Πρόλογος

Στη Νίκη, που πρότεινε, στη Βέρα, που υλοποίησε, στον Βασίλη, που εντυπωσιάζει, στον Μπάμπη, που βούτηξε με χαρά, στη Στέλλα, που εμπνέει, στον Θάνο, φίλο καρδιακό, στη Νεκταρία, που ανθίζει, στη Χρυσή, ηλιαχτίδα του project, στον Μηνά και στον Μανώλη, με τις ευγενικές καρδιές, στον Βαγγέλη, που ονειρεύεται έναν κόσμο καλύτερο (και εγώ μαζί σου), στη Χριστίνα, που εμπιστεύτηκε, στην Αγγελική, που στηρίζει, στον Γιώργο, που δεν το βάζει κάτω, στον Ιωάννη, που εκτιμώ πολύ, στον αγαπημένο μου Larry, στο Μαράκι, που νιώθω τόσο κοντά μου, στον Γιώργο, που με έχει μαγέψει με τον χαρακτήρα του, στην Άνθεια, που γνώρισα τώρα, στη Λυδία, που ανέλαβε την επιμέλεια, στην Ιλέιν, που υποκλίνομαι, στον Παναγιώτη, που δεν πτοείται, στην Ελπίδα, την αδερφή μου.

Κατερίνα Κρυστάλλη

Το καφεδάκι της μοίρας - Νίκη Μουσούλη

     Όταν η Μαρίνα ξεκίνησε αυτήν την... ιστορία, αναρωτήθηκε αν ήταν σωστό. Εντάξει, στην ουσία δεν εξαπατούσε κανέναν, απλώς τους έλεγε αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Άλλωστε, δεν ήταν και η μόνη που το έκανε. Από παλιά γινόταν αυτό. Από την εποχή της γιαγιάς της, ακόμα και η γιαγιά της το έκανε.

     Η πελάτισσα ερχόταν, το καφεδάκι σερβιριζόταν και αφού το είχε πιει (η πελάτισσα), η γιαγιά της αναλαμβάνανε δράση. Και το φλιτζάνι πάντα λαλίστατο, έβρισκε έρωτες και χαμένες αγάπες, χαμένα κοσμήματα, χαμένα ζωάκια μα κυρίως χαμένες ελπίδες.

     Η γιαγιά της είχε αποκτήσει μια αρκετά καλή φήμη ως μία από τις καλύτερες καφετζούδες της εποχής της. Η Μαρίνα, βέβαια, αναρωτιόταν αν ήταν πολύ χτυπητό το ότι «διάβαζε» τον εσπρέσο αντί για ελληνικό.

Φρεντοτσίνο - Μηνάς Τσαμπάνης - Εμμανουήλ Κομπάνης

     Ο Χικς ευχαριστημένος έβγαινε από τις «Γλυκές ερμηνείες» κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι με φρεντοτσίνο με σαντιγί. Αυτήν τη φορά θα τον έπινε καθιστός σε ένα από τα υπαίθρια τραπεζάκια του καταστήματος. Κάθισε και πήρε θέση για την... επίθεση, όταν το βλέμμα του αιχμαλωτίστηκε από ένα μικρό παιδί. Ήταν ντυμένο με βρόμικα και σκισμένα ρούχα και όλοι το προσπερνούσαν αδιάφοροι. Φαινόταν καταβεβλημένο από τη ζέστη και από την πείνα.

«Ψιτ!» του έκανε τραβώντας την προσοχή του. Η δίψα ήταν εμφανής στο πρόσωπό του.

     Σηκώθηκε, τον πλησίασε και του έδωσε το ποτήρι.
«Μα... είναι δικό σας!» του είπε το παιδί.
«Λοιπόν, τώρα είναι δικό σου!» απάντησε εκείνος.
«Πώς να σας ευχαριστήσω;» ρώτησε χαμογελαστό.
«Το έκανες ήδη!» απάντησε ο Χικς, κλείνοντας εύθυμα το μάτι.

Ελληνικός ο δολοπλόκος - Βέρα Καρτάλου

- Τρέχα!

- Τι συμβαίνει;

- Δε βλέπεις; Εκεί, πάνω στο τραπέζι.

- Τα άπλυτα πιάτα λες;

- Ποια άπλυτα πιάτα; Τη σιχαμένη κοίτα!

- Την εσπρεσομηχανή λες;

- Μην τη λες έτσι! Ξέρεις ότι ταράζομαι μόνο που ακούω το όνομά της. Δε βλέπεις το λαμπάκι; Δεν ξέρεις τι σημαίνει; Είναι αυτό που ανάβει όταν θέλει αφαλάτωση.

- Άντε μωρέ, πού το ξέρεις εσύ;

- Μου το είπε ο απορροφητήρας. Εκεί πάνω έχουν τις οδηγίες χρήσης. Είναι, λέει, μεγάλη διαδικασία η αφαλάτωση.

- Σταμάτα.

- Ήρθε η μέρα μας, σου λέω! Αύριο πρωί θα αναγκαστεί το αγόρι μας να φτιάξει ελληνικό καφέ. Θα μας βγάλει από το ράφι επιτέλους. Και η καταραμένη η γκόμενά του, που μας κουβάλησε τη σιχαμένη την εσπρεσομηχανή, δε θα πει λέξη!

- Λες, βρε μπρίκι;

- Λέω, Λουμίδη μου.

Ελληνικός της παρηγοριάς - Ελπίδα Πέτροβα

     Ο Σωτήρης αγνάντευε από την είσοδο του κυλικείου τον κόσμο. Η κηδεία του Παντέλω, του χασάπη, είχε μεγάλη επιτυχία. Τον ανακάλυψε η γυναίκα του στην κατάψυξη του κρεοπωλείου, με τα μαλλιά του όρθια -και όχι μόνο. Φοβερή διαφήμιση για το γραφείο τελετών του Σωτήρη.

     Το βλέμμα του συνάντησε της Λουκίας, πρώτη ξαδέρφη του θανόντος. Πρόσεξε τα πρησμένα δάχτυλά της, που πάσχιζαν να πιάσουν το φλιτζανάκι του καφέ. Ίδια τουλουμπάκια, έτοιμα να τα γευτώ ένα ένα. Σίγουρα πίνει τον καφέ γλυκό σαν το σιρόπι τους. Η Λουκία σηκώθηκε. Ίδια ανθρωπάκι της Μισελέν προσπέρασε τον Σωτήρη. Η μυρωδιά μουστοκούλουρου με βανίλια τον τάραξε.

«Όλα τα κόλλυβα και οι καφέδες για πάρτη σου, ζαχαρωτό μου, μπιζουδάκι μου. Σύντομα θα γίνεις δικό μου», μουρμούρισε αναστενάζοντας.

Φρέντο εσπρέσο - Μπάμπης Δρουκ

Πλησίασα την καντίνα αγχωμένος. Οδηγούσα ώρες, μόνο και μόνο για να συναντήσω το πρόσωπο. Tinder γαρ. Ο ιδρώτας σύννεφο, το άγχος στον ουρανό.

- Τι θα πάρει το παλουκάρι;

- Φρέντο εσπρέσο σκέτο.

- Ζάχαρη να βάλω;

- Σκέτο.

- Σε κηδεία πας;

- Μπα, σε καλό σου καλοκαιριάτικα...

- Κατάλαβα. Γκόμενα παίζει, ε; Χαλάρωσε. Να σου βάλω τσίπουρο καλύτερα; Να χαλαρώσεις ναούμ.

- Οδηγώ.

- Όπως όλοι. Αν δεν πιεις, γκόμενα δε θα δεις.

- Να πα' να γαμηθείς.

- Έτοιμος ο καφές.

- Πότε κιόλας;

- Τη δουλειά θα μου μάθεις;

Ρουφηξιά.

- Πω πω, δηλητήριο!

- Και πού 'σαι ακόμα...

Ο καντινιέρης μου έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.

Συνέχισα το ταξίδι. Θεσσαλονίκη. Είχαμε ραντεβού Καμάρα. 

- Καφέ; ρώτησε η λεγάμενη.

- Αμέ!

«Φρέντο εσπρέσο!» είπαμε ταυτόχρονα.

Παντρευτήκαμε.

Είχε δίκιο ο καντινιέρης. Ο γάμος είναι φρέντο εσπρέσο... σκέτο.

Φρέντο καπουτσίνο - Λυδία Ελιόγλου

«Χάνουμε πελάτες, βρε ζώον, δε νιώθεις;! Τι κλάουντ και ξεκλάουντ; Στον πάτο σου το βάζω το μπακάπ! Τσακιστείτε να μου βρείτε τα αρχεία!»

     Κλείνοντας το τμήμα τεχνικής εξυπηρέτησης, κόντεψε να σπάσει και το τηλέφωνο. Σκύβει το κεφάλι, τρίβει το μέτωπό του με μανία. Τα βλέπει όλα κίτρινα. Σηκώνοντάς το όμως, βλέπει και τον ντελιβερά...

«Το φρέντο καπουτσίνο σας. Πληρωμένο!» λέει αυτός και εξαφανίζεται.

     Ποιος διάολος παρήγγειλε αυτήν την αηδία; Τώρα θα την καντηλιάσει και δαύτη...

 «Ασπασ-» κάνει να φωνάξει τη γραμματέα του, μα μόλις πρόσεξε και ένα σημείωμα μαζί με τον καφέ: 

Κερασμένος από μένα για το πελατολόγιο. Και ναι, ρε, μπουρτζόβλαχε, από αυτούς που «είχαμε και στο χωριό μου».

Ο «πέρσοναλ ασίσταντ» σου (ή αλλιώς) Αυτός που έκανε πολλή υπομονή

Του ξυπνήματος - Χριστίνα Ποτήρη

     Το σώμα παραμένει ακίνητο κάτω από τα σκεπάσματα. Το μυαλό χουζουρεύει στο τελευταίο του όνειρο. Ένας ήχος επαναλαμβανόμενος ταράζει την ηρεμία. Τα βλέφαρα μισανοίγουν. Τα πόδια πατούν στο πάτωμα και κάνουν τα πρώτα νωχελικά βήματα της μέρας. Τα δάχτυλα πατούν τον διακόπτη, φως. Τα χέρια βρίσκουν αυτόματα το γκρι μεταλλικό κουτάκι. Μπρίκι, νερό, φλιτζάνι. Τα οσφρητικά κύτταρα ερεθίζονται από τη μυρωδιά που βγάζει το ανακάτεμα του υγρού.

     Το φλιτζάνι γεμίζει, οι παλάμες το αγκαλιάζουν. Τα χείλη ακουμπούν τη γυάλινη επιφάνεια. Η γλώσσα τώρα καίγεται. Η πρώτη γουλιά κατεβαίνει λαίμαργα στον λαιμό. Το σώμα τεντώνεται, τα μάτια ανοίγουν. Μπορεί να είναι σκέτος, γλυκός, μέτριος με ολίγη, μπορεί κάποιες φουσκάλες του να σκάνε σαν τα κύματα, μαζί του όμως γίνονται τα καλύτερα ξυπνήματα.

Μακιάτο - Βασίλης Ψηλακάκος

     Ζάχαρη καθόλου.

     Μου φέρνει υπερδιέγερση και μετά πονοκέφαλο. Αγαπώ τη στάλα που βυθίζεται στο κέντρο του αγαπημένου μου εσπρέσο και μου φτιάχνει τη διάθεση. Ζητάω απ' τον μπαρίστα να στάξει τη σταγόνα το γάλα ακριβώς σαν έναν μικρό λεκέ, να μην μπορεί να φτιάξει τα σχέδια που σκαρφίζεται στην κορφή του καπουτσίνο. Σχέδια κάνω μόνος, νοερά, καθώς στροβιλίζω το γάλα στον καφέ με το αναδευτήρι.

     Δημιουργικός ίλιγγος.

     Η γλυκιά κηλίδα, που λεκιάζει αρμονικά το αυστηρό χρώμα της πρωινής ανάγκης, έρχεται να βρέξει και στη φαντασία μου. Λευκό κύμα σε καστανή θάλασσα, η άγρια ομορφιά της καθημερινής συνήθειας. Κολύμπι στη δίνη, ανακάλυψη και ανέλκυση ποικιλόχρωμων ναυαγίων. Μια τελευταία γουλιά, επιστροφή στην πραγματικότητα.

Ζάχαρη καθόλου. Μόνο γλυκό χαμόγελο από καφέ και γάλα. Μακιάτο.

Το καμινέτο - Γιώργος Μεσολογγίτης

     Δεν έμειναν πολλά πια. Μια οβίδα ξήλωσε τον ιστό της σημαίας στην αυλή χτες. Μου θύμιζε τον πατέρα μου και το πώς φτάσαμε ως εδώ, στην άνοδο της σιδηράς πυγμής.

     Εσένα Λίνα, όμως, σε θυμίζει το καμινέτο. Δεν ήπια καφέ τότε, δε σου έκανα το χατίρι. Ούτε τον γαλλικό, που πριν το τέλος ήταν η μοναδική προμήθειά μας, μαζί με φασόλια και μέλι. Ακόμα αναρωτιέμαι: ποιος μας είχε κάνει δώρο την καφετιέρα χειρός; Ομολογώ πως το άρωμα βανίλιας με ταξιδεύει και εμένα. Δυστυχώς το μέλι σώθηκε, η θύμησή σου μέσα από κάθε γουλιά μού φτάνει. Εξάλλου έρχονται. Απέμειναν τρεις μερίδες καφέ. Τα φλιτζάνια τους είναι στο τραπέζι.

     Τελευταία γουλιά και θυμάμαι το φιλί σου πριν κοιμηθείς. Μπήκαν στον κήπο, Λίνα. Έρχομαι...

Κάραμελ μακιάτο - Άνθεια Αλεξιάδου

     Από τότε που το μυθιστόρημά της σημείωσε επιτυχία την ένοιαζε να βρει ιδέες, έμπνευση.

     Ξεχύθηκε στους δρόμους, χάθηκε ανάμεσα σε περαστικούς. Στη γωνία το αγαπημένο της μέρος, φωτισμένο με νέον.

     Έκλεισε τα μάτια να φανταστεί την πρώτη γουλιά από καφέ.

     Αυτός ξεπρόβαλε από το μαγαζί και πριν προλάβει να ανοίξει τα μάτια της, έπεσε πάνω του. Ο καφές του έπεσε στις σημειώσεις της, αφήνοντας μια γλυκιά νότα καραμέλας. Έσκυψε να τις μαζέψει, χωρίς να ρίξει βλέμμα πάνω του.

«Κάραμελ μακιάτο;» τον ρώτησε.

     Η σαγήνη του την αιφνιδίασε. Χαμογέλασε και έφυγε βιαστικά.

     Προχώρησε, κάθισε στο γνωστό τραπέζι, παρήγγειλε τον αγαπημένο της καφέ. Γέμισε σελίδες, όνειρα, ζωή, αρωματισμένα με καραμέλα.

     Ήταν ο νέος ήρωας- πρωταγωνιστής της βαρετής καθημερινότητάς της. Θα τον έβλεπε ξανά;

Ο χρυσός του Μοντεζούμα - Ιωάννης Μπαχάς

     Στον βωμό του Κετζακοάτλ, χειροπόδαρα δεμένος, περίμενα το τέλος. Βασάνισα εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά, πριν τους διαμελίσω για να μαρτυρήσουν τον θησαυρό. Πόσο μου άξιζε να γίνω σφάγιο! Το ιερό φίδι απαξίωνε να ξεδιψάσει στην αιμάτινη πηγή που κατέβαινε από την κορυφή της πυραμίδας. Οι δήμιοι κουράστηκαν. Μια γυμνόστηθη ιέρεια έφερε σε χρυσές κούπες το ποτό. Δε σκεφτόμουν πια τον αποκεφαλισμό. Οι τύψεις εξανεμίστηκαν στα κύματα της μυρωδιάς του μπόκα-μπόκα. Το ρόφημα σήκωσε τον Μοντεζούμα από τον θρόνο.

     Ο θόρυβος του επελαύνοντος θανάτου ξεχύθηκε από τα αρκεβούζια που πλησίαζαν μέσα από τη ζούγκλα. Δεν πτοήθηκε κανείς. O μπόκα-μπόκα έτρεχε στις φλέβες τους. Τους σκοτώσαμε όλους. Γύρισα στη Σαραγόσα, όπου έγινα πάμπλουτος. Εγώ βρήκα το «χρυσάφι». Καθημερινά πίνω αρκετά φλιτζάνια από αυτό.

Αφογκάτο - Μαρία Καρμίρη

     Ένα κι ένα κάνουν δύο. Κι ας μεγαλώσαμε μαζί, κι ας μου άλλαζες τις πάνες κι όταν έκλαιγα, μου έδινες γάλα για να πιω. Ένα κι ένα κάνουν δύο και αλληλοϋπάρχουν στην ίδια γη, δίχως να φοράνε μαζί ένα ζευγάρι παπούτσια.

     Οι μέρες με το φόντο σε σέπια πέρασαν και το παρελθόν χωρίστηκε λίγο προτού γίνω γυναίκα. Δεν είμαι μέσα σου πια, δεν εισπνέω τον αέρα σου και τα υγρά σου δεν είναι δικά μου.

     Το αφογκάτο που τόσο λάτρευες, μ' εμένα μια μπάλα παγωτό να αναμιγνύομαι με τον εσπρέσο σου και να μην ξεχωρίζουμε η μία απ' την άλλη, ξίνισε και αποσυντέθηκε κάπου στον κήπο. Καφέδες υπάρχουν πολλοί, μάνα, θα φτιάξουμε δικό μας.

     ΥΓ. Είμαστε δύο κι έτσι μας αγαπώ.

Καπουτσίνο - Νεκταρία Μαρκάκη

     Αγαπημένε μου,

     Τίποτα δεν είναι ίδιο χωρίς εσένα. Απόψε βγήκα βόλτα να πάρω λίγο αέρα στο μέρος που αγαπούσες τόσο πολύ. Μου φάνηκε σαν να περπατούσα σε μια ξένη πόλη που, όσο οικεία κι αν μου φαινόταν, δεν την αναγνώριζα. Δεν ήσουν εδώ να μου κρατάς το χέρι και να μου δείχνεις ό,τι αγαπάς με ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Έλειπε το φως σου.

     Κάθισα στο ίδιο καφέ που γνωριστήκαμε πριν πολλά χρόνια. Ο ιδιοκτήτης με αναγνώρισε αμέσως κι έτρεξε να με χαιρετήσει. Ρώτησε γιατί ήρθα μόνη. Το μελαγχολικό χαμόγελό μου του έδωσε την απάντηση. Έτρεξε μέσα και γύρισε μετά από λίγα λεπτά με ένα ζεστό καπουτσίνο, όπως το αγαπούσες να το πίνεις. Μόνο που ούτε αυτός δεν έχει γεύση πια χωρίς εσένα.

Αμερικάνο - Στέλλα Κουρμούλη

«Δύο αμερικάνο, παρακαλώ. Ο ένας ντεκαφεϊνέ».

     Πώς μας κοιτάζει έτσι κάθε φορά; Αντιπαθητικός νεαρός! Επιμένεις να του αφήνουμε φιλοδώρημα. Τέλος πάντων... πήρα αλεύρι να φτιάξω κέικ με αμυγδαλόπαστα και κουμκουάτ που σου αρέσει. Με το πρωινό καφεδάκι... σκέτη απόλαυση! Αν και πρέπει να μειώσεις τους καφέδες. Σου το είπε κι ο γιατρός. Το χάπι της πίεσης ξεχασμένο το 'χεις. Κι αυτός ο εκνευρισμός σου τελευταία... Δεν τρως. Δεν κοιμάσαι. Εγώ, πάντως, από τότε που έκοψα την καφεΐνη, βρήκα την ηρεμία μου.

     Ήρθαν τα καφεδάκια μας... Μην τον πιεις αμέσως. Καίει. Πάρε και το δικό μου μπισκοτάκι, καλέ μου. Να κι η κόρη μας... Θ' αρχίσει πάλι τις τρέλες της. Πως τάχα δεν ζεις κι αηδίες. Θα με αρρωστήσει αυτό το παιδί!

Καφές στο πήλινο (Caffe de olla) - Αγγελική Βιδάλη

     Από τότε που πάτησε το πόδι του στο Μεξικό, το ασημένιο σαμοβάρι που είχε φέρει ο έμπορος πατέρας του από την Αυστροουγγαρία στοίχειωνε κάθε βράδυ τα όνειρά του. Μαύρο τσάι με λεμόνι και γύρω του καθισμένοι παλιοί σύντροφοι, εχθροί, άσπονδοι φίλοι, ερωμένες, τα παιδιά του. Μια συνεχόμενη dia de muertos.*

- Caffe de olla.

     Σήμερα, για πρώτη φορά στη ζωή του ζήτησε να του φέρουν καφέ. Και ενώ οι πρώτες γουλιές κυλούσαν διστακτικά στο λαρύγγι του, εμφανίστηκε εκείνη με τα πολύχρωμα λουλούδια πλεγμένα στα εβένινα μαλλιά της.

     Τον πλησίασε κουτσαίνοντας ελαφρά, έβγαλε τη μάσκα του νεκρού και του χαμογέλασε.

     Η σπιρτάδα των μπαχαρικών και η έντονη φρουτώδης γεύση του πιλοντσίλο τον έκαναν να νιώσει πιο ζωντανός από ποτέ, μια dia de muertos.

*Dia de muertos είναι η «Ημέρα των Νεκρών», μεξικανική εορτή κατά την οποία γιορτάζεται η παροδική επιστροφή νεκρών συγγενών και αγαπημένων στη γη.

Νες - Χρυσή Τσιγκουτζίδου

     Μ' έναν αχτύπητο νες και ένα άφιλτρο τσιγάρο, έτσι συνήθιζε να ξεκινά την ημέρα της. Ήταν όμορφη σαν παιδούλα, όταν αγουροξυπνημένη ακόμα καθόταν στην παλιά πολυθρόνα της μπροστά στο τζάμι και έπινε τον αχνιστό καφέ της, ατενίζοντας την πόλη που ξυπνούσε!

     Αυτός πολλές φορές έκανε πως κοιμόταν, μόνο και μόνο για να απολαμβάνει ανενόχλητος και μόνος την ηρεμία που του προκαλούσε αυτή η εικόνα. Ποτέ όμως δεν της είπε ένα πρωινό «σ' αγαπώ» και δεν ήπιαν μαζί τον καφέ τους. Αυτή έφυγε...

     Πλέον ήταν μόνος και ελεύθερος, αλλά ακόμα και μετά από τόσα χρόνια η εικόνα της ήταν χαραγμένη στην ψυχή του. Όμως, το αβάσταχτο ήταν πως ο συνδυασμός της μυρωδιάς του νες και του κορμιού της κυριαρχούσε στις αισθήσεις του...

Άιρις κόφι - Ιλέιν Ρήγα

     Ήταν το μυστικό της. Η έμπνευσή της αλλά και ο σύμμαχός της. Κανείς δεν ήξερε, όμως, ότι αυτό το υγρό ήταν και ο δαίμονάς της. Αυτό που της ξυπνούσε τις αισθήσεις συγχρόνως μούδιαζε και το μυαλό της.

«Μια ατέλειωτη βαβούρα» συνήθιζε να αποκαλεί το χάος του μυαλού της. Σκεφτόταν πολύ και οι σκέψεις αυτές δεν ήταν πάντα φιλικές. Δίπλα από το πληκτρολόγιό της, ο χαρτοκόπτης φλέρταρε ξανά με τη σάρκα της. Όταν οι λέξεις αρνούνταν να βγουν, ένα χάραγμα στο μαλακό της δέρμα ερέθιζε τον νου και οι εικόνες ξεκαθάριζαν.

     Ήπιε μια γουλιά. Της φάνηκε πολύ ελαφρύς για την περίσταση. Τον δυνάμωσε με ένα δάχτυλο ουίσκι. Στην επόμενη γουλιά, η καφεΐνη και το αλκοόλ άρχισαν να της διηγούνται μια νέα ιστορία...

Λάτε - Θάνος Κουλουβάκης

     Κρατούσαμε τα χέρια μας σφιχτά σε αυτό το μικρό καφέ. Πίναμε λάτε -καπουτσίνο λάτε- με λίγη ζάχαρη και ο ήλιος να ζεσταίνει το δέρμα μας.

     Αισθανόμασταν αιώνιοι· τα πάντα έμοιαζαν μικρά, ασήμαντα. Σου σφύριζα κάτι τραγούδια που συχνά σιγοτραγουδούσες κι εγώ έλιωνα με τη μελωδία της φωνής σου. Έπειτα μου έλεγες πως ο κόσμος δε σου αρέσει και πως θέλεις να τον κάνουμε αλλιώς, για να ζήσουμε σ' έναν άλλο κόσμο. Κι εγώ σε άκουγα· χάζευα τα χείλη σου, πώς πάλλονταν με ορμή, για να προφτάσουν να μου τα πουν όλα. Λες και φοβούνταν ότι δε θα μπορούν να βγάλουν λέξεις ξανά.

     Εγώ, να ξέρεις, φοβόμουν πιο πολύ μη με βαρεθείς, ενώ σε έβλεπα να απολαμβάνεις την κουβέντα και τον λάτε.

Λικέρ καφέ - Γιώργος Γιώτσας

     Ο μπαμπάς του έπινε τον καφέ με την παράξενη μυρωδιά. «Καφέ λικέρ» το έλεγε η μαμά. Φώναζαν ξανά. Του δείχνει κάτι φωτογραφίες στο κινητό. «Μαλάκα! Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ!»

     Εκείνος κοπανάει το τραπέζι, το ποτήρι με τον «καφέ λικέρ» πέφτει, σπάει· και ο μπαμπάς φεύγει. «Μπαμπά!» φωνάζει έντρομο το παιδί. Τρέχει ξωπίσω. «Μπαμπά, δε θα παίξουμε; Η μαμά δεν ήθελε να φωνάξει! Η μαμά σε θέλει!»

     Αλλά ο άντρας απομακρύνεται. Η άρνηση είναι το ποτάμι στο οποίο πλοηγούμε τις ζωές μας. Τα ψέματα είναι η βάρκα· μας κρατάνε σε ισορροπία. Έχουμε ανάγκη να τα λέμε και να τα πιστεύουμε. Εκείνη την ημέρα η ισορροπία στη ζωή του παιδιού χάθηκε οριστικά.

     Και έμεινε μόνο η μυρωδιά από καφέ και αλκοόλ.

Ελληνικός βαρύς - Βαγγέλης Ιωσηφίδης

«Βαρύ ελληνικό», είπε η φωνή που αποδείχτηκε λεπτότερη απ' το αναμενόμενο. Ο νεαρός την κοίταξε πάνω απ' την εφημερίδα του.

     Άντε εγώ, παρότι νέος, έρχομαι εδώ. Εκείνη;

     Την πλησίασε. «Συχνάζεις εδώ; Δε σ' έχω ξαναδεί».

«Όχι, όχι. Από ανάγκη ήρθα», είπε εκείνη βιαστικά. Πρόσθεσε σιγανά, όταν είδε το βλέμμα του: «Περιμένω ένα άτομο να μου πει τον καφέ, ντρεπόμουν να πάω αλλού».

     Ο νεαρός χαμογέλασε: «Εγώ είμαι». Εκείνη γούρλωσε τα μάτια. «Είσαι ο...» Εκείνος έγνεψε καταφατικά.

«Λένε πως δεν κάνει να ξέρεις τι καφέ ήπια, για να τον πεις!» απάντησε ζωηρά και γέλασε.

«Αν είναι βαρύς ελληνικός, τότε ξορκίζουμε το κακό, αν κάτσουμε μαζί».

«Αλήθεια είναι αυτό;» είπε και τον κοίταξε καχύποπτα. «Τι σημασία έχει;» της χαμογέλασε και κάθισε δίπλα της.

Στο καφέ που συχνάζω - Larry Cool

     Η Κατερίνα μου ζήτησε να γράψω εκατόν είκοσι μία λέξεις με θέμα τον καφέ, κι εγώ έγραψα το παρακάτω ποίημα που όμως δυστυχώς είχε μόνο ογδόντα δύο, κι έτσι πρόσθεσα αυτήν την άχρηστη παράγραφο για να συμπληρώσω τις απαιτούμενες λέξεις.

Στο Καφέ που Συχνάζω

Ξαφνικά τα πράγματα χάνουν το νόημά τους

μη έχοντας λόγο ύπαρξης,

φλιτζάνια τραπέζια νομίσματα σβήνουν, εξαφανίζονται με τρομώδεις αναλαμπές. Επικρατεί πανικός.

«Μην κουνηθεί κανείς· ατρεμείς παραμείνατε!»

- διατάσσει η ωραία σερβιτόρος.

«Πρώτα θα λύσετε το αίνιγμα του κόσμου»

και τραβώντας το στενό της φόρεμα,

αποκαλύπτεται μια ανθισμένη κερασιά.

Διαμιάς το νόημα ανθίζει στα κεφάλια μας: ο κόσμος και τα πράγματα

είναι τα άνθη του κενού

κι οι λέξεις, ξετρελαμένα έντομα. Επιστρέφοντας σπίτι,

μασώ ζουμερή νύχτα και φτύνω άστρα.

Μόκα - Κατερίνα Κρυστάλλη

     Σου είχα υποσχεθεί πως θα πίναμε έναν καφέ μαζί. Όταν με το καλό τελείωνα τις σπουδές μου. Όταν μετακόμιζα επιτέλους σε δικό μου σπίτι. Όταν θα έπιανα δουλειά για πρώτη φορά, θα σε κερνούσα με τον πρώτο μου μισθό. Όταν θα αγόραζα αμάξι, θα το ασήμωνες για το καλό και μετά θα έμπαινες μέσα, για να πάμε για καφέ μόκα, τον αγαπημένο σου.

     Οι σπουδές μου τελείωσαν, εγώ μετακόμισα, έπιασα δουλειά, αγόρασα αυτοκίνητο. Και μπαμ! Ο χρόνος σταμάτησε. Μπαμπά, τόσα χρόνια που δεν μιλάγαμε, χάσαμε χρόνο. Δεν έφταιγες ούτε εσύ ούτε εγώ. Έτσι μια μέρα.... μπαμ! Ανακοπή. Μπαμπά μου, αυτόν τον καφέ δεν τον ήπιαμε ποτέ.

     Αν μετάνιωσα; Όχι. Ξέρω ότι κάποια στιγμή θα τον πιούμε αυτόν τον καφέ από κοντά.


Επίλογος

     Project «Καφές». Θα ξεκινήσω ανάποδα, από το τέλος. Αυτό το project με βοήθησε με περισσότερους τρόπους απ' όσους θα μπορούσα να φανταστώ. Ξεκίνησε σαν ιδέα, έγινε πρόταση, πήρε σάρκα και οστά. Δεν το περίμενα. Κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος, έγινε κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν: έχασα τον πατέρα μου, εξού και η ιστορία μου είναι γραμμένη για εκείνον. Κάποιοι από τους συγγραφείς με γνωρίζουν προσωπικά. Οι περισσότεροι διαδικτυακά. Όλοι, όμως, έδειξαν χαρά και λαχτάρα για τη συνεργασία μας. Τους ευχαριστώ θερμά, γιατί με την αλληλεπίδρασή τους έγινα λίγο καλύτερος άνθρωπος.

Κ.Κ. 

Goodreads page: https://bit.ly/3i1p9YI

Tales of the Mind
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2023
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε