη φούντα και κρατά ένα στρογγυλό μπακιρένιο δίσκο που γυαλίζει. Τα χρώματα των ρούχων του είναι λες και τυπώθηκαν πάνω σε χαρτί εκτυπωτή inkjet, στο πρόσωπο, στα χέρια, στην κοιλιά και το στήθος γραμμές και σπείρες μαύρες αλλάζουν πάχη μεταξύ τους λες και έχουν γίνει από καλλιγραφική πένα.

     Πάνω στον δίσκο, ένα χάλκινο μπρίκι που αχνίζει. Μου αφήνει το φλιτζανάκι μπροστά μου και αδειάζει από πάνω τον καφέ να κάνει φουσκάλες.

«Πωωωω! Μάτια που σας βλέπουν» ακούγεται μια φωνή από το πουθενά.

     Εμφανίζεται μια κοπέλα μαύρη αλλά μαύρη σαν μελάνη σινική, ολόγυμνη, με πιασμένα κότσο τα μαλλιά που κρατάει σφιχτά ανάμεσα στα στήθη της ένα μπουκέτο λουλούδια μαύρα. Τη διακρίνεις από γραμμές που η μελάνη λείπει και που τη σχηματίζουν, παρόμοια με τ' αγόρι, τα πάχη τους που διακυμαίνονται και οι απολήξεις τους που λεπταίνουν, οι καμπύλες και οι ευθείες την «ντύνουν» με μια αόρατη πανοπλία.

     Αρχίζουν να χορεύουν και να ερωτοτροπούν πιασμένοι με το ένα χέρι, στο άλλο κρατούν, το αγόρι, τον δίσκο στον αέρα και, η κοπέλα, τα μαύρα λουλούδια στην πλάτη του καβαλιέρου της. Πίνω μια γερή γουλιά απ' τον καφέ και αναζητώ αμέσως κάτι να με γλυκάνει, έστω ένα ποτήρι νερό παγωμένο, κάτι. Και ξαφνικά θυμάμαι.

«Σας θυμάμαι!» ουρλιάζω «Βγήκατε από τα κάδρα! Πώς; Πώς τολμάτε;!». Τρέχω στο σαλόνι και ψάχνω με τη ματιά στον τοίχο, απ' τα κάδρα λείπουν οι φιγούρες «Καραγκιόζηδες! Καραγκιόζηδες!». Ζαλίζομαι, γυρίζω γύρω απ' τον εαυτό μου μια στροφή και πέφτω στα μάρμαρα.

      Η κοπέλα έχει κολλήσει τα χείλη της στο πεσμένο κορμί του, του φυσάει ζωή και μετά από κάθε πνοή μετρά και σταματά, τον ξαναφιλά, ενώ το αγόρι με τα χέρια ενωμένα σε μια γροθιά του πιέζει τότε ρυθμικά το στήθος. Η ώρα περνά.... Έχει μόλις νυχτώσει κι ακούγεται το κουδούνι.... Φωνές παιδιών απ' έξω ρωτούν «Trick or Treating mister?».

Υποσημείωση: [το διήγημα αναφέρεται σε δυο χαρακτικά του Τάσσου Αλεβίζου.

Μια ιστορία από τον Rafael Blackheart - Γκοστ Στόρι

     Όπως κάθε βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι του, έτσι και απόψε πριν περάσει την πόρτα, στάθηκε για λίγο κάτω από το θολό φως της κολώνας. Η κίνηση στον δρόμο ήταν λιγοστή. Άναψε ένα τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό προς τον καθαρό ουρανό, σαν ανάθημα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του και φαντάστηκε ότι ο δρόμος ήταν γεμάτος από κόσμο που πηγαινοερχόταν. Από τα λαμπερά αυτοκίνητα που είχαν μποτιλιαριστεί στην κεντρική λεωφόρο. Άκουσε τη μουσική και φαντάστηκε ότι δεν ήταν μόνος.

     Άνοιξε τα μάτια του, με ένα χαμόγελο ικανοποίησης που θα έσβηνε την επόμενη στιγμή, μαζί με την εικόνα που είχε δημιουργήσει η φαντασία του και είδε δύο κοπέλες που περπατούσαν βιαστικά προς το μέρος του. Περίμενε τη στιγμή που θα ξεθώριαζαν, αλλά εκείνες έφτασαν τόσο κοντά του που μπορούσε να μυρίσει τη ζωή που κυλούσε μέσα τους.

«Συγνώμη κύριε». Ήταν όμορφο να σου μιλάνε. "..έχει νυχτώσει και η αλήθεια είναι ότι φοβόμαστε λιγάκι. Θα μπορούσαμε να διασχίσουμε μαζί το νεκροταφείο;». Εκείνος χαμογέλασε. Πέταξε το τσιγάρο στο ρείθρο και το πάτησε.

«Μα βέβαια ..» είπε καλοσυνάτα. «Είναι φυσιολογικό να φοβάστε. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και σε εμένα,όταν ήμουν ζωντανός». «Σκατά» σκέφτηκε βλέποντας τα κορίτσια να τρέχουν το κατοστάρι σε επτά δευτερόλεπτα. «Πάντα το ίδιο λάθος».

     Κατόπιν έψαξε το πακέτο με τα τσιγάρα για να διαπιστώσει ότι ήταν άδειο. Βρίζοντας την τύχη του, πέρασε την πόρτα του νεκροταφείου.

Μια ιστορία από τον Sweeney Dom - H κατάρα του Halloween

     Το ρολόι χτύπησε 01.00. Ο Νίκος άναψε βαριεστημένα το τελευταίο του τσιγάρο. Ο Ηλίας τον κοίταξε με απορία.

«Κι άλλο θα καπνίσεις; Άντε μην αργείς, θα έχει ανέβει πια το τελευταίο επεισόδιο του GNTM στη web-tv. Και σήμερα είμαι σίγουρος πως θα αποχωρήσει ο γύπας! Ε, καιρός είναι!». Ο Νίκος του απάντησε θυμωμένα: «Άσε ρε που θα δω αυτή τη βλακεία!».

     Ο Ηλίας ανακάθισε στην καρέκλα του και σούφρωσε τα φρύδια του απογοητευμένος. Έξαφνα, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε, μέσα από το σπίτι.

«Θα μπήκε το βρωμόγατο, ο Μπάτμαν» γκρίνιαξε ο Νίκος. Πριν καλά καλά προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, έπεσε απόλυτο σκοτάδι.

«Τι έγινε ρε;» φώναξε τρομαγμένος ο Ηλίας.

«Δεν ξέρω, καμιά διακοπή μάλλον» απάντησε αδιάφορα ο Νίκος.

     Τότε, ακόμα ένας κρότος ακούστηκε από το σπίτι και ύστερα βαριά βήματα.

«Ρε, κάποιος είναι μέσα. Πήγαινε να δεις». Ο Ηλίας ήταν πια κάθιδρος από τον φόβο του.

«Άσε με μωρέ, σου λέω ο γάτος θα είναι». Ο Νίκος δε σήκωνε κουβέντα.

«Καλά, καλά. Μήπως να πήγαινες να φέρεις κανένα κερί;» άλλαξε το θέμα της συζήτησης ο Ηλίας.

«Έχω κάτι καλύτερο! Την κολοκύθα που μου έφερε το ζευγαράκι του καλοκαιριού» χαμογέλασε σαρδόνια ο Νίκος κι έκανε να σηκωθεί.

Και τότε...Η βεράντα φώτισε..

     Μπροστά τους, στεκόταν ένα πλάσμα με σκισμένα ρούχα, σαν αυτά που φορούν τα σκιάχτρα, και έχοντας για κεφάλι, αναμμένη, την περίφημη κολοκύθα που του είχαν κάνει δώρο.

«Ήρθες εδώ για να μας πεις κολοκυθιάτικα κάλαντα;» του αποκρίθηκε ατάραχα ο Νίκος.

     Το πλάσμα τον αγνόησε επιδεικτικά και στράφηκε προς τον Ηλία.

«Επιτέλους σας βρίσκω εξοχότατε!» του είπε με μια πνιχτή φωνή, που ήταν λες και έβγαινε από τάφο.

«Ποιος είσαι; Ή μάλλον τι είσαι;» ψέλλισε μέσα από τα δόντια του ο Ηλίας.

«Είμαι ο αρχηγός του στρατού σας, εκλαμπρότατε! Μα καλά, δε θυμάστε τίποτα;» συνέχισε με την ίδια απόκοσμη φωνή το πλάσμα.

«Ρε, το ζευγαράκι σε έβαλε να να μας κάνεις πλάκα;» γρύλισε θυμωμένα ο Νίκος.

     Ο κολοκυθοκέφαλος και πάλι δεν του έδωσε σημασία.

«Ελάτε μαζί μου μεγαλειότατε. Σας περιμένουν για να ξεκινήσει η γιορτή» σχεδόν πρόσταξε τον Ηλία.

«Μα εγώ δεν...» προσπάθησε να αποφύγει την πρόσκληση ο Ηλίας.

«Ρε, δεν πας στο διάολο, λέω εγώ, που ήρθες εδώ βραδιάτικα να μας δουλέψεις; Αφού το Halloween είναι παραμυθάκια για μικρά παιδιά!».

     Τότε, το πλάσμα έβγαλε με μια απότομη κίνηση το κεφάλι του και το φόρεσε στον Ηλία. Ο Ηλίας έβγαλε μια κραυγή τρόμου και ύστερα παρέμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα. Μέχρι που...

«Εσύ, άπιστε, τολμάς να αμφισβητείς το Halloween;» είπε με βροντερή φωνή στον Νίκο.

«Κι εσύ στο κόλπο, ρε Ηλία;» μουρμούρισε απογοητευμένος ο Νίκος.

     Εκείνη τη στιγμή, το πλάσμα, που τόση ώρα καθόταν ακίνητο -και ακέφαλο φυσικά- έπιασε τον Νίκο από τα χέρια και τον ακινητοποίησε.

«Θα κόψετε, μωρέ, τις βλακείες καμιά φορά;» ήταν το μόνο που πρόφτασε να πει ο Νίκος. Την αμέσως επόμενη στιγμή, ο Ηλίας-pumpkin, όρμησε πάνω του και άρχισε να τον κατασπαράζει. Σε πολύ λίγο, όλα είχαν τελειώσει...

     Ο Ηλίας-pumpkin καθάρισε το στόμα του από τα αίματα, έφτυσε κι ένα κοκαλάκι που του είχε κολλήσει στο δόντι και γύρισε προς τον ακέφαλο υπήκοό του.

«Πιστό μου σκυλί, ήρθε τώρα η ώρα να επισκεφθούμε και το ζευγαράκι που τόλμησε να κοροϊδέψει το Halloween με αυτή τη γελοία κολοκύθα.» τον διέταξε.

     Το πλάσμα χοροπήδησε χαρούμενο και στάθηκε από πίσω του. Με βήμα στρατιωτικό, κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του ζευγαριού. Το τι έγινε εκεί, είναι μια άλλη ιστορία, που δεν είναι της παρούσης! Μπορεί μια μέρα να σας τη διηγηθώ, αν έχετε επιβιώσει από την κατάρα του Halloween...

Μια ιστορία από την Trinity - Οικογένεια Σάλοου

     Ο καθηγητής Κερκ δίπλωσε την εφημερίδα του εκνευρισμένος. Από το πρωί, οι καινούριοι γείτονές, η οικογένεια Σάλοου, παλούκωναν μάγισσες, σκελετούς και αποκρουστικές κολοκύθες στον κήπο για το Χάλογουιν. Του είχαν σπάσει τα νεύρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τόση φασαρία για μια τόσο χαζή γιορτή. Εκείνος ποτέ δε συμμετείχε, ούτε γλυκά, ούτε στολισμοί, ούτε ενδυμασίες. Ευτυχώς ζούσε μόνος. 

     Κοίταξε από το παράθυρο. Πυρετώδεις ετοιμασίες παντού στη γειτονιά. Ο κήπος όμως των Σάλοου ξεχώριζε. Βγήκε από το σπίτι με την προοπτική να τους κάνει παρατήρηση για τον θόρυβο, συνάντησε όμως μπροστά του την Άντζελα Σέφιλντ. Ο άντρας αγνοούνταν εδώ και μια βδομάδα, συμβάν πολύ περίεργο για την ήσυχη περιοχή στην οποία έμεναν.

«Καλησπέρα, Κα. Σέφιλντ. Πώς είστε;»

«Πώς να είμαι. Πηγαίνω στην αδερφή μου, ξέρετε, που μένει εδώ πιο κοντά για να μην είμαι μόνη».

«Ναι βέβαια, καταλαβαίνω. Κουράγιο».
     Η κυρία Σέφιλντ απομακρύνθηκε με κατεβασμένο το κεφάλι, κατάχλωμη και ντυμένη με πυτζάμες. Για φάντασμα του Χάλογουιν ό,τι πρέπει είναι, σκέφτηκε ο καθηγητής Κερκ, αλλά το μετάνιωσε αμέσως.

     Πέρασε τον δρόμο μέχρι τον κήπο των Σάλοου κι εκεί κοντοστάθηκε. Μια ανατριχίλα σκαρφάλωσε στη ραχοκοκαλιά του μέχρι που τυλίχθηκε στον λαιμό και τον έπνιξε. Ανάμεσα στις φρικτές φιγούρες τεράτων που βρίσκονταν σκόρπιες διέκρινε κι ανθρώπινα κεφάλια, που έμοιαζαν ταριχευμένα, με ορθάνοιχτο στόμα και δύο μαύρες τρύπες για μάτια. Μόρφασε αηδιασμένος. Αναρωτήθηκε τι ευχαρίστηση μπορεί να έχουν αυτού του είδους οι στολισμοί. Αν και ένα κεφάλι νόμισε ότι κάπου το είχε ξαναδεί.

«Κύριε καθηγητά; Τι ευχάριστη έκπληξη» τον ξύπνησε η βροντερή φωνή του κυρίου Σάλοου. «Πώς κι από δω;».

«Κάνετε πάρα πολλή φασαρία. Φτάνει, καρφώσατε ένα σωρό. Δεν μπορώ να ηρεμήσω». Ο κύριος Σάλοου, ένας ψηλός μελαχρινός τύπος με αρκετά παραπανίσια κιλά, χαμογέλασε. Το βλέμμα του, όμως, είχε κάτι σκοτεινό.

«Μα, κύριε καθηγητά, αύριο είναι Χάλογουιν. Είναι αναγκαίο».

«Ακριβώς, επειδή αύριο θα επικρατεί πανζουρλισμός, θα ήθελα λίγη ησυχία απόψε".

«Τι συμβαίνει, αγάπη μου;». Η κυρία Σάλοου άνοιξε την εξώπορτα. Ψηλή, ξανθιά με καλλιγραμμο σώμα πλησίασε και έπιασε τον άντρα της αγκαζέ.

     Μόλις είδε τον καθηγητή τα μάτια της μεγάλωσαν και σάλιωσε τα χείλη της, θαρρείς κι αντίκρυσε κάτι λαχταριστό. Το ζεύγος κοιτάχτηκε για λίγα δευτερόλεπτα και κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους σε μια μυστική συμφωνία.

«Κύριε καθηγητά, έχω φτιάξει εκπληκτική κρεατόπιτα. Ελάτε να σας φιλέψουμε».

     Ο καθηγητής προσπάθησε να αρνηθεί όμως κάτι στις κινήσεις της κυρίας Σάλοου τον μάγεψε. Ο τρόπος που τον άγγιξε στον ώμο, το χαμόγελό της, τα μακριά δάχτυλα με το κόκκινο μανό. Την ακολούθησε αποχαυνωμένος.

     Μπαίνοντας στο σπίτι η κυρία Σάλοου τον οδήγησε κατευθείαν στην κουζίνα. Η εξώπορτα κλείδωσε με τον κύριο Σάλοου πίσω τους, χωρίς να το καταλάβει ο καθηγητής. Οι δύο γιοι τους έτρωγαν κρεατόπιτα στο τραπέζι της κουζίνας.

«Είναι το καινούριο μας γεύμα;» ρώτησε ο ένας.

«Μην είσαι αγενής, χαιρέτησε πρώτα» τον μάλωσε η μητέρα του. Ο καθηγητής αισθάνθηκε δυσφορία. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Γεύμα;» σκέφτηκε και μαύρες σκέψεις χόρεψαν στο μυαλό του. «Καθίστε..." η κυρία Σάλοου τού πρόσφερε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας.

     Το σπίτι δε διέφερε σε τίποτα από τα υπόλοιπα σπίτια της γειτονιάς• άχρωμο και βαρετό. Τίποτα που να φωνάζει κίνδυνος. Το βλέμμα του καθηγητή σκάλωσε στον νιπτήρα. Σαν να προεξείχε ένα ανθρώπινο χέρι;

     Ο κύριος Σάλοου έκλεισε την έξοδο της κουζίνας με τον όγκο του κι ο ένας γιος στάθηκε πίσω από τον καθηγητή. Η οικοδέσποινα φόρεσε την ποδιά της με αργές κινήσεις κι έφερε ένα πιάτο με κρεατόπιτα στον καλεσμένο της. Στη συνέχεια, πήρε ένα χασαπομάχαιρο από το συρτάρι και κάθισε δίπλα του.

«Ξέρετε, εμείς κάθε Χάλογουιν τρώμε κρεατόπιτα». Χαμόγελασε.

«Μπρα...μπρα...μπραβο» τραύλισε ο καθήγητης.

«Φέτος δεν πέτυχε. Ο Κος Σέφιλντ είχε γεράσει μάλλον και το κρέας του δεν έβραζε με τίποτα». Η οικογένεια γέλασε δυνατά.

     Ο καθηγητης πάτησε μια κραυγή και προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο γιος Σάλοου τον έπιασε από τους ώμους. Του ήρθε τάση για εμετό. Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο, το στομάχι του πονούσε από το σοκ και ιδρώτας εκκρινόταν από κάθε πόρο του κορμιού του.

«Σας είδα πώς κοιτούσατε το κεφάλι του κυρίου Σέφιλντ. Δεν ήσασταν σίγουρος όμως, ε; Έκανε καλή δουλειά ο γιος μου φέτος. Όλα τα κεφάλια στον κήπο είναι αληθινά, ξέρετε, απλώς κανείς δε δίνει σημασία. Φοβερό, ε;».

«Δε...δε...δε...θέλω να πεθάνω» ψέλλισε απεγνωσμένα ο καθηγητής.

     Η κυρία Σάλοου τού έγλειψε το πρόσωπο βασανιστικά αργά. Εκείνος άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε.

«Μμμμ....Εσείς, όμως, θα γίνετε πεντανόστιμος» είπε και κάρφωσε το χασαπομάχαιρο στο μάτι του.

     Την ίδια στιγμή, ο κύριος Σάλοου τού τράβηξε πίσω το κεφάλι και έσκισε τον λαιμό του απο τη μια άκρη ως την άλλη μ'εναν σουγιά κλείνοντάς του το στόμα. Το αίμα του καθηγητή σκόρπισε παντού σαν χείμαρρος.

«Εμπρός, παιδιά, έχουμε πολλή δουλειά μέχρι αύριο» είπε η κυρία Σάλοου ενθουσιασμένη.

Μια ιστορία από τον Φωτογράφο - Ο Τζακ και η κολοκύθα

     Τη μικρή, ήσυχη, επαρχιακή πόλη με το περίεργο όνομα «Halloween», τις τελευταίες εβδομάδες μόνο ήσυχη δε θα μπορούσες να την πεις. Οι κολοκύθες είχαν εξαφανιστεί από την περιοχή. Είχαν χρειαστεί να προμηθευτούν και από άλλους παραγωγούς, αφού τα δύο μικρά μανάβικα δεν μπόρεσαν να καλύψουν τις ανάγκες.

     Μικροί και μεγάλοι είχαν επιδοθεί σε έναν άτυπο αγώνα δρόμου προκειμένου να γεμίσουν τα σπίτια, τις αυλές αλλά και τους δημόσιους χώρους με τα φαναράκια από κολοκύθα, που υποτίθεται ότι έδιωχναν μακριά τα κακά πνεύματα.

     Η ημερομηνία-ορόσημο πλησίαζε. 31 Οκτωβρίου. Η μικρή πόλη έπρεπε να τιμήσει επάξια το όνομά της, που το είχε πάρει λόγω του πάθους των κατοίκων της για τη συγκεκριμένη νύχτα. Πάθος που είχε κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά, ξεκινώντας από τους πρώτους κατοίκους, μετανάστες από την Ιρλανδία, που διέσχισαν τον Ατλαντικό για μια καλύτερη μοίρα.

     Το σκάλισμα της κολοκύθας ήταν η βασική απασχόληση στον ελεύθερο χρόνο. Μάτια, μύτη, στόμα και για «ψυχή» ένα κερί. Ή ένα κάρβουνο, όπως όριζε η παράδοση. Και την παράδοση αυτή την τηρούσε ευλαβικά μόνο ο Τζακ σε αυτή την πόλη. Πενηντάρης πλέον, ζούσε μόνος του και απομονωμένος τα τελευταία δώδεκα χρόνια, αφότου πέθανε η μητέρα του.

     Η άτυχη γυναίκα είχε βρεθεί αποκεφαλισμένη τη νύχτα του Halloween, στην αυλή του σπιτιού της. Το κομμένο κεφάλι ήταν τοποθετημένο όρθιο, δίπλα στο ακέφαλο πτώμα και στο στόμα μέσα υπήρχε ένα αναμμένο κάρβουνο.

     Από τότε, ο Τζακ κάθε χρόνο έφτιαχνε τα πιο ωραία φαναράκια, στα οποία έβαζε μέσα αναμμένα κάρβουνα. Ήταν τόσο πετυχημένο το σκάλισμα, που όποιος τα έβλεπε, αν ήταν παιδί, τρόμαζε, κι αν ήταν ενήλικος, ζήλευε για τη δεξιοτεχνία του.

     Φέτος, έπεφτε ημέρα Σάββατο. Τα παιδιά ξεκίνησαν να επισκέπτονται όλα τα σπίτια με τη σειρά. Οι καραμέλες, οι σοκολάτες, τα πειράγματα και οι ευφάνταστες στολές γέμισαν την πόλη. Και, φυσικά, τα φαναράκια.

     Σαν σκοτείνιασε, οι περισσότεροι μαζεύτηκαν στην πλατεία μπροστά από το δημαρχείο, η οποία γέμισε από φωτισμένες σκαλισμένες κολοκύθες. Κι όταν γύρισαν όλοι στα σπίτια τους, έμειναν οι κολοκύθες στην πλατεία, φωτισμένες, έτοιμες να διώξουν τα κακά πνεύματα.

     Όμως, κανένας δεν είχε προσέξει ότι έλειπε η κολοκύθα του Τζακ. Στη θέση της, υπήρχε το κομμένο κεφάλι του, να στέκει όρθιο. Και μέσα στο στόμα του, σιγόκαιγε ένα αναμμένο κάρβουνο.

Επίλογος

Δεν υπάρχει. Τον έφαγε η μαρμάγκα.


Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε